10/03/2017
Μετά από την σύντομη Ευρωπαϊκή του περιοδεία για το “Run For Cover” το φθινόπωρο του ’85, ο Gary Moore δεν ήταν πια ένας ακόμη κιθαρίστας – τραγουδιστής, από τους πολλούς που γνώρισε η προηγούμενη δεκαετία. Ήταν μια αναγνωρίσιμη ποπ-ροκ περσόνα, χάρις κυρίως την επιτυχία του “Out In The Fields” και του “Empty Rooms”.
Η επιστροφή του στο Belfast μετά από χρόνια ήταν θριαμβευτική, γεμάτη εικόνες, μνήμες και πρόσωπα που είχε αφήσει πίσω, όταν στα 16 μετανάστευσε στο Λονδίνο, έχοντας στις αποσκευές του περισσότερα σετ από χορδές από ρούχα.
Στο γύρισμα του ’86, τα άσχημα νέα τον βρήκαν. Ο άνθρωπος που τρεις φορές τον ανέβασε στο ξέφρενο βαγόνι του ροκ ν΄ρολ, δίνοντάς του την ευκαιρία να ξεχωρίσει για πρώτη φορά σαν μέλος μιας μπάντας με διεθνή εμβέλεια, ο Phil Lynott, ξεψύχησε σ’ ένα κέντρο αποτοξίνωσης στο Salisbury, παρατημένος από καιρό στη θανατηφόρο σπείρα της ηρωίνης.
Βρισκόταν στην καλύτερη φάση της καρριέρας του, χάρις τον Phil. Πριν λίγους μήνες είχε «αγοράσει» το “Military Man” από τον Phil μόλις για 5.000 δολλάρια. Τον είχε δίπλα του, ώμο με ώμο, στα lead φωνητικά του τραγουδιού που είχε γίνει η μεγαλύτερη επιτυχία του. Κι όμως απορροφημένος από τα σχέδιά του είχε παραβλέψει πόσο απεγνωσμένα ο Phil ζητούσε βοήθεια. Ο άνθρωπος υπήρξε μια καταλυτική έμπνευση για τον Gary.
Ένας «μαύρος» Ιρλανδός που πολέμησε με νύχια και με δόντια από την πρώτη μέρα της ζωής του με όλες τις αντιξοότητες και τις προκαταλήψεις φθάνοντας να τις υποτάξει. Μαζί του ο Moore είχε τη σχέση που αναπτύσσει ο ατίθασος μαθητευόμενος προς τον αρχιμάστορα μιας τέχνης: τον θαύμαζε σε σημείο να τιθασεύει τη δική του δίψα και να τον υπακούει, ενώ την ίδια ώρα τον αμφισβητούσε, καθώς τον έβλεπε να σπαταλά την έμπνευσή του σε διαδρομές ολετήριες. Ο Gary Moore, στα 34, μόλις τρία χρόνια μικρώτερος από τον Phil Lynott, με τα νέα του θανάτου του, άκουσε για τα καλά τις καμπάνες της θνητότητας, αυτές που είχε ήδη διαπιστώσει ότι χτυπούν πάντα πρόωρα για τα εύθραυστα αστέρια του ροκ ν΄ρολ. Το επόμενο άλμπουμ του θα ήταν αφιερωμένο σ΄εκείνον.
O Moore είχε κερδίσει την πολυτέλεια να συνδιαλέγεται με τους παραγωγούς και να συνδιαμορφώνει μ΄αυτούς την ταυτότητα του ήχου του. Αυτή τη φορά, η επιστροφή στο Belfast και ο απροσδόκητος θάνατος του Lynott ήταν ένα ξεκάθαρο κάλεσμα από την πατρίδα. Με τον Pete Smith έγινε η προπαραγωγή των κομματιών, όμως τελικά ο Moore προτίμησε τη σιγουριά του συνομιλήκου του Peter Collins καθώς και του James “Jimbo” Barton, στους οποίους πίστωνε μεγάλο μέρος από την επιτυχία του “Run For Cover”. Πιο σίγουρος από ποτέ για τη δυνατότητά του να ερμηνεύει τα δικά του τραγούδια (μετά από τρεις παγκόσμιες περιοδείες που αναγκαζόταν να ξελαρυγγιάζεται, άρχισε να γράφει φωνητικά σε χαμηλώτερο κλειδί), κράτησε στην μπάντα μόνο δύο κρίσιμους μουσικούς: τον 36χρονο πανέμπειρο Αυστραλό μπασίστα, και στιχουργό Bob Daisley (Chicken Shack, Rainbow, Ozzy, Uriah Heep) και τον 28χρονο Άγγλο πολυοργανίστα με κλασσική παιδεία Neil Carter, που ήταν μαζί του από το ’83, σε πλήκτρα και φωνητικά. Ο τελευταίος, ένας λεπτός μυταράς με κώμη αλα John Deacon, λειτουργούσε σαν άτυπος μαέστρος του Moore, προτείνοντάς του εναλλακτικές ενορχηστρώσεις τις οποίες ο ίδιος υλοποιούσε ως δια μαγείας με το επιβλητικό μπλοκ από συνθεσάϊζερ που αποκαλούσε «εργαλεία του».
Το πρώτο θέμα ήταν τα ντραμς. Ο Ian Paice δεν ήταν πια διαθέσιμος – οι Deep Purple ήταν πάλι ενεργοί από το ’84. O Gary Ferguson θα ήταν πριν μερικά χρόνια επαρκής, αλλά τα demo του περιείχαν κάποια ανεπαίσθητα μικρολάθη που έδειχναν ότι απλώς εκτελούσε, χωρίς να βάζει και πολύ από τον εαυτό του, γι΄αυτό και αποδεσμεύθηκε. Για πρώτη φορά, δεν θα ηχογραφούνταν πρώτα τα ντραμς. Όλο το υλικό θα απλωνόταν πάνω σε προγραμματισμένο drum machine. Με τις ιδέες για τα κομμάτια έτοιμες, ο Gary Moore μπήκε την Άνοιξη του ’86 στα Marcus Studios του Λονδίνου, όπου δύο «κουτιά», ένα Linn 9000 κι ένα Roland, ανέλαβαν να κάνουν τη δουλειά των τυμπάνων.
Το δεύτερο – πολύ πιο ζωντανό κι ενδιαφέρον- θέμα ήταν οι κιθάρες που θα χρησιμοποιούσε. H κόκκινη Stratocaster και η Les Paul Standard που ανήκε κάποτε στον ήρωά του, τον Peter Green, δεν είχαν πλέον την αποκλειστικότητα στις προτιμήσεις του. Δύο Charvel με μαγνήτες EMG και tremolo “Floyd Rose” (ναι, αυτό που πατεντάρησε ο αρχηγός των Q5) καθώς και μια σειρά από κιθάρες Hamer προστέθηκαν στις αγαπημένες του επιλογές («είπα στον ίδιο τον Paul Hamer ότι δε θέλω σπονσοράρισμα, θα τις έπαιρνα έτσι κι αλλιώς, μου άρεσε πολύ το πώς ακούγονταν»), με σκοπό να πετύχει έναν χαρακτηριστικό ήχο.
Το τρίτο ζήτημα ήταν το ιρλανδέζικο χρώμα και η έκταση που θα έπαιρνε στο νέο υλικό. O Gary είχε στο μυαλό του ήχους γκάϊντας που παρέπεμπαν στους θρυλικούς Chieftains (το είχαν δοκιμάσει πετυχημένα οι ποπ – ροκ Big Country, με το σινγκλ τους “Look Away” να έχει φθάσει ψηλά στα αγγλικά τσαρτ την Άνοιξη του ’86). Ήθελε φολκ μελωδίες, πιάνα και κελτικό χρώμα, αλά Thin Lizzy αρμονίες της κιθάρας, τις οποίες και αποφάσισε να περάσει συνειδητά σε πρώτο πλάνο (το “Black Rose”, για πολλούς το τελευταίο κλασσικό lp των Lizzy, είχε πρωταγωνιστή τον Moore). Δεν ήταν πια ένας άλλος «κιθαρίστας που τραγουδούσε» όπως οι διάφοροι Pat Travers και Robin Trower, ήταν ένας τραγουδοποιός που έγραφε συνθέσεις δικές του, τις οποίες σφράγιζε με την εκρηκτική του κιθάρα.
Η πρώτη γεύση από το νέο υλικό ήρθε παραμονές Χριστουγέννων του ’86. Ήταν το σινγκλ “Over The Hills And Far Away”. Ένα λυρικό παραμύθι τιμής, απαγορευμένου έρωτα και αυτοθυσίας, που έχει το ξερό, εμφατικό υπόβαθρο του drum machine, τον καλπασμό της γκάϊντας (δεν είναι τίποτε άλλο από τα θαυματουργά κουμπάκια του Neil Carter που αναπαράγουν τον ήχο της), τη φωνή του Gary Moore να υπηρετεί το διηγηματικό στίχο και κάπου στη μέση, αυτό που περίμεναν όλοι: ένα εκτυφλωτικό σόλο.
Το σινγκλ έφθασε στο Νο 20 της Βρετανίας, αποτελώντας έναν ικανοποιητικό προπομπό για το άλμπουμ “Wild Frontier”, που κυκλοφόρησε από την 10 Records στις 9 Μαρτίου του 1987. Στο εξώφυλλο, μια πολύ δυνατή μαυρόασπρη φωτογραφία του Moore να σφίγγει τη δεξιά του γροθιά, κρατώντας με το αριστερό του χέρι μια αρκούντως φωτογενή Gibson. Πίσω απ΄την πλάτη του οι πεδιάδες της πατρίδας, οι ποτισμένες με τόσο αδελφικό αίμα, να χάνονται στον ορίζοντα. Στο οπισθόφυλλο, η αφιέρωση λιτή και περιεκτική: “For Philip”.
Νέο άλμπουμ κυκλοφορεί στις 24 Μαίου ο Lenny Kravitz με τίτλο &...
Nέο τραγούδι για τους Σουηδούς Nestor ύστερα από το υπερεπ...
Το απόλυτο μουσικό φεστιβάλ της πόλης θα παρουσιάσει π...
Στις 31 Μαΐου κυκλοφορεί σε cd και βινύλιο το box set με τίτλ...
Μία ιδιαίτερη συναισθηματική στιγμή μοιράστηκε με του...