Nick Cave & The Bad Seeds: "The Skeleton Tree"

16/09/2016

Κατηγορία: Κριτικές

6255

Ο διάολος τον εκδικήθηκε. Επί δεκαετίες του υφαρπάσσει τα πρότυπα. Αποδομεί το σκότος με τα τραγούδια του, μεταμορφώνοντας τους δολερούς, τους παράφρονες και τους εγκληματίες σε χαρακτήρες γήινους, συμπαθείς, σε ποιητές.

 

Τον άφησε λοιπόν να ξεπεράσει το θάνατο του δικού του πατέρα, να γλυτώσει στην εφηβεία και να μην καταλήξει τακτικός πελάτης του σωφρονιστικού συστήματος, να επιβιώσει αρκετές φορές στα νεανικά και τα ώριμά του χρόνια από πρέζα, κατάθλιψη, αγνωμοσύνη, παράταιρους έρωτες. Κι ενώ πλησίαζε το ξέφωτο των 50φεύγα του χρόνων, ο διάολος μονολόγησε μισερά: «Ήρθε η σειρά σου επιλεγόμενε και “Prince Of Darkness”.
Κόπιασε να δεις πώς είναι να ζεις σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από πόνο, αντί να γράφεις και να τραγουδάς γι’ αυτόν».
Nα επιβιώσει αρκετές φορές στα νεανικά και τα ώριμά του χρόνια από πρέζα, κατάθλιψη, αγνωμοσύνη, παράταιρους έρωτες. Κι ενώ πλησίαζε το ξέφωτο των 50φεύγα του χρόνων, ο διάολος μονολόγησε μισερά: «Ήρθε η σειρά σου επιλεγόμενε και “Prince Of Darkness”. Κόπιασε να δεις πώς είναι να ζεις σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από πόνο, αντί να γράφεις και να τραγουδάς γι’ αυτόν».
Του πήρε λοιπόν τον έναν απ’ τους δίδυμους γιους του, τον 15χρονο Arthur. Με τρόπο μονοσήμαντα σατανικό, για έναν πατέρα - καλλιτέχνη, που έχει αψηφήσει με τη ζωή και την τέχνη του το θάνατο. Υπό την επήρεια L.S.D. ο νεαρός Cave ανέβηκε στην απόκρημνη κόχη ενός κόλπου στο Βrighton και πήδηξε στη θάλασσα.  Ήταν 14  Ιουλίου του ’15.
Ελάχιστα πράγματα στη ζωή πιο συντριπτικά από το να χάνει γονιός το παιδί του. Απευκτέα ακόμη και για χειρότερο εχθρό, μια συγκυρία εφιαλτική με σχεδόν απάνθρωπη δύναμη, παράλογα άδικη και συνθλιπτική για τον οποιονδήποτε.
Ο Nick Cave θα κυκλοφορούσε τον 16ο δίσκο του, αυτό ήταν γνωστό. Η προσέγγισή του θα ήταν πιο μινιμαλιστική σε σχέση με το “Push The Sky Away, κι αυτό γνωστό. Οι ηχογραφήσεις είχαν ξεκινήσει πριν το τραγικό γεγονός. Ορισμένα τραγούδια ήταν ήδη έτοιμα, μαζί και τα φωνητικά. Όμως από τότε που ο μουσικός κόσμος πληροφορήθηκε το συμβάν, η αναμονή για τον επόμενο δίσκο του περιείχε, εκτός από την αγνή αγωνία για συμπαράσταση μέσω της επιδοκιμασίας για το υλικό, όποιο κι αν ήταν αυτό, και κάποια δόση διεστραμμένης περιέργειας. Πώς θα τραγουδούσε μετά από κάτι τόσο ισοπεδωτικό; Το αποτέλεσμα, όπως κάθε έργο τέχνης γεννημένο μέσα σε πόνο, αφοπλίζει.

You fell from the sky, crash-landed in a field near the River Adur ακούγεται ο Cave στο εισαγωγικό “Jesus Aloneκι αφού πάνω σε Industrial background απλώνει ένα λεκτικό travelling στο οποίο ταυτίζεται με κάποιους διάστικτους κακοτυχίας παρίες αυτού του κόσμου, καταλήγει σ’ ένα with my voice, Im calling you”. Αν δεν γνωρίζει ο ακροατής ότι το τραγούδι έχει γραφτεί πριν το θάνατο του γιου του, παγώνει.


Στο Rings of Saturn, ένας αποκαμωμένος Cave (“maybe Im just  too tongue-tied to drink it up and swallow back the pain) επιστρατεύει την μουσικότητα της ίδιας του της απαγγελίας και μιλά για το αναπόφευκτο του θανάτου με μια παραβολή. Ένα δηλητηριώδες έντομο (ή μήπως ο θάνατος ως θηλυκό;) καιροφυλακτεί, φευγαλέο και ανελέητο (over heaps of sleeping children) καθώς this is what she is and this is what she does.
Συνθετικοί ήχοι και μελωδία πιάνου στο Girl in Amber αφήνουν χώρο για μια ακόμη σπαρακτική ερμηνεία, που επιδρά στον ακροατή ποιητικά στροβιλίζοντάς τον σε αναμνήσεις, απ’ αυτές που αποθηκεύονται στην άκρη του ματιού (“You kneel, lace up his shoes your little blue-eyed boy”, “girl in amber, trapped forever, spinning down the hall”, “the song, the song is spinning since nineteen eighty four), πριν υπογραμμίσει τον αναπόφευκτο επίλογο κάθε απώλειας: I knew the world would stop spinning now since youve been gone / I used to think that when you died you kind of wandered the world / I dont think that any more.
Πάνω στη σκιώδη υπόκρουση του Magneto και πάλι με τσακισμένη φωνή μιλά για επάλληλους έρωτες, που δεν συναντιούνται (“I love, you love, I laugh, you love), παρορμάται να σκοτώσει και να μεταμορφωθεί, όμως τελικά επιμένει γιατί είναι το μόνο που είναι φτιαγμένος να κάνει (“one more time with feeling). Το Anthroceneακούγεται απολογισμικό, σαν outtake από το “An American Prayer” του Morrison ("All the things we love, we lose") και στο I Need You”, με τα δεύτερα φωνητικά σαν χορού από ερινύες, η συντριβή είναι σχεδόν τελειωτική. Μπορεί να ήταν γραμμένο ως θρήνος για έναν έρωτα, όμως το τραγούδι έχει από μόνο του πλέον πάρει άλλη, δική του ζωή (‘I will miss you when you’re gone away forever/ I thought I knew better, so much better/   but nothing really matters when the one you love is gone").


Το αιθέριο κατευόδιο τουDistant Sky και μόνον επειδή είναι ντουέτο (με την Δανή σοπράνο Else Torp), προς στιγμήν δημιουργεί μια αίσθηση παρηγορίας. Όμως στην πραγματικότητα στο έρημο τοπίο του “Skeleton Tree” δεν υφίσταται κάτι τέτοιο, όπως ο Cave αποσαφηνίζει με πίκρα: They told us our gods would outlive us, but they lied. Για να κλείσει το άλμπουμ με το ομώνυμο κομμάτι, μια κατατονική πιανιστική προέκταση του “Distant Sky”, με τη φωνή να υπενθυμίζει nothing is for free και να θάλπει με ψήγματα ανακούφισης τον ακροατή (“…and Its all right now).

O Cave αυτή τη φορά έμελλε να μην υποδυθεί κάποιον ήρωα περιπλανώμενο στα σκότη των παθών του, έχει αθέλητα γίνει ο ίδιος ένας τραγικός χαρακτήρας που υποφέρει από το ύστατο, το μη ανακλητό, βάρος της απώλειας. Η διαφορά μεταξύ της πιο πετυχημένης τραγουδιστικής του μυθοπλασίας και της ρεαλιστικής απόδοσης του δικού του βιώματος ακούγεται πεντακάθαρα στην φωνή του.
Στην ουσία πρόκειται για μελοποιημένα ποιήματα με ελλειπτικό μουσικό υπόβαθρο. Εκεί που ο Cave σε αντίστοιχα εγχειρήματα με τους Seeds όπως το “Stranger Than Kindness” ή το “Christina The Astonishing είχε δουλέψει τις λεπτομέρειες, τις αποχρώσεις, την έκφραση, εδώ αφήνει τα πράγματα ακατέργαστα. Σα να θέλει να διατηρήσει την αμεσότητα, την ειλικρίνεια της κάθε ατέλειας. Σαν να μην έχει τίποτα σημασία πια, πέρα από την ίδια την αρχική ιδέα του θρήνου για την απώλεια.
Είναι τόσο εύκολο, προβλέψιμο, να χαρακτηρίσει κανείς το άλμπουμ αριστουργηματικό μόνο και μόνο για την προσπάθεια του Cave ν’ ανταπεξέλθει στην απώλεια με τον μόνο τρόπο που γνωρίζει, τη δημιουργία, ώστε συνιστά σχεδόν ντροπή να το διατυπώσει κανείς έτσι. Εδώ δεν μιλάμε για ένα απλό άλμπουμ, για ένα σύνολο από μουσικές ιστορίες ή για μια ποιητική συλλογή. Μιλάμε για μια υπαρξιακή κατάθεση εκτός κάθε κλίμακας αξιολόγησης.
Πολλοί πρόλαβαν να πουν ότι είναι από «τα καλύτερά του». Διερωτώμαι αν δικαιούται κανείς έστω και να το πει, ή αν θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο ποτέ ο ίδιος. Ο χρόνος θα στιγματίσει το άλμπουμ αυτό νομοτελειακά, γιατί είναι αυτό που έφτιαχνε όταν σκοτώθηκε ο γιος του.  


Παναγιώτης Παπαϊωάννου