Roger Waters: "In This The Life We Really Want?"

23/06/2017

Κατηγορία: Κριτικές

5388

Αφ’ ότου συγκρούστηκε μετωπικά με τις ταξιαρχίες της μουσικής βιομηχανίας πριν 30 χρόνια και έχασε στα δικαστήρια της Α.Μ. το όνομα “Pink Floyd”, ο Waters επικεντρώθηκε στο να αφυπνίσει τη συνείδηση του ακροατή, μέσα από το μετασχηματισμό της μουσικής του σε μια multi-art πολιτική πρόταση.

 

Με το “Radio Waves” (’87), το οποίο στη συνέχεια αποκήρυξε, προσπάθησε να πιάσει το σφυγμό του παντοδύναμου τότε ραδιοφώνου και να γνωμοδοτήσει θετικά “The Tide Is Turning”.
Με το τρίτο του σόλο άλμπουμ “Amused To Death (’92) ανέλυσε  κάθε εξαρτησιογόνο πτυχή των μέσων μαζικής ανημέρωσης και των διαδικασιών επιβολής που αυτά δρομολογούσαν, προλέγοντας στρατιωτικές επιδρομές «απελευθέρωσης» εθνών και εμφυλίους, την ύπνωση των μαζών και την παγκοσμιοποίηση.
Με την περιοδεία του
In The Flesh (1999-2002) βρήκε την ιδανική ανθολογία από Φλοϋδικά έργα που θεωρεί -ή και είναι στην ουσία-«δικά του» και την παρουσίασε ανά τον κόσμο με μια πληθωρική μπάντα. Με τοThe Dark Side Of The Moon Live(με το οποίο και πέρασε από τη Μαλακάσσα το 2006) απέδειξε τη διαχρονική σημασία των θεμάτων του οριακού αυτού άλμπουμ μέσα από ένα οπτικοακουστικό show που οδηγούσε πέρα από το χώρο και το χρόνο.
Και με τις 219 παραστάσεις του
The Wall Liveμεταξύ 2010 και 2013 έδωσε στο κοινό μια από τις πιο σύγχρονες μουσικές παραστάσεις που έχουν παρουσιαστεί ποτέ (επισήμως, δε, ανακηρύχθηκε την περίοδο εκείνη το κορυφαίο, από πλευράς εισιτηρίων, live show παγκοσμίως). Και συνέχισε, πέρσι με τις multimedia παραστάσεις της μίνι περιοδείας “Desert Trip” και φέτος με την ευρείας κλίμακας “Us + Them”, που περιλαμβάνουν μεγάλο μέρος του καινούριου άλμπουμ.
Το ερωτηματικό του τίτλου δείχνει ότι ο Waters, όσο «στρατευμένος» κι αν ακούγεται για τα αισθητικά στάνταρ μοντερνιστών, αντιδραστικών και νεοαγνωστικιστών (λ.χ. η μουσική στήλη της Independent, μεταξύ άλλων, για μια ακόμη φορά τον έθαψε ως παρωχημένο) έχει θέσει προ πολλού στο ραντάρ του το στόχο και, ακόμη και τώρα στη δύση της καρριέρας του, την ώρα που άλλοι συνομίληκοί του «σταρ» νεάζουν ή βαμπιρίζουν το παρελθόν τους, αυτός επιβεβαιώνει ότι δεν σκοπεύει να παρεκκλίνει απ’ αυτόν το στόχο, ούτε κατά μισή μοίρα. Επιδιώκει να απευθύνεται σε νοήμονες ακροατές, κατά προτίμηση σ’ αυτούς που έχουν την, ας το πούμε, προ-παιδεία και το ψυχικό και πνευματικό περιθώριο να τον αφουγκραστούν και να συμφωνήσουν μαζί του, αποκλείοντας εκ των προτέρων τους καταναλωτές μουσικής. Στην προσπάθειά του αυτή χρησιμοποιεί την αναγνωρίσιμη μουσικοστιχουργική του γραφή. Την τόσο ιδιαίτερη, ώστε προσφέρει η ίδια το πάτημα στους εκ των προτέρων αντι-Watersικούς να την απορρίψουν ως «μονόχνωτο διδακτισμό υπερηλίκου».
Είναι  μυστήριο, αλλά το νέο άλμπουμ του Waters θυμίζει από περισσότερες από μια πλευρές το τελευταίο άλμπουμ του Leonard Cohen, “You Want It Darker. Ως προς το πώς αντιμετωπίζει την επικείμενη θνητότητα - με αφοβία. Ως προς την ειλημμένη πρόθεσή του, αν έμαθε κάτι από μισό και πλέον αιώνα μουσικής δημιουργίας, αυτό και να αφήσει. Ως προς τη φροντίδα να διασώσει το δικό του απόσταγμα, όσο σκληρό, δυσάρεστο ή «ειδικού σκοπού» κι αν ακούγεται, ενσταλάζοντας σ’ αυτό ό,τι υφολογικά καινούριο του ταιριάζει.
Η ενορχήστρωση σκόπιμα μινιμαλιστική. Δεν υπάρχουν εξάρσεις, μόνον απόηχοι που διακριτικά παρεισφρύουν. Κάπου από το “The Final Cut”, άλλοτε από το “Animals”, ή το “Wish You Were Here”. Εκεί που στο “The Pros & Cons…” υπήρχε ο Eric Clapton και στο “Amused…” ο Jeff Beck”, εδώ δεν επιτρέπεται στις κιθάρες να πάρουν ποτέ τον πρώτο λόγο. Ακουστικές δομές, βιολιά, samples από δελτία ειδήσεων, αποσπασματικές ομιλίες και ήχους της φύσης, ηλεκτρονικά beat μικροσυμφωνικές εμφάσεις και ίχνης νεοψυχεδέλειας, με άξιο δευτεραγωνιστή τον παραγωγό των Radiohead, Nigel Godrich, έναν άνθρωπο που αναδεικνύει και μια βαθιά διασύνδεση αυτών των δύο γενεών μουσικών οραματιστών: και οι δύο χρησιμοποιούν την τεχνολογία για να μιλήσουν μέσα στην εποχή τους για το βάρος της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στο επίκεντρο όλων η φωνή . Η προφορά, η εκφορά, οι παύσεις, η ένταση. Ενώ η φωνή, λ.χ., του Dylan τα τελευταία 20 χρόνια καταφέρνει να συμβαδίζει φωνητικά με τη βιολογική ηλικία που έμοιαζε ανέκαθεν να είχε, ο Waters, στα 74, ακούγεται ξανά σαν ενός τριαντάρη, που έχει μεγαλώσει όχι από τον χρόνο τον ίδιο, αλλά από το κουβάλημα στην πλάτη χίλιων τόσων μαθημάτων ματαιότητας που από πολύ νέος είχε ξεκινήσει να παίρνει. Γι’ αυτό και μπαίνει κατευεθίαν στο θέμα με το ενάμισυ λεπτού εισόδιο When We Were Young”.
 
Στο “Déjà Vu”, αυτός ο δεδηλωμένος άθεος, κλείνει το μάτι στο δημιουργό, αγναντεύοντας αφ’ υψηλού την εν απαξία διάλυση της πλάσης του (“If I had been God - I would have rearranged the veins in the face to make them more resistant to alcohol and less prone to aging” - “If I had been given the nod - I believe I could have done a better job”).
Ο μόνος λυτρωτικός υπαινιγμός έρχεται από ονειρικά ψήγματα νοσταλγίας για τον έρωτα (“And it feels like déjà vu  - the sun goes down αnd I’ m still missing you - counting the cost of love that got lost”).
Στο “The Last Refugee” (με το σπαρακτικό βίντεο κλιπ) η αντίστιξη μεταξύ του πόνου του πρόσφυγα για την απώλεια του παιδιού του που ξεβράζεται νεκρό στην παραλία και του στίχου “…while bathing belles, soft beneath hard bitten shells, punch their i-phones, erasing the numbers of redundant lovers - and search the horizon” είναι ό,τι πιο πολιτικοποιημένο μπορεί να γραφτεί για την σημερινή κατάσταση στην (δια)ταραγμένη Ευρωπαϊκή Μεσόγειο.



Στο Broken Bones ο απολογισμός είναι ενοχικός και γίνεται σε πρώτο πληθυντικό, σα να αφορά τη γενιά του. ΣτοPicture That -από μουσική άποψη η υπόκωφη αγωνία του “One Of These Days” μετατρέπεται σε μια εναλλακτική γέφυρα απ΄το “Dogs”- ο Waters απασφαλίζει, μ’ έναν καταιγισμό από f@ck&sh#tολογία, λες και δεν βρίσκει το λόγο να συγκρατήσει την αηδία και την αγωνία του ("...Picture a shithouse with no fucking drains - Picture a leader with no fucking brains"), ενώ στο ομόνυμο, Is This The Life We Really Wanted?”, σαρώνει την σύγχρονη πραγματικότητα με ριπές μιας δηκτικότητας σχεδόν μανιώδους:
Φοιτητές που τους λιώνουν τανκς, ρωσίδες για πούλημα, προνομιακά δάνεια που καταλήγουν θηλειές στο λαιμό, κατεστραμμένα νοικοκυριά, ανήλικα κορίτσια στην πορνεία, αστυνομική βία, ρατσισμός, white trash πρότυπα, όλοι έχουν μερίδιο ευθύνης:
Every time the curtain falls on some forgotten life - It is because we all stood by silent and indifferentits normal !”.
Η δε φωνή του πλανητάρχη που ακούγεται στην εισαγωγή, απόσπασμα τηλεοπτικής εμφάνισή του, απωθεί ακαριαία. Απρόβλεπτη, άψυχη σαν εμμονικού πρωταγωνιστή b-movie που κρατάει πισθάγκωνα δεμένη μια ολόκληρη υψήλιο από θύματα και τους κάνει διάλεξη για τις προθέσεις του, λίγο προτού ανάψει το φυτίλι που θα τους τινάξει όλους στον αέρα.

Χωρίς να απεκδύεται της universal ματιάς του, ακούγεται έντονα υπαρξιακός στο Bird In A Gale και το γεμάτο εικόνες The Most Beautiful Girl όπου η αθώα, φευγαλέα, θηλυκή μορφή και πάλι το θύμα των powers that be, φτάνει να αντιπροσωπεύει όλα τα ουσιώδη για τον οενιροπόλο αφηγητή : I'm the life that you gave - I'm the children you save - I'm the promise you made - I'm the woman you crave - So hold on- I'm coming home.
Τo Smell The Roses”, με τις πιο προφανείς Floyd παραπομπές απ’ όλο το υλικό, αφυπνιστικό και οξύ παρά τον φαινομενικά αποπροσανατολιστικό τίτλο του (“There's nothing but screams in the field of dreams - This is the room where they make the explosives - Where they put your name on the bomb…”) δίνει τη σκυτάλη στην εννιάλεπτη τριλογία που κλείνει το άλμπουμ (Wait For Her”/“Oceans Apart”/“A Part Of Me Died). Με το ένα κομμάτι να ρέει μέσα στο επόμενο, εκεί βρίσκεται το τρομακτικό συναισθηματικό φορτίο μιας αυλαίας. Του άλμπουμ σίγουρα. Του κύκλου μιας μεγαλειώδους καρριέρας, ίσως.
Εκεί ο Waters, μονολογεί με μια πηγαία σοφία, ποιητικός και προσωπικός όσο ελάχιστες φορές, για την καρτερικότητα, το σεβασμό και την βαθιά αγάπη με την οποία «οφείλει» να περιβάλει τη μούσα του, είτε αυτή πάρει τη μορφή της ανώνυμης αγαπημένης (“…always the love of my life) είτε της επερχόμενης θνητότητας, που θα εμφανιστεί ντυμένη ως αιθέρια ύπαρξη, όπως στο τέλος του “All That Jazz” (if she comes soon wait for her, and if she comes late wait, wait). Είναι αυτή που με μια ματιά σκότωσε τον «κακό του εαυτό» (“…but when I met you, a part of me died”), γι’ αυτό και σ’ αυτήν πιστεύει ως ποιητής, μέχρι το τέλος. “Bring me a bowl - To bathe her feet in - Bring me my final cigarette - It would be better by far to die in her arms - Than to linger - In a lifetime of regret”.

Mετά από μια ζωή γεμάτη εξορκισμούς δαιμόνων, γεμάτη συγκρούσεις και απολυτότητες στο δρόμο για να περισώσει την προσωπική του έκφραση, ο Roger δηλώνει παρών και έτοιμος.  Με ένα ambient ποίημα 54 λεπτών, ένα πικρό, συχνά οργίλο και σαρκαστικό κατηγορώ, ένα θρηνητικό υστερόγραφο για το αναπότρεπτο τέλος της διαδρομής, ένα «άντε και να προσέχετε, σας τά’ χω ξαναπεί, το νου σας».
Από τα άλμπουμ που έρχονται ως επείγοντα, χωρίς όμως να φθάνουν πολύ νωρίς για κανέναν. Θα εκτιμηθεί στο μέλλον όπως του αξίζει.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου