Dave Mustaine: Ταξίδι μέσα και πέρα από τον Μεγαθάνατο
Wednesday

29Jun

Το όνομα της μπάντας το συνέλαβε στη συνήθη του κατάσταση. Πεταμένος στην καρότσα ενός βαν στο δρόμο για το L.A.. Εκδιωγμένος απ’ την μπάντα που υπήρξε η φυσούνα στη χύτρα της white trash καταγωγής του. Με το σώμα γεμάτο ουσίες, το μυαλό θολό από οργή, στα 21 και χωρίς μέλλον, άϋπνος, βρώμικος, χωρίς κανέναν στο πλευρό του.
Ένα όνομα, στην ουσία ένας όρος δανεικός (μείον ένα “e”, η μονάδα μέτρησης θανάτων -1 εκατομμύριο θύματα- σε περίπτωση πυρηνικής έκρηξης) που συνόψιζε την μαζική σκοτοδίνη του μυαλού του. Η ιστορία των Megadeth είναι στην πραγματικότητα η βιογραφία του Dave Mustaine.
Είναι το πολύπαθο σκαρφάλωμα του ίδιου από τα κοινωνικά και μουσικά αζήτητα προς ένα παγκόσμια αναγνωρισμένο προσωπικό και μουσικό στάτους, “by the skin of his teeth”, με αφετηρία τα σκληρά, τραυματικά, παιδικά του χρόνια. Βενιαμίν μιας μικρομεσαίας αστικής οικογένειας της Καλιφόρνια με 4 παιδιά, η οποία σύντομα διασπάστηκε για να σωθεί από τις βίαιες εκρήξεις ενός μέθυσου πατέρα – δυνάστη. Θυματοποιημένος, αποξενωμένος και χωρίς να ξεχωρίζει σε κάτι, ο γεννημένος το Σεπτέμβρη του 1961 Dave βρήκε απόδραση στις ουσίες πριν καν μπει στην εφηβεία, για να διαχειριστεί την οργή του απέναντι σε κάθε γνώριμη δομή και πρότυπο. Από τα μέσα του ‘70 γραπώθηκε από το αυτοδίδακτο ταλέντο του στην κιθάρα, χρησιμοποιώντας το σαν μέσο της ανάγκης του να εκτονωθεί. 

Το χάσιμό του στο σκληρόηχο βέρτιγκο του heavy metal συνέπεσε με την έκρηξη της underground σκηνής της δυτικής ακτής και τους Metallica, τη μπάντα που έμελλε να τον σημαδέψει σε όλη του τη ζωή με τη σκιά της.

Παίζοντας και κάνοντας χρήση οποιουδήποτε ναρκωτικού μπορούσε να βρει πρόχειρo και φτηνό, έχτισε μια δυνατή ομάδα με τον 3 χρόνια μικρότερό του, φιλόδοξο μουσικό μετανάστη από την Μινεσότα, Dave Ellefson (που σύντομα έγινε ο προστατευόμενος και διόσκουρός του) και τους πιο έμπειρους  -προερχόμενους από το χώρο της jazz fusion- μουσικούς Chris Poland (κιθάρα) και Gar Samuelson (τύμπανα). Τίποτε, στα μέσα του ’84, εκτός από το κιθαριστικά γρήγορο χέρι του και το εφευρετικό για επιθετικές, heavy συνθέσεις μυαλό του, δεν προοιόνιζε την εξέλιξη. Νιώθοντας από την αρχή μια ψυχοβόρο ανάγκη να αποδείξει στην «πρώην μπάντα του» τις ικανότητές του, κυκλοφόρησε το ’85 το ντεμπούτο “Killing Is My Business And Business Is Good”, οργισμένος που οι «άλλοι» είχαν κάνει δικά τους κομμάτια όπως το “Mechanix” (“The Four Horsemen”), “Jump In The Fire” και “Phantom Lord” o Mustaine ανέλαβε ο ίδιος την παραγωγή, εξαπολύοντας στον έξω κόσμο ένα κακόηχο άλμπουμ βγαλμένο από το ασυμβίβαστο underground της εποχής. Με τη στριγγιά, οργισμένη φωνή, μυδραλιοβόλα για ριφ και ικανές ποσότητες speedball για κεντρομόλο δύναμη, ήταν απλώς το πρώτο βήμα. Δεν ήταν όμως αρκετό.

Με το buzz των ζωντανών εμφανίσεων να διαχέεται γρήγορα και ένα δεύτερο άλμπουμ έτοιμο για την Combat Records, στα μέσα του ’86 ψάρεψε την ομάδα του Mustaine η πολυεθνική Capitol. Παρ΄ότι πάλι ερχόταν δεύτερος, αφού οι μισητοί εχθροί είχαν ήδη υπογράψει στην Elektra, ήταν μια πρόταση που δεν γινόταν να προσπεραστεί. H προκαταβολή για την υπογραφή του συμβολαίου πήγε τουλάχιστον η μισή σε σκόνες και χάπια («ξοδεύαμε τουλάχιστον 300 δολλάριαο καθένας την ημέρα»), όμως το περιεχόμενο του άλμπουμ έμελλε να βάλει τους Megadeth στο επόμενο επίπεδο. Σε μια εποχή που ο ψυχρός πόλεμος περνούσε φάση κορύφωσης, το logo, το εξώφυλλο (φτιαγμένο από τον Vic Repka κι απεικονίζοντας για πρώτη φορά τη διάσημη έκτοτε μασκότ του γκρουπ “Vic Rattlehead”), οι Megadeth έγιναν η φωνή του νέου, αδυσώπητα επερχόμενοι αμερικάνικου metal, που που ήταν εχθρικό προς το εμπορικό “poser” rock. Ταχύτητες ισοπεδωτικές, ριφ πρωτότυπα, εισαγωγές και σόλο ανοικονόμητα και πάνω απ΄όλα αυτή η σαρκαστική, μοχθηρή, πανκ φωνή, σε ευθεία στοίχηση με τον ψυχισμό του οργίλου έφηβου.
Ο Dave Mustaine, ένα συνεχές headbanging από καστανόξανθα μαλλιά, ζωσμένος με την μαύρη γωνιώδη Jackson, τις σφαίρες, το τζην – σωλήνα και τα αθλητικά μποτάκια έγινε ο παράφωνος spokesman μιας καινούριας γενιάς μεταλλάδων, που ζητούσαν κάτι εθιστικό, βαβουριάρικο αλλά με μουσικό credit. Οι Metallica περνούσαν ως «σοβαροί», εκείνος ως άσωτος, αλλά ταυτόχρονα αρκετά φωτογενικός για να ξεχωρίσει από τις ορδές των «άσχημων» thrashers του underground.


Το “Peace Sells” είχε εκρηκτικό ήχο από τον Randy Burns και κομμάτια βίαια, ασυγκράτητα, εκτροχιασμένα. Το βίντεο κλιπ του “Wake Up Dead” με το κλουβί και τους αφηνιασμένους headbangers να το πολιορκούν έκανε θραύση ακόμη και στο δικό μας «Μουσικόραμα», ενώ το αντίστοιχο βίντεο του “Peace Sells” περνούσε ένα “lite” μήνυμα αμφισβήτησης των πάντων, με την μενταλιτέ του 16χρονου «δε γουστάρω να την ψάξω παραπάνω» της εποχής.

Οι Poland και Samuelson ήταν τα πρώτα θύματα της παράνοιας των ναρκωτικών που βασίλευε στις τάξεις του γκρουπ. Εθισμένοι και οι δύο, o πρώτος πιάστηκε να πουλάει τα όργανα και τα μηχανήματά τους για ηρωίνη και ο δεύτερος δεν ήταν πλέον σε κατάσταση να παρακολουθήσει το πρόγραμμα των εμφανίσεών τους. Εκδιώχθηκαν και οι δύο από τον ίδιο τον Mustaine, ο οποίος ήταν πολλές φορές στην ίδια κατάσταση, αλλά ήταν ταυτόχρονα και η δημιουργική δύναμη πίσω απ΄το όνομα. Αναπληρώθηκαν από δύο πιο «ουδέτερα» και αναλώσιμα μέλη (Jeff Young, Chuck Beehler) και ακολούθησε το ‘So Far, So Good ... So What” στις αρχές του ’88, ένα άλμπουμ ηχητικά χαοτικό και άνισο, κρίσιμο όπως για την μετάβαση της μπάντας μακριά απ΄τις thrash ρίζες της προς ένα αμιγώς metal ακροατήριο. Kρίσιμα γι΄αυτήν τη μετάβαση υπήρξε η εμφάνισή τους στο Donington του ’88 (δίπλα σε Maiden, David Lee Roth, Kiss, Helloween και Guns N’ Roses) καθώς και ότι επιλέχθηκαν από την Penelore Spheeris να κλείσουν το περίφημο κινηματογραφικό ντοκυμανταίρ της “The Decline Of  Western Civilization part II – The Metal Years” με μια σαρωτική εκτέλεση του “In My Darkest Hour”, ενός από τα πιο αναγνωρίσιμα κομμάτια τους (γραμμένο από τον Mustaine μόλις έμαθε για τον θάνατο του Cliff Burton, το φθινόπωρο του ’86).

Στην ταινία “Talk Radio” του Oliver Stone (’89) ένας εκπληκτικός Michael Wincott παίζει τον αρχετυπικά ακατοίκητο έφηβο μεταλλά που φιλοξενείται σ΄έναν ραδιοφωνικό σταθμό. Όταν τον ρωτούν για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, αρχίζει να ουρλιάζει το ρεφραίν του “Peace Sells” στο μικρόφωνο αποδεικνύοντας ότι τα πιστεύω του είναι ένα ασυνάρτητο μίγμα αναρχίας, ανευθυνότητας, κωλοπαιδαρισμού και ... Megadeth. Το στιγμιότυπο θά’ λεγε κανείς ότι αντικατόπτριζε πιστά την θέση του γκρουπ στο μεταλλικό μωσαϊκό των ‘80s.


Ο Mustaine και ο Ellefson είχαν ήδη ξεκινήσει τις επισκέψεις στα πιο ακριβά και επώδυνα προγράμματα αποτοξίνωσης, με προσωρινή επιτυχία (κάτι το οποίο θα επαναλμβανόταν δεκάδες φορές αργότερα), όταν η Capitol έφερε τον Mustaine σε επαφή με τον βιρτουόζο Marty Friedman (κιθάρα) και τον Nick Menza (ντραμς). Στο “Rust In Peace” (Οκτώβριος 1990) οι Megadeth ήταν μια νέα μπάντα. Σε παραγωγή του Mike Clink, τα κομμάτια είχα πλέον σαφή δομή και ξεχείλιζαν από κιθάρες (“Tornado Of Souls”, “Lucretia”) και αλλαγές ρυθμού (“Holy Wars…”, “Hangar 18”).
Το άλμπουμ θεωρήθηκε και ήταν το ξεκίνημα μιας δεύτερης καρριέρας, μια μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία, κυκλοφορώντας σε μια χρονιά οριακή, όπου πολλά metal και hard rock σχήματα κυκλοφόρησαν τους τελευταίους «κλασσικούς» τους δίσκους.  Η περιοδεία “Clash Of the Titans” με Suicidal Tendencies, Slayer και Testament και η εμφάνιση στο “Rock In Rio ‘91” είχαν βάλει τον Mustaine στο mainstream.


Μόνο που γι΄αυτόν, πέρα από το φάντασμα της εξάρτησης το οποίο τον κρατούσε πλέον για τα καλά σ΄ένα κεφαλοκλείδωμα θανάτου, υπήρχε ακόμη το ίδιο, προαιώνια ενοχλητικό αγκάθι. Οι Metallica κυκλοφόρησαν το “Black Album” τον Αύγουστο του ’91 και σάρωσαν για τρία ολόκληρα χρόνια προβολή και μουσικά βραβεία, σφετεριζόμενοι τον τίτλο του metal ηγήτορα.
Σε μια προσπάθεια να ισορροπήσει μεταξύ περιοδειών και αποτοξίνωσης, παντρεύτηκε το ’91 και απέκτησε τον γιο του Justis αρχές του ’92. Έμοιαζε όμως σαν τίποτε απ΄αυτά που έκανε να μην μπορεί να ξεπεράσει τους άσπονδους εχθρούς του, σε μια εποχή που το grunge έστειλε στο περιθώριο το μεγαλύτερο μέρος των hard rock και metal ιδιωμάτων συλλήβδην. Οι υποψηφιότητες για Grammy, το πολυπλατινένιο “Countdown To Extinction” του 1992, η εκτεταμένη ραδιοφωνική aπήχηση των "Symphony of Destruction", "Skin O' My Teeth" και "Sweating Bullets", η συμμετοχή στο soundtrack του “The Last Action Hero” του ’93 δεν ήταν αρκετά. Την στιγμή που το συγκρότημα γνώριζε την μεγαλύτερη εμπορική του ακμή κι ετοιμαζόταν να παίξει στο θρυλικό Budokan της Ιαπωνίας, ο Mustaine διακομιζόταν στα επείγοντα  περιστατικά από υπερβολική δόση ηρεμηστικών, για να ανανήψει ως εκ θαύματος μετά από προσπάθειες των γιατρών.

Αν υπήρξε κάτι στο οποίο κέρδισε ο Mustaine και η μπάντα του τους Metallica κατά την δύσκολη για το παραδοσιακό σκληρό ροκ δεκαετία του ’90, ήταν ότι δεν παρεξέκλινε. Από το “Youthanasia” του 1994, που περιείχε το “Train Of Consequences” και το “A Tout Le Monde” έως και τa πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας, οι Megadeth παρέμειναν metal. Την ώρα που οι «αντίπαλοι» κουρεύονταν, έβαφαν τα βλέφαρα, έβγαζαν άλμπουμ με διασκευές και διπλάρωναν συμφωνικές ορχήστρες, ο μακρυμάλλης Mustaine απέσταζε ακόμη περισσότερο τον ήχο του. Έναν ήχο που απέφευγε πλέον κάθε άλλο χαρακτηρισμό: Ήταν heavy metal, με γρήγορα ξεσπάσματα που υπενθύμιζαν το thrash παρελθόν και τίποτε άλλο. Άλλοτε με φόρμα πιο ταιριαστή στους καιρούς (“Risk”, 1999), άλλοτε με την κλασσική μελωδική δομή που συναρπάζει όλες τις ηλικιακές ομάδες που κάποια στιγμή έπιασαν δίσκο των Maiden ή των Priest στα χέρια τους (όπως στο “She Wolf” απ΄το “Cryptic Writings”, 1997).

Όταν ο πολυσχιδής Marty Friedman εγκατέλειψε μετά από δέκα χρόνια το σκάφος (1999), ο λόγος ήταν ακριβώς αυτός. Δεν γινόταν να αποχαρακτηριστεί, καθώς ως μουσικός βρέθηκε να υπηρετεί ένα καταδικασμένο στη νεανικότητα μουσικό είδος, μέσα στα όρια του οποίου εκείνος ένιωθε δυσανάλογα ωριμώτερος.
Έκτοτε, η ποιότητα της έμπνευσης που καταγράφεται στα άλμπουμ των Megadeth όπως είμναι φυσικό ποικίλει, όμως το περιεχόμενο είναι άρρηκτα προσδεδεμένο στο metal. Οι προβληματισμοί των στίχων έχουν ευρύτερο πεδίο, χωρίς όμως να χάνουν την έλξη που ένιωθε πάντα ο Mustaine προς την δυστοπική περιγραφική οπτική και τον αυτοεξομολογητικό τόνο. Πάνω απ΄το μέσο όρο ως στιχουργός, έδειξε μέσα στα χρόνια ότι τον απασχολεί περισσότερο η συνθετική και η ηχητική πλευρά των τραγουδιών, παρά η έκφραση μέσα από άλλα είδη μουσικής, ή η σταυροφορία κατά της μουσικής πειρατείας όπως τους Metallica.     
«Το να λες την αλήθεια είναι το πιο επαναστατικό πράγμα που μπορείς να κάνεις. Αυτό είναι ροκ ν΄ρολ. Αν θέλεις να τους έχεις όλους ευχαριστημένους, είσαι ένας λαπάς (σ.σ. pussy είπε, αλλά είμεθα ευγενείς). Πάντα, κάποιος θα στεναχωρηθεί. Αν προσπαθείς να είσαι αληθινός με τον εαυτό σου, πάντοτε θα προκαλέσεις αναταράξεις. Εγώ σπάω τους κανόνες. Δε θέλω να παραβιάσω νόμους, αλλά κανόνες θα σπάσω. Έτσι ζω τη ζωή μου. Δε φοβάμαι κανέναν, ποτέ δεν φοβόμουν. Ξέρω ότι υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που θα μπορούσαν να μου προξενήσουν μεγάλη ζημιά, αλλά να σας πω κάτι; Δικό τους το τριπάκι», θα πει σε συνέντευξή του εκείνη την εποχή.

Η αποτοξίνωση του Mustaine εν τέλει πέτυχε. Ξανάγινε πατέρας, ξεπέρασε το διαζύγιό του και ισορρόπησε ως άτομο, ως συνθέτης, ως αρχηγός συγκροτήματος και ως σκέλος της μουσικής βιομηχανίας. Πρόσφερε τον αναμενόμενο δίσκο προγραμματισμένα, με αντίστοιχα ανταποδοτικά ωφέλη για εταιρία, κοινό, κριτικούς και τον ίδιο. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 ήρθε και η ολοκληρωτική λύτρωση. Δήλωσε «αναγεννημένος Χριστιανός», ότι ήρθε σε επαφή με την πνευματική του πλευρά, μετά από χρόνια πνευματικής και ψυχικής αφασίας και αγνωστικισμού. Δεν ξανάπαιξε κομμάτια όπως το The Conjuring” και αρνήθηκε, από την θέση ισχύος του headliner, να συνυπάρξει στη σκηνή με γκρουπ όπως οι Dissection και οι Rotting Christ, για ευνόητους λόγους.
Δεν άργησε να έρθει και η πολυθρύλητη δημόσια «συμφιλίωση» με τους Metallica. Το 2004 εμφανίστηκε στο ντοκυμανταίρ “Some Kind Of Monster” των Metallica, σε έναν συγκινητικό διάλογο με τον Lars Ulrich όπου παραδέχτηκε ότι δεν μπορούσε να ξεπεράσει το ότι τον έδιωξαν από την μπάντα οι φίλοι του που θεωρούσε την μοναδική του οικογένεια. Τον Δεκέμβριο του 2011 ανέβηκε στη σκηνή μαζί τους σε μια επετειακή συναυλία για τα 30 χρόνια της ύπαρξής τους. 
Η παραγωγή άλμπουμ και οι περιοδείες εξακολουθούν και σήμερα. Πλέον οι Megadeth είναι ένας heavy metal θεσμός και μάλιστα με κομμάτια της τελευταίας φάσης της καρριέρας τους όπως τα “Moto Psycho”, “Back In The Day”, “Never Walk Alone… A Call To Arms”, “The Right To Go Insane”, “Head Crusher”, “The Scorpion εξακολουθούν να τροφοδοτούν το δέσιμο του παγκόσμιου metal κοινού με τον οξύ κιθαριστικό ήχο και την τραγουδοποιία που αφήνει πίσω του.

To πρόσφατο άλμπουμ τους Dystopia” είναι κατά κοινή ομολογία το πιο δυνατό των τελευταίων 15 χρόνων τουλάχιστον. Ο Mustaine, έχοντας αδράξει τη δεύτερη ευκαιρία, αποδεικνύει διαρκώς ότι άξιζε να διασωθεί από την αβαθή τάφρο με τις ροκ ν΄ρολ απώλειες. Παραφρόνησε για να δραπετεύσει απ΄τους δαίμονές του, κόντεψε αναρίθμητες φορές να λιώσει ζωντανός, επέμεινε, πέτυχε και ομογενοποιήθηκε για να μακροημερεύσει. 
Οι Megadeth έρχονται την Τρίτη, 5/7 στο Πειραιώς Academy 117, σε μια συναυλία που περιμένουμε όλοι, οπωσδήποτε, δε, όσοι βάλαμε κάποτε με δέος στο πικάπ το Peace Sells”.


Παναγιώτης Παπαϊωάννου