Lou Reed: "Νew York"

02/03/2017

Κατηγορία: Old Time Rock

5898

Νωρίς το πρωί της 22 Φεβρουαρίου 1987 ο Andy Warhol πέθανε ήσυχα στον ύπνο του σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης μετά, όπως ανακοινώθηκε, από αιφνίδια μετεγχειρητική καρδιακή αρρυθμία.

 

Παρ’ ότι από χρόνια αποξενωμένος από τον πάλαι ποτέ μέντορά του, ο άνθρωπος που υπήρξε το πρώτο διάσημο καλλιτεχνικό του δημιούργημα, ο Lou Reed, ένιωσε τις καμπάνες τις θνητότητας απροσδόκητα κοντά. Πίστευε ότι ηDrella” (μισός Dracula, μισός Cinderella), αφού την είχε γλυτώσει από τις σφαίρες εκείνης της ψυχοπαθούς αυτοαποκαλούμενης «φεμινίστριας» το ’68, θα υπήρχε για πάντα. Άλλωστε η Drella ήταν μόλις 59 και κείνος 45. Ο θάνατός του ήταν σα να αφύπνισε τον Reed από την καλλιτεχνική χαύνωση στην οποία βυθιζόταν από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και μετά.

Ξεκινώντας, το δεύτερο μισό του ’87, να δουλεύει μαζί με τον John Cale στίχους πάνω σ΄ένα requiem για τον Warhol, ο Lou έπιασε τον εαυτό του να προσπαθεί, στο περιθώριο αυτού που θα γινόταν το Songs For Drellaτο 1990, να ανασυνθέσει, σαν από ένστικτο, κομμάτι – κομμάτι την προσωπική του ματιά. Αντλώντας, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, από το δρόμο. Από την σαραβαλιασμένη, αποπροσανατολισμένη, πολυδιασπασμένη, ακυβέρνητη, βίαιη, ανελέητα πικρή και τόσο ποιητική ταυτόχρονα πραγματικότητα της μητρόπολης. Της μόνης που, με την ώθηση απ’ το λανσάρισμα του Warhol, τον είχε άτυπα υιοθετήσει και αναγνωρίσει ως τον ήρωα του «δικού της» περιθωρίου. Της Νέας Υόρκης.


Γιατί, η αλήθεια είναι ότι μετά από το σκοτεινό –αλλά κάπως ασφαλές- “Blue Mask” του ’82, o Lou Reed της δεκαετίας του ’70 δεν υπήρχε πια. Αποτοξινωμένος, παντρεμένος και ερωτευμένος με τη μούσα του Sylvia Morales διολίσθησε από την διάθεση για ομογενοποίηση προς την πεζή, άτολμη, μονόχρωμη ποπ πολλών πρώην ειδώλων των ‘60s. Το “Legendary Hearts” (’83) είχε ελάχιστες αξιόλογες στιγμές, το “New Sensations” (’84) έμοιαζε με παρωδιακή παστέλ ανάνηψη για έναν άλλοτε πρίγκηπα της κραιπάλης, ενώ το “Mistrial” του ‘86 ήταν μια δυσκολοχώνευτα ιλαρή ευκολία που επιβεβαίωνε κάτι που όσοι είχαν απομείνει να ενδιαφέρονται είχαν σχεδόν δεδομένο: ο Lou Reed ήταν πια ξοφλημένος.


Έχοντας συλλέξει την πιο προσωπική συλλογή τραγουδιών εδώ και καιρό, ο Reed αντιμετώπισε ένα αναμενόμενο πρόβλημα: Ποιός θα αναλάμβανε την παραγωγή του lp; Κανένας στην πιάτσα δεν ήθελε να ασχοληθεί. Η μικρή και φιλική στους sui generis καλλιτέχνες Sire Records του έδινε ευτυχώς περιθώριο ελιγμών. Και τότε, κάπως απροσδόκητα, βρήκε τον άνθρωπο που θα γινόταν ο αφανής ήρωας του New York”, αυτού που είχε προαποφασίσει ότι θα ήταν το 15ο σόλο άλμπουμ του. Ο 24χρονος ντράμερ Fred Maher είχε συμμετάσχει στην μπάντα των περιοδειών του για μια διετία (’82-’84), είχε κάνει τα πρώτα του βήματα στην παραγωγή και ο Lou το όνομά του έπεσε στο τραπέζι από κοινούς γνωστούς («Ο μικρός έχει όρεξη»). O Lou είχε ήδη μαζί του τον κουνιάδο του, Mike Rathke, στην κιθάρα και τον πολυσχιδή Rob Wasserman στο μπάσο. Ήθελε να περιστοιχίζεται από φίλους, αποτοξινωμένους και καθόλου ανταγωνιστικούς στο όραμά του. Ο νεαρός πρώην ντράμερ του, που τότε μόλις είχε αρχίσει να ακονίζει τα δόντια του πίσω απ’ τις κονσόλες έμοιαζε ενδιαφέρον στοίχημα.


 

«Ναι, αλλά ξέρεις τίποτα από το πώς να ηχογραφείς κιθάρες;» τον ρώτησε δύσπιστα όταν βρέθηκαν την Άνοιξη του ’88 στα Media Studios της Νέας Υόρκης. Ο Maher έχοντας μελετήσει τους Velvet Underground και ζήσει από πρώτο χέρι τον live ήχο του Reed, είχε μέσα του ξεκαθαρίσει ότι αυτό που ήθελε ο πρώην και νυν εργοδότης του ήταν, επιτέλους, να ξεφύγει από κείνες τις ψεύτικες στουντιακές παραγωγές των προηγούμενων χρόνων, που φούσκωναν τεχνητά με συνθεσάϊζερ τις συνθέσεις του, βάζοντάς τον να τραγουδά πάνω τους, σαν πρώην crooner που πασχίζει να συναντήσει το ακροατήριό του ανάμεσα σε παχουλές νοικοκυρές, κρυφά περήφανες μεν για κάποιο έξαλλο καλά θαμμένο παρελθόν, κατ’ ουσίαν όμως ακίνδυνες και υποβόλιμες σε ο,τιδήποτε.

Αποφάσισε να αντιστρέψει τα πράγματα, ηχογραφώντας πρώτα τις ηλεκτρικές και ακουστικές κιθάρες, για να δώσει στην όλη ηχογράφηση τον κυρίαρχο τόνο. Μετά, σύστησε στο Lou να πει τα λόγια. Έχοντας μάλιστα σαν υπόδειγμα τον πρόσφατο τότε δίσκο του Leonard Cohen “I’ m Your Man”, ανέβασε  τα φωνητικά πολύ ψηλά στη μίξη, πηγαίνοντας για έναν εντελώς προσωπικό, ζεστό ήχο, σα ν’ άκουγες τον Lou να μιλάει δίπλα σου σ’ ένα μικρό καφέ ή ένα δισκάδικο. Στο τέλος μπήκαν οι μπασογραμμές και, αφού επιστράτευσε ένα Roland Octapad, σαμπλάρισε και τα τύμπανα, μιξάροντάς τα με κανονικά. Με σχετική αγωνία, έδωσε την κασσέτα με τα πρώτα demo στον Reed. Από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, εκείνος, προς μεγάλη ανακούφιση του Maher, ακούστηκε γεμάτος ενέργεια : «Ακούγομαι σαν τον Lou Reed για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Πάμε να το κάνουμε».
Όλα τα κομμάτια ηχογραφήθηκαν με αντίστοιχη μέθοδο, μάλιστα, πολλές φορές οι εκτελέσεις των δοκιμαστικών που γίνονταν live στο στούντιο, βρήκαν το δρόμο τους κατευθείαν για το δίσκο. Ο Maher ήθελε κάτι από τον ήχο των τυμπάνων να περνάει μέσα απ’ το κανάλι του μικροφώνου, κάτι απ’ τις κιθάρες να το πιάνουν τα μικρόφωνα των τυμπάνων. Και τη φωνή, εκεί, μπροστά απ’ όλα, αδέσμευτη από μελωδικές γραμμές και σκοπιμότητες, να κόβει και να ράβει εικόνες, ιδέες και συναισθήματα.
To άλμπουμ ολοκληρώθηκε μέσα σε περίπου πέντε μήνες και κυκλοφόρησε στις 10 Ιανουαρίου του ’89.
Το εξώφυλλο ο Lou Reed σαν πέντε διαφορετικοί street hasslers να περιμένουν τη σκιά της ίδιας της ζωής τους να ξεπροβάλλει απ΄τη γωνία, με φόντο έναν τοίχο με ξεθωριασμένα graffiti. Στο οπισθόφυλλο, η οδηγία για τους ακροατές ανεξίτηλη, σαν πρόλογος σε νουβέλα :

«Αυτό είναι ένα άλμπουμ που ηχογραφήθηκε και μιξαρίστηκε στα Media Sound, στο Studio B, της Ν.Υ., ουσιαστικά με την την σειρά των κομματιών που έχετε εδώ. Είναι φτιαγμένο να ακούγεται σε μία συνεδρία, 58 λεπτών (14 τραγούδια), σα να πρόκειται για ένα βιβλίο ή μια ταινία».

