Πίσω απ΄τη μάσκαρα - Η ζωή του Paul Stanley

03/08/2014

Κατηγορία: Art Rock

3900

Paul Stanley - Face The Music / A Life Exposed Harper One (Harper/Collins Publ., 2014). Τη σήμερον ημέρα, το να πλονζάρεις σε αυτοβιογραφίες 60άρηδων ροκ σταρ είναι αμφιλεγόμενο άθλημα. Δεν μπορεί κανείς να πιστέψει ότι δεν είσαι ένας φαν - ρετάλι αρχαίας κοπής που ψάχνει για επικυρώσιμα πώρωσης.

 

Σίγουρα δεν μπορείς να ανήκεις στη συνωμοταξία των φαν - μιμητών - υμνητών, που αναζητούν λεπτομέρειες για τη ζωή του ήρωά τους προκειμένου να την αναμασήσουν μέχρι ανανήψεως από το βούρκο της ύπαρξής τους.
Ευτυχώς ή δυστυχώς, αυτή η τάξη των δημοσιογραφούντων έχει πλέον εξαϋλωθεί.
Επί πλέον, ό,τι και να γράψεις σαν παρουσίαση μιας αυτοβιογραφίας, δεν μπορείς να αναπλάσεις την χαμένη ανάγκη για ανάγνωση, για αναμέτρηση με το γραπτό λόγο, που ανήκει στους μουσικόφιλους άλλων εποχών. Εδώ και αρκετά χρόνια όλες οι λεπτομέρειες και όλες οι «εκδοχές» για τη ζωή των σταρ του ροκ ν΄ρολ είναι λίγο - πολύ προσβάσιμες μέσω διαφόρων πηγών του
internet. Τα τελευταία, δε, χρόνια η μοδάτη συμπεριφορεσιά (τάση που δημοσιοποιείται και υιοθετείται) είναι να υποβλέπουμε τους αστέρες του ροκ, υπό διάφορες απίθανες παρωπίδες. Επικρατέστερη όλων το ότι «δεν χρειαζόμαστε τους μύθους γύρω από τη ζωή των ροκ ειδώλων, γιατί έχουν μεγιστοποιήσει άδικα και δυσανάλογα τη μουσική αξία τους».
Όπως εννοεί ο καθένας την μουσική αξία.
Στην πραγματικότητα, πίσω απ΄αυτή την εύληπτη απάτη, την ταιριαστή με την τάση απαξίωσης των πάντων που ζούμε, έχει καταφέρει να οχυρωθεί μια φοβία. Αυτή που κοιμάται μαζί με την ανασφάλεια και την κακεντρέχεια αρκετών που δεν έχουν πετύχει όσα θα ήθελαν στη ζωή τους, αυτών που φθονούν το μύθο, που έχουν αναάγκη να τον κατεδαφίσουν. Αυτή η κρυφή φοβία μπαίνει πραγματικά σε δοκιμασία όταν διαβάζει σελίδες κατορθωμάτων. Και βέβαια, όχι μόνο κατορθωμάτων σε μουσικό επίπεδο.


Τί να κάνουμε; Ορισμένοι άνθρωποι, τα κατάφεραν.
Με ταλέντο, συγκυρίες, προώθηση από πανούργους μάνατζερ, κάποια βιολογικά πλεονεκτήματα, κάτι απ΄όλα αυτά μαζί, αλλά τα κατάφεραν. Απέκτησαν τρομακτικά πολλά χρήματα, συνόδευσαν (...) αυτές τις γυναίκες που η υφήλιος έβλεπε μόνο στα περιοδικά, λατρεύτηκαν από εκατομμύρια οπαδών όταν βρίσκονταν πάνω στο σανίδι. Πρέπει αυτό να τρομάζει σε σημείο να αποφεύγουμε να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια, επειδή απέχει από την δική μας;

Μια καλή ευκαιρία να απαντήσεις στο ερώτημα είναι η αυτοβιογραφία του Paul Stanley.
Σε δύο βδομάδες το «Face The Music» πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα και έγινε best seller στην Αμερική, όπως λίγα χρόνια πριν οι πίνακες ζωγραφικής του Stanley και εδώ και 40 χρόνια οι δίσκοι που υπογράφει. Δεν υπάρχει περίπτωση, κάποια φλέβα ταλέντου έχει ο τύπος. Αυτό δε τον καθιστά βέβαια άτρωτο κριτικής. Ούτε συγκαλύπτει την καλοσιδερωμένη εκδοχή της ιστορίας των Kiss, την οποία πλασσάρει μέσα από το βιβλίο.
Το ταξίδι που επιφυλάσσει ο Stanley στον αναγνώστη της αυτοβιογραφίας του  είναι προσεκτικά δομημένο από τον βιογράφο, εύπεπτο σαν διήγημα, σε απλά νεοϋορκέζικα, γραμμένο (απομαγνητοφωνημένο) σε πρώτο πρόσωπο, χωρίς βαθείες επεξηγήσεις και πρωτότυπες αποκαλύψεις. Λεπτομερές σε σημεία, περιληπτικό σε άλλα, με αρκετή εμπάθεια προς κάθε κατέυθυνση.
Προς πρώην και νυν μέλη των
Kiss, δισκογραφικές εταιρίες, μάνατζερ που εξαπάτησαν, τα έφαγαν και εξαφανίστηκαν, πρώην συζύγους, παραγωγούς, ηχολήπτες.
Όχι, δεν είναι η συνηθισμένη γριά κακίστρω ο
Paul Stanley.
Είναι ένα 62χρονο πρώην ίνδαλμα, το οποίο προέρχεται από ταπεινή καταγωγή και κατάφερε να λατρευτεί, λόγω της ακατάπαυστης δουλειάς και της τόλμης του πάνω στη σκηνή. Δημιούργησε την περσόνα του Αστρόπαιδου ("
Starchild"), δούλεψε ώρες στο στούντιο, απέφυγε τα ναρκωτικά, κρατούσε πάντα το μυαλό του συγκεντρωμένο στο πού πάνε τα λεφτά που έβγαζε με τις εμφανίσεις του και υπήρξε εθισμένος μόνο στο σεξ, από την εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης, μέχρι καις τη νεποχή του AIDS και μετά. Μετά τα 50 του και μετά από κάποιες τραγικές απόπειρες να παραγγείλει, δηλαδή να διαλέξει με τα κριτήρια 12χρονου, υποψήφια σύζυγιο («με έκανε να νιώθω ωραία, επειδή ήταν όμορφη»), ανακάλυψε τις ευλογίες της συναισθηματικά σταθερής σχέσης, τα «θεία δώρα» της οικογένειας και της πατρότητας, την αξία των ανθρώπινων σχέσεων. Όλα αυτά όμως, αφού όμως πρώτα είχε ξεπατώσει όλα τα κουνελάκια του Hustler και του Playboy μεταξύ 1975-1989, κάτι χιλιάδες ανύνυμες φαν από την Αυστραλία έως την Οκλαχόμα, διάφορες δημοσιογράφους, υπεύθυνες δισκογραφικών, συντρόφους μελών του συγκροτήματος και γενικώς ότι είχε λεπτή μέση, πρόθυμη κοψιά και λάγνο βλέμμα.
Ο Stanley αναφέρεται εκτεταμένα στη βιολογική του μειονεξία που τόσο καθόρισε το χαρακτήρα του, την πολύ λίγο γνωστή στο κοινό μικρωτία (είχε γεννηθεί κουφός από το ένα αυτί, το οποίο εξωτερικά ήταν παραμορφωμένο, σαν ένα υπόλειμμα ωτικού πτερυγίου), τη σχέση του με τους ψυχρούς, αποστασιοποιημένους, συντηρητικούς και συναισθηματικά τσιγγούνηδες στην καλή κουβέντα γονείς του, στην ψυχιατρικά προβληματική μεγαλύτερη αδελφή του.
Με τις αναφορές του αυτές καταφέρνει να εγείρει συμπάθεια, αλλά όχι οίκτο.
Σχεδόν ποτέ δεν τον έπνιξε το κύμα της καλλιτεχνικής ανασφάλειας.
Από τη στιγμή που εξασφάλισε τη συνέχεια στο σανίδι (1975), πάντα του έρχονταν στο δρόμο πολλά χρήματα, δυνατότητα να έχει τα τελευταία
high tech υλικά αντικείμενα, πολυτελή ακίνητα και μουράτα αυτοκίνητα.
Από το 1977 και μετά, η έγνοια του Stanley ήταν το πώς θα κρατηθεί στην κορυφή, όχι το να καλλιτεχνίσει. Δεν είχε πρόβλημα να παίξει disco, να επενδύσει σε καταγέλαστες κινηματογραφικές παραγωγές, να φέρει εξωτερικούς συνθέτες για να εισπράξει κομμάτια που θα ηχούσαν ελκυστικά στην παλλόμενη μουσικών διαθέσεων μάζα των αμερικανών teenager, αδιαφορώντας για το αν αυτά σήμαιναν καθαρό ξεπούλημα για τη βάση των οπαδών των Kiss. Όλη η πορεία των Kiss μοιάζει γι΄αυτόν τον άνθρωπο μια σειρά από περισσότερο ή λιγώτερο επιτυχημένα πειράματα δημοφιλίας.
Με ή χωρίς
make up, με ή χωρίς τα βασικά μέλη, με ή χωρίς δικά τους κομμάτια.
Μεταξύ '74 και '77 οι KISS συντάραξαν, ήταν μια δύναμη της φύσης στα live, ψηφίστηκαν το δημοφιλέστερο συγκρότημα (1977-78), έδρεψαν εκατοντάδες εκατομμύρια από γκάτζετ (1977-1980). Μετά πήγαν να πειραματιστούν, απέτυχαν (1981), προσπάθησαν να γίνουν mainstream βγάζοντας το μακιγιάζ (1983 - 1989), επέστρεψαν στα σίγουρα (1992), έκαναν ένα υπερεπιτυχημένο unplugged (1995) και μετά την περίφημη επανένωση. Σε όλη τη διήγηση μετά το '77, είναι φανερό ότι ο Stanley είναι απολύτως απορροφημένος από το να διατηρήσει στο δημόσιο στάτους του το ρόλο του sex symbol που του είχε φορτωθεί, σε πλήρη αντίθεση με την ανασφάλεια, τη μοναξιά και την ματαιότητα που βίωνε ως άτομο. Φιλία και συντροφικότητα ήταν άγνωστες έννοιες γι΄αυτόν σχεδόν σε όλη την καρριέρα του. Σύμφωνα με όσα προκύπτουν από τα γραφόμενα του Stanley, ο Gene Simmons ήταν ένα άκρατα υπολογιστικό κάθαρμα που κατέκλεβε ιδέες, τραγούδια και το στυλ ολόκληρων νέων γκρουπ, άλλοτε για να το παίξει «πρωτοπόρος», άλλοτε για να προβληθεί προς τα έξω ο πολυπράγμων ιδρυτής των Kiss.
Ο Peter Criss, επτά χρόνια μεγαλύτερoς από τον Stanley, ήταν ένας μέτριος μουσικός που αγόταν και φερόταν από την εκάστoτε γυναίκα του και από τις ουσίες πoυ έπαιρνε. Και ο Ace Frehley ένα τεμπέλικο πρεζάκι που δεν ερχόταν στις πρόβες γιατί είχε παραδοθεί στην ντρόγκα, αφού «ποτέ δεν μπόρεσε να αναλάβει τις ευθύνες του ως μέλος της κορυφαίας μπάντας του κόσμου».
Σε προσωπικό επίπεδο, είναι φανερό ότι από ένα σημείο και μετά, το κάποτε κομπλεξικό εξαιτίας της μικρωτίας εβραιόπουλο από το Bronx, νόμισε ότι μπορεί να «αγοράσει» την ευτυχία.
Έφτιαξε με εγχείριση το αυτί του, όχι για να ακούει, αλλά για να δείχνει καλύτερα.
Έφθασε να εμπιστευθεί στον επί 20 χρόνια ψυχοθεραπευτή του να αναλάβει την επίβλεψη των οικονομικών υποθέσεων του συγκροτήματος (pgs 324-325), μόνο και μόνο για να καταλάβει 3 χρόνια μετά ότι ο τύπος μάλλον ήταν ολίγον τί ασταθής (αν όχι απατεώνας), αφού εξαφανίστηκε παρατώντας παιδιά, γυναίκα, οικογένεια και ασθενείς όπως ο ίδιος ο Stanley.
Η αφοπλιστική απλούστευση των γεγονότων από τον Stanley ταιριάζει στο αμερικάνικο κοινό, που αγνοεί την ιστορική εξέλιξη, που καταναλώνει εύπεπτες εξηγήσεις ως την αλήθεια, χωρίς να το ενδιαφέρει αν ο αυτοβιογραφούμενος μπορεί ή αν θέλει να φωτίσει τα κίνητρα, τις ανάγκες, το παλίσιο μέσα στο οποίο έδρασε.
Παρά ταύτα, ίχνη αντιληπτικής ικανότητας, μια αίσθηση «γίνομαι καλύτερος από τα λάθη μου», υπάρχουν μέσα στην αυτοβιογραφία.     
Εξηγεί πώς το '82 συνάντησε τον 17χρονο Saul Hudson (Slash) και του είπε ότι «έχει έναν ήχο που ταιριάζει σε μεγαλύτερο», αλλά «είναι πολύ μικρός σε ηλικία» για τη θέση του κιθαρίστα των Kiss.
Πώς του έμαθε το περίφημο «ανοιχτό κούρδισμα» του Keith Richards. Και ενώ είχαν συμβεί όλα αυτά, το '88 όταν οι G N' R άρχισαν να γίνονται γνωστοί, ο Slash άρχισε να διαδίδει σε συντεντεύξεις διοαδίδοντας ότι «εκείνος ο τύπος από τους Kiss ήθελε να πειράξει τον ήχο μας», ότι «είναι gay» και να κοροϊδεύει τα ρούχα που φορούσε ο Stanley στα βίντεο κλιπ (pgs 308-110). Αναφέρει ότι λίγο καιρό αργότερα και ενώ είχε βουήξει ο τόπος από τα λεγόμενά του, ο Slash του τηλεφωνεί για να ζητήσει παρακλητικά μια από τις συλλεκτικές κιθάρες του. Ο Stanley, του έκλεισε το τηλέφωνο με ένα περιεκτικό «f##k you» και αντί σχολίου, σημειώνει βιτριολικά: «Αυτός είναι προφανώς ένας από τους λόγους οι συνήγοροι υπεράσπισης δεν ανεβάζουν στο εδώλιο αλκοολικούς και πρεζάκια». Και τα λέει όλα για τον περίφημο κιθαρίστα των G N' R.
Όταν ο Eric Carr πέθανε από κάποιο σπάνιο είδος καρκίνου, o Stanley έριξε βαρύ κλάμα στην κηδεία του, παρ΄ότι όλοι οι συγγενείς του νεκρού ντράμμερ τον σιχαίνονταν (pgs 334-335), γιατί αδιαφόρησε όταν η ασθένεια εμφανίστηκε, απορροφημένος στην αυταρέσκειά του, τα project και τις γυναίκες του. «Ξόδεψα πολύ χρόνο σκεπτόμενος μήπως θα έπρεπε να είχα χειριστεί τα πράγματα διαφορετικά», γράφει, επειδή το συγκρότημα απέκλεισε τον ήδη άρρωστο Carr από το να συμμετέχει στην ηχογράφηση του «Revenge» (1991-1992).
Όταν τον Ιούλιο του '90 είχε ένα απροσδόκητο αυτοκινητικό ατύχημα (pgs 326-327), που κατά τύχη δεν ήταν θανατηφόρο, συνειδητοποίησε πόσο μόνος ήταν, αφού κανένας από το συγκρότημα δεν τον πήρε ούτε ένα ένα τηλέφωνο. Τόσο δεμένος ήταν με τον Simmons, τον Kulick και τον Carr.
Όταν ο Simmons στα μέσα των '90s του είπε ότι πρέπει να ακουλουθήσουν το ρεύμα της εποχής (βλ. τον ήχο του grunge), ο Stanley του είπε «Δε γίνεται να γράφουμε για θλιμμένες και απεγνωσμένες καταστάσεις. Τί θα γράψουμε; Ότι οι υπηρέτριες δεν ήρθαν σήμερα για δουλειά; Ότι άργησε η λιμουζίνα να μας πάρει για τη συναυλία;».
Όταν, ερωτευμένος με την άσημη ηθοποιό πρώτη σύζυγό του (Pam Bowen), ενέδωσε και αποδέχθηκε ότι εκείνη την τελευταία στιγμή αρνήθηκε να υπογράψει το συμφωνημένο προγαμιαίο συμβόλαιο, δήθεν κλαίγοντας από συστολή («αγάπη μου, με ενδιαφέρεις μόνον εσύ»), τελικά συνειδητοποίησε πόσο ηλίθιος φάνηκε.
Η πραγματικότητα υπήρξε σκληρή, όταν αργότερα η τόσο «ευαίσθητη» σύζυγός του απαίτησε, εν ψυχρώ, ενώπιον Θεού και δικηγόρων, και πέτυχε, να του πάρει το «50% όλων των αποκτημάτων του».
Καταλήγει, δε, στο να δηλώσει ότι το περιεχόμενο της ζωής του, όπως κατατίθεται στην αυτοβιογραφία του, είναι η «ζωντανή κληρονομιά» που αφήνει στα τέσσερα παιδιά του. Έτσι εξηγούνται οι λείες γωνίες, η απουσία αυτοκριτικής, οι άσβεστες εμπάθειες και οι άπειρες αυτοαναφορές στις επιλογές, τις επιδιώξεις και τις σκέψεις του, πάντα δικαιώνοντας τα αποτελέσματά τους. Είναι αυτά που θέλει να αφήσει πίσω του, όχι αυτά που έγιναν, είναι η λουστραρισμένη εκδοχή του γι΄αυτά που έγιναν.
Σίγουρα, οι KISS υπήρξαν για 40 χρόνια ένα κρίσμο συγκρότημα, όχι τόσο για την ιστορική ή μουσική εξέλιξη, όσο για τη βιομηχανική διάσταση του ροκ ήχου.
Σίγουρα, όποιο αρχειακό υλικό και να δεις μεταξύ 1973 και 1982 είναι αντάξιο του υπερενεργητικού, εφευρετικού και ρηξικέλευθου γκρουπ που πραγματικά υπήρξαν. Σίγουρα άφησαν κομμάτια μεγάλα, άφθαρτα στο χρόνο. Αλλά, όσον αφορά τον Stanley προσωπικά (και, κατ΄αναλογίαν, τους υπόλοιπους 3 ιδρυτές του σχήματος), κανείς τους δεν είναι τιτάνας της διανόησης, καινοτόμος μουσικός, ενσυνείδητος ρόκερ ή και «πρότυπο». Ο σκοπός της αυτοβογραφίας δεν ήταν να δείξει κάτι τέτοιο, αλλά το πέτυχε.

      

Παναγιώτης Παπαϊωάννου