Η ιστορία των SURVIVOR - Εγχειρίδιο Ροκ Επιβίωσης

11/08/2021

Κατηγορία: Rocktime Groups

14781

Αν εξαιρέσεις τους ηρωικούς συνειρμούς που φέρνει η περσόνα του Rocky Balboa σε όσους διανύει τα δεύτερα -άντα, η κακομαθημένη και για πολλά χρόνια αδιάβαστη ελληνική ροκ κοινότητα ήξερε μόνο το "Eye Of the Tiger" και έβλεπε αυτό το γκρουπ σαν μια εμπορική υποσημείωση της δεκαετίας του '80.

 

Πολύ μελωδικοί για να είναι "hard", πολύ αμερικάνοι για να είναι πιστευτοί, όχι και τόσο μπάνικοι για να αποκτήσουν υπολογίσιμο θηλυκό κοινό. Ο χρόνος και η ποιότητα των των τραγουδιών τους όμως επιβίωσαν. Μετά την απροσδόκητη αναχώρηση του Jimi Jamison, οφείλουμε μία λίγο πιο προσεκτική ματιά στην ιστορία των Survivor... 
Ο πυρήνας της hard rock μπάντας που σχηματίστηκε στο Chicago το 1978 δεν απαρτιζόταν από χθεσινούς μουσικούς.
Ο
Jim Peterik (11.11.1950) ήταν ο βασικός συνθέτης, τραγουδιστής και lead κιθαρίστας των Ides Of March, που τον Ιούνιο του '70 είχαν φθάσει στο #2 του Billboard με το κλασσικό πλέον "Vehicle" και είχαν περιοδεύσει με Hendrix, Joplin και Zeppelin.
Ο Frankie Sullivan (1.2.1955) είχε μάθει την εξάχορδη στα τέλη των '60s, τριγυρνώντας στα γκαραζ και βοηθώντας να στήσουν τα μικρόφωνα διάφορα γκρουπάκια στα προάστια του Chicago. Από το '76 είχε ήδη φτιάξει και το δικό του σκληρόηχο σχηματάκι, τους "Mariah". Ο Dave Bickler (31.3.1953), γέννημα θρέμμα του Lisle του Illinois, είχε κι εκείνος γευθεί την επιτυχία με τους Jamestown Massacre (το "Summer Sun" είχε ακουστεί αρκετά το καλοκαίρι του '72).
Το '79, έχοντας παίξει σε κάθε μικρομεσαίο club του Chicago υπό διάφορα προσωρινά ονόματα, το πενταμελές σχήμα εντοπίζεται από τον δαιμόνιο John Kalodner και τους προσφέρεται συμβόλαιο με την Scotti Bros. Είναι η εποχή των Foreigner, των Toto και των REO Speedwagon και ο άξονας κιθάρας/πλήκτρων/φωνής των τριών ψημένων μουσικών μοιάζει αξιόπιστος και μέσα στην εποχή. Όπως θα πει ο Kalodner, τo γκρoυπ θα ονομαστεί Survivor, όχι μόνον στο πρότυπο των μεσουρανούντων τότε Foreigner, αλλά επειδή η ψυχή του γκρουπ Jim Peterik είχε δείξει με την μέχρι τότε πορεία του ότι είναι ακριβώς αυτό. Ένας μάστορας της επιβίωσης στη μουσική σκηνή.
Ο πολύς
Ron Nevison (με φρέσκα τα παράσημα από την παραγωγή μεταξύ άλλων στο "Quadrophenia", το "Physical Graffitti", το "Bad Company" και το "Lights Out") αναλαμβάνει την παραγωγή του ντεμπούτου τους, "Survivor", που φθάνει όμως μόλις στο #169 του Billboard τον Απρίλιο του '80. Παρά την κακή εμπορική απόδοση του δίσκου, η ραφιναρισμένη ροκ τραγουδοποιία - με χαρακτηριστικό της μια ευδιάκριτη κιθαριστική γκαζιά παραπάνω απ΄το μέσο fm ροκ της εποχής- είναι φανερή σε κομμάτια όπως τα "Let It Be Now", "As Soon As Love Finds Me", "Nothing Can Shake Me From Your Love" και "Whatever It Takes".
Η συνεργασία
Peterik/Sullivan ήταν από την πρώτη στιγμή παραγωγική. Υπήρχε τόσο υλικό, ώστε έμεινε αρκετό έξω απ΄το δίσκο.
Ένα άμεσο ροκ κομμάτι που ο
Nevison απέρριψε ως «υπερβολικά southern» ("Rockin' Into The Night"), παραχωρήθηκε στους .38 Special και έφθασε αμέσως στο #43 το Μάρτη του '80. Κακή εκτίμηση. Το δικό τους πρώτο single, "Somewhere In America", μένει στο #70 (3.5.80).
 
Το γκρουπ υποχρεώνεται να αναδιοργανωθεί. Αρχές του '81 η ρυθμική βάση (οι με jazz/fusion υπόβαθρο Gary Smith και Dennis Keith Johnson) θέλουν να ακολουθήσουν άλλη πορεία και αντικαθίστανται από τους Stephan Ellis (μπάσο) και Eric Droubay (ντραμς). Στο μεταξύ, ο Jim Peterik υπογράφει και την επόμενη επιτυχία των .38 Special ("Hold On Loosely", US#27, Μάϊος '81) και δίνει άλλο ένα κομμάτι στον Don Felder ("Heavy Metal [Takin' A Ride]"), που μπαίνει στην - cult πλέον σήμερα - ταινία ενηλίκων κινουμένων σχεδίων ("Heavy Metal"), φθάνοντας στο #43. To συγκρότημα, και μόνο επειδή φέρνει χρήμα στη δισκογραφική του εταιρία, αξίζει περισσότερη προσοχή στη δεύτερη προσπάθεια.
Η οποία έρχεται τον Οκτώβριο του '81 με τον τίτλο "Premonition", σε συμπαραγωγή του Peterik (με τον Artie Ripp).
Ξεχωρίζει μακράν το "Poor Man's Son", με το κοφτό ριφ κιθάρας - πιάνου (στη συνταγή του "Jane" των Starship και του "Hold The Line" των Toto) και το αφοπλιστικό βιμπράτο του Bickler ("I'm a poor mans son- Workin' all night long - Got a bad guitar And a simple song - You're a rich man's daughter - Look at what you've done - You went and fell in love - With a poor man's son").
Παρ΄ότι τα υπόλοιπα επτά κομμάτια του άλμπουμ δεν έχουν κάτι ξεχωριστό, το "Poor Man's Son" σπάει για πρώτη φορά το τοπ-40 (US#33, 12.12.1981) και τους βάζει στο χάρτη. Και ενώ το δεύτερο single, το νοσταλγικό "Summer Nights" πασχίζει να διατηρήσει το ενδιαφέρον (US#62, 27.3.82), ο ιδιοκτήτης της δισκογραφικής των Survivor, Tony Scotti, κάπου στο Hollywood, βάζει το "Poor Man's Son" στον 36χρονο ηθοποιό / σκηνοθέτη ονόματι Sylvester Stallone που ψάχνει να μπει στη δεκαετία του '80 με την τρίτη ταινία ενός δικού του franchising που του έχει ήδη αποφέρει δόξα και Όσκαρ. Θα είναι το  "Rocky III", η υπεράσπιση των κεκτημένων από το πάλαι ποτέ άσημο μποξέρ από τη Φιολαδέλφεια. Το στόρυ πρέπει να δείχνει μοντέρνο και η μουσική είναι μια βασική ανησυχία του "Sly".
Επειδή δεν καταφέρνει να εξασφαλίσει τα δικαιώματα του "
Another One Bites The Dust" των Queen, ζητάει από τον Scotti αν «το συγκρότημά του» θα μπορούσε να γράψει για την ταινία ένα «σύγχρονο» κομμάτι με δυνατό ρυθμό, σαν το "Poor Man's Son". Στο γκρουπ δίνεται μια κόπια της αμοντάριστης ακόμη ταινίας, όπου ο Apollo Creed ντοπάρει ψυχικά τον Rocky λέγοντάς του διαρκώς ότι πρέπει να ξαναβρεί τη «ματιά του τίγρη».
Το αποτέλεσμα έμελλε να είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ροκ κομμάτια όλων των εποχών, το "
Eye Of The Tiger".
Στις 24 Ιουλίου του '82 εκτοξεύεται στην κορυφή του Billboard, όπου παραμένει για έξι συνεχόμενες εβδομάδες. Δύο εκατομμύρια 45άρια πουλιούνται στις Η.Π.Α. μέχρι το τέλος του καλοκαιριού και 800.000 ακόμη μέχρι το τέλος της χρονιάς στην Αγγλία.
Ένα ακαταμάχητο τραγούδι, με εσωτερική ένταση και τέτοια οικονομία στη δομή που δεν τολμάς να του αλλάξεις ούτε μουσικό μέτρο στην ερμηνεία ή την εκτέλεση. Ξεκινώντας από την ταινία, την οποία στην ουσία ανέδειξε στις πιο εμπορικές της χρονιάς παγκοσμίως, έγινε σχεδόν αμέσως το συνώνυμο του άκρατου ατομικισμού, «ιδανικού» που το
Hollywood αφειδώς διοχέτευε σε όλη την οικουμένη τη δεκαετία του '80.
Ένα
macho κομμάτι, για μια εποχή με ξεκάθαρους ρόλους που είχε όμως τέτοια μουσική και στιχουργική δύναμη, ώστε μέσα στα χρόνια έγινε δικαιωματικά το ζωντανό σάουντρακ για τον μαχητή κάθε συγκυρίας.


Το βίντεο κλιπ του κάνει μόδα τον μπερέ, τα πέτσινα παντελόνια (Bickler), τα γυαλιά - πατομπούκαλα (Peterik), τις δερμάτινες άσπρες γραββάτες (Stephan Ellis), ενώ το περπάτημα της μπάντας ώμο με ώμο σα συμμορία κάτω από τα φώτα της πόλης (για να καταλήξει να παίζει το κομμάτι με μια αποθήκη) ορίζει για τα επόμενα χρόνια τo attitude άπειρων συγκροτημάτων από την Αλάσκα μέχρι τη Γη του Πυρός.



Το σάουντρακ της ταινίας φθάνει στο #15 του καταλόγου των άλμπουμ στην Αμερική. Συγχρόνως, το τρίτο άλμπουμ του γκρουπ, με τίτλο, πως αλλιώς, "Eye Of The Tiger", μένει στο #2 για τέσσερις εβδομάδες (πίσω απ΄το "Mirage" των Fleetwood Mac) και είναι με διαφορά το καλύτερό τους μέχρι τότε. Mε κατασταλαγμένα, κιθαριστικά κομμάτια ("Feels Like Love", "Children Of The Night") που μοστράρουν άφοβα τα ραδιοφωνικά τους hooks ("American Heartbeat", US#17, 20.11.82, "The One That Really Matters", US#74, 12.2.83). Στα 25α Grammy (Φεβρουάριος '83) παίρνουν προδιαγεγραμμένα το βραβείο της καλύτερης ροκ ερμηνείας με το "Eye Of The Tiger" (στην ίδια τελετή το "IV" των Toto παίρνει έξι βραβεία, για να έχουμε εικόνα των μεγεθών της εποχής). Οι Foreigner και οι Journey έχουν ξαφνικά κι άλλον αντίπαλο.

Το επόμενο βήμα είναι αναμενόμενα δύσκολο. Δεν γίνεται να ξαναγραφτεί ένα δεύτερο "magnum opus" σε λιγώτερο από ένα χρόνο. Τον Οκτώβριο του '83, το "Caught In The Game" είναι σχεδόν ισάξιο ως άλμπουμ με τον προκάτοχό του (το κοφτό ραδιοφωνικό ροκ του "Jackie Don't Go", οι μπαλάντες "I Never Stopped Loving You" και "Santa Ana Winds" και το στακάτο "Slander" είναι από τα καλύτερα του γκρουπ) αλλά η απουσία ενός κομματιού με το ειδικό βάρος του "Eye Of The Tiger" είναι αισθητή, καθώς το ομώνυμο σινγκλ μένει χαμηλά (US#77, 5.11.83). Σαν να μην είναι αρκετή αυτή η αποτυχία, ξαφνικά ο Bickler εμφανίζει πολύποδα στις φωνητικές χορδές. Απαιτείται επέμβαση και περίοδος ανάρρωσης που θα χρειαστεί να ξεπεράσει τον έναν χρόνο. Αναγκάζεται να εγκαταλείψει το συγκρότημα, αλλά οι φήμες ότι είναι δυσαρεστημένος γιατί δεν παίρνει όσα πιστεύει ότι αξίζει, ως η πολυπλατινιένια φωνή - βιτρίνα του γκρουπ, δεν διαψεύδονται.

Θα είναι το τέλος για το συγκρότημα, πάνω στο ζενίθ του; Τέτοια χρυσοφόρος μηχανή τραγουδιών δεν θα μείνει ανυποστήρικτη από την Scotti Brothers. Αρχίζουν οι οντισιόν και στο προσκήνιο εμφανίζεται ένας άγνωστος. Ο Jimi Jamison (23.8.1951) απ΄το Memphis, με θητεία στα τέλη των '70s σε κάτι νευρώδεις ακολούθους του σκληρού blues των Bad Company που λέγονταν Target και αργότερα στους πιο «μεταλλικούς» Cobra (όλες οι ηχογραφήσεις και των δύο για χρόνια «σπάνιες» και πανάκριβες να τις βρεις).
Ο νέος τραγουδιστής είναι ένα φυσικό ταλέντο, στον καιρό του για να αναδειχθεί. Παρά τις αντιρρήσεις του για τον «ποπ» χαρακτήρα του συγκροτήματος, η μοναδική άνεσή του με τις δυσθεώρητα ψηλές νότες εντυπωσιάζει τους
Sullivan και Peterik.
Είναι ένας προσγειωμένος νότιος με όρεξη για δουλειά και ένα μονάκριβο φωνητικό εργαλείο. «Συνειδητοποίησα ότι μπορεί να τραγουδήσει ο,τιδήποτε του γράψω, όσο ψηλά κι αν πρέπει να πάει. Στην
oντισιόν του δώσαμε να παίξει κάποια κομμάτια που η φωνή έφτανε αρκετά ψηλά και εκείνος έλεγε "ελάτε, μη μου κάνετε χάρες, δώστε μου μια πραγματική ευκαιρία"», θυμάται αργότερα ο Peterik.

H αρχή γίνεται με το "Moment Of Truth" (US#63, 7.7.84), το κομμάτι μιας ακόμη ταινίας που καθόρισε εφηβικά υπερεγώ στα '80s, του "Karate Kid" (σκηνοθεσία John Avildsen, Oscarούχου με το "Rocky" το '76). Και ακολουθεί, τον Σεπτέμβριο του '84, ένα τεράστιο άλμπουμ. Το "Vital Signs". Η αναρρίχησή του στα charts θα είναι αργή αλλά επιβλητική (US#16, 13.7.85) και στο άκουσμά του αναγνωρίζει κανείς ακόμη και σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα A.O.R. άλμπουμ όλων των εποχών. Κομμένο και ραμμένο μαεστρικά για να παίζεται από το ραδιόφωνο, περιέχει 9 (σχεδόν) ισάξια κομμάτια, προσεγμένα μέχρι κεραίας ν΄ακούγονται καθαρά απ΄οποιοδήποτε κονσερβοκούτι με κεραία ανά τη γη (διαπεραστικά πρίμα σε κιθάρα και πλήκτρα και πάνω τους μια μοναδική φωνή που υπογραμμίζει τις μελωδίες), ενώ μόνο τα τέσσερα απ΄αυτά έχουν σόλο κιθάρα. Ένας δίσκος φτιαγμένος για επιτυχία, αλλά από τραγουδοποιούς, όχι από επαγγελματίες συνθέτες και χωρίς την ευκολία της διασκευής, που τότε ήταν επιβεβλημένη πατέντα.
Η τριπλέτα "
I Can't Hold Back" (US#13, 8.12.84), "High On You" (US#8, 23.3.85) και "The Search Is Over" (US#4, 13.7.04) ορίζει τα ραδιοκύματα της εποχής, ενώ τα "Popular Girl", "Broken Promises", "Everlasting" φέρουν ροκ πιστοποιητικά πρώτης γραμμής. Το δε "It's The Singer, Not The Song" είναι το άλμπουμ τρακ που θα αψηφήσει το χρόνο, με στίχο που γίνεται ένα με τον Jimi Jamison από τότε.

 

To συγκρότημα είναι πλέον συνώνυμο του αμερικάνικου A.O.R., με τους κινηματογραφικούς συνειρμούς να γίνονται πιο έντονοι από τη σύζευξη της μουσικής τους και με το επόμενο, τέταρτο μέρος του "Rocky".
Σημαδεύοντας το απόγειο της ψυχροπολεμικής προπαγάνδας του Ρηγκανισμού, το "Burning Heart" (US#2, 1.2.86 και UK#5, 1.3.85) φτάνει μια ανάσα απ΄το να γίνει ένα δεύτερο "Eye Of The Tiger". Και ίσως γινόταν, αν τη χρονιά του Τσέρνομπιλ και του Μαραντόνα ο πλανήτης δεν ήταν υπερκορεσμένος από ραδιοφωνικές φόρμουλες. «Ήταν μεγάλο λάθος που δεν βάλαμε το "Burning Heart" στον επόμενο δίσκο μας, θα πουλούσε ένα εκατομμύριο παραπάνω άνετα» θα πει αργότερα ο Peterik.

 


Πράγματι, χωρίς να πιάσει το momentum του "Rocky IV", το "When Seconds Count" (US#49) κυκλοφορεί στα τέλη του '86, μετά από μήνες επεξεργασίας, προκειμένου να παραχθεί ένα δεύτερο "Vital Signs". Ο ήχος του ενσωματώνει την τεχνολογία αιχμής της εποχής, οι ροκ γωνίες είναι πιο λίγες από κάθε άλλη φορά και ο Jamison (που αυτή τη φορά συμμετέχει και συνθετικά σε τέσσερα κομμάτια) δίνει μια ακόμη δέσμη πειστικών ερμηνειών. Το "Is This Love" (US#9, 17.1.87) και το "Man Against The World" (US#86, 23.5.87) δεν φτάνουν να ανεβάσουν το γκρουπ πάνω απ΄τον τρομακτικό ανταγωνισμό της εποχής (η περίοδος '86-'87 είναι η μεγαλύτερη υπερπαραγωγή από FM hits που εναλλάσσονται με ασύλλητο ρυθμό στα τσαρτς και των δύο πλευρών του Ατλαντικού) και οι πωλήσεις σταματούν μόλις στο μισό εκατομμύριο.
Τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ, το οποίο φαίνεται να αδικείται από τη σειρά του ίδιου του
track listing, είναι τα album tracks "Rebel Son", "Oceans" και "Back Street Love Affair", όλα χωμένα στη μέση και πίσω κάθε μιας από τις δύο πλευρές του δίσκου. Μετά από μια επιτυχημένη τουρνέ στην Ιαπωνία το συγκρότημα σιγεί.

 



Την επόμενη χρονιά, η ρυθμική βάση των Droubay και Ellis, χωρίς τυμπανοκρουσίες, απολύεται. Session μουσικοί χρησιμοποιούνται για τις ηχογραφήσεις ενός άλμπουμ - επιστροφή, που θα ονομαστεί "Too Hot To Sleep".
O Sullivan έχει πάρει αυτή τη φορά τα ηνία, συμπαράγοντας με τον Frank Fillipetti ένα σκληρό, πιο hard rock, ήχο από κάθε άλλη φορά. Όμως είναι πλέον τέλος του '88 και το επιμελώς ξεσκισμένο sleaze των Guns N' Roses έχει επιβάλει το δικό του νόμο. Στην εποχή του hair metal οι Survivor ακούγονται βεβιασμένοι και μια σκάλα πιο «ελαφρείς» μπροστά στο αφελές αλλά φαζαριστό hip των Winger, Warrant, White Lion (χωρίς καν να βάλουμε στην εξίσωση την αναμέτρηση με τις περμανάντ όλων αυτών).
To άλμπουμ είναι και πάλι A.O.R. κλάσης (το ομώνυμο, το "Desperate Dreams", το "Tell Me I'm The One") αλλά φανερά, πλέον, εκτός εποχής. Το πρώτο single "Didn't Know It Was Love" φθάνει μετά βίας στο #61 (Nοέμβριος '88) και μετά την αξιοπρεπή μπαλάντα "Across The Miles" (US#74, 11.2.89), οι Sullivan και Peterik αποφασίζουν να κάνουν ένα διάλειμμα απροσδιόριστης διάρκειας. H μπαλάντα "Ever Since The World Began" (από το '82), αυτή τη φορά με φωνή του Jamison, ακούγεται στην ταινία "Lock Up" του Stallone (τέλη '89), χωρίς να συγκινήσει. Οι καλές μέρες έχουν περάσει.

Τα nineties δεν υπήρξαν ευγενή με κανέναν σαραντάρη της γενιάς των Survivor. Το '93 Jamison συνυπογράφει το θέμα της τηλεοπτικής σειράς "Baywatch" ("I' m Always Here", όπου κάνει θραύση η breathtaking σιλικόνη της Πάμελα Άντερσον). και ανοίγει, έτσι, μια δεύτερη καρριέρα.
Επιλέγοντας όμως να περιοδεύει με back-up διάφορους session μουσικούς ως "Survivor" ή άλλοτε ως "Jimi Jamison's Survivor", βάζει το γκρουπ σε έναν ατέρμονο νομικό μαραθώνιο αντεγκλήσεων.
Ο
Sullivan (παραδόξως μόνον αυτός) αντιδρά και διεκδικεί την πατρότητα του ονόματος. Ο Bickler ξαναμπαίνει στο προσκήνιο, καθώς βρίσκεται με τους Sullivan και Peterik, ηχογραφούν δύο καινούρια κομμάτια και αρκετά demo, αλλά δεν κυκλοφορούν σχεδόν τίποτε (τα δύο μέτρια «καινούρια» κομμάτια βρίσκονται σ΄ένα best του '93). Διαφωνίες στα λεφτά, πρόβλημα στο να εξασφαλίσουν δισκογραφικό συμβόλαιο, συζητήσεις επί συζητήσεων για επανέκδοση του καταλόγου τους και για σχεδιαζόμενες περιοδείες, ακόμη και για επανένωση γίνονται και ναυαγούν. Έτσι περνά σχεδόν ολόκληρη τη δεκαετία του '90.
Ο
Peterik εγκαταλείπει το σκάφος το '96 και ασχολείται τους επανασυνδεδεμένους Ides Of March, αφήνοντας τον Sullivan να δοκιμάζει σε περιοδείες διάφορους μουσικούς, με τον Bickler πάντοτε πίσω απ΄το μικρόφωνο.
Mέχρι και οι Drοubay και Ellis επιστρέφουν για δύο - τρία χρόνια, χωρίς να ηχογραφηθεί όμως τίποτε καινούριο. Τελικά, το 1999 ο Sullivan κερδίζει τη δικαστική μάχη για το όνομα των Survivor. Ειρωνεία της τύχης, καθώς την επόμενη χρονιά, αποφασίζει να τα «ξαναβρεί» με τον Jamison (!), διώχνοντας αυτή τη φορά τον Bickler.

Όταν τελικά ο Sullivan, με τον Jamison στα φωνητικά, τον Droubay στα ντραμς και τους Chris Grove στα πλήκτρα και Barry Dunaway στο μπάσο κυκλοφορούν μετά από 18 χρόνια ένα άλμπουμ ως Survivor, οι προσδοκίες είναι υψηλές, αλλά τα αποτελέσματα επιεικώς χλιαρά. Το "Reach" (2006), παρά την hi-tech παραγωγή, αποτελείται από τετριμμένο A.O.R. χωρίς εξάρσεις, υλικό που ακούγεται κουρασμένο και ανέμπνευστο.

Όλα τα πρώην και νυν μέλη ακολούθησαν μέσα στα χρόνια διάφορα projects, ενώ η «Ματιά του Τίγρη» συνέχισε να τους ταίζει πλουσιοπάροχα. Το 2004, το συγκρότημα εμφανίζεται σε ένα χαρακτηριστικό διαφημιστικό για τον espresso της αλυσίδας Starbucks, παίζοντας μια διασκευή του "Eye Of the Tiger" και κερδίζοντας μια υποψηφιότητα για βραβείο Emmy. O Bickler γνωρίζει επιτυχία με μια σειρά διαφημιστικών σποτ για τηλεόραση και ραδιόφωνο για την "Bud Light". Ο -γνωστός από τη θητεία του με τον Michael Schenker- Robin McAuley αναλαμβάνει το μικρόφωνο για πέντε χρόνια (2006-2011). Στις 3.4.2007, το γκρουπ παίζει για εκατομμυριοστή φορά το κομμάτι - τοτέμ στην εκπομπή "Dancing With The Stars" στις Η.Π.Α., ενώ το χρησιμοποιεί και η συντηρητική Sarah Palin στην προεκλογική της εκστρατεία το 2008.

Ο Jamison, που ακολουθεί solo καρριέρα με εκλεκτικές αλλά αραιές κυκλοφορίες επιστρέφει το 2011. Ώσπου, στα μέσα του 2013, τα αστέρια ευθυγραμμίζονται. Ανακοινώνεται επισήμως ότι οι Survivor (με Sullivan και Droubay από το «παλιό» σχήμα), υποδέχονται με ανοικτές αγκάλες και τους δύο τραγουδιστές τους, σε μια σειρά περιοδειών όπου «επί τέλους θα μπορούμε να παίξουμε για τους οπαδούς μας όλες τις επιτυχίες μας».    

Οι περιοδείες γίνονται δεκτές ως ευλογία από τα εκατομμύρια των αμερικανών οπαδών, καθώς οδηγούμενοι από τον ακούραστο Sullivan, οι Bickler και Jamison βρίσκονται σε τοπ φόρμα παρ΄ότι και οι δύο έχουν καβατζάρει τα 60.

Ώσπου, στις 31 Αυγούστου 2014, η Big Heaven's Band καλεί απροσδόκητα τον Jamison. Είχε δώσει ένα δυνατό live στη Βόρεια Καλοφόρνια και ήταν αισιόδοξος. Και ξαφνικά, η καρδιά του σταμάτησε.
Η συνέχειαπεριλαμβάνει την επιστροφή του Bickler για λίγα χρόνια και τον 
Cameron Barton να έχει αναλάβει τον ρόλο του ερμηνευτή. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι οι πραγματικοί επιζώντες είναι τα τραγούδια τους. Πέρα από φόρμες, μόδες, είδη και στυλ, "When it's coming from the heart, all the people sing along".


ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
Survivor (1979)
Premonition (1981)
Eye of the Tiger (1982)
Caught in the Game (1983)
Vital Signs (1984)
Live in Tokyo
(1985)
When Seconds Count (1986)
Too Hot to Sleep (1988)
Reach (2006)

 

Παναγιώτης Παπαϊωάννου