Είχε τη δύναμη από ένα θυμωμένο ερωτικό ραβασάκι, την δηκτικότητα από ένα σκληρό κατηγορητήριο, ενώ συγχρόνως ήταν μια έκθεση ξέχειλη από ανθρωπιά, απόγνωση, ειρωνεία, οργή, ακόμη και παραίτηση. Από την στροβοσκοπική ματιά - σημειωματάριο του ποιητή ξεπηδούν μερικά από τα πιο άμεσα και καθηλωτικά του κείμενα, έτοιμα, με την αυτοπεποίθηση πορτορικάνου μαχαιροβγάλτη, να κόψει και να σημαδέψει στα γρήγορα την υποκρισία και την απάθεια του ακροατή.
«Ο Ρομέο Ροντρίγκεζ σηκώνει τους ώμους και καταριέται τον Ιησού, περνώντας μια χτένα από τη μαύρη του αλογουρά – Σκέφτεται το μοναχικό του δωμάτιο – το βρωμερό νιπτήρα δίπλα απ΄το κρεββάτι του – και τότε μυρίζει το άρωμά της στα μάτια του και η φωνή της ακούγεται σαν καμπάνα- Έξω οι δρόμοι αχνίζουν κι οι ντήλερ του κρακ ονειρεύονται ένα Ούζι που κάποιος κονόμησε στη ζούλα – Και ο Ρωμαίος ήθελε την Ιουλιέτα – Κι η Ιουλιέτα το Ρωμαίο της» (Romeo Had Juliette).
 «Ο Πέδρο μένει στο Ξενοδοχείο Γουίλσιρ – κοιτάει από ένα παράθυρο χωρίς τζάμι – τοίχοι φτιαγμένοι από χαρτόνι και τα πόδια του σκεπασμένα μ’ εφημερίδες – ο πατέρας του τον χτυπάει όταν του λέει ότι είναι πολύ κουρασμένος για να ζητιανέψει – έχει 9 αδελφούς κι αδελφές – μεγάλωσαν στα γόνατα ο ένας του άλλου – δύσκολο να φύγεις όταν σε χτυπάνε με μια κρεμάστρα στα μπούτια – Ο Πέδρο ονειρεύεται να μεγαλώσει και να τον σκοτώσει τον γέρο – αλλά πού τέτοια τύχη, όπου να’ ναι ξαναβγαίνει στο δρόμο» (Dirty Blvd.”).

Απανωτά τα εκφραστικά πλήγματα στο ρατσισμό, τη διαφθορά και την πολιτική λογοκοπία (Good Evening Mr. Waldheim),  την παιδική κακοποίηση,  το σεξουαλικό πάρτυ που οδήγησε στο Aids (Halloween Parade), την ενδοοικογενειακή βία (Endless Cycle), το περιβαλλοντικό έγκλημα, την παρακμιακή αστική υποκρισία (Sick Of You”, “Strawman), με τον Lou Reed ανελέητο, να δίνει έμφαση με κυνικό χιούμορ στην εκφορά κάθε κρίσιμης λέξης.
 «Οι Αμερικάνοι δε νοιάζονται και πολύ για ομορφιά – θα χέσουν στο ποτάμι, θα χύσουν οξύ μπαταρίας στο ρυάκι – θα παρακολουθήσουν ψόφιους αρουραίους να ξεβράζονται στην παραλία και θα παραπονούνται που δεν μπορούν να κολυμπήσουν – Λένε όλα γίνονται για την πλειοψηφία – Όμως μην πιστεύεις τα μισά απ΄αυτά που βλέπειες και τίποτα απ΄αυτά που ακούς» (The Last Great American Whale).
«Εύχομαι να’ ναι αλήθεια αυτό που λέει η γυναίκα μου – Μωρό μου, είναι το ξεκίνημα μιας μεγάλης περιπέτειας – θά’ χει πλάκα να’ χω ένα παιδί να σκοντάφτω πάνω του – να το φτιάξω κατ΄εικόνα μου, σαν θεός – να μεγαλώσω τους προσωπικούς μου νεκροπομπούς που θα με μεταφέρουνε στον τάφο μου - που θα μου κάνουνε παρέα όταν θά’ μαι ένας ξεδοντιασμένος γεροξεκούτης που θα κάθεται μόνος του και θα του τρέχουν τα σάλιαένα παιδί, να του περάσω κάτι καλύτερο από οργή, πόνο, θυμό και πληγές» (Beginning Of A Great Adventure).
(«Δε μπορείς να στηριχτείς στην οικογένειά σου – στους φίλους σου – σε μια αρχή – σε ένα τέλος – στην πληροφόρηση – σ΄έναν Θεό – (…) – Δεν μπορείς να στηριχτείς σε πολλά πράγματα – Μπορείς όμως να στηριχτείς στο ότι θα συμβούν τα χειρότερα – γι’ αυτό θες ένα φόρτωμα από πίστη για να την βγάλεις καθαρή» (Busload Of Faith).
«Δεν υπάρχει αυτό που λέγεται ‘ανθρώπινα δικαιώματα’ όταν περπατάς στους δρόμους της Νέας Υόρκης – ένας μπάτσος την έφαγε στο κεφάλι από ένα δεκάχρονο που το λέγαν Βούδα στο Σέντραλ Πάρκ την προηγούμενη βδομάδα – πατέρες και μητέρες μπήκαν στη γραμμή δίπλα απ’ τα φέρετρα, λίγο πιο κάτω απ’ το Άγαλμα της Μισαλλοδοξίας» (Hold On).
 «Ο Σαμ κοιτάει τον Τοίχο του Βιετνάμ – έχει περάσει καιρός που έχει γυρίσει σπίτι – γυναίκα και παιδιά τον έχουν παρατήσει – είναι άνεργος – είναι μια ανάμνηση ο ίδιος ενός πολέμου που δεν κερδήθηκε – είναι ο άνθρωπος στο δρόμο με την πινακίδα που γράφει «Βοηθήστε το Βετεράνο να γυρίσει σπίτι του» - Όμως εκεί βρίσκεται ήδη, στο σπίτι του – Εκεί που δεν υπάρχουν Χριστούγεννα το Φλεβάρη» (Xmas In February).

Το άλμπουμ έδωσε πνοή ζωής στην καρριέρα του 47χρονου Lou Reed. Θεωρήθηκε από τα «καλύτερα» lp του ’89, αλλά και ολόκληρης της δεκαετίας. Ξανάφερε πίσω τους παλιούς θιασώτες του ήχου του, άνοιξε διάλογο με νέους κι αποτέλεσε το εφαλτήριο για τις ουσιώδεις δισκογραφικές επιλογές του τα χρόνια που ακολούθησαν. Ένα σύνολο από ιστορίες του δρόμου, εξομολογήσεις, κοφτές προσωπικές ματιές προς την πραγματικότητα και προφητικές υπομνήσεις to whom it may concern, από έναν ποιητή που, ενώ μιλούσε για πράγματα που έβλεπαν αρκετοί και θα ήθελαν να πουν ακόμη περισσότεροι, ο ίδιος δε δίσταζε ποτέ να ξεκαθαρίζει ότι με τους στίχους του δεν εκπροσωπεί κανέναν πέρα από τον εαυτό του.
«Δεν είναι ώρα να καταπιούμε το θυμό – Δεν είναι ώρα ν’ αγνοήσουμε το μίσος – Δεν είναι ώρα να δρούμε επιπόλαια – γιατί έχει πάει πια αργά – Δεν είναι ώρα να γυρίσουμε την πλάτη και να πέσουμε στο πιώμα ή το κρακ – Είναι καιρός να μαζέψουμε δυνάμεις, να σημαδέψουμε καλά και να επιτεθούμε – Δεν είναι ώρα για πανηγύρια – ούτε για να χαιρετάμε σημαίες – δεν είναι ώρα για εσωτερικές αναζητήσεις – παίζεται το μέλλον μας» (There Is No Time).

Παναγιώτης Παπαϊωάννου