Metallica: "Hardwired … to Self Destruct"

21/11/2016

Κατηγορία: Κριτικές

6333

Όσοι είναι σίγουροι ότι βρήκαν τον δίσκο της χρονιάς (πάσα πεποίθηση θεμιτή και σεβαστή), καλύτερα να συγκεντρώσουν όλα τα επιφωνήματα και τους επιθετικούς προσδιορισμούς που εμπεριέχουν το θέμα «γαμ-», να τα παρατάξουν στη σειρά και να είναι σίγουροι ότι αυτά περιγράφουν αντιπροσωπευτικά αυτό που τους έκανε να νιώσουν το νέο άλμπουμ των Metallica. Ας μην ξοδέψουν δευτερόλεπτο σε οποιαδήποτε κριτική προσέγγιση.

 

Από την άλλη, όσοι σφηνοκέφαλοι έχουμε απαιτήσεις από τις πεπαλαιωμένες ηχητικές μας συνάφειες και τους συνακόλουθους μ’ αυτές εθισμούς, να μας επιτρέψετε να φτιάχνουμε στοιχήματα με περισσότερες συνιστώσες. Και το άλμπουμ των Metallica, για όποιον δεν αντιμετωπίζει τη μουσική σαν αναλώσιμο προϊόν κατασπαρακτέο άμα τη εμφανίσει, είναι όντως ένα στοίχημα και μάλιστα με τις εξής συνιστώσες:
1η: Οι Metallica παίζουν μαζί από τα 19 και είναι τώρα 52 o Trujillo, 54 ο Hammett, από 53 ο Ulrich κι ο Hetfield. Οι πενηντάρηδες πρέπει να μπορούν να ανταποκριθούν από σωματική άποψη στις απαιτήσεις μιας μουσικής που βγαίνει πηγαία όταν έχει κανείς τα μισά τους χρόνια. Η εικόνα τους στο στούντιο να χτυπιούνται με τα όργανά τους, ξυπόλητοι, ντυμένοι με t-shirt και με τα γκρίζα ή αραιά μαλλιά τους μπορεί να σημαίνει πράγματα είτε αξιοθαύμαστα ή και το αντίστροφο: ότι συμμετέχουν σε μια ασφαλή παράσταση για το πιστό τους κοινό. Τί από τα δύο ισχύει; Και τα δύο συγχρόνως αδύνατον.
2η : Οι Μetallica έχουν ομολογήσει ότι δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεπεράσουν τον αδόκητο θάνατο του Cliff Burton, πριν ακριβώς 30 χρόνια. Ήταν αυτός που σα μεγάλος αδελφός τους βοήθησε με σταθερά μουσικά βήματα να γίνουν το μεγαλύτερο underground metal συγκρότημα που υπέγραψε σε πολυεθνική. Υπάρχει περίπτωση με το άλμπουμ αυτό να πείσουν ότι μουσικά συνδέονται με αυτά που υπήρξε γι’ αυτούς ο Cliff Burton (προοδευτικός, νεωτερικός και ασυμβίβαστος);
3η : Οι Μetallica, πριν 25 χρόνια σιδέρωσαν τον ήχο τους με τον Bob Rock και πέταξαν στα σκουπίδια το thrash παρελθόν τους, φτιάχνοντας ένα από τα πιο ευπώλητα heavy album στην ιστορία (“Black Album”), επιβιώνοντας στα εναλλακτικά ‘90s κι ενσαρκώνοντας για εκατομμύρια την ουσία του heavy rock ιδιώματος, όταν ο όρος “metal” είχε, μετά από την ακμή του, γίνει ανέκδοτο. Ήταν όμως και αυτοί που αμέσως μετά θέλησαν να αποστούν από το ίδιο το είδος που τους είχε φτιάξει (και τους εκατομμύρια diehard οπαδούς τους), αλλάζοντας look και ήχο και αποδιώχνοντας την ταμπέλα “metal”, στην οποία παρέπεμπε φαρδιά πλατιά ακόμη και τ΄ όνομά τους.
Κυκλοφόρησαν το “Load” (το οποίο, 20 χρόνια μετά δεν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει άσχημο άλμπουμ), απευθυνόμενοι σε ένα ευρύ φάσμα κοινού, που στο μεταξύ άλλαζε. Μετά τις διχασμένες αντιδράσεις που εισέπραξαν, έδειξαν να το μετανιώνουν κι έβγαλαν το πιο «σκληρό» “Reload” (1997). Στο τέλος της χιλιετίας (1998) μάζεψαν όλες τις διασκευές τους σ’ ένα διπλό cd (“Garage Days Inc.”) και επαναπροσδιορίστηκαν. Μετά έπαιξαν με συμφωνική ορχήστρα (“S&M”, 1999), δείχνοντας ότι μπορούν να εξασφαλίσουν για μαέστρο ολόκληρο Michael Kamen. Όμως μετά (2003), δηλώνοντας ότι από «άποψη» παίξανε μόνο με ριφ, κυκλοφόρησαν το επιεικώς ανέμπνευστο άλμπουμ “St. Anger”. Σα να μην έφτανε αυτό, το άλμπουμ συνόδευσε η ταινία φαρσοκωμωδία “Some Kind Of Monster”, όπου τους έδειχνε, λίγο πριν τα σαράντα τους, να ξεπουλάνε τα ψυχαναλυτικά απλωμένα άπλυτά τους συμμετέχοντας στο πρώτο και πιο αποκαρδιωτικό rock reality movie. Έπρεπε να φθάσουν στο 2008 (στα 45 τους) και να συναντήσουν έναν άλλον παραγωγό με τερατωδώς οξυμμένο μουσικό αισθητήριο, τον Rick Rubin. Αυτός ήταν που χρειάστηκε να τους καθοδηγήσει να παίξουν «όπως το ‘85», να τους ξαναβάλει στο τριπάκι «παίξτε αυτά που ξέρετε, μ΄αυτά που ξεκινήσατε» (“Death Magnetic”). Τώρα, με το “Hardwired…” συνεχίζουν αυτό το δρόμο. Ποιοί απ΄ όλους αυτούς τους Metallica είναι τελικά “essential”; Τί θεση έχει το άλμπουμ στο ροκ τοπίο του 2016 και τί θέση στην ιστορία τους;
4η : Μεταξύ 1999 και 2003 έδωσαν μόνοι και πρώτοι απ΄όλους τους εκατομμυριούχους ροκ σταρ την ξεδιάντροπη «μάχη» κατά του napster, που δίχασε (αν όχι αποξένωσε) μεγάλη μερίδα των fans παγκοσμίως. Το κάποτε αντισυστημαικό γκρουπ είχε γίνει ο υπ’ αριθμόν ένα υπέρμαχος του συστήματος. Επιδίωκαν ανοιχτά, με δημόσιες τοποθετήσεις τους και συμμετοχή σε δικονομικές ενέργειες (κυρίως ο Ulrich), να διωχθούν ως παραβάτες πνευματικής ιδιοκτησίας οι «πειρατές» fans. Επιδίωξαν και πέτυχαν να ποινικοποιήσουν την πώρωση των οπαδών, που κάποτε αντέγραφαν κασσέτες με τα πρώτα τους demo και τώρα κατέβαζαν free τα κομμάτια μιας πολυπλατινένιας δισκογραφίας. Τώρα που κυκλοφορούν τον καινούριο δίσκο ανεβάζοντας ελεύθερα («ως δώρο για τους οπαδούς») όλα τα κομμάτια του καινούριου δίσκου τους με βίντεο μάλιστα για το καθένα απ΄αυτά, αυτό τί είναι; Ίχνος μεταμέλειας ή φιλανθρωπία μεγιστάνα στο πτωχοκομείο των πωρωμένου οπαδού;
5η : Μόνο μπάντες που έχουν σημάνει πάρα πολλά σε πάρα πολλούς μπορούν να αναμετρηθούν με την τελευταία συνιστώσα (και αυτό ενδεικνύει αξία για την όποια μπάντα, ούτως ή άλλως): Εννοούν σήμερα αυτό που κάνουν και αν ναι, από πού προκύπτει ; Τί βαθμό παίρνουν με το άλμπουμ αυτό στην εξίσωση ακεραιότητας που ανάγει ένα γκρουπ από «γ@μ@το» σε κλασσικό;
Οι απαντήσεις στις συνιστώσες αυτές, μετά από τις απαραίτητες ακροάσεις του άλμπουμ έχουν, για μας που δεν είμαστε μόνον καταναλωτές, ως εξής :
Στην 1η : Ισχύει πιθανότατα το πρώτο. «Τό’ χουν» ακόμη ως μεταλλοπαπουδοειδή και δείχνουν να το γουστάρουν, αν και είναι λογικό μετά από ένα υπερεντατικό live να μπαίνουν στα πιτς.
Στην 2η: Το δίδυμο Hetfield / Ulrich είναι δεδομένο ότι ξέρει να γράφει κομμάτια. Ιδιαίτερη φαντασία ή το στοιχείο το απροσδόκητου στις συνθέσεις (λ.χ. περίεργες ενορχηστρώσεις, κομμάτι έξω από φόρμουλα) δεν νιώθουν ότι το χρειάζονται. 4-5 κομμάτια του πρώτου cd είναι από τα καλύτερά τους τα τελευταία 20 χρόνια.


Στην 3η: Οι Metallica δείχνουν να αισθάνονται σα στο σπίτι τους, τόσο ξαναεπισκεπτόμενοι την ‘80s στόφα των κομματιών που τους έκαναν μεγάλους, αυτή με τα διαδοχικά ριφ που παίρνουν κεφάλια, όσο και με τα πιο δομημένα ‘90s πατήματά τους. Το Harwiredείναι ένα μυδραλλιοβόλο που γράφει πάνω του ημερομηνία κατασκευής 1986 και προκαλεί ενστικτώδεις ηλεκτρικές εκκενώσεις, με το πρώτο άκουσμα. Το Atlas, Rise !” ξεκινάει ελαφρώς τετριμμένα, αλλά μετά παίρνει μπρος η ριφομηχανή και κατά το κοινώς λεγόμενον "διαλάει". Εξήμισυ λεπτά, ένα κουπλέ βγαλμένο λες από το "Ride The Lightning" και κάτι αρμονίες NWOBHM αργότερα, η αισθηση «δε θέλω τίποτ’ άλλο, ξαναβάλτε το» ενδυναμώνεται.
Το Now that Were Dead(κάπως πεζό το θέμα της δήλωσης αιώνιου έρωτα ενός ζόμπι στην προφανώς σάπια αγαπημένη του) κινείται πάνω στις ερπύστριες ενός ριφ απ΄αυτά που μοιάζουν με χίλια άλλα, αλλά είναι παιγμένο με την αλάθευτη πώρωση ενός σχήματος που εφηύρε το groove στο riffing, κι αυτό φτάνει. To δε Moth Into Flame είναι καταιγιστικό (και με νοήμονα στίχο) και ωθεί το σβέρκο να κάνει bullying σε κάθε γιακά και λαιμόκοψη.
Το Halo Of Fire πολύ δυνατό και με καλοδομημένη light & shade δομή, αλλά τα οκτώμισυ λεπτά του αν θα ήταν 6 θα ήταν δύο φορές καλύτερο. Το Dream No More είναι  ένα ‘90s grind που διαρκεί περισσότερο απ΄όσο θα έπρεπε. Στο δεύτερο cd τα πράγματα είναι λιγώτερο εντυπωσιακά, Το Confusion είναι ένα ακόμη οργισμένο mid-tempo ριφ που κινείται αναποφάσιστο μεταξύ ανάσχεσης και ξεσπάσματος, με τον Hetfield να μιλάει για μετατραυματική διαταραχή και διχασμό προσωπικότητας (“All sanity is beyond me”) και το Here Comes Revenge με τους μισερούς στίχους κινείται στα σκοτάδια του “Reload”. Με το πραγματικά κακό ManUNkind το πράγμα δείχνει να έχει βαλτώσει σοβαρά, το Am I Savage?” για την αποξένωση/αποκτήνωση του average Joe υπολείπεται χωρίς όμως να σέρνεται, το Murder One, ο φόρος τιμής στον Lemmy παραείναι απλοϊκό (όσο κι αν η προσπάθεια του Hetfield να παίξει στους στίχους του γίγαντα είναι φιλότιμη). Το άλμπουμ κλείνει με ένα 7λεπτο υπεργρήγορο – αν και όχι και ιδιαίτερα πρωτότυπο- thrash κοπάνημα (Spit Out The Bone) που είναι σα ν΄ακούς κάτι από το “Dooms Day For The Deceiver” με τον Hetfield στα φωνητικά. Στη deluxe edition περιέχεται και ένα ακόμη στούντιο κομμάτι, το Lords Of Summer”, ένα old school, γρήγορο, συναυλιακό, δικαιωματικά headbanger κομμάτι. Είχε οπωσδήποτε θέση στο δεύτερο cd (αν μάλιστα πετούσε έξω το “Unkind” θα ανέβαζε τον μέσο όρο όλου το άλμπουμ). Tο άλμπουμ θα αποθεωθεί από τον μουσικό τύπο και θα θεωρηθεί (όπως πέρσι των Maiden) ως το «άλμπουμ της χρονιας». Με βάση την συνισταμένη μεταξύ της πλατιάς βάσης των ακροατών στους οποίους απευθύνεται και της ποιότητάς του δεν μπορεί κανείς να πει ότι αυτό θα είναι λάθος.


Στην 4η : Συγκεντρωτικά, φαίνεται ότι οι Metallica δείχνουν να θέλουν να είναι το metal συγκρότημα που είναι σε στενή σχέση με τις απαρχές του, χωρίς όμως να θέλει να κακοκαρδίσει ξανά κανέναν. Αν αυτό είναι αποτέλεσμα gut reaction ή σχεδιασμού δεν έχει μεγάλη σημασία. Δίνουν ό,τι έχουν. Απ΄το πωρωτικό, το ώριμο, το τετριμμένο έως το κακόγουστο. Το marketing πάντως της κυκλοφορίας υπήρξε πολύ πετυχημένο. Τα πρώτα τέσσερα κομμάτια που κυκλοφόρησαν κατά μόνας έχουν τρομερό νεύρο και χτυπάνε στόχο. Το “Halo Of Fire” ακολουθεί σε κοντινή απόσταση. Από κει και πέρα όμως, έχουμε ένα γκρουπ το οποίο ποντάρει στην υπερέκθεση του κοινού στον ήχο και στο όνομά του. Το επίπεδο του παιξίματος είναι βέβαια σφιχτό σα γροθιά, και εντυπωσιάζει πόσο απελευθερωμένος είναι ο Hammett, ο οποίος μην υπογράφοντας συνθετικά τίποτε, είναι επικεντρωμένος στο να χώνει παλιακά σόλο παντού, ανεβάζοντας τον πήχυ ακόμη και στις πιο μέτριες στιγμές. Τα κομμάτια του δεύτερου cd δείχνουν έναν συγκρότημα το οποίο έχει guts και φυσική αντοχή, αλλά όχι απεριόριστες ιδέες. Τα αντίστοιχα βίντεο – κλιπ, από το τέταρτο κομμάτι και μετά, αντίθεται μ΄ό,τι θα περίμενε κανείς, δεν βοηθάνε. Το “Halo Of Fire” εμφανίζει απαθώς τη βία μεταξύ αγνώστων (σκέτο fight club χωρίς τη φευγάτη διάσταση), το “Dream No More” είναι abstract και «κριτικό» της σύγχρονης ζωής όπως και οι στίχοι, αλλά μπερδεύει και αποσπά από τη μουσική. Στο δε “ManUNkind”, έχουμε μια απολύτως κακόγουστη παρωδία (στην καλύτερη περίπτωση) ενός βλακ μέταλ συγκροτήματος που πετάει γουρουνοκεφαλές και ραίνει με αίμα το κοινό. Είναι εύκολο από την πρόκληση ή την πρόθεση να καυτηριάσεις να φτάσεις να φτιάξεις κάτι απωθητικό.
Στο όνομα ποιάς απ΄αυτές τις επιλογές έχουν εγκρίνει κάτι τόσο ηλίθιο; Αυτό του “Murder One” είναι πολύ ενδιαφέρον (με τον Lemmy cartoon), αλλά το κομμάτι είναι μέτριο, ενώ και το comic – sci-fi του “Spit Out The Bone” είναι πολύ χειρώτερο της τριλογίας των κλιπ που παρουσίασαν, λ.χ. οι Megadeth στο άλμουμ τους νωρίτερα μέσα στη χρονιά. Συγκριτικά με την υπόλοιπη δισκογραφία τους; Αν εξαιρέσει κανείς το “St. Anger”, από το 1996 μέχρι σήμερα όλα είναι περίπου στο ίδιο επίπεδο, με το “Death Magnetic” ν’ ακούγεται στ΄αυτιά μου πιο δουλεμένο και πιο ενδιαφέρον.

Στην 5η. Nαι. Οι Metallica εννούν αυτό που κάνουν. Το ζήτημα είναι, όπως έδειξε και η ψυχοθεραπεία του “Some Kind Of Monster” αν τους αρέσει αυτό που οι ίδιοι είναι, ακριβέστερα αν τους φτάνει αυτό που κατάφεραν να γίνουν. Εδώ και 15 χρόνια προσπαθούν να σταθεροποιήσουν την εικόνα τους για τους ίδιους, παίζοντας περίπου αυτό που αναμένεται απ΄αυτούς. Οι εξαιρέσεις υπήρξαν σ΄όλη την καρριέρα τους για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Όταν τους κατηύθυναν διορατικοί παραγωγοί (Bob Rock, Rick Rubin), μεγάλοι μαέστροι (Michael Kamen) ή συνεργάστηκαν με καλλιτέχνες φανερά μεγαλύτερους απ΄αυτούς (Lou Reed στο παρεξηγημένο “Lulu”), τότε έδειξαν ότι είναι κάτι παραπάνω απ΄αυτό που ήταν προορισμένοι να γίνουν. Όμως όταν ο στίχος σου στα 50 βασίζεται διαρκώς στη θεματική της βίας, της απόγνωσης και της παράνοιας, ενώ είναι σαφές ότι εδώ και χρόνια αυτά δεν σε αγγίζουν και χωρίς να προκύπτει απ΄ τον στίχο κάποιο ανάλογο της ηλικιακής και μουσικής εμπειρίας κατάλοιπο, έχουμε να κάνουμε στην πραγματικότητα μ΄ ένα ασφαλές, συμβατικό τρυκ συντήρησης του ονόματός σου.
Οι φόλα οπαδοί θεωρούν όλες τις ανάλογες σκέψεις αχρείαστη γεροντική φλυαρία.
Οι υπόλοιποι καταναλώνουν άφοβα. Οι λιγώτεροι, όσο κι αν σε σημεία πωρώνονται με το
Hardwired…”, βρίσκονται ενώπιον είτε μιας απόδειξης ότι οι Hetfield/Ulrich έχουν φθάσει ταβάνι σ΄αυτά που έχουν να πουν και να παίξουν, είτε της συνειδητοποίησης ότι οι Metallica απευθύνονται πλέον συνειδητά σε ακροατές με μικρό μέσο όρο ηλικίας, που μπορούν και πιο εύκολα να αποθεώνουν.
Αυτό βέβαια είναι μια παγίδα στην οποία τα πραγματικά μεγάλα γκρουπ στην ιστορία του ροκ απέφυγαν να πέσουν.

Προσεγγίσατε at your own risk, υπό όποια συνιστώσα, ή και χωρίς καμιά.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites