Motörhead: (Άγρυπνοι) Από το Hammersmith ως την αιωνιότητα

30/03/2021

Κατηγορία: Live Favorites

4251

Σάββατο μεσημέρι, 28 Μαρτίου 1981. Tο μικρό κονβόϋ από τρία μαύρα βαν Chevrolet σταθμεύει μπροστά από τo Queens Hall του Leeds, έναν παλιό σταθμό λεωφορείων, που είκοσι χρόνια πριν έχει μετατραπεί σε αίθουσα μουσικοθεατρικών εκδηλώσεων και εκθέσεων με χωρητικότητα 5.000 ατόμων.

 

Οι Motörhead βρίσκονται στην πόλη.
Τριάμισυ χρόνια πριν, είχαν ψηφιστεί από τους αναγνώστες του New Musical Express ως «η χειρώτερη μπάντα στον κόσμο». Τώρα, γεύονται μια χωρίς προηγούμενο αναγνώριση. Ακριβώς ένα μήνα πριν, επί δύο βδομάδες είδαν το e.p. με τα τρία κομμάτια “St. Valentine’s Day Massacre” να καρφώνεται στο Νο 5 των τσαρτ. Τον προηγούμενο Νοέμβριο ο τέταρτος δίσκος τους, “Ace Of Spades”, τους έχει φέρει στο Νο 4 κάνοντας τη μουσικόφιλη Βρετανία να τριχαστεί, αν και σε καμία περίπτωση ισομερώς: Aπέχθεια- για την μεγάλη πλειoψηφία. Καγχασμός -για τους θιασώτες των Spandau Ballet, Cure, Soft Cell και Adam Ant που μονοπωλούν τα τσαρτ. Και τυφλή αφοσίωση για τις ορδές των denim & leather φρικιών που ακούνε την εκπομπή του Tommy Vance κάθε Παρασκευή βράδυ στο Radio 1 του BBC και συρρέουν σε μικρές και μεγαλύτερες συναυλίες των Saxon, Iron Maiden, Angelwitch, Tygers Of Pan Tang, Diamond Head. Ιδίως αυτή τη τελευταία μάζα μουσικόφιλων, από Κεντ ως το Εδιμβούργο κι από το Μάντσεστερ ως το Μπέλφαστ αυξάνονται και πληθύνονται.
Είναι η τελευταία ανίερη συμμορία. Ένα τρίο από μούρες βγαλμένες με καισαρική από τις πιο οχληρές παραισθήσεις του Πέκινπα και τα πιο άγρια όνειρα του Σέρτζιο Λεόνε μετά από μια νύχτα στα βρωμερά καταγώγια του Ήστ Εντ. «Αν μετακομίσουν δίπλα σας, το χορτάρι στον κήπο σας θα μαραθεί». Γράφτηκε για να τους υποτιμήσει, όμως δεν απείχε και πολύ από την αλήθεια. Γιατί πράγματι ξεσπούσαν σα μια ρυπαρή ανάστροφη στα μούτρα της ατσαλάκωτης βρετανικότητας. Σαν μια αλήτικη φτυσιά στο νέο ήθος των μοντέρνων ήχων με τα συνθεσάϊζερ, ένα πάτημα με λασπωμένη μπότα πάνω στο λουστρίνι του λεπτεπίλεπτου νεορομαντισμού, ένας προκλητικός παράμεσος στη σοφιστικέ προσποίηση όλης της μουσικής μπίζνας. Οι έσχατοι που –ως εκ θαύματος- κάποιος λάθεψε και τους άφησε μια δίοδο προς την κορυφή, κι εκείνοι τη σπάσανε με πολιορκητικό κριό για να βρεθούν -περίπου από ατύχημα- πρώτοι. Οι ανεπιθύμητοι που παίρνουν εκδίκηση. Οι χαμένοι για χαμένοι, που δεν μπορεί πια να τους ρίξει νοκ ντάουν τίποτε, παρά μόνον ο εαυτός τους.
Ο 27χρονος ντράμερ Phil “Philthy Animal” Taylor. Πρώην skinhead και σεσημασμένος χούλιγκαν της Leeds United, που κατέληξε στα 18 του να ζει σε κοινόβια στο Λονδίνο, κάνοντας νταραβέρι σκόνες και χάπια με τους Hells Angels. Ενστικτώδης, νευρωτικός, καυγατζής, μια διασταύρωση ανηψιού του Charles Bronson και της φιγούρας των Muppets απ’ όπου του κόλλησε το μεσαίο όνομα με το οποίο όλοι τον φωνάζουν.



O 30χρονος “Fast” Eddie Clarke από το Twickenham του νοτιοδυτικού Λονδίνου. Με την καστανοκόκκινη, χίπικη χαίτη μέχρι τη μέση, περιπλανώμενο αποπαίδι του Χέντριξ, με έφεση – αν όχι εμμονή- στο να χρησιμοποιεί το λεβιέ του tremolo της ξεφλουδισμένης του Stratocaster ακόμη και γι’ ανακατεύει το πρωϊνό του, τσάϊ με Jameson.
Κι ο 35χρονος Ουαλλός (“Welsh bastard”) Ian “Lemmy” Kilmister. Μια ευθυτενής δύναμη της φύσης με ακούρευτη φαβορίτα, σάπια μπροστινά δόντια, ζώνη με σφαίρες, τσέπες γεμάτες μεθαμφεταμίνη, μπάσο Rickenbacker το οποίο κραδαίνει σα μυδραλιοβόλο και δέρνει σαν κουτσάλογο, καθώς με το σαγώνι υψωμένο φτύνει τις λέξεις - ένα άγριο γαύγισμα που εκδιώκει κλωτσηδόν κάθε μουσικότητα - στο στρατηγικά κρεμασμένο και λυγισμένο στις 120ο μοίρες μικρόφωνο. Με πολλαπλάσια κι απ’ τους άλλους δύο μαζί παράσημα στη ζωή στο δρόμο, δεν πλησιάζει τις σύριγγες, but he can use some dirty love, right now”.
Με 56 βραδιές παραχωμένες στα λερά μαύρα τζην τους, σπρωγμένες στα ρουθούνια τους, χαραγμένες πάνω στα ανηλεώς γδαρμένα όργανά τους, με ύπνο μόνο τα διαλείμματα αναισθησίας από την αδιάλλακτη δίαιτα με χάπια, Smirnoff, Marlboro και junk food, οι Motorhead θα φτάσουν στο Leeds γνωρίζοτας ότι πιο φιλόδοξη περιοδεία της καρριέρας τους έχει πολύ δρόμο ακόμη. Για πρώτη φορά στα μέσα Απριλίου το τρίο έχει σχεδιαστεί να περάσει τον Ατλαντικό, support στον Ozzy Osbourne.
Πριν όμως φτάσει εκείνη η ώρα, σειρά έχουν τρεις βραδιές στριμωγμένες σε τρεις μέρες, η αποψινή στο Leeds και άλλες δύο κολλητές, 29 και 30 Mαρτίου, 100 μίλια προς τα βόρεια, στο Newcastle City Hall.
Σ’ αυτά τα δύο μέρη θα ηχογραφήσουν ολόκληρες τις τρεις συναυλίες, από το υλικό των οποίων θα προκύψει ο επόμενός τους δίσκος, που χωρίς πολλή σκέψη, έχει αποφασιστεί ότι θα είναι ζωντανός.
«Έχουμε μεγαλύτερη σχέση με τους The Damned και μικρώτερη με τους Judas Priest”, θα δηλώσει ο Lemmy. «Όμως, δεν παίζουμε για τους μουσικοκριτικούς, ούτε μας ενδιαφέρει τί γράφουν. Παίζουμε για τα παιδιά που έρχονται να μας δουν ζωντανά. Είμαστε μια ροκ-εν-ρολ μπάντα».
Η περιοδεία με τον τίτλο “Ace Up Your Sleeve Tour” έχει ξεκινήσει στις 22 Οκτωβρίου 1980 απ’ το Gaumont του Ipswich και με ελάχιστα διαλείμματα υπό το φως του ήλιου έχει καταληξει σε τέσσερις συνεχόμενες βραδιές στο Hammersmith Odeon του Λονδίνου, 26 ως και 29 Νοεμβρίου 1980. Γι’ αυτό και σύντομα, μπάντα και road crew θ’ αναφέρονται σ’ αυτήν με ένα άλλο, πιο ταιριαστό όνομα: “No Sleep ‘Till Hammersmith”.
«Όταν δεν έχεις πού να κατουρήσεις και γυρνάς σ’ όλόκληρη τη χώρα, από πάνω ως κάτω, περνώντας καλά, δεν έχεις και πολύ χρόνο να σκεφτείς. Άν έχεις ποτό, στριφτό και από τ’ άλλο, λες, φίλε, η ζωή είναι ωραία. Στον παίρνει και διαφορετική γκόμενα κάθε βράδυ, τί άλλο να θες από τη ζωή σου;»- Fast Eddie Clarke.
«Πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τις συναυλίες συνέβαιναν πράγματα που δε θα μπορούσε κανείς να επιτρέψει να τυπωθούν και που εγώ ο ίδιος δεν έχω τις φωτογραφίες για να είμαι σε θέση να αποδείξω» - Lemmy.
“I'm eating junk, feeling bad - Another night, I'm going mad,
My woman's leaving and I feel sad

But I just love the life I lead - Another beer is what I need,
Another gig my ears bleed,
We are the road crew”

Σ’ ένα άϋπνο όργιο εκκωφαντικού θορύβου, σεξ, πιώματος, αδιάκοπης ανταλλαγής λεκτικών προσβολών ως και γρόνθων μεταξύ τους –όταν τα νευρα χτυπάνε ταβάνι- οι Motörhead προχωρούν ακάθεκτοι. Στις αρχές της νέας χρονιάς μετά από μια εμφάνιση στη Βρέμη κι άλλη μια στο Nottingham θα διαβούν τη Μάγχη προς Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία κι Ελβετία. Ο πιωμένος Philthy μετράει κουτρουβαλώντας μια ολόκληρη σκάλα σπάζοντας ένα κόκκαλο στο σβέρκο του και οι εμφανίσεις αναβάλλονται. Όχι για πολύ. Θα πετάξει το κολλάρο σε δεκατρείς μέρες και δεν κρατιέται ν’ ανέβει στο λεωφορείο ξανά, μαζί με την υπόλοιπη κουστωδία: Σαν Μαρτέν, Λιλ, Παρίσι, Ορλεάν, Μπρεστ, Ρουέν, Μπορντώ, Τουλούζ, Στρασβούργο, Γενεύη, Λυόν, Βρυξέλλες, Άμστερνταμ. 20 εμφανίσεις σε 33 ημέρες πριν ξεπεζέψουν στο Leeds και χωρίς να ξαποστάσουν, ανηφορίσουν προς Newcastle.
«Ήταν μια βραδιά στο Hull, αν θυμάμαι καλά, που ήταν η καλύτερη, αλλά δεν ηχογραφήθηκε καθαρά. Πώς διάλεξα σε ποιό μέρος και ποιά βραδιά να ηχογραφήσουμε; Όπου μου φωνάζουνε “ζήτω”, ωραία είναι, δε δίνω δεκάρα για το με ποιά προφορά. Τόσο ρηχός είμαι» - Lemmy.
Οι τρεις βραδιές, μία στο Leeds και δύο στο Newcastle θα καθαριστούν ηχητικά -κατά το δυνατόν- από τον σχολαστικό Vic Maile που έχει κάνει την παραγωγή και στο “Ace Of Spades”. Απ’ αυτές θα επιλεγούν 11 εκτελέσεις για να γεμίσουν τις δύο πλευρές του δίσκου. 
Κάθε βράδυ παίζουν 75 ως 80 λεπτά. Το ανάλογο αεροπορικής επιδρομής, με το εθελούσιο θύμα της –το κοινό- να βρίσκεται όχι μίλιας χαμηλώτερα πάνω στη γη, αλλά λίγα μόλις μέτρα απόσταση από το θόρυβο των κινητήρων της μοίρας των βομβαρδιστικών που τους επιτίθενται. Με φόντο μια φωτισμένη τριπλέτα από τραπουλόχαρτα που στο κέντρο της δεσπόζει ο Άσσος Μπαστούνι, ακριβώς πίσω από τα τύμπανα του Philthy, εισαγωγή το «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος» του Morricone, υπερφορτωμένα παραμόρφωση και παιγμένα σε εξουθενωτική ταχύτητα, το ένα κομμάτι διαδέχεται το άλλο, με πρώτο τον βαρβαρικό παιάνα μιας μπάντας που ζει και αναπνέει κυριολεκτικά στο δρόμο. “’Co’s that’s the way I like it baby, I don’t wanna live forever”.


Ένα στοιχείο που συναρπάζει -πριν ακόμη ηχητικά εξοντώσει- το ακροατήριο είναι η αίσθηση που αποπνέει το απροσάρμοστο αυτό τρίο: η όλη εμπειρία είναι «μια κι έξω», τόσο έντονη που είναι αδύνατο να είναι προσχεδιασμένη, τόσο ρηξικέλευθη που μπορεί να ανατιναχθεί ή να καταρρεύσει κάθε μέρα. Ο Phil ακούγεται να μπαίνει με μένος σε ολομέτωπη κλωτσοπατινάδα με τα τύμπανά του στο "Stay Clean", κάπου στη μέση ο Lemmy ρίχνει ένα σόλο μπάσο, ο Fast Eddie κι αυτός ένα πνιγηρό σόλο για το τέλος. To “Metropolis”, παιγμένο με την σκληράδα του λευκού μπλουζ ανοίγει και κλείνει μ’ έναν καταρράκτη από πιατίνια.
Τα τέσσερα πρώτα κομμάτια της πρώτης πλευράς είναι από την δεύτερη συναυλία του Newcastle, της 30ης Μαρτίου.
Η υπερταχεία "The Hammer" αφιερώνεται στην εισαγωγή «στον μικρούλη Philthy», «τον άνθρωπο με τη μεγαλύτερη συλλογή από σπασμένα κόκκαλα» έχει προσθέσει δύο μέρες πριν, στο Queens Hall του Leeds, εκεί όπου ο ντράμμερ έχει μεγαλώσει.
Το "Iron Horse/Born To Lose" είναι το μόνο που είναι ηχογραφημένο την προηγούμενη Άνοιξη, κατά την προηγούμενη περιοδεία τους με τους Saxon. This is dedicated to all the Angels in here, ακούγεται ο Lemmy, αποδεικνύοντας ότι δε χρειάζεται να έχεις στην κατοχή του δική σου τσόπερ για να γράψεις έναν ύμνο για τις τροχοφόρες ορδές των Hell’s Angels.
H βραδιά της 28ης Μαρτίου στο Leeds δεν είχε λίγα τεχνικά προβλήματα, όμως "No Class", με το βρώμικο, ξεδιάντροπα και ομολογημένα κλεμμένο από το “Tush” των ZZ Top, ριφ «είναι αφιερωμένο στον Eddie και σε μένα», ακούγεται να προλογίζει αυτοαναφορικά ο Lemmy. Γιατί δεν κρύβει, μάλλον διατρανώνει το ποιόν του: his face the wrong way, anyhow.
Ένα ρεμάλι, way out of tune”.
Η δεύτερη πλευρά ξεκινά και πάλι από την 30η Μαρτίου στο Newcastle City Hall, με τον οδοστρωτήρα "Overkill". Παιγμένο σε ταχύτητα που σε αφήνει άφωνο, με τον Fast Eddie να προλαβαίνει να χρωματίσει τα ρεφραίν με κιθαριστικές ξυραφιές πριν χωθεί μανιωδώς στα λυσσασμένα του σόλο, τη δίκαση του Philthy να σβήνει με πιατίνια τη φωτιά και σε δευτερόλεπτα να της ξαναρίχνει βενζίνη, καθώς το πυρωμένο μπάσο του Lemmy περνάει από μέσα της. Rock n’ roll ain’t worth the name, if it don’t make you strut - Don’t sweat it – Get it back to you”.
Στo "(We Are) The Road Crew" –κι αυτό από την συναυλία της 30ης Μαρτίου- οι roadies έχoυν την τιμητική τους. Έχοντας o ίδιος από έφηβος κουβαλήσει τόνους από ενισχυτές και καλώδια, ο Lemmy δίνει το μικρόφωνο στον αρχιroadie για ένα ουρλιαχτό - πολεμική ιαχή. Μ’ αυτούς τους γκασταρμπάϊτερ του δρόμου, η μπάντα δεν αισθάνεται μόνο ότι προέρχεται από την ίδια φτιάξη, αλλά και ότι τους χρωστάει τα πάντα, καθώς ματώνουν για να μπορεί να πραγματοποιηθεί κάθε συναυλία, με αντίδωρο ότι συμμετέχουν στα ίσα σε όλη την κραιπάλη που την ακολουθεί.



slow one, so you's can get mellowed out" ακούγεται ο Lemmy πριν το "Capricorn", ένα βαρύ ψυχεδελικό blues επιταχυμένο κι αυτό σε σχέση με την εκτέλεση που υπάρχει στο “Overkill”. Το echo στη φωνή του Lemmy κάνει το θόλο του City Hall ν’ αντηχεί τραχιά λόγια από ένα ευαγγέλιο ιδιοσκευασμένο από ρητά του πεζοδρομίου (I always knew, the only way -
Is never live beyond today - They proved me right, they proved me wrongBut they could never last this long
), την ώρα που ο Fast Eddie τα συνοδεύει με ίσως το πιο moody του σολάρισμα.
Και μόνο για τη σαρωτική εκτέλεση του "Bomber" η βραδιά στο Leeds αξίζει να μείνει στην ιστορία. Η κιθάρα του Fast Eddie οδηγεί σε μια εκτέλεση χωρίς φρένα, καταχωρώντας με συνοπτικές διαδικασίες τη στουντιακή στα δισκογραφικά αρχεία, ενώ τα σπασίματα μπάσου και ντραμς εντυπώνονται στη μνήμη σχεδόν με την εκφραστική δύναμη στίχων.  
Ξέπνοος ο ακροατής γνωρίζει, περιεργαζόμενος το οπισθόφυλλο, ότι η εθιστική αυτή δοκιμασία δεν έχει τελειώσει. Καθώς just in case”, έρχεται για κλείσιμο η απόλυτη πειρατεία του Motörhead, μια εκτέλεση από την πρώτη βραδιά στο City Hall του Newcastle. Στίχοι για χημική υπερδιέγερση υπό σφυροκόπημα σπάνια θα μπορούσαν να έχουν τόσο καθαρτήρια επίπτωση.
“Brain dead, total amnesia
Get some mental anaesthesia,
Don't move, I'll shut the door and kill the lights

And if I can't be wrong I could be right,
All good clean fun - Have another stick of gum,
Man, you look better already”

 


Καθώς το “Motörhead” ολοκληρώνεται σε μια κόλαση από feedback, το πλήθος δίνει την τελευταία ικμάδα των λαρυγγισμών του, καθώς ακούγεται η μηχανή του βομβαρδιστικού και σχεδόν βλέπεις, σα να βρίσκεσαι ανάμεσα στους ξεθεωμένους headbangers του City Hall, το ειδικά κατασκευασμένο φωτιστικό σύστημα, στα μέτρα της ατράκτου του γερμανικού βομβαρδιστικού Ηeinkel He 111 –prop το οποίο διατήρησαν από την περιοδεία για το “Bomber”- να κατεβαίνει υδραυλικά προς τα πάνω σου.
Με την κυκλοφορία του “Νο ‘Sleep ‘Til Hammersmith”, οι βρετανοί fans σπεύδουν στα δισκάδικα και το προμηθεύονται.
Την πρώτη κιόλας εβδομάδα γίνεται χρυσό καθώς ξεπερνά τα 100.000 αντίτυπα και στις 27 Ιουνίου 1981, το αδιανόητο για την καθωσπρέπει μουσική βιομηχανία της Γηραιάς Αλβιόνας έχει επισυμβεί. Μπροστά από διάφορες ντίσκο συλλογές, τον Cliff Richard, τους Duran Duran και την Toyah, οι Motörhead, το «χειρώτερο συγκρότημα του κόσμου», βρίσκονται στο νούμερο 1 του καταλόγου των δίσκων 33 στροφών. Σαν σε παραλήρημα από την αιφνίδια αυτή θερινή αντεπίθεση, ένας όγκος αγοραστικού κοινού που αποτελείται κατά κύριο λόγο από ακραιφνείς χεβυμεταλλάδες, όσο και από punks και fans του «παλιού» ήχου, στέλνει την τρομακτικά κακοτράχαλη για το μέσο αυτί εκτέλεση του “Motörhead” στο top-10 των singles και μάλιστα για δύο σερί εβδομάδες (UK#6, 18-25/7/81). Αν εξαιρέσει κανείς την περίπτωση των Sex Pistols, όπου όμως ο ήχος ήταν στουντιακά επεξεργασμένος, ποτέ δεν έχει ξανασυμβεί κάτι ανάλογο. Η κακοφωνία την εξουσία.
«Δεν κάτσαμε στ' αυγά μας, ούτε λεπτό. Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, βρισκόμασταν ήδη σε περιοδεία με τον Ozzy στην Αμερική. Ήμασταν κάπου στη Νέα Υόρκη όταν τό' μαθα. Κοιμόμουν ακόμη, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν αναγνώρισα τη φωνή (σ.σ. : ήταν ο μάνατζερ, Doug Morris). "Πήγατε κατευθείαν στο Νο 1!". " Ε... καλά, ξαναπάρε αργότερα, έτσι;" μουρμούρισα μισοκοιμισμένος και του τό 'κλεισα. Μετά από κανένα δεκάλεπτο το συνειδητοποίησα και πετάχτηκα όρθιος.
Ήταν η στιγμή που είχαμε φτάσει στην κορύφωσή μας στην Αγγλία. Και όταν φτάσεις στην κορυφή, μετά μόνο προς μια κατεύθυνση μπορείς να πας : προς τα κάτω. Βέβαια τότε δεν ξέραμε ότι θα ήταν εκείνη η κορυφή. Δεν είχαμε ιδέα. Δεν ξέραμε πού πατάγαμε και πού βρισκόμασταν, γενικά»
- Lemmy.
«Όσο πιο διάσημοι έδειχνε να γινόμαστε, τόσο περισσότερο μας ρίχνανε στη δουλειά. Κι άλλες συναυλίες, συνεχώς. Κάθε βράδυ σχεδόν ήμασταν πάνω στη σκηνή, ωστόσο από λεφτά δεν βλέπαμε και τίποτε. Εκείνο είναι το σημείο που πρέπει ν’ αρχίσεις να καταλαβαίνεις ότι σ’ έχουν κατακλέψει. Όταν σε βάζουν να δουλεύεις σα σκυλί και δε σου δίνουν ούτε μια μέρα ρεπό. Γιατί, αν σου δώσουν έστω ένα μικρό διάλειμμα και κάνεις ένα βήμα πίσω απ’ όλα αυτά, τότε είναι που είναι πιθανό ν’ αρχίσεις να σκέφτεσαι» - Philthy Animal Taylor.
Η αμερικάνικη περιοδεία των 70 και πλέον εμφανίσεων θα αποδειχθεί πολύ πιο σκληρή απ’ ότι περιμένουν. Ο Lemmy έχει ξαναπεριοδεύσει στην Αμερική, την τελευταία φορά, πέντε χρόνια πριν, με τους Hawkwind («Αν ήταν στο χέρι μου σε όλη μου τη ζωή θα έκανα μια περιοδεία διαρκείας, αποκλειστικά και μόνο στο L.A), όμως για τους άλλους δύο είναι η πρώτη.
Στο Las Vegas, ο Philthy παρά λίγο να μείνει ξερός από υπερβολική δόση, ενώ κάπου στο Τέξας μαζί με τον Fast Eddie παθαίνουν δηλητηρίαση από κάτι ύποπτες extra large σαλάτες με κοτόπουλο («Τους είχα προειδοποιήσει – εγώ δεν πλησιάζω ο,τιδήποτε πράσινο, παραέδειχνε υγιεινό» - θα πει ο Lemmy). Τα ακροατήρια, ιδίως στις μεσοδυτικές πολιτείες αγνοούν ποιό είναι το αγροίκο συγκρότημα που ανοίγει τις συναυλίες του Ozzy - για τον οποίο πάντως οι Αμερικάνοι ήδη κάνουν σαν τρελλοί.
Όταν την 1η Αυγούστου 1981 οι Motörhead επιστρέφουν στην Αγγλία για το φεστιβάλ “Heavy Metal Holocaust” στο Πάρκο Vale του Stoke-On-Trent, είναι το πρώτο όνομα – headliners. Ozzy, Triumph, Riot, Frank Marino και οι ανερχόμενοι Vardis, όλοι παίζουν από κάτω τους. Τέτοια η διαφορά απήχησης στις δύο όχθες του Ατλαντικού.



«Το μεγαλύτερο κρίμα ήταν ότι όταν μάθαμε ότι πήγαμε στο Νο 1, βρισκόμασταν στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού και δεν υπήρχε κανείς τριγύρω να μας κεράσει ποτά για την επιτυχία» - Fast Eddie Clarke.
«Βρισκόμασταν στη μέση μιας μεγάλης περιοδείας, οπότε ήδη είχαμε μπει στον αυτόματο. Από ήχο ήμασταν σφιχτοδεμένοι, το ακούει κανείς και στο δίσκο. Πιστεύω ήμασταν εξαιρετική μπάντα, ειδικά για την εποχή. Δηλαδή, ασφαλώς και μπορείς να βρεις λάθη εκεί μέσα. Πάντα υπάρχουν σ’ ένα ζωντανό δίσκο. Τί διάολο θέλεις δηλαδή; Έτσι είναι η ζωή. Δεν είναι τέλεια, οπότε γιατί εμείς να διαφέρουμε;».
Με λάθη ή χωρίς, με μπουκωμένο ήχο ή χωρίς, από κασέττα ή από βινύλιο της Bronze, με χαμηλά το κοινό και τα όργανα να ακούγονται σα μάχη μέχρι θανάτου δύο ρινόκερων μέσα σε τηλεφωνικό θάλαμο (από κείνους τους κόκκινους, που είναι φυτεμένοι σ’ ολόκληρο το Λονδίνο), το “No Sleep ‘Till Hammersmith” είναι αδύνατο να μην συνωνυμοποιηθεί με ένα σπάνιο ντοκουμέντο της στάσης του αδάμαστου ροκ-εν-ρολ. Ανέβασε τόσο τον πήχυ στο κατά πόσο μπορεί ο ακροατής να νιώσει από το βινύλιο την ένταση και τη δόνηση μιας συναυλίας, που πλέον, τέσσερις δεκαετίες μετά την ηχογράφησή του, μοιάζει αξεπέραστο. Δε συνιστάται, δε, σε καμία περίπτωση σε όσους αναζητούν το ροκ στην τριφυλή, εξευγενισμένη εκδοχή του.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου