Γιώργος Δημητριάδης: "Η Σκιά Που Μ’ Ακολουθεί"

23/10/2018

Κατηγορία: Κριτικές

3300

Με ένα δεύτερο άλμπουμ μέσα σε λιγώτερο από ενάμισυ χρόνο (μετά το «Τίποτα Κακό Δεν Θυμάμαι» του 2016), ο Γιώργος Δημητριάδης είναι φανερό ότι διάγει περίοδο έμπνευσης. Έσπευσε να μας προσφέρει και νέο υλικό, όχι επειδή η στέρεα τραγουδοποιία του ένιωσε ότι αφήνει κενά ή δημιουργεί μετεωρισμούς για τις προθέσεις του, αλλά επειδή ο ίδιος, καθώς φαίνεται, δε σταματά να γεννά μουσική.

 

Μουσική η οποία, στα χέρια του και χάρις την διευρυμένη band που τον πιστεύει και τον υποστηρίζει, δεν άργησε να σχηματοποιηθεί σε αυτοτελή μουσική πρόταση. Νομοτελειακά, λοιπόν, η πρόταση αυτή ζήτησε μόνη της να εξωτερικευθεί για να συναντήσει τον φυσικό της αποδέκτη, το κοινό.
Με πλοηγό στην ηχογράφηση τον Βαγγέλη Μαρκαντώνη, ο οποίος επιμελήθηκε την παραγωγή και τη μίξη (προσθέτοντας ταυτόχρονα μπάσο και κιθάρες όπου δει) και στουντιακό πλήρωμα από τους Στέργιο Δήμπα και Νίκο Εφεντάκη στις κιθάρες, Μιχάλη Κεχαγιά στα πλήκτρα, τους γνωστούς παλαιόθεν και ποτέ εξαιρετέους Κυριάκο Δαρίβα και Αλέκο Αράπη σε τύμπανα και μπάσο αντίστοιχα, ο Δημητριάδης παρουσιάζει ένα πολυσυλλεκτικό άκουσμα, περισσότερο ευάερο και πιο ευήλιο, απ’ ό,τι η τελευταία του δουλειά, ενάμισυ χρόνο πριν.
Στα 10 καινούρια κομμάτια συμμετέχουν, δίνοντας ο καθένας τον δικό του τόνο, οι Κοσμάς Μπρούσαλης, Θάνος Μιχαηλίδης και Οδυσσέας Τσάκαλος (τύμπανα), η Βικτώρια Νικολαίδου (φωνητικά), ο Άρης Ζέρβας (τσέλλο) και ο Βαγγέλης  Κατσαρέλης (πνευστά).
Οι στιχουργοί Γεωργία Καράμπελα και Αλέξανδρος Ατσικπάσης που συνεισφέρουν σε ορισμένα δείχνουν κι αυτοί απόλυτα εναρμονισμένοι με το scope του Δημητριάδη, ο οποίος, όντως ακούγεται, όπως μας λέει, «(...) γεμάτος από τις μόνιμες πια απουσίες όσων αγαπημένων έφυγαν», με μέσα του να «τριγυρίζουν σαν μικροί πλανήτες όσα έχει ζήσει κι ακόμα όσα δεν έζησε, όσα έκανε και όσα δεν έκανε».
Στο εξώφυλλο, ο καλλιτέχνης δείχνει σε περίσκεψη, δίπλα στην πανταχού παρούσα κιθάρα. Κάθε τί με ουσία κατά κανόνα δε στερείται βάρους, όμως ο δίσκος κάθε άλλο παρά πάσχει από «βαριά» διάθεση. Μπορεί ο τίτλος («Η σκιά που μ’ ακολουθεί») να προϊδεάζει για συνοφρύωση, όμως αποτυπώνει μια ειλικρινή στάση απέναντι στα πράγματα. Ο Δημητριάδης, όπως μας έχει καλομάθει, και εδώ χειρίζεται με άνεση τη σημειολογία του : δρόμος, ήλιος, φωτιά, σκοτάδι, μοναδικές ή τελευταίες ευκαιρίες, ανάγκη να σταθείς ξανά στα πόδια σου.
«Είναι για όσα δε μετανιώνω, γιατί τα πίστεψα πολύ», λέει στο ομώνυμο. Και όπως είναι γνωστό, τέτοιες σκέψεις κάνει μόνον όποιος έχει πραγματοποιήσει γεμάτες διαδρομές.  
Οι πρώϊμοι Who μας κλείνουν το μάτι σφυρίζοντας στο «Μαρία» (ο καθένας, άλλωστε, έχει γνωρίσει μια Μαρία στην οποία λόγια χρωστάει λόγια σαν του τραγουδιού). Στο ανοιχτόκαρδο «Της Νιότης μου η Ερωμένη» οι χροιές από τις διάφορες κιθάρες και τα φωνητικά χρωματίζουν έναν απολογισμό με μια γερή δόση από όνειρο.
Η ερωμένη είναι η μουσική, όχι οποιαδήποτε, αλλά αυτή που σε συναντά στην εφηβεία. Είναι αλήθεια, και ο Δημητριάδης όπως συνηθίζει μιλά με τα λόγια που πολλοί θέλουν να εκφράσουν, αυτή η συγκεκριμένη μουσική σχεδόν ποτέ δεν σε προδίδει, αλλά σε ακολουθεί πιστά, σαν τη σκιά σου.  



Το tongue and cheek – που θά’ λεγε κι ήρωάς του, ο Paul Weller - «Χάθηκα (και τώρα κλαίς)» είναι φτιαγμένο για live. Σ’ αυτό διαλέγει να συνομιλήσει ψευδορεβανσιστικά με τις θηλυκές αντιηρωίδες των τραγουδιών του, νέων και περασμένων, μ’ ένα εύγευστο «ας πρόσεχες» σαν κι αυτά που λίγο πολύ έχουν κάνει τη βόλτα τους απ’ τη ζωή όλων μας.
Η βουτιά στις παρυφές των τελευταίων χρόνων του ’60 είναι αβίαστη. Στο «Ώσπου Κάποια Μέρα» (σε στίχους και μουσική δικούς του), ακούγεται σα να τζαμάρει με τους Love ή τους Chambers Brothers σε κάποιο ψυχεδελικό outtake που – κακώς- δεν κάλιασε ακόμη να γραφτεί. Οι Kinks κι ο Lennon, ξανοίγονται παρέα στο «Ο Ήλιος Έπεφτε Αργά» (στίχοι, μουσική δικοί του), μια προέκταση του παλιού, νοσταλγικού του «Παίζω Με Τα Σκουπίδια», από το «Τεύχος Δεύτερον».  
Ακόμη κι όταν τα χρώματα θαμπώνουν και ο Δημητριάδης μελαγχολεί («Το σχοινί»), ρομαντζάρει («Ίσως Εγώ», σε στίχους Γεωργίας Καράμπελα), ή εκφράζει ένα κάπως δυσοίωνο παράπονο («Μαύρη Αυγή»), πάντοτε έρχεται μετρημένος, με την γνώριμη, καθαρή του ερμηνεία κι έναν λυρισμό που είναι δύσκολο να μην αιχμαλωτίσει την προσοχή του ακροατή.
Είναι από τα άλμπουμ που όσο πιο πολύ τα ακούς, τόσο πιο περιεκτικά, μεγαλύτερα σε διάρκεια και γεμάτα λεπτομέρειες ακούγονται. Μέσα στο σύγχρονο σεληνιακό τοπίο της ελληνικής μουσικής σκηνής όπου δεν περιφέρονται και λίγοι χαμαιλέοντες, οσφυοκάμπτες και δημαγωγοί, ο τραγουδοποιός Δημητριάδης στέκει με την τέχνη του ακέραια.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου