No Thought Control: Ξαναβλέποντας το “The Wall”

14/07/2016

Κατηγορία: Art Rock

7698

14/7/1982, το τελευταίο πραγματικά μεγαλεπήβολο καλλιτεχνικό εγχείρημα που κυκλοφόρησε υπό το όνομα Pink Floyd, η ταινία "The Wall", κάνει πρεμιέρα στο εντυπωσιακό κινηματογραφικό παλάτι “Empire” της Leicester Square του Λονδίνου.

 

Δεν ήταν απλώς μια οπτικοποίηση του κόνσεπτ αλμπουμ που είχε κυκλοφορήσει δυόμισυ χρόνια πριν, ήταν μια κινηματογραφική εμπειρία μαρτυρίου και κάθαρσης, μέσα από μια διαδοχή σκηνών που καταλάμβαναν το θυμικό, προκαλούσαν το υποσυνείδητο κaι στρίμωχναν στα σχοινιά τις εγκεφαλικές διεργασίες με τις οποίες ο θεατής υποδέχεται και αποκωδικοποιεί ένα έργο τέχνης.
Πέρα από τη μουσική, που πλέον αποκτούσε χάρις στο φιλμ ένα ευπρόσδεκτο λυσσάρι για την ένταση των συναισθημάτων που προκαλούσαν οι Floyd από βινυλίου, καταλυτική ήταν σ' αυτό η ματιά του σκηνοθέτη Alan Parker (μέχρι τότε γνωστό για ταBugsy Malone και «Εξπρές του Μεσονυκτίου» και ήδη φαν του γκρουπ από χρόνια) και τα κινούμενα σχέδια του σκιτσογράφου Gerald Scarfe, διάσημου από τη δουλειά του στους Sunday Times.
Ειδικά τα τελευταία, δαιμόνιος συνδετικός ιστός μεταξύ ψυχικού κόσμου και παραισθήσεων του αφηγητή
Roger Waters εμπλέκουν σε τέτοιο βαθμό, ώστε φτάνουν να γίνονται για μεγάλη μερίδα θεατών το προεξάρχον στοιχείο του έργου, ένα πανταχού παρόν γινόμενο της πολλαπλασιαστικής συνύπαρξης των επί μέρους στοιχείων της ταινίας (ηθοποιία, σκηνοθεσία, σενάριο, μοντάζ, μουσική). 
Η μεταφορά της ιδέας του δίσκου σε φιλμ υπήρξε μια ακόμη εξαντλητική διαδικασία, όπως κάθε σχέδιο, μουσικό και μη, με την υλοποίηση του οποίου καταπιάστηκε ο Waters από το '77 και μετά. Ατέρμονες διαφωνίες στο δημιουργικό σκέλος, υπερκοστοβόρος παραγωγή, χοντροκομμένη περιθωριοποίηση των Gilmour και Mason από τον Waters (o Wright είχε εκπαραραθυρωθεί νωρίτερα).
Ο ίδιος ο Gerald Scarfe ομολόγησε πολλά χρόνια αργότερα ότι πήγαινε κάθε πρωί στο σετ των γυρισμάτων με εφοδιασμένος μ’ ένα μπουκάλι Jack Daniels για να αντέξει τις αναμετρήσεις με τον Roger Waters και τον Alan Parker.
Ολόκληρο το χειμώνα του '82, το τρέϊλερ της ταινίας είχε στοιχειώσει τα Σαββατιάτικα σινεμά της πρώτης χρονιάς στο Γυμνάσιο. Έχοντας βιώσει ως αποκάλυψη τρομακτικών διαστάσεων το «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου» κάτι χρόνια πριν, με δέος αναρωτιόμουν τί να σημαίνει άραγε αυτό το πρόσωπο που βγαίνει ουρλιάζοντας μέσα από ένα αχανές τείχος, τα παιδιά με τις φρικιαστικές τρύπες για πρόσωπο, τα βομβαρδιστικά, τα σφυριά που κάνουν παρέλαση, ο τρομακτικός δάσκαλος με το χάρακα, ο τύπος χωρίς φρύδια που προστάζει τα πλήθη. Και αυτό το τραγούδι, τί είναι αυτός ο χορωδιακός προάγγελος μιας εξέγερσης επιτακτικής, έτοιμης να ξεσπάσει; Τί πράμα είναι το έργο αυτό; Είναι πολεμικό; Είναι μιούζικαλ; Είναι με κινούμενα σχέδια; Το απεγνωσμένο πρόσωπο που ουρλιάζει βγαίνοντας απ’ το τείχος όλο και αρχίζει να αποτυπώνεται σε τετράδια, θρανία, κόλλες αναφοράς, ακουαρέλλες. Σύμβολο. Νεύμα απ’ το υπερπέραν.

Ώσπου έρχεται ο Αύγουστος του ’83 («μουσική ταινία είναι, δεν έχει τίποτα ακατάλληλο», για να καμφθούν οι όποιες γονεϊκές  αντιρρήσεις), στο θερινό.
Πατώντας στα χαλίκια και με τα πατατάκια "Τσακίρις" ανά χείρας, ωσάν οχυρωμένος σε αμπρί".
Η πρώτη φορά ήταν σα να γλύτωσα κατά τύχη από ένα τσούρμο σκιές και φαντάσματα που με κηνυγούσαν όλο το βράδυ, με τρόπο πιο εφιαλτικό κι απ΄ αυτόν στους «Μαχητές» του Γουόλτερ Χιλλ.  
Ακολούθησαν θεάσεις πολλές. Βιντεοπροβολές με περί πολλά τυρβάζουσες ξενεροκ παρέες. Κι άλλα θερινά, άλλοτε μόνος, άλλοτε παρέα με Φλοϋδικούς αντεγειάδες, μεταμεσονύκτιες στην t.v., προσεκτικές επαναλήψεις σε dvd. Κάποια στιγμή, στο Ναυτικό, μια Σαββατιάτικη βραδιά ένδον, συναισθάνθηκα το χάσμα γενεών.
Κανένας από τους 25χρονους και βγάλε της τοιχαρχίας μου δεν είχε δει ή ακούσει τί ήταν το
The Wall”. Έπρεπε να δώσω μάχη για να μη δείξει η τηλεόραση για χιλιοστή φορά το «Πράσινο Μίλι» απ΄το Filmnet.

Περνώντας τα χρόνια, έπιασα τον εαυτό μου, κάθε φορά που αποφάσιζα να το ξαναδώ, να μη θυμάται το τέλος. Κατά βάθος το απωθούσα, κάτι που σταμάτησε κάπου γύρω στα 40. Ίσως, λέω, από τις επαναλήψεις. Όμως εικόνες και συμβολισμοί της ταινίας, έχουν πλέον καταστεί αυτοδύναμα αρχέτυπα σε όσους έχουν ασχοληθεί κάπως πιο προσεκτικά μαζί της.
Η λάγνα γκρούπι (“...take this rock n’ roll refuge, oοh babe, set me free”), η μητέρα - σαρκοβόρο λουλούδι (“Mother”) και η «δίκη» (“The Trial”) παραμένουν snippets από εφιάλτες. Τα ρίγη αδρεναλίνης αναδύονται πάντα αναπόφευκτα όταν ο μικρός Pink φαντασιώνεται τους μαθητές να πετάνε τις μάσκες και να τα κάνουν όλα λαμπόγυαλο, ίσωμα, αποκαϊδια. Η δε σκηνή με το flashback των παιδικών χρόνων και την ανάμνηση απ’ το μικρό κατοικίδιο, με τον ενήλικο rock star Geldof χυμένο στο χάος από υπερβολική δόση, νιώθοντας ότι γίνεται ένα με τα σκουλήκια υπό τα σόλο του “Comfortably Numb, σε σβήνει απ΄το χάρτη.
Το “The Wallδεν είναι ένα ανώδυνο κινηματογραφικό θέαμα. Δεν είναι για κάθε περίσταση, ούτε για κάθε ηλικία. Είναι επικίνδυνο. Ενοχλητικό. Παραιτείται από τις διαδικασίες αποπροσωποποίησης και δεν δημιουργεί απόσταση σουρεαλιστικής ασφαλείας με την οραματική του γλώσσα. Αντίθετα, περικυκλώνει τον θεατή και τον καθίζει πρόσωπο με πρόσωπο με τις ρίζες του κακού του εαυτού, τις τόσο ανομολόγητα οικείες.
Τον αφήνει κλειδωμένο μ’ αυτές, μέχρι να βρει, πιθανόν όχι με την πρώτη προβολή, αλλά με την πολλοστή, τη δική του αξίνα για να ρίξει με δύναμη μία, κάνοντας την πρώτη ρωγμή στο δικό του τείχος, στο αθέλητα κληροδοτημένο σύστημα
thought control με το οποίο αναμετράται μεγαλώνοντας. Αυτός είναι ο κινηματογραφικός λόγος ύπαρξης του “The Wall” και είναι ισχυρός. 


Παναγιώτης Παπαϊωάννου