Jeff Healey : (Let us) “See The Light”

16/09/2018

Κατηγορία: Old Time Rock

8814

Γεννημένος στις 25 Μαρτίου του 1966 στο Τορόντο, ο Jeff χάνει την όρασή σου όταν είναι μόλις οκτώ μηνών από μια σπάνια μορφή καρκίνου. Πιάνει στα χέρια του την πρώτη του κιθάρα σαν δώρο, μόλις τριών ετών.

 

Η έλλειψη της όρασης κάνει τις υπόλοιπες αισθήσεις του μικρού Jeff να τρέχουν με ασύλληπτη ταχύτητα. Παίζει συνεχώς και έχει ένα σπάνιο μουσικό αυτί που τον βοηθά να ανταποκρίνεται σε μελωδίες και ρυθμούς με το πρώτο άκουσμα. Σύντομα αναγνωρίζεται ως ένα παιδί – θαύμα της κιθάρας, μαθαίνοντας εύκολα να παίζει ποικιλία μουσικών στυλ, από jazz, reggae, παραδοσιακά blues, country, ως και heavy rock.
Παράλληλα, εξελίσσεται σε δεινό συλλέκτη παλιών δίσκων 78 στροφών, με τη δισκοθήκη του να αριθμεί περισσότερα από 10.000 τεμάχια πριν καν ενηλικιωθεί, ενώ η φήμη του σαν κιθαρίστα  και μελετητή των παραδοσιακών blues ολοένα και εξαπλώνεται, περνώντας τα σύνορα του Καναδά προς τα νότια, στη μεγάλη μητέρα του blues, το Σικάγο. Στα 15 του έχει ήδη γίνει γνωστός για το ότι παίζει καθιστός, με την κιθάρα στα γόνατα και αφήνει το κοινό του με το στόμα ανοιχτό.

Όπως ο Blind Lemon Jefferson επτά δεκαετίες νωρίτερα, ο Healey βρίσκει τον τρόπο να μετασχηματίσει την πλήρη αποστέρηση της όρασής του σε μια πανίσχυρη πέμπτη αίσθηση επίγνωσης του κιθαριστικού ήχου. Τον δούλεψε, τν έψαξε, τον ταίριαξε στο δικό του αισθητήριο και έμαθε να τον χειρίζεται με απόλυτη άνεση, σαν μαθητής που φθάνει στο επίπεδο της αριστείας. «Κούρδισα την πρώτη μου κιθάρα σ’ ένα κλειδί τυχαία και έπιασα κατευθείαν να χρησιμοποιώ το slide να παιχνίδι. Κανονικό κούρδισμα έμαθα χρόνια αργότερα, από δάσκαλο. Προσπάθησα να παίξω την κιθάρα κανονικά, αλλά δεν αισθανόμουν άνετα. Μπορώ να χρησιμοποιώ και τα πέντε δάχτυλα του αριστερού μου χεριού μου για να βγάζω διαφορετικό βιμπράτο με το καθένα, Με τον αντίχειρα πετυχαίνω ένα δικό μου πάτημα στις χορδές, δημιουργώντας νότες πιο ψηλές και διαφορετικές από αυτές που βγάζει συνήθως κάποιος που παίζει με τον κανονικό τρόπο».



Με τα δύο μετέπειτα μέλη των Jeff Healey Band γνωρίζεται παίζοντας στο κύκλωμα των club του Toronto, στα τέλη του ’85. Ο δυνατός ντράμερ Tom Stephen παρατά χωρίς πολλή σκέψη μια υποψία καρριέρας ως αρχιτέκτονας εξωτερικών χώρων για να αφοσιωθεί πλήρως στη ζωή μιας κανονικής μπάντας που ζεί από το νυχτοκάματο του «δρόμου».
Ο μπασίστας Joe Rockman ήταν ήδη κάποιος όνομα ανάμεσα στους session μουσικούς που μπαινόβγαιναν στα στούντιο ηχογραφήσεων του Τορόντο, όμως και κείνος προτιμά να σταθεί δίπλα στον Jeff, ως κανονικό μέλος ενός power trio, στη φλέβα των Cream και των ZZ Top. H γόνιμη στο ηλεκτρικό blues σκηνή του Toronto τους φέρνει γρήγορα σε επαφή με την αυθεντία. Οι blues θρύλοι που περιοδεύοντας περνούν από το Τορόντο βλέπουν το νεαρό τυφλό αγόρι και τρίβουν τα μάτια τους. 
Ο Jeff Healey παίζει με τη φλόγα ενός ρόκερ, το ακατέργαστο πάθος ενός μπλουζίστα και την ψυχή ενός honkytonker. Το παίξιμό του κάνει τον Stevie Ray Vaughan να επαναλαμβάνει επίμονα:
«Man, αυτός θα φέρει επανάσταση στο πώς πρέπει να παίζεται η κιθάρα». Η αυτού εξοχότης ο B.B. King τον συναντά και λέει πώς έχει το πράγμα χωρίς υπεκφυγές: «Δεν έχω ξαναδεί κάτι σαν κι αυτό που κάνεις. Οι εκτελέσεις σου είναι οι καλύτερες που έχω δει ποτέ. Συνέχισε έτσι και θα γίνεις μεγαλύτερος από τον Stevie Ray. Μεγαλύτερος από τον Stanley Jordan. Ακόμη κι απ’ αυτόν τον …B.B. King».
Το να παρακολουθεί κανείς τον Jeff να κορυφώνει τη ζωντανή του εμφάνιση με το κομμάτι “See The Light” είναι μια εμπειρία που δύσκολα ξεθωριάζει απ’ τη μνήμη. Μετά από μιάμιση ώρα καθήμενος με την Squire Stratocaster ξαπλωμένη στα γόνατά του, τινάζεται όρθιος, γυρνά με τον αντίχειρα το κουμπί της έντασης του Marshall και παραδίδεται σε μια αλληλουχία εκτυφλωτικών σόλο, με κάθε μυ του παιδικού προσώπου του σ’ένα απόκοσμο, αγγελικό τρέμουλο έκστασης. Στριφογυρίζει στη σκηνή σαν αγρίμι, με τη αριστερή του παλάμη να ανεβοκατεβαίνει πάνω την ταστιέρα, γεννώντας μερικούς από τους πιο έντονους θορύβους που έχουν ακουστεί από την εποχή του Jimi Hendrix. Χωρίς να χάνει νότα, σηκώνει την κιθάρα και παίζει με τα δόντια, με την κιθάρα κρεμασμένη με το μπράτσο προς τα κάτω, σηκωμένη ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι του, πετώντας την κάτω και πατώντας πάνω της, προκαλώντας θηριώδεις εκκενώσεις.
Ο θαυμασμός και η έκσταση του πλήθους παίρνουν δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο ηφαιστειώδεις διαστάσεις κι εκρήγνυνται σ’ ένα παρατεταμένο, εκκωφαντικό χειροκρότημα, καθώς ο κάθιδρος και χαμογελαστός 22χρονος υποκλίνεται και αποχωρεί από τη σκηνή. Η τυφλότητα είναι ιδεασμός. Ιδίως όταν έχεις τη δυνατότητα να κάνεις εκατοντάδες ανθρώπους κάθε βράδυ να βρίσκουν το φως τους.



Η φήμη του τυφλού παιδιού που ροκάρει τα μπλουζ χωρίς προηγούμενο φέρνει τους ανθρώπους της Arista Records στο Τορόντο. Βρίσκουν την μπάντα και προτείνουν στον Jeff το πρώτο του δισκογραφικό συμβόλαιο. Είναι Άνοιξη του ’88.  Στις 13 Σεπτεμβρίου του ’88 κυκλοφορεί το ντεμπούτο της Jeff Healey Band  "See The Light". Ηχογραφημένο στο Los Angeles υπό την επίβλεψη του Greg Ladanyi, ενός μαιτρ στην ηχογράφηση μουσικών auteur όπως ο Jackson Browne και ο Warren Zevon και την εμπειρία των Thom Panunzio και Jimmy Iovine (Springsteen, Iggy Pop, Joan Jett, Joan Armatrading), το άλμπουμ περιέχει 6 δικά του κομμάτια κι άλλα τόσα γραμμένα από τρίτους ή και διασκευές. Ξεκινά με  τo “Confidence Man” του Jοhn Hiatt κι ελίσσεται ανάμεσα από τα πιο αναγνωρίσιμα blues μονοπάτια -ZZ Top, Freddie King, Σικάγο- με επίκεντρο το χειμαρρώδες και αισθαντικό παίξιμο του Healey δίπλα στην ώριμη όσο και ευάλωτη φωνητική του ερμηνεία.

Είναι όμως με τη βοήθεια μιας ταινίας που η μουσική του θα καθιερωθεί. Είναι ένα από τα ρηχά και γεμάτα σταρ φιλμάκια της τελεταίας χρονιάς της δεκαετίας. Λέγεται "Roadhouse" και είναι η 3η απόπειρα του Patrick Swayze να κεφαλαιοποιήσει την εικόνα του του προτυπικού γκόμενου γυμνασιοκόριτσων της Μοντάνα που πήρε επ’ ώμου μετά το “Dirty Dancing”.



Αυτή τη φορά είναι ένας μπράβος «με καλή καρδιά», που δουλεύει σε ρέντνεκ ημικωλόμπαρο κάπου στο Μέμφις και τον εχθρεύεται ο τοπικός αρχινονός Ben Gazzara. Ο Jeff παίζει εκεί κάποιον σαν τον εαυτό του: έναν ήσυχο «καθιστό» blues κιθαρίστα με το όνομα Cody, που ηγείται της house band του μαγαζιού, όπου συχνάζουν ξετσίπωτες νότιες και ξεσπάνε καυγάδες μέρα παρά μέρα, για νά’ ρθει ο Patrick Swayze να σπάσει μερικά σαγώνια να έρθουν όλοι στα ίσα τους. Σε μια χρονιά που οι πρωταγωνιστές με ειδικές ανάγκες – τα αγαλματάκια μαζεύει ο “Rain Man” - γίνονται στο Hollywood η τελευταία ένοχη μόδα μιας δεκαετίας καθολικής κραιπάλης, ο  Jeff Healey γίνεται μέσα από το φιλμ αυτό διάσημος.
Το “See The Light” αρχίζει να συλλέγει αργά αλλά σταθερά διθυραμβικές κριτικές – πλέον ο Healey δεν είναι ατραξιόν λόγω της τυφλότητάς του, αλλά αναγνωρίζεται και προβάλλεται σαν ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους blues συνθέτες, παίκτες και διασκεδαστές. Tο κομμάτι Hideaway θα προταθεί το Φεβρουάριο του ’89 για Grammy καλύτερου rock instrumental τρακ. Ένα άλλο κομμάτι από το άλμπουμ, το γραμμένο από τον John Hiatt και τον Fred Koller Angel Eyes κυκλοφορεί σε σινγκλ στις 17 Ιουνίου του ’89 και πρωτομπαίνει δειλά στο Hot 100 φτάνοντας μέχρι το Νο 85 του Billboard.



Όμως με τη βοήθεια της ταινίας, της περιοδείας που έχει ξεκινήσει και εξακολουθεί σε Η.Π.Α., Ευρώπη και Αυστραλία και του MTV, στις 2 Σεπτεμβρίου βρίσκεται μέσα στο top – 10 (US#5, 2/9/89). Παρ’ ότι λιγώτερο αντιπροσωπευτική του ύφους του, η ερωτική μπαλάντα θα γίνει η μεγαλύτερη single επιτυχία της καρριέρας του.
Έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του, το ντεμπούτο του Jeff – για την ακρίβεια της Jeff Healey Band- θα φτάσει ελάχιστα πιο κάτω από το top-20 (US#22, 23/9/89) και θα ξεπεράσει σε πωλήσεις το ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Σήμερα θεωρείται από τα κλασσικά και πιο πετυχημένα από άποψη πωλήσεων blues album της νεώτερης μουσικής ιστορίας.

Τα χρόνια που ακολούθησαν ο Jeff Healey έπαιξε με όλους τους τιτάνες του blues, βραβεύθηκε και περιόδευσε μέχρι το τέλος, όταν η ύπουλη αρρώστια του χτύπησε πάλι την πόρτα, για να αφήσει την τελευταία του πνοή στις 2 Μαρτίου του 2008. H εικοσάχρονη δισκογραφική του καρριέρα του κατάσπαρτη από κομμάτια που οι στίχοι τους μιλούν για το φως, την απόδραση από το σκοτάδι, την παντοδύναμη αίσθηση της ματιάς, αυτής που στερήθηκε τόσο άδικα και αφιέρωσε τον εαυτό του στο να την αναπληρώσει με το σχεδόν υπερφυσικά εκφραστικό σμίξιμο των υπόλοιπων αισθήσεών του στο εκτυφλωτικό παίξιμο των έξι χορδών. Όπως ακούγεται να λέει στο “Angel Eyes”:
"Well, I'm the guy who never learned to dance - Never even got one second glance - Across a crowded room was close enough - I could look but I could never touch - So tonight I'll ask, the stars above - How did I ever win your love? - What did I do? - What did I say - To turn your angel eyes my way?".
Η θωριά αυτού του άκακου αγοριού από το Τορόντο ευτυχώς καταγράφηκε σε εικόνα και ήχο και δε θα σβήσει ποτέ. Θα παραμείνει για να πείθει αβίαστα, περισσότερο από γραφές, ρητά, παραδόσεις και ιδεολογικές κατασκευές, για την ακατάβλητη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος.


Παναγιώτης Παπαϊωάννου