Boston: "Third Stage"

17/02/2017

Κατηγορία: Old Time Rock

7752

Μια μικρή στήλη στο "Έθνος", κάθε Πέμπτη, στριμωγμένη στη δεξιά σελίδα, μέση και προς τα κάτω, φιλοξενούσε τα top-20 Αγγλίας και Αμερικής της εβδομάδας που προηγήθηκε. Εκεί το είδα πρώτη φορά.

 

Μεταξύ 1 και 22 Νοεμβρίου του 1986 οι Boston βρίσκονταν στο Νο1 των charts του Billboard με το “Amanda”, ένα από τα μελιστάλαχτα –μέχρις οξείας κρίσεως ζαχάρου- μπαλαντοειδή που στάμπαραν τα λυκειακά μας χρόνια σαν αγελάδα σε ράντσο της Νεβάδας το 1867.
Το πιο εντυπωσιακό, ότι το single έφτασε εκεί χωρίς να προωθείται από video clip, ακριβώς την εποχή που το MTV δημιουργούσε μουσικά είδωλα από το μηδέν, καθαιρώντας άλλα με την έλλειψη προβολής τους. Το άλμπουμ ήταν μόλις το 3ο των Boston σε μια δεκαετία δισκογραφίας και λεγόταν “Third Stage”. Από τα αυλάκια του αναδυόταν μια ημισυμφωνική χροιά  που διέτρεχε throughout τα 37 περίπου λεπτά της διάρκειάς του, με μικρά instrumental να ενώνουν μεταξύ τους τις πιο σαφείς, ποπ στιγμές, στις οποίες το βασικό θέμα της ερωτικής εξομολόγησης του “Amanda” επανακάμπτει σε διάφορες παραλλαγές.



Το άλμπουμ διακρίνεται από έναν κιθαριστικό ήχο δουλεμένο μέχρι λεπτομέρειας από τον Tom Scholz. Ο -40χρονος παρά κάτι ψιλά τον Νοέμβριο εκείνο- κιθαρίστας απ’ το Ohio, μονομανής, αντισταρ και sound freak, είχε ήδη καταγραφεί στα ροκ χρονικά για τη μουσική του εφευρετικότητα, ένα κράμα Κύρου Γρανάζη και αλχημιστή τύπου Βίλελμ Στόριτς με το εργαστήριό του γεμάτο σκάφη από κιθάρες, χορδές, μαγνήτες, κουτιά με παραμορφώσεις, καλώδια, ηχεία και εκατοντάδες κουμπιά κονσόλας στρωμένα παντού. Αρχές του ’80 πείστηκε να κυκλοφορήσει στην αγορά ένα μετασχηματιστή για κιθάρα, δικής του επινόησης, τον “Rockman” και ακολούθησε μια ολόκληρη σειρά εξαρτημάτων που μπορούσαν στα επιδέξια όσο και υπομονετικά κιθαριστικά δάχτυλα να κάνουν μια εξάχορδη να ακούγεται σαν πέντε κουαρτέτα εγχόρδων υπό τη διεύθυνση του Φον Κάραγιαν.
Παρά το ότι είχε κυκλοφορήσει δύο μόλις άλμπουμ (που γέννησαν πολυπλατινένια single όπως το “More Than A Feeling”), ο Scholtz είχε επινοήσει τον compact ήχο που θα κυριαρχούσε για περίπου 15 χρόνια στα FM, σχηματοποιώντας τα ηχητικά όνειρα εκατομμυρίων ακροατών. Και είχε ξεκαθαρίσει στον εταιρικό συρφετό που του ζητούσε όλο και πιο έντονα «νέο προϊόν» ότι δεν υπήρχε περίπτωση να παραδώσει μουσική του σε εταιρία χωρίς να είναι απολύτως ικανοποιημένος με την ηχογράφησή της.
Παρά τις πιέσεις, υπήρξε αδιάλλακτος στη στάση του, παραδίδοντας στην κυκλοφορία το “Third Stage”, με χρονική απόσταση 8 χρόνων από το προηγούμενο άλμπουμ (“Don’t Look Back” του ‘78).



Ο
Scholz ήταν γνωστό στη δισκογραφική μπίζαν ότι εκτός από την απαιτητική του αυτή μουσική στάση, διακρινόταν κι από μια μονολιθική ακεραιότητα απόψεων για το εμπορικό περιβάλλον, την οποία ελάχιστοι διάσημοι μουσικοί διέθεταν ή τολμούσαν να εκφράσουν. Γνωστή, μεταξύ άλλων, η ατάκα του:"The [music] business would be a good thing, except that it's dominated by drug addicts and businessmen".
Βoston περιόδευσαν πάντως εκτεταμένα μέσα στο ’87 και το ‘88, παίζοντας το “Third Stageολόκληρο, με εκτεταμένες ενορχηστρώσεις μάλιστα στα περισσότερα κομμάτια του. Στις 20 Ιουνίου 1987 έπαιξαν μπροστά σε 75.000 θεατές ως headliners στο Cotton Bowl του Texas, στα δέκατα γενέθλια του “Texxas Jam”, σ΄ένα bill με Farrenheit, Tesla, Poison, Whitesnake και με special guests Aerosmith. Ακόμη κι ο εσωστρεφής Scholz, απολάμβανε την μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα της καρριέρας του.
Στο άλμπουμ για πρώτη φορά τρία από τα αυθεντικά μέλη της σύνθεσης των Boston απουσιάζουν. Ο κιθαρίστας Barry Goudreau που είχε ξεκινήσει μια low key σόλο καρριέρα, ο Αρμενοαμερικάνος ντράμερ Sib Hasian (διάσημη αφάνα των ‘70s) και ο Fran Sheehan, ο μπασίστας (αν και οι δύο τελευταίοι είχαν παίξει στα πρώτα demo, ενώ ο Sheehan αναγράφεται σαν συνθέτης στο “Cool The Engines” μαζί με Brad Delp και Scholz).
Στις liner notes του οποίου περήφανα ο Scholtz επέμενε να γραφτεί «για ό,τι ακούγεται εδώ μέσα δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου συνθεσάϊζερ», είναι λαξευμένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, με αποτέλεσμα κάθε τρακ να έχει ειδικό βάρος. Το “We’re Ready” απογειώνει, τα “Cool The Engines” και “I Think I Like Itακούγονται ροκάριες φινιρισμένες μέχρι νότας για ραδιόφωνο, στο “My Destination” και το “Be A Man” ο Brad Delp βγάζει ευαισθησία, ενώ στο “Hollyann τρυπάει τη στρατόσφαιρα.




Όσο για το No 1 single με το γυναικείο όνομα “Amanda” (σ.σ.: στο γλωσσολογικό βάθος κήπος, εκ του λατινικού αξιαγάπητη) ήταν και παραμένει ένα ρομαντικό κομψοτέχνημα, με τη μελωδία από τρίδιπλες κιθάρες και το ευέλικτο φαλσέττο του μακαρίτη Brad Delp να βρίσκονται σε όλα τα soft rock αλφαβητάρια.
Δε γινόταν όμως να μην παραπέμπει κιόλας διαρκώς σε κείνο το άφτερ σέϊβ με γεύση ανθυποκαρύδας, το οποίο πολλοί και πολλές, το σωτήριον έτος 1986, περνούσαν για λικέρ. "Τρίτο Επίπεδο", indeed.


Παναγιώτης Παπαϊωάννου 

// Old Time Rock

// Live Favorites