Foo Fighters: "Concrete & Gold"

20/12/2017

Κατηγορία: Κριτικές

3339

Ελάχιστοι έχουν την ικανότητα να μετατρέπουν την μουσική αξία που γίνεται κοινώς αντιληπτή σήμερα ως “superstardom” σε μια τόσο φυσική, άμεση και επιδραστική κατάσταση. Οι Foo Fighters είναι ένα δημιουργικό χωνευτήρι του ροκ ν’ ρολ, μην φοβούμενοι να προσεταιριστούν τις συγκινήσεις που τους ταιριάζουν, από Beach Boys μέχρι Slayer, και να τις αξιοποιήσουν ως έμπνευση στη στέρεα τραγουδοποιία τους.

 

Ο David Grohl τα τελευταία 20 χρόνια έχει αναδείξει τεράστιο απόθεμα ταλέντου, κυρίως μέσα από την απενοχοποιημένη αλλά με σεβασμό - όχι θρασεία και ανιστόρητη- προσέγγισή του στην ιστορία των μουσικών που με τους ήχους τους τον έχουν μεγαλώσει.
Οι Foοs ως άτομα, αλλά και ως μπάντα έχουν ζήσει την πάλη για καταξίωση, τη δυσκολία να διατραφείς μόνον από την πίστη στις δυνάμεις σου, τις έριδες εξαιτίας «καλλιτεχνικών διαφορών». Έχουν επίσης ζήσει και την ευρεία αποδοχή, το χρήμα και την ευμάρεια του σταρ. Όμως η διαδρομή αυτή, που εύκολα εκτροχιάζει, δείχνει να τους έχει αφήσει ανέπαφους. Αυτό φαίνεται από την εφηβική σχεδόν μανία τους να παίζουν σε μεγάλα φεστιβάλ και να μη θέλουν να κατέβουν από τη σκηνή – τέτοια είναι η όρεξη να μοιραστούν με το κοινό τους την απόλαυση που νοιώθουν παίζοντας ροκ ν’ ρολ του 20ου αιώνα.
Μετά το συναρπαστικό road movie του “Sonic Highways τρία χρόνια πριν, έναν από τους πλέον αξιομνημόνευτους δίσκους του 2014, το Concrete & Gold” έρχεται να επικυρώσει το status που έχουν σήμερα στη διεθνή μουσική σκηνή: Διατηρώντας την ακεραιότητά τους και την ελευθερία της έκφρασης που πάντα προασπίζονταν, μπορούν να συγκαταλέγονται στα πρώτα ονόματα του σημερινιού στρεώματος, δημιουργώντας, παίζοντας, δείχνοντας το δρόμο.
Όσοι βλέπουν στην επιλογή ενός «ποπ» παραγωγού (του Greg Kurstin: Pink, Beck, Adele, το κακό συναπάντημα) και στις ετερόκλητες συνεργασίες (από Sir Paul McCartney μέχρι τον Justin Timberlake και Shawn Stockman των … Boyz II Men) μια επιλογή επιφάνειας έναντι της ουσίας, θα όφειλαν να μην είναι οι ίδιοι τόσο επιφανειακοί και να αποβάλλουν τις αγκυλώσεις: σημασία έχει ότι με τη συμμετοχή των πολλών guest χρωματίζονται ιδιαίτερα μια σειρά από στέρεες ροκ συνθέσεις οι οποίες υπερβαίνουν τα genre στεγανά, έχοντάς τα πρώτα αρμονικά και χωρίς στενοκεφαλιά, αφομοιώσει. Γι’ αυτό και όσοι ακούν αυτό το ροκ ν’ ρολ, του 20ου αιώνα, θα νιώσουν έναν αέρα White Album” παιγμένου από κοντινούς συγγενείς των Motorhead να διατρέχει τα 48 και κάτι λεπτά του “Concrete & Gold”.
Οι επιρροές αναμιγύονται με τέτοια οικονομία και γούστο, ώστε ο ακροατής δεν προλαβαίνει να συνειδητοποιήσει τί του θυμίζουν. H Alison Mosshart, η φωνή των The Kills και Dead Weather, χρωματίζει με φωνητικά το γδαρμένο μέχρι κόκκαλο από τις κιθάρες “La Dee Da”.
Η Ιnara George, κόρη του Lowell George των Little Feat, κάνει φωνητικά στο “Dirty Water”. Tσέλλο, βιολί και βιόλα προσδίδουν πτερόεσσα ποιότητα στο “The Sky Is The Neighborhood”, με το αξιομνημόνευτο video. To δε ομώνυμο, μέσα σε πεντέμισυ λεπτά διανύει – παραδόξως ομαλά- όλη την απόσταση μεταξύ Φλοϋδικής μέθεξης και Sabbathικής βαριοπούλας, ακόμη ένα σαφές δείγμα ότι η μπάντα κινείται με ασφάλεια οπουδήποτε της αρέσει. 
Ήδη πολυπλατινένιο (US#1, τοConcrete And Gold είναι ένα ακόμη ενδιαφέρον άλμπουμ των μεσήλικων Foos, από τα πιο προσεγμένα και ουσιαστικά που έχουν κυκλοφορήσει φέτος. Όπως δείχνει και το video του θυελλώδους “Run, όσοι εχουν παρελθόν μπορούν δικαιωματικά να ροκάρουν. Έναντι όσων δεν έχουν και μπορούν να πατάνε κουμπάκια και να το λένε «μουσική». Σε αρκετά χρόνια από τώρα, άλμπουμ όπως αυτό, το “Wasting Light” και το “Sonic Highways” θα θεωρούνται πιθανόν τα τελεθυταία άλμπουμ που διασώζουν το πνεύμα του ροκ ν΄ρολλ.
 
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου