Gone, with a hazy shade of winter (27.5.88)

02/06/2018

Κατηγορία: Art Rock

6081

Οι καθηγητές τό’ παν και τό’ καναν. Το πρωί της 23ης Μαΐου κατεβαίνουμε κανονικά στο σχολείο –γυρισμένα μανίκια, ξεκούμπωτα πουκάμισα να κρέμονται, αφαλοκοπέ μπλουζάκια ωλ όουβερ δε πλέϊς- για το πρώτο προγραμματισμένο μάθημα εξετάσεων κορμού.

 

Ο κοντόχοντρος Λυκειάρχης χαμηλώνει το μικρόφωνο στο ένα πενηνταφεύγα και απ’ τον πρώτο όροφο, έξω από το γραφείο των καθηγητών, με την ταπεινή επισημότητα καντηλανάφτη που στριμώχνει μακριά απ’ την κοινή θέα τον στριμoκωλιασμένο αυτάρχα πού’χει μέσα του, μας το ανακοινώνει:
«Ολόκληρο το εκπαιδευτικό προσωπικό συμμετέχει σε πανελλαδική απεργία, έως ότου ικανοποιηθούν τα δίκαια αιτήματα που έχει διαβιάσει στον Υπουργό η ΟΛΜΕ».

Θα το ζήσουμε κι αυτό. Απεργία μέσα στις εξετάσεις. Για πανελλαδικές, ούτε λόγος. Όλα αναβάλλονται επ’ αόριστον. Το ίδιο απόγευμα δίνουμε ραντεβού με τα παιδιά να πάμε σινεμά. Δε θα μας τα γ@μήσουνε τα νεύρα αυτοί, εδώ που φτάσαμε, μετά από μια χρονιά με τέτοιο διάβασμα. Μαζευόμαστε μεγάλη κι ετερόκλητη παρέα, συν κανά – δύο κοπανιζέ απ’ τα φροντιστήριο («αφού δεν ξέρει κανένας πότε θα δώσουμε, τί να την κάνω την επανάληψη ρε;»), δε θέλουμε να χωνέψουμε πόσο στον αέρα βρίσκεται το άμεσο μέλλον μας.
Μπαίνουμε στο σκιερό υπόστεγο του «ΑΠΟΛΛΩΝΑ», αφήνοντας πίσω μας τον ήλιο να ξεροψήνει τον απογευματινό αέρα, μ’ αυτή την επιμονή που ζητάει παγωμένη γρανίτα, φραπόγαλο ή και καμιά μπύρα, μισή – μισή, μη μας πάρει και κανά μάτι. 

Ο χειμώνας ήρθε κι έφυγε – ή μάλλον δεν έρχεται ποτέ- στο εφάμιλλα ηλιόλουστο με την πόλη μας Λος Άντζελες. Ο Κλέϊ, μετά από ένα εξάμηνο στην ολοκαίνουρια πραγματικότητα του πανεπιστημίου, επιστρέφει γραββατωμένος στα σχολικά λημέρια για ένα δεκαπενθήμερο



Χριστουγεννιάτικων διακοπών. Όταν ήταν να φύγει, η Μπλαιρ του τό’χε πει. Δεν θ’ αντέξει χωρίς αυτόν, ούτε και μπορεί να τον περιμένει, χωρίς κάποιον δίπλα της ν’ ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με την πάρτη της. Ο κολλητός του φίλος, ο Τζούλιαν, πλουσιόπαιδο κι αυτός όπως κι άλλοι δύο, με το που τελειώνει το σχολείο, αγωνιά να γεμίσει το κενό της τερματισμένης κανονικότητας. Πάρτυ, σκόνες, η νύχτα - μέρα, όλα επιταχύνουν με ιλλιγιώδη ταχύτητα. 
Μπλέκει με επικίνδυνα μούτρα και αρχίζει την κατρακύλα του πρεζάκια: ψέμα, ζητιανιά, κλεψιμαίϊκα, δανεικά κι αγύριστα, χάρες βρωμερές για ξεπλήρωμα. Ο Κλέϊ, γυρίζοντας, συνειδητοποιεί ότι τον φίλο του όπου νά’ ναι τον χάνει. Η Μπλαιρ, αφού έχει πηδηχτεί με τον Τζούλιαν όσο ο Κλέϊ παρακολουθούσε το πρώτο του εξάμηνο, έχει αρχίσει κι αυτή να ταϊζει τη μύτη της τακτικά.
Ποζάρει σα μοντέλο, βγαίνει μπαρότσαρκες όλο το βράδυ, περιφέρεται με ταγέρ με ανοιχτό ντεκολτέ, απολαμβάνει τα βλέμματα να την γδύνουν και όλο χώνεται στις τουαλέτες για να σνιφάρει. Την πέφτει στον Κλέϊ, του λέει ότι δεν μπορεί μακριά του, πόσο ωραία και τακτοποιημένα ήταν τα πράγματα πριν να τελειώσει το σχολείο.
Ο Τζούλιαν καταλήγει να πηδιέται για να ξεχρεώσει τον πρεζέμπορά του, κι οι δύο φίλοι του όλο τον ψάχνουνε και τον περιμαζεύουν από δω κι από κει.
Ποιόν θα σώσει πρώτον ο Κλέϊ, αν όχι τον εαυτό του; Ένα τρίγωνο αρρώστια σκέτη κι οι μουσικάρες να πέφτουν βροχή, από
Aerosmith και Cult, μέχρι Roy Orbison, Hendrix, Poison και Slayer. Ξεκινάει με το “Hazy Shade Of Winter” των Bangles, κομματάρα που ακούγεται παντού από τα Χριστούγεννα και μετά. Ακούγεται ενώ δείχνει τον Κλέϊ, στα πρώτα πλάνα, να επιστρέφει από την κρύα και βροχερή Ανατολική Ακτή στο Λος Άντζελες και να περνάει με το κόκκινο κάμπριο δίπλα από τα φοινικόδεντρα της παραλιακής.
Οι Bangles είναι το μοναδικό γυναικείο γκρουπ του καιρού μας που ενώ είναι ποπ, μοιάζει με ροκ και συχνά - πυκνά ακούγεται σαν ροκ. Ξέρουμε ότι τις προωθεί ο Prince κι έχουν κάνει δύο μεγάλες επιτυχίες, το “Manic Monday”, δυό χρόνια πριν και το “Walk Like An Egyptian”, πέρσι. To “Hazy Shade Of Winter” ροκάρει μακράν περισσότερο, με το επίμονο, φυτευτό, ήχο του τομ και τη Χεντριξοκοπιά πού’χει για ριφ. Έχουμε διαβάσει ότι είναι 20 χρόνια παλιό, τό’ χουνε γράψει εκείνο το δίδυμο του ’60, ο κοντός κι ο αχτένιστος, αυτοί πού’ χουνε βγάλει και το “Sound Of Silence”. Σιγά μην έχουμε ακούσει το πρωτότυπο. Πόσο πιο καλό να είναι;



Το έργο τελειώνει μ’ ένα φλασμπακ, τον Κλέϊ και την Μπλαιρ να θυμούνται την αποφοίτηση, την τελευταία μέρα στο σχολείο, όπου όλα ήταν άσπιλα, ηλιόλουστα, ξέχειλα από υποσχέσεις. Βγαίνουμε από την αίθουσα σε κομφούζιο, ταΐζουμε ο ένας στον άλλον τις αντιφάσεις που κουτουλάνε μέσα μας η μία την άλλη.
«Πάνε να μας φορέσουνε αυτόν τον μ@λ@κα τον 'Άντριου ΜακΚάρθυ για πρότυπο του κουλ, το κυρίζι. Στο “Μπαράκι του Σαν Έλμο” δε μπορούσε να βρει γκόμενα και στο “Μανεκέν” τά’ φτιαξε με μια κούκλα στη βιτρίνα, ο ξενέρας».
«Ναι, και καλά ότι είχε αφίσες Husker Du και Bon Jovi στο δωμάτιό του. Μας δουλεύουνε; Αυτό δεν κολλάει με τίποτα, πουθενά στον κόσμο».
«...Αυτή ρε δεν είναι που παίζει στα “Παιδιά της Νύχτας” με το γιο του Σάδερλαντ; Γ@μώ τα γκομενάκια. Εκεί που το δίνει στα όρθια στον Κλέϊ, με David Lee Roth να παίζει...».

«Εγώ άμα η γκόμενά μου πηδιόντανε πίσω απ’ την πλάτη μου με τον καλύτερό μου φίλο, θα είχα βάλει να τα σαπίσουνε στο ξύλο και τα δύο. Από το νοσοκομείο θα τα παίρνανε οι δικοί τους».
«...Το πρόσεξες; Οι πρωταγωνιστές όταν είναι έξω στον ήλιο συμπεφέρονται και σκέφτονται σωστά, σα νά’ ναι είναι νηφάλιοι. Σ’ όλες τις άλλες σκηνές δεν ξέρεις αν είναι στην πρέζα, αν έχουνε πάρει, αν είναι χαρμάνια, δεν το καταλαβαίνεις ακριβώς».
«Χεστήκαμε με τα πλουσιόπαιδα του Μπέβερλυ Χιλλς. Ποιός μας έφερε σ’ αυτό το κωλόεργο;».
«...Σαν τα “Τσακάλια” είναι, ρε μ@λ@κες, μόνο που τό’χουνε γυρίσει για τ’ αμερικανάκια. Με τον τύπο αυτόν, τον γουρλομάτη, στο ρόλο του Γαρδέλη, που ψοφάει στο τέλος από την πρέζα».
«...Άμα έχει τόσο χρήμα με ουρά η οικογένειά σου, σιγά μην έχει προλάβει να σε πιάσει το πρόβλημα. Μπορείς να αγοράσεις όση πρέζα θέλεις».
«...Τις πολλές τις τηλεοράσεις που έχει σε διάφορα πλάνα, τις προσέξατε; Μήπως θέλει να πει ο ποιητής ότι όλα αυτά τα μ@λ@κισμένα το μόνο που τους ένοιαζε είναι πόσο ωραία θα δείχνουνε σε μια οθόνη; Αλίμονό μας άμα ποτέ καταντήσουμε έτσι, παιδιά».



Ξέρουμε ότι το γκλάμορ μελόδραμα έχει όλη την ρηχότητα, την αγνωμοσύνη και τη διπλοπροσωπία που μας έχουνε μια ζωή μάθει ν’ αποφεύγουμε, συν μια φουλ δόση από επιτήδευση, που δεν μας απασχολεί, γιατί βρίσκεται πολύ μακριά από κει που μπορεί να φτάσουν οι έφηβες ζωές μας. Υπάρχει, όμως, σ’ αυτό που παρακολουθήσαμε και κάτι σαν προειδοποίηση, ανησυχητική. Όχι για την πρέζα – κανένας στο σχολείο δεν παίρνει, απ΄όσο ξέρουμε τέλος πάντων.
Αλλά για το πολύ κοντινό μέλλον, που όλο και πλησιάζει, έφτασε πια. Σε μερικούς μήνες άραγε, θα είμαστε όπως είμαστε τώρα; Ποιοί από μας θα ξεμακρύνουν και θα επιστρέφουν σα φοιτητές και ποιοί θα περιμένουνε πίσω;
Ποιός θα σπάσει πρώτος και θ’ αρχίσει να κυλιέται στην ψυχοβγαλτική πραγματικότητα μιας χρονιάς χωρίς σχολείο, όταν όλοι οι φίλοι και γνωστοί δε θα βρίσκονται πια λίγα μέτρα παρακεί, στο διπλανό θρανίο; Ποιός θα τα παρατήσει και θα πιάσει «μια τέχνη», ζητώντας να βγάλει πρώτος φράγκα; Και τα κορίτσια; Θα μείνουνε ίδια τα κορίτσια μας και μετά; Μήπως αλλάξουνε ακόμη και τα γνωστά, τα μόνιμα ζευγάρια του σχολείου, που ορκίζονται να προχωρήσουνε μαζί; Μήπως, όπως στο έργο, αρχίσουνε οι αλλαξοκωλιές ανάμεσα σ’ αυτούς και σ’ αυτές που θα μείνουνε πίσω;
«Έτσι θα με κερατώσεις και συ άμα περάσω στο πανεπιστήμιο; Θα πας με τον καλύτερό μου φίλο;». «Εξαρτάται…». «Από τί;». «Από το φίλο που θ’ αφήσεις πίσω». «Ακαιστοδιάλο…». «Αφού το ξέρω, θα με ξεχάσεις αμέσως μόλις γίνεις φοιτητής». «Πας στοίχημα;».
Τελευταία μέρα του σχολείου είναι η Παρασκευή, 27 Μαΐου. Από κει και μετά θα περιμένουμε τις ειδήσεις, να δούμε τί θα καταφέρει ο Κακλαμάνης, ο Υπουργός Παιδείας πού’ χει αναλάβει να διαπραγματευτεί με τους απεργούς καθηγητές. Θα ξανάρθουμε σ’ αυτά τα κτίρια για να δώσουμε εξετάσεις, όποτε, δηλαδή, μας πούνε ότι θα γίνουνε. Αλλά στην πραγματικότητα το ξέρουμε. Την Παρασκευή αποχαιρετάμε δώδεκα ολόκληρα χρόνια σχολείου.
Η τελευταία μέρα έχει μια λιακάδα, άλλο πράμα. Απ’ αυτές που φιλτράρουνε κάθε σταγόνα υγρασίας στον αέρα και κάνουνε τα πάντα να δείχνουν τεκνικολόρ, από τα κόκκινα Ωλσταρ της Μαρίας με το μονίμως λυμένο κορδόνι μέχρι το πακέτο από Μάρλμπορο το χωμένο στην τσέπη του πουκάμισου του Βασίλη.
Η σεμνή τελετή ακολουθείται κι ολοκληρώνεται γρήγορα. Φτάνουμε, μαζευόμαστε, στεκόμαστε, περιμένουμε για λίγο. Κάθε μέρα ένας απ’ τους καθηγητές, διαφορετικός κάθε μέρα -έχουνε χωρίσει μεταξύ τους σε βάρδιες το δυσάρεστο έργο του να μας διώχνουνε όσους ερχόμαστε στο σχολείο κανονικά, μήπως και κάτι αλλάξει - μας επαναλαμβάνει ότι η απεργία συνεχίζεται και «να πάμε στα σπίτι μας». Όμως αυτή τη φορά, σα συνεννοημένοι, δε λέμε να φύγουμε. Δε θέλουμε. Περιφερόμαστε και μαζεύουμε λιακάδα.



Ανεβαίνω στον πρώτο όροφο, περνάω έξω απ’ την τάξη. Έχει την πόρτα ανοιχτή, με μια καρέκλα να την κρατάει να μην κλείσει από το στριφογύρισμα κανενός ξέμπαρκου θροίσματος, πάνω απ΄τα βορεινά. Ακουμπάω στα σκουριασμένα κάγκελα και κοιτάω από ψηλά κάτω το προαύλιο. Κάθε λακούβα του που γέμιζε με νερό στις βροχές, οι σκουριασμένες μπασκέτες και τα μονίμως χαλαρωμένα φιλέ, οι γωνιές κάτω από το σκιερό υπόστεγο που ήτανε για τα μήτινγκ τα ιδιωτικά, το απάγκιο στις δύο λεύκες -πάντα ωραίο όταν έμπαινε η Άνοιξη- οι κολώνες που ακουμπάγαμε ιδρωμένοι μετά τα διπλά της γυμναστικής, όλα φέρνουν στο μυαλό πράγματα με ταχύτητα που πάει να μπουκώσει την ανάσα.
Εμφανίζονται εδώ και κει κάτι μικρές Ινσταμάτικ, κάποιοι έχουν τα καρούμπαλα, οι λιγώτεροι τις συρταρωτές, κι αρχίζουν εδώ κι εκεί οι φωτογραφίες. Φοράμε τα χαμόγελα της στιγμής, ό,τι καλύτερο έχει καταφέρει να φτιάξει πάνω μας η ζωή μέχρι σήμερα, ανοίγουμε αγκαλιές, κάνουμε κερατάκια στους καθιστούς, ξέρουμε όλοι ότι θα μείνει κάτι σ’ αυτές τις πόζες που κανείς δεν φτάνουν τα δεκαοχτώ του χρόνια να το πει. Οι φωτογραφίες αυτές τραβιούνται γιατί κάποια στιγμή μέσα στο χρόνο θα γίνουν συλλεκτικές, αναντικατάστατες. «Τις θέλω όλες, θα μου τις βγάλεις και μένα!». 

“Time, time, time
See what's become of me
While I looked around
For my possibilities
I was so hard to please
 
Look around
Leaves are brown
And the sky
Is a hazy shade of winter
 
Hang onto your hopes my friend
That's an easy thing to say
But if your hopes should pass away
Simply pretend
That you can build them again
Look around
Grass is high
Fields are ripe
It's the springtime of my life”.
27 Οκτωβρίου του '88. Πρώτη επιστροφή στα σχολικά λημέρια, αυτή τη φορά ως φοιτητής. Το αποφασίζω και πάω το πρωί στη γιορτή του σχολείου για την 28η, κανονικά.
Έχω ρίξει τηλέφωνα από δω κι από κει, μήπως και πάμε με κάναν δικό μου μαζί. Μερικοί έχουνε γυρίσει, άλλοι όχι, για αρκετούς δεν είμαστε και σίγουροι πού να βρίσκονται.
«Είσαι καλά, ρε που θα πάω στο σχολείο; Δε μού’χει λείψει να δω τις κ@λόφατσες που μας τα ζαλίζανε επί τρία χρόνια, όλες μαζεμένες. Θα σε δω κάτω μετά, για καφέ».
Η γιορτή γίνεται στο κλειστό γυμναστήριο του σχολικού συγκροτήματος. Σκόρπιες χαιρετούρες και βλέμματα απορίας από τους καθηγητές και τους συμμαθητές της περσινής Δευτέρας, όλους έναν χρόνο πιο μεγάλους, απορροφημένους από τη δική τους βαρετή ρουτίνα της επετείου. Τις μισές στιγμές είναι σα να μην έχω φύγει, μού’ρχεται να ρωτήσω τί έχουμε αύριο πρώτη ώρα.
Τις υπόλοιπες στριφογυρνάω σαν απομίμηση Άντριου Μακ Κάρθυ, την ώρα που καταλαβαίνει ότι είχει γυρίσει σ' ένα περιβάλλον γνώριμο, όμως βίαια απαλλοτριωμένο από μια αδυσώπητη συμμορία πέντε μηνών του χρόνου.


«Όλα από τη φτιάξη τους είναι για να ξεθυμαίνουν. Το πόσο θα πάρει το ξεθύμασμα, ε, αυτό εξαρτάται από τον καθέναν... κι αυτά που γυρνάνε μέσ’ το μυαλό του. Κανένα ρολόϊ δε γυρίζει πίσω».
Ο Ρούλης στρώνει με μια ανεπαίσθητη, μηχανική κίνηση το -Καρλ Μαρξ συναντάει τον Μπιλ Γουώρντ των Σάμπαθ- μουστάκι του, μου σπρώχνει μια Χάϊνεκεν πάνω στο ξύλινο μπαρ και μου δίνει να δω το εξωφυλλάκι από το εφτάϊντσο που έχει προσεκτικά αποθέσει στο πικάπ.
Έχει απ’ έξω τον κοντό και τον αχτένιστο, διπλούς, σαν σε καθρέφτη, κάποια οφθαλμαπάτη. Είναι το αυθεντικό κομμάτι, με ημερομηνία κοπής – έτσι λέει από πίσω - 1966.


“…Seasons change with their scenery
Weaving time in a tapestry
Won't you stop and remember me…”.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου