19/10/2018
Έχει μεγάλη δόση αλήθειας το ότι οι Foo Fighters και οι Clutch είναι δύο από τις μπάντες από τις οποίες περιμένει η παγκόσμια ροκ κοινότητα να δώσουν τα τελευταία χρόνια το στίγμα για το πώς «πρέπει» να ακούγεται το ασυμβίβαστο ροκ ν’ ρολ σε μια εποχή όπου αθωότητα δεν υπάρχει.
Οι μάσκες της πρωτοτυπίας έχουν πέσει, σωτηριακοί σταρ δεν αναζητώνται καν και η παγκόσμια μουσική κοινότητα βαίνει αργά αλλά σταθερά σε όλο και πιο πολύπλοκες, αν όχι χειρώτερες, μέρες.
Το γιατί απ’ αυτούς τους δύο, το έχουμε συζητήσει και πάλι. Κατέχουν την παράδοση του ροκ ν’ ρολ. Είναι παιδιά κάποιας ηλικίας που εξακολουθούν να παραμένουν εκτός από δημιουργοί και μουσικόφιλοι, μεγαλωμένοι με τους αυθεντικούς, πρωτότυπους ήχους του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, από τον Elvis ως τους Venom και από τον Merle Haggard ως τους Sonic Youth.
Οι δύο αυτές μπάντες δεν φοβούνται να αποδίδουν στις επιρροές τους αυτά που τους αξίζουν. Είναι μπάντες με μέλη που έχουν παρελθόν, το οποίο και καταφέρνουν να διαχειρίζονται άξια μέσα από την τραγουδοποιία τους.
Ειδικά οι Clutch, μετά το φοβερό “Psychic Warfare” του 2015 έχουν κερδίζει μια θέση στην πρωτοπορία του ροκ ν’ ρολ, υπό την έννοια ότι εκπροσωπούν την θεμιτή κατεδάφιση ορισμένων στοιχείων που στο παρελθόν υποβάθμισαν αυτή τη μουσική: της ταμπέλας που τόσα χρόνια μας πουλούσαν οι εταιρίες, του επίπλαστου image που χωρίς περιεχόμενο έφτιαξε επί δεκαετίες «είδη» και «τάσεις», που απαιτούσαν την αφοσίωση των οπαδών μπολιάζοντάς τους μισαλλοδοξία, γεννώντας στα μυαλά των ακροατών αυτάρεσκες τυφλότητες και νοοτροπίες κατίνας. Οι Clutch έχουν αλέσει στο μύλο τους ό,τι αξίζει από το ροκ ν’ ρολ: ένταση, πάθος, κιθαριστικά ούμπαλα, ιδρώτα, επιμονή, αίσθηση απελευθέρωσης, στίχο λιτό και άμεσο που δεν είναι πεζός, σλογκανίζων ή υποκριτικά «ανατρεπτικός». Κυρίως, δε φοβούνται να εντάξουν στον ήχο τους blues, punk, soul, garage και rockabilly χρώματα που φέρουν τις αντίστοιχες ποιότητες. Είναι μια μπάντα με έντονη προσωπικότητα που μιλάει στα ίσα, τόσο στον φαν, όσο και στον απλώς ενδιαφερόμενο, χωρίς να κολακεύει κανέναν τους.
Το “Book of Bad Decisions” είναι το 12ο άλμπουμ των Clutch και σ’ αυτό ακούγονται αποφασισμένοι να μοιραστούν με το ακροατήριο τον επεξεργασμένο θυμό και τον κατασταλαγμένο σαρκασμό τους, μέσα από ένα λιγώτερο καταμέτωπο και περισσότερο στιχουργοκίνητο άκουσμα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Ξεκινώντας πάντα από προσωπικές εμπειρίες και ερωτήματα καταφέρνουν να εκφράσουν το υπόκωφο ρεύμα δυσπιστίας, άγχους και απογοήτευσης που σιγοβράζει σήμερα στον κόσμο, όμως προσοχή: χωρίς να το παίζουν σωτήρες ή προβοκάτορες.
“Gimme the Keys and get the hell out the Dodge” ξεκαθαρίζει το πρώτο κομμάτι, δίνοντας τον τόνο στο στρατό από mid tempo επιδρομές πυο ακολουθούν. Το “Spirit Of '76” σκάει μύτη μ’ έναν μαστουρωμένο κορμό από ριφ, σκέτο ζόμπι από μέλη του ήχου των Alice In Chains και των St. Vitus και το επεξηγηματικό ημίστιχο “We were such a tender age”. Με παραμορφωμένο μπάσο, το “Book of Bad Decisions” σαν μονόλογος Kyuss που βάζει υποψηφιότητα για το σάουντρακ της επόμενης ταινίας του Robert Rodriguez. To υπερθυμωμένο “How To Shake Hands”, με μπάσο και ντράμερ πρωταθλητές τάεκβοντό σε επίδειξη με πραγματικά χτυπήματα, γδέρνει ανηλεώς την υποκρισία αναπτύσσοντας το αμερικάνικο αντίστοιχο του «κάντε με για μια μέρα πλανητάρχη «να βάλω τον Τζίμι Χέντριξ στο 20δόλλαρο και τον Bill Hicks (μακαρίτης δηλητηριώδης stand up comedian) στο 5δόλλαρο».
Οι μεγαλύτερες επιτυχίες των Queen και του Freddie Mercury, με ρο...
Νέο άλμπουμ κυκλοφορεί στις 24 Μαίου ο Lenny Kravitz με τίτλο &...
Nέο τραγούδι για τους Σουηδούς Nestor ύστερα από το υπερεπ...
Το απόλυτο μουσικό φεστιβάλ της πόλης θα παρουσιάσει π...