Airbourne:"Breakin’ Outta Hell"

22/10/2016

Κατηγορία: Κριτικές

3588

Από το 2003 που συστήθηκαν στο Warrnambool της «Γης που’ ν΄αποκάτω», οι Airbourne ήθελαν να κάνουν ένα πράγμα και μόνο. Να ακολουθήσουν τους εθνικούς ήρωες της πατρίδας τους πατώντας ακριβώς στα χνάρια τους. Άρχισαν λοιπόν να παίζουν AC/DC και λίγο αργότερα να γράφουν και να ηχογραφούνσαν AC/DC.

 

Η αίσθηση που προκάλεσαν με τα τρία μέχρι τώρα άλμπουμ τους, μετριέται μόνο με την έκταση των παβλοφικών συμπτωμάτων που προκάλεσαν στους απανταχού εθισμένους στον ήχο των Αυστραλών θεών: «Ωχ ! Ποιοί είν’ αυτοί, ρε; ...Γα@μ@νε!».
Είναι μια μπάντα που προσφέρει όλα τα επιχειρήματα στο πιάτο στους αφ’ υψηλού μισερούς που λατρεύουν να απαξιώνουν την σωματοποιημένη ανάγκη για ευθύβολο ροκ ν΄ρολ : «Τά’ χουμε ξανακούσει». «Αντιγράφουν». «Καμία έμπνευση». «Κάνουν το ίδιο άλμπουμ τέταρτη φορά». «Τί ανωριμότητα να μιλάνε για πιώματα και γκόμενες, πότε θα βάλουν μυαλό;». Ειδικά για το τελευταίο, ο Ryan O’ Keefe έδωσε πρόσφατα μια περιεκτική απάντηση. Αμετάφραστο : “Ultimately, we just wanted to make a great drinking record. That’s what this album is about: no ballads, no bullshit, just hard rocking songs that help you break out of hell”.
Το ομώνυμο κομμάτι ξεκινάει το άλμπουμ και παρασύρει σε τέτοια γκάζια που – είναι βέβαιο ότι θα γίνει υπέθυνο για να αφαιρεθούν πολλά διπλώματα σε εθνικές οδούς. Το “Rivalry(«ένας ύμνος για το κάθε underdog», λέει ο O’ Keefe) είναι τσαντισμένο μέχρις αποπείρας γρονθοκοπήσεως (βοηθάει και το βίντεο). Τa Its Never Too Loud For Me και “Never Been Rocked Like This” δεν θα προταθούν ποτέ για Νόμπελ ποίησης αλλά βαράνε αλύπητα και κάνουν ευχάριστα ακόμη και τα πιο προβλέψιμα  κομμάτια όπως το  “I’ m Going To Hell For This”,  ο εξομολογητικό “When I Drink I Go Crazy”, την ωδή στην (χμ) αυτοϊκανοποίηση “Do Me Like You Do Yourself”). Το «καλύτερο» κομμάτι είναι τελευταίο : Λέγεται Its All For Rock NRoll είναι γραμμένο προς τιμήν του ηγήτορα Lemmy και προβλέπεται ότι θα μείνει στο live set – το βλέπω για encore σε μερικά χρόνια – λόγω της απλότητάς του καιι κυρίως του ρεφραίν που μπορεί να το κραυγάζει ακόμη και βραδύγλωσσος Λάπωνας επί ώρες συνεχόμενα (καμιά δεκαριά μπύρες μπορούν να παρατείνουν την επίδραση).
Ένα άλμπουμ που καταναλώνεται πράγματι σαν την βαρελίσια μπύρα. To πρώτo μισόλιτρo ποτήρι ζητάει το δεύτερο και ούτω καθεξής. Αν έχεις απαιτήσεις οινογνωσίας, είσαι σε λάθος μέρος, τη λάθος ώρα, βγες απ' την παμπ. Την επόμενη μέρα μπορεί να μη θυμάσαι και πολλά, αλλά σίγουρα ξέρεις ότι γούσταρες, ότι θα το ξανακάνεις και ότι δε χωράει καμία ανάλυση επ' αυτού. Φταίει αυτός ο ήχος.
Γιατί, ναι, είναι ακριβώς αυτός ο ήχος (
AC/DC). Παιγμένος από άλλους ανθρώπους, 25 με 30 χρόνια νεώτερους, μεγαλωμένους στην Αστραλία (όπως λέει κι η Βασιλειάδου) και με δισκοθήκη που περιείχε πιθανόν μόνο τρία άλμπουμ: “Back In Black”, “Highway Το Hell” και “For Those About To Rock”. Η μονομανής και χρόνια ακρόαση αυτών των τριών άλμπουμ επέφερε νομοτελειακά αυτό το ηχητικό αποτέλεσμα (το οποίο είναι – πρέπει να το πούμε – ηχογραφημένο τόσο αξιόπιστα, λες κι είναι από τον Mutt Lange). 
Σήμερα οι Airbourne φαίνονται στους περισσότερους πεζοί, ανόητοι, παλαιολιθικοί, προϊόντα μιας τραυματικής εφηβείας, χωρίς ιδιαίτερο ταλέντο και χωρίς καμία πρωτοτυπία. Κάτι μου θυμίζει αυτό. Σε είκοσι χρόνια (αν ζήσουν), μπορεί να θεωρούνται και «κλασσικοί». 


Παναγιώτης Παπαϊωάννου