28/02/2017
Τα ΄80’s ήταν αναμφισβήτητα η εποχή της new wave που ξέβρασε στις διψασμένες για τη διαφορετικότητα ακτές των ανήσυχων μουσικά μυαλών πλήθος συγκροτημάτων που επιδίωξαν να εκφράσουν το είδος αυτό.
Άλλα το έκαναν με πάταγο και φιλοδοξία που ξεχείλιζε και άλλα πιο αθόρυβα. Στα τελευταία συγκαταλέγονταν (κυρίως αν όχι πρωτίστως) και οι Βρετανοί, πανάξιοι εκπρόσωποί του, Tears for Fears.
Δύο συνηθισμένα παιδιά της διπλανής πόρτας, από το Bath της Αγγλίας, ο Roland Orzabal και ο Curt Smith συναντήθηκαν στα τέλη των ΄70’s, όταν ήταν περίπου 13 ετών κι ενώ ο Smith ερμήνευε το “Then Came The Last Days Of May” από Blue Oyster Cult, εντυπωσιάζοντας τον μελλοντικό συνεργάτη του. Εκτός από την αγάπη τους για τη μουσική, είχαν ένα ακόμη κοινό σημείο: τα δύσκολα παιδικά χρόνια. Και οι δύο μεγάλωσαν σχεδόν αποκλειστικά από τις μητέρες τους, ενώ ο Orzabal είχε υποστεί και ενδοοικογενειακή βία. Αντί να μεμψιμοιρούν για τα άσχημο παρελθόν τους, αποφάσισαν να σχηματίσουν ένα γκρουπ προς εκτόνωση των προβλημάτων που ένιωθαν να τους καταδιώκουν ακόμη. Αρχικά η μπάντα τους υπό το όνομα Graduate είχε ska χαρακτήρα. Στις αρχές των ΄80’s διαλύθηκε δίνοντας τη θέση της στους Tears for Fears με synth pop προσανατολισμούς και με βασικές αναφορές στα βιβλία του ψυχοθεραπευτή Arthur Janov και πατέρα του “primal therapy”, μιας μεθόδου προσανατολισμένης στην επούλωση των ψυχολογικών τραυμάτων κατά την παιδική ηλικία. Η ονομασία του συγκροτήματος μάλιστα προήλθε από το βιβλίο του Janov – ευαγγέλιο για τον Orzabal - “The Primal Scream”, αντικαθιστώντας την αρχική “History of Headaches”. Στην μέθοδο αυτή σημειωτέον είχε καταφύγει για μουσική έμπνευση και ο John Lennon κατά τη δημιουργία του “John Lennon/Plastic Ono Band ”, μετά από τη διάλυση των Beatles.
Το 1982 ήταν η χρονιά που υπέγραψαν με τη δισκογραφική Polygram και μπήκαν σε τροχιά new wave και new romantic μουσικών επιλογών. Σε μια χρονική στιγμή που η μουσική παλέτα απαρτίζονταν από τα παστέλ χρώματα των Duran Duran, τις σοφιστικέ αποχρώσεις των Spandau Ballet και τα αστραφτερά χαμόγελα των Wham, οι Tears for Fears έριξαν μπόλικη σκοτεινή σκιά βγαλμένη κατευθείαν από τις εσωτερικές πηγές των αναζητήσεών τους. Στην κυριαρχούμενη από τις τότε εμπορικές φιγούρες της ποπ μουσική σκηνή αντιπρότειναν μια εναλλακτική εκδοχή με το ντεμπούτο άλμπουμ τους, το «τολμηρό» για την εποχή του “The Hurting”, που κυκλοφόρησε στις 7 Μαρτίου του 1983 γνωρίζοντας τεράστια εμπορική επιτυχία στη Βρετανία και καθιερώνοντάς τους αρχικά στην πατρίδα τους πριν κατακτήσουν και την Αμερική με το σαρωτικό, επόμενο άλμπουμ τους “Songs From the Big Chair”. Αρκετά παράδοξο για την εποχή εκείνη, αν αναλογιστεί κανείς ότι πλάι σε έναν Simon Le Bon που τραγουδούσε ανούσια για κάποια κορίτσια που τα έλεγαν Rio, κατέθεσαν σε αντιδιαστολή στίχους όπως «Τα όνειρα μέσα στα οποία πεθαίνω είναι τα καλύτερα που είχα ποτέ» (από το Mad World) με απήχηση σε κοινό και κριτικούς.
Το εντυπωσιακό και αρκούντως «εύπεπτο» μουσικό περιτύλιγμα του άλμπουμ κρύβει στην πραγματικότητα μικρές, πονεμένες ιστορίες από την ταραγμένη παιδική ζωή των μελών του συγκροτήματος. Με το “Hurting” να λειτουργεί ως ψυχοθεραπεία σε αντιστοιχία προς τις τακτικές του Janov, βρήκαν την ευκαιρία να ξορκίσουν τους δαίμονες του παρελθόντος, αφήνοντας την ελπίδα να φανεί κατά τη μετάβαση στην ενηλικίωση. Οι στίχοι, αν και προήλθαν από δύο εικοσάχρονα παιδιά, επιδεικνύουν απίστευτη ωριμότητα και σπάνε κόκκαλα με την ειλικρίνεια και την ευστοχία τους. Τραγουδώντας ο Smith “The pain of birth/What is it worth /When it don’t turn out the way it should ?” στο “Suffer the Children” και (μεταφορικά)“Watch me bleed/Bleed forever” στο “Watch Me Bleed” πάει αρκετά βήματα παραπέρα την κλισέ εφηβική ποίηση δημιουργώντας σπάνιες για την ποπ μελοδραματικές μουσικές στιγμές που υποστηρίζουν απλοί, συμπαθητικοί ήχοι.
Ανεξάρτητα πάντως από το συναισθηματικό υπόβαθρο του άλμπουμ, η οξυδέρκειά του που το καθιστά ένα από τα πιο δυνατά του πρώτου μισού της δεκαετίας του ΄80’s, έγκειται στον τρόπο που μετουσιώνεται η μουσική επένδυση. Μέσα από την άψογη εναρμόνιση των ηλεκτρικών κιθάρων, των ντραμς του Manny Elias και των κήμπορντς του Ian Stanley, υπό τη σαφή επιρροή της «έξυπνης» συνθ ποπ των OMD, αλλά και των πρώτο σόλο βημάτων του Peter Gabriel και με το «μαγικό άγγιγμα» των παραγωγών Chris Hughes και Ross Cullum, προέκυψε ένα γρήγορο, groove-heavy, σχεδόν χορευτικό τέμπο που διαπερνά όλο το άλμπουμ επιτρέποντας στη μουσική να λειτουργήσει ανεξάρτητα από τους ευαίσθητους, ποιητικούς στίχους.
Σε ηλικία 80 ετών απεβίωσε, ο κιθαρίστας, τραγουδιστής κ...
Την Παρασκευή 24 Μαΐου , το Κύτταρο, θα πλημμυρίσει από...
Το Vinyl Market το μεγάλο event της πόλης επιστρέφει με πασχαλι...
Οι Eagles γιορτάζουν την αποχαιρετιστήρια περιοδεία τους...
Οι James έρχονται ξανά στη χώρα μας επιβεβαιώνοντας τη σχ...
O σπουδαίος frontman David Lee Roth κυκλοφορεί νέο τραγούδι....