Never Change Your Heart: Η θυελλώδης ιστορία των Great White
Thursday

6Aug

Never Change Your Heart: Η θυελλώδης ιστορία των Great White

Δημοσιεύθηκε από:

06/08/2020

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

14205
Καλοκαίρι του 2011. Ο Alan Niven στέκεται στον εξώστη του σπιτιού του, που είναι κτισμένο σ’ ένα ύψωμα, μέσα στην έρημο του Prescott της Arizona. Λένε ότι στην έρημο κάθε ανήσυχο πνεύμα βρίσκει την ισορροπία που αναζητεί. Λένε επίσης ότι ο Alan Niven, ίσως ο τελευταίος από το σπάνιο είδος των manager – παραγωγών - οραματιστών μιας άλλης εποχής, αυτούς που έδωσαν σχήμα με τα ίδια τους τα χέρια σε μερικούς από τους μύθους του ροκ ν’ ρολ, κατέφυγε και ο ίδιος στην έρημο για να ισορροπήσει.
Από κει ψηλά βλέπει τα πάντα σε μια ακτίνα περίπου οκτώ με δέκα μιλίων. Παρατηρεί στον ορίζοντα μια μικρή σκονισμένη κουκίδα που γίνεται σιγά – σιγά μεγαλύτερη. Είναι ένα κόκκινο, τετράπορτο pick-up truck. Στο βολάν διακρίνονται δύο φιγούρες. Το φορτηγό βγαίνει από την ασφαλτοστρωμένη λεωφόρο που κόβει την έρημο στα δύο, παίρνει το χωματόδρομο που οδηγεί στην αυλή του σπιτιού του Niven και παρκάρει.
Μια νεαρή γυναίκα βγαίνει από τη θέση του οδηγού. Πηγαίνει στην καρότσα, απ’ όπου έρχεται φέρνοντας μια πτυσσόμενη αναπηρική πολυθρόνα. Την ανοίγει. Από την πόρτα του συνοδηγού βγαίνουν οι μύτες από δύο πατερίτσες. Με κόπο, μια αποστεωμένη ανδρική φιγούρα πιάνεται και ορθώνεται, στηριζόμενη πάνω τους. Η γυναίκα φέρνει πίσω του την πολυθρόνα και κείνος λυγίζει τα πόδια και αφήνεται από τις πατερίτσες με ανακούφιση στην νικελένια ασφάλεια της πολυθρόνας. Ο
Niven κοιτά για μερικά δευτερόλεπτα με απορία, δεν τον αναγνωρίζει αμέσως. Όμως η μπαντάνα, η γερακίσια μύτη και τα κάποτε κοκκινόξανθα μαλλιά, του είναι πολύ γνώριμα. Ναι, είναι ο Jack. Χωρίς αμφιβολία.
Δεν έχουν ειδωθεί για 15 χρόνια. Έχουν περάσει καιροί που ισοδυναμούν με αιώνες ολόκληρους μέσα σ’ αυτά τα χρόνια. Η ανημποριά του Jack δεν του προκαλεί σοκ.



Ο Niven έχει παρακολουθήσει τα βίντεο στο youtube. Η κατάρρευσή του στη σκηνή, η πρώτη και μετά η δεύτερη. Το ότι δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του χωρίς βοήθεια. Δεν μπορεί να σταματήσει τις μνήμες που τον κατακλύζουν. Ώρες μέσα στο στούντιο, να τον παρακολουθεί από το booth να γράφει το ένα take μετά το άλλο. Συζητήσεις για ώρες πάνω σε μια στροφή, σ' ένα ρεφραίν. Εκατοντάδες συναυλίες, ατέλειωτες περιοδείες, άπειρα ξενοδοχεία.
Πέντε εμφανίσεις τη βδομάδα, κοπιώδεις για οποιονδήποτε τραγουδιστή. Η αδημονία του κοινού στις γεμάτες αρένες. Τα τηλεφωνήματά του στους γιατρούς, για να χορηγήσουν στον
Jack ενέσεις κορτιζόνης και πρεδνιζόνης, ξανά και ξανά. Τα κόκκαλά του δείχνουν να έχουν πια διαλυθεί. Κι ενώ τα πόδια του Jack είναι αδύναμα σαν καλαμάκια, η ξεφουσκωμένη σαμπρέλα που τον τυλίγει γύρω απ’ την κοιλιά μαρτυρά ότι θα πρέπει νά’ πινε σίγουρα βότκα με πορτοκάλι όλο το δρόμο απ΄το Palm Springs.
Για καιρό μισιούνταν πραγματικά μεταξύ τους, αλλά κάποια στιγμή ο Jack ήταν εκείνος που αποφάσισε βρει και να πληκτρολογήσει τον αριθμό του Niven στο τηλέφωνο. Συγκαταβατικές κουβέντες στην αρχή, πιο ζεστές και ειλικρινείς στη συνέχεια. Η έρημος είχε δώσει στον Alan Niven το χρόνο που χρειαζόταν να απομονωθεί και να σκεφτεί.
«Μπορεί να τον απεχθανόμουν τον καργιόλη, αλλά την ίδια στιγμή ένιωθα άσχημα που άφηνα τέτοια συναισθήματα να με κυριεύουν. Γιατί να μην του ανοίξω την πόρτα μου; Το
Palm Springs είναι μόνο δυό ώρες απόσταση από το Prescott». Τον κάλεσε λοιπόν στο σπίτι του να περάσουν μαζί με τις γυναίκες τους το σαββατοκύριακο. Η Heather, νοσοκόμα η ίδια, τον έφερε οδηγώντας η ίδια. Βλέποντας το Jack να σπρώχνει προς το μέρος του τις ρόδες της πολυθρόνας, εκείνο το ζεστό Ιούλιο του 2011, ο Niven σκέφτηκε μέσα του ότι εκείνη μπορεί να ήταν και η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε ζωντανό.
Ίσως αυτή να ήταν μια τελευταία, πολύτιμη ευκαιρία να γιατρέψουν κάποιες απ’ τις πληγές, να γυρίσουν επιτέλους τη σελίδα.

Όμως, μόλις έξι ώρες αργότερα, ο Niven θα μετάνοιωνε γι’ αυτή την ανομολόγητη κρίση συναισθηματισμού. Η δική του γυναίκα, έξαλλη από τη συμπεριφορά του τροχήλατου φιλοξενουμένου τους, ζητούσε από τον Jack να περάσει αμέσως έξω από το σπίτι τους.
Ο Mark Kendall ήταν 17 χρόνων και ζούσε στο El Monte της Καλιφόρνια όταν γνώρισε τον Jack Russell. Ήταν καλοκαίρι του ’78 και έψαχνε έναν τραγουδιστή για τη μπάντα του, που όλο άλλαζε ονόματα και μέλη εκείνη την περίοδο. Έπaιζε κιθάρα από τα 9 του. Ο πατέρας του ήταν τρομπετίστας, η μητέρα του τραγουδίστρια της jazz και ο παππούς του πιανίστας σε θιάσους βαριετέ που όργωναν τη δυτική ακτή. Ο Mark ήταν καλός στο baseball ως pitcher, αλλά όταν o ώμος του άρχισε να τον ενοχλεί στις δυνατές μπαλιές, το κατάλαβε: η μουσική ήταν ο μοναδικός εφικτός προορισμός του.  
Ο Jack Russell έμενε στο Whittier, ένα προάστιο 80.000 κατοίκων του Los Angeles και οι μουσικοί ήρωές του ήταν οι Robert Plant και Steven Tyler. O Mark κατάλαβε ότι η φωνή του 18χρονου Jack είχε μια δύναμη και μια blues τραχύτητα φανερά δυσανάλογη της ηλικίας του. Τον πήρε κατά μέρος μετά από μια πρόβα και τού’ δειξε μερικά από τα δικά του τραγούδια. «Man, πρέπει να φτιάξουμε μια μπάντα που να παίζει τέτοια πράματα», ενθουσιάστηκε ο Jack. Και παίρνοντας τον μικρό του ενισχυτή, κάλεσε τον Mark στο πατρικό του και ξεκίνησαν. Βρήκαν τον ντράμερ Tony Richards κι έναν μπασίστα και προβάριζαν για περίπου έναν μήνα. Στην αρχή αποφάσισαν ότι θα λέγονται “Livewire”, λίγο μετά “Highway”.
Η πρωϊνή δουλειά του Mark ήταν να βάφει πινακίδες οδικής κυκλοφορίας. Ένα πρωί στο δρόμο για τη δουλειά, σταμάτησε σε μια κάβα να προμηθευτεί το αναγκαίο πακέτο Marlboro. Ρίχοντας μια ματιά στον πάγκο με τις εφημερίδες, βλέπει ένα πρωτοσέλιδο της τοπικής φυλλάδας να λέει: «Ο JACK RUSSELL, ΚΑΤΟΙΚΟΣ WHITTIER, ΠΥΡΟΒΟΛΕΙ KAMAΡΙΕΡΑ».
«Λέω, δε μπορεί, θα πρόκειται για συνωνυμία. Από την άλλη, πόσοι Jack Russell να μένουν στο Whittier; Γιατί ο Jack να πυροβολήσει μια γυναίκα; Τρελλάθηκε;». Ο Mark διασχίζει ανήσυχος το δρόμο και μπαίνει σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Σχηματίζει τον αριθμό της μητέρας του Jack. «Δεν είναι ο δικός μας ο Jack, έτσι; Προφανώς είναι λάθος ...». Το ξερό «Δυστυχώς» που άκουσε από την άλλη άκρη της γραμμής, τον έκανε να παγώσει. «Άρχισα να σκέφτομαι πού στο διάολο έμπλεξα μ’ έναν τύπο που πυροβολεί κόσμο».
Ο Jack Russell έμεινε ελεύθερος μέχρι τη δίκη, καταβάλλοντας μια λογική χρηματική εγγύηση. Στην πρώτη συνάντησή του με τον Mark, επιχείρησε να εξηγήσει: είχε πάρει τόση αγγελόσκονη πού΄χε λιποθυμήσει. Οπότε, δε θυμάται να είχε πυροβολήσει κανέναν και τίποτε. Μάλιστα επέμενε να κάνουν με τη μπάντα μια δωρεάν συναυλία στο Δημοτικό Πάρκο «ενάντια στα ναρκωτικά». «Θα βοηθήσει να μειωθεί η ποινή μου». Άλλαξαν το όνομα της μπάντας σε “Wires” και έκαναν τη συναυλία. Δε φαίνεται να βοήθησε, τελικά.
To επόμενο πρωτοσέλιδο που είδε ο Kendall έγραφε : «Ο JACK RUSSELL, ΚΑΤΟΙΚΟΣ WHITTIER, ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΗΚΕ ΣΕ 8 ΧΡΟΝΙΑ ΓΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑΣ».



Ο Mark βρέθηκε ξανά πίσω στο μηδέν. Έβαλε μια αγγελία για μουσικούς και βρήκε κάποιον Tony Montana για ντράμερ και έναν Dοn Costa που έπαιζε μπάσο. Δεν κολλούσαν και άσχημα μεταξύ τους, αλλά είχαν πρόβλημα να βρουν τον κατάλληλο τραγουδιστή. Στην αρχή βρήκαν κάποιον που ακουγόταν σαν Rob Halford. Αργότερα, πέρασε από οντισιόν ο άγνωστος τότε John Bush (αργότερα θα γινόταν η φωνή των Armored Saint).
Πολύ καλός, αλλά δεν ταίριαζε στο στυλ τους. Ήταν η εποχή που οι Van Halen, μια μπάντα που έπαιζε και κείνη σε γειτονιές, σχολεία και υπαίθρια πάρτυ με είσοδο ένα δολλάριο, είχαν μόλις υπογράψει στον κολοσσό της Warner Brothers. Υπήρχε ένα διάχυτο κλίμα ότι όλοι μπορούσαν να σταθούν τυχεροί. Μπάντες άρχισαν να ξεπηδούν στις γύρω απ’ το L.A. σα μανιτάρια. Και ο Mark Kendall είχε μια απ’ αυτές.
Έναν χρόνο αργότερα, εντελώς ξαφνικά σε μια από τις πρόβες εμφανίζεται ο Jack. Ήταν κρατούμενος, αλλά είχε καταφέρει να παίρνει άδεια ημιελεύθερης διαβίωσης. Το πρωί έβγαινε, υποτίθεται για να δουλεύει και το βράδυ επέστρεφε στη φυλακή. Ήρθε, τραγούδησε και φάνηκε να γουστάρει από την αρχή τη συνύπαρξη με τα νέα μέλη. Ο Don Costa είπε στον Kendall: «Μ΄αυτόν σίγουρα θα έρχονται να μας δουν περισσότερες γκόμενες». Ο ίδιος ο Jack θεώρησε υποχρέωσή του να εξηγήσει κάποια πράγματα στον Kendall. «Δεν είμαι», του είπε, «άνθρωπος που θα πυροβολούσα κάποιον για να τον σκοτώσω. Ήμουν εντελώς μαστουρωμένος και δεν ήξερα τί έκανα. Ούτε και θυμάμαι».
«Δεν ήξερα κανέναν που να είχε κατηγορηθεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Ούτε, φυσικά ήμουν ποτέ σε μπάντα με τέτοιον άνθρωπο. Δεν ήξερα κανέναν που έστω να γνώριζε κάποιον που να έχει ποτέ κατηγορηθεί για κάτι τόσο βαρύ. Έτσι, τον πίστεψα. Βοήθησε πολύ η φωνή του. Ο Jαck είχε ένα φοβερό λαρύγγι από φυσικού του. Κι εγώ, μια αρκετά έντονη αίσθηση μελωδίας. Του μουρμούριζα με το στόμα έναν σκοπό και κείνος έβαζε πάνω του λόγια με τη μία. Μπορούσε μάλιστα να κάνει τη φωνή του σαν του Klaus Meine, του ή Robert Plant… μπορούσε να μιμηθεί όποιον τραγουδιστή ήθελες».
Όταν ήταν έξι χρονών, ο μικρούλης Jack Russell έλεγε ότι ήθελε να γίνει αρχαιολόγος, να κάνει ανασκαφές, να ξεθάβει σκελετούς δεινοσαύρων. Αλλά τότε, στα γενέθλιά του, του έκαναν δώρο ένα δίσκο από κείνους που ήταν τότε πολύ «της μόδας». Την πάτησε πολύ άσχημα μ’ ένα τραγούδι που λεγόταν “Help” –το άκουγε μέρα – νύχτα- και με τον ντράμερ του συγκροτήματος που που τον έλεγαν Ringo Star. Δεν τον ένοιαζε που ο ήρωάς του ήταν ντράμερ, του έφτανε που ήταν ροκ σταρ. Θρασύς, αστείος, με όλα τα κορίτσια να τον περιτριγυρίζουν. Από τότε ο Jack κατάλαβε μέσα του ότι είχε βρει τί ήθελε να γίνει στη ζωή του.
Ήταν μοιραίο. Γραφτό. Οι γονείς του, δύο εργαζόμενοι μεσαίας τάξης, ήταν πάντα δίπλα στο μοναχοπαίδι τους, ιδίως από τότε που τους ανακοίνωσε ότι του αρέσει η μουσική. Κλείνοντας τα 11 βρισκόταν ήδη στην πρώτη του μπάντα. Στα 16 του συνάντησε τον Audie Desbrow. Έπαιξε για λίγο στη μπάντα του, αλλά σύντομα βαρέθηκε κι έφυγε, γιατί δε θέλανε να γράφουνε και να παίζουνε δικά τους τραγούδια. Είχε στο μεταξύ γνωριστεί και με κείνον τον ψηλό αλμπίνο, τον Mark Kendall, που τον έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνο ζητώντας του να έρθει στην άλλη άκρη της πόλης να τζαμάρει μαζί του. Ο Jack είχε σκοπό να το κάνει κάποια στιγμή, αλλά στο μεταξύ είχε αρκετές παράλληλες ασχολίες. Στα 17 του ήταν για τα καλά μέσα στην κόκα και συναναστρεφόταν με διάφορα όχι και τόσο ευϋπόληπτα υποκείμενα.
«Εκείνη την εποχή πιστεύαμε ότι ήταν εύκολο να τη βγάλουμε. Φοράγαμε μάσκες του σκι, παίρναμε καμιά καραμπίνα και τη στήναμε να ληστέψουμε τίποτα βαποράκια. Δυστυχώς τη δεύτερη μόλις φορά που το δοκίμασα, κάπνισα αγγελόσκονη, αυτό που επίσημα λένε PCP και χάθηκα τελείως. Δε θυμάμαι τίποτα απ’ όσα έγιναν, μου τα είπαν στην αστυνομία αφ’ ότου με είχαν συλλάβει. Άγνωστο γιατί, πυροβόλησα, λένε, μια πόρτα, η σφαίρα πέρασε από μέσα, εξοστρακίστηκε σ’ ένα περιδέραιο που φορούσε στο λαιμό της μια καμαριέρα και την τραυμάτισε στον ώμο. Μου ρίξανε οχτώ χρόνια, αλλά επειδή είχαν κάνει στην όλη διαδικασία ένα μάτσο παρατυπίες, τελικά με άφησαν έξω με όρους στους 11 μήνες. Και τότε όμως, έπρεπε να περνάω από συμβούλιο επιτήρησης κάθε λίγο και λιγάκι για να ελέγχουν τί κάνω, αν έχω δουλειά και τέτοια». 
Ακόμη κι όταν βρισκόταν πίσω απ’ τα κάγκελα, ο Jack ήξερε ότι το μέλλον του ήταν προδιαγεγραμμένο.
«Η φυλακή με βοήθησε να επικεντρωθώ στο στόχο μου: στο τί θα έκανα μόλις θα έβγαινα από κει μέσα. Κοιτούσα διαρκώς το ρολόϊ κι έλεγα “δεν έχει φτάσει ακόμη η ώρα σου, πρέπει να κάνεις υπομονή”. Δεν υπήρχε περίπτωση όταν βγω και να κάτσω στ’ αυγά μου, περιμένοντας να σκάσει μύτη μια Κάντιλλακ, να βγει ένας τύπος με πούρο και να πεί “πού είναι αυτό το παιδί με την υπέροχη φωνή;”. Δεν είχα αυταπάτες. Όμως είχα πίστη. Θα γίνω ροκ σταρ, έλεγα σε κάτι τύπους μέσα στη φυλακή. Με κοιτούσανε με λύπηση. “Τί λες ρε μάγκα, για κοίτα γύρω σου”. Πολλά χρόνια αργότερα, κάποιοι απ’ τους πρώην συγκρατουμένους, μου έστελναν γράμματα. “Τελικά, man, το είπες και τό’ κανες. Συγχαρητήρια!”».
Έξι μέρες μετά την υπό όρους απόλυσή του, η μπάντα έπαιζε την πρώτη της συναυλία. Τότε τους έλεγαν Dante Fox. Ήταν 1982 και ο Alan Niven βρισκόταν στο L.A. δουλεύοντας για μια εταιρία διανομής δίσκων, την Greenworld. Είχε καταφέρει να σημειώσει κάποια επιτυχία με τις 20.000 κόπιες του "Too Fast For Loveτων Mötley Crüe, αφού η ώθηση από το φτηνό αυτό ανεξάρτητο ντεμπούτο, τους βοήθησε σύντομα να υπογράψουν στην πολυεθνική Elektra. Ο Don Dokken έφερε εκείνη την εποχή στην Greenworld το Breaking The Chains, ζητώντας από τον Niven να κυνηγήσει κάτι ανάλογο και για κείνον. Ο Niven σύστησε τον Dokken στον φίλο του Tom Zutaut, που εργαζόταν στο τμήμα A&R της Elektra και στο δίδυμο των ανερχόμενων τότε μάνατζερ Cliff Bernstein και Peter Mensch. Έτσι, Niven και Dokken έγιναν φίλοι. Κάποια στιγμή, ο Dokken πρότεινε στον Niven να τσεκάρει μια μπάντα με μέλη της οποίας συγκατοικούσε στο L.A., τους Dante Fox.
«Ήταν τελείως χάλια. Γελοίοι. Ο μπασίστας φορούσε μαύρα από πάνω ως κάτω και ο κιθαρίστας ήταν αλμπίνος και τα φορούσε όλα άσπρα. Ο τραγουδιστής φορούσε μισά ρούχα άσπρα, μισά μαύρα και είχε ένα κυνηγετικό μαχαίρι δεμένο με μονωτική ταινία στο μπράτσο. Τρίτης κατηγορίας επίδοξοι Priest Halen. O Don μου είπε: «Δεν τους έπιασες. Ξαναδές τους». Τους ξαναείδα. Ήταν ακόμη χειρότεροι. Όμως, κάποια στιγμή μέσα στο σετ εκείνης της δεύτερης βραδιάς που τους είδα στο “Troubadour” έπαιξαν το “I Dont Need No Doctor” των Humble Pie και ο κιθαρίστας τους τα έκανε όλα ίσωμα, το ξέσκισε το κομμάτι. Είδα κάτι να κινείται εκεί. Μια βρετανική φλέβα blues που ανάβλυζε ενέργεια. Τους είπα να μου δώσουν αν είχαν καμιά κασσέτα τους. Λίγο μετά, αποφάσισα να τους πάρω στη μικρή εταιρία management, την AGN, που είχα μόλις ξεκινήσει. Είχα ήδη ένα σχήμα, τους Berlin, αυτοί θα ήταν οι δεύτεροι».  
«Ο Jack και ο Mark ήθελαν πέρα από το γκρουπ να μανατζάρω και τους ίδιους προσωπικά. Όταν τους επισήμανα ότι αυτό θα ήταν αντιδεοντολογικό, αφού θα ήταν σα να στρέφομαι σε βάρος της μπάντας τους, ο Jack με κοίταξε με νόημα : “Kαλά, θα μάθεις”. Τελικά σκέφτηκα ότι θα μου έδινε μεγαλύτερη ευελιξία κινήσεων αν δεν είχα συνέχεια μέσα στα πόδια μου κανέναν ενοχλητικό δικό τους μάνατζερ να μου βάζει εμπόδια και δέχτηκα. Το πρώτο πράγμα που ανακοίνωσα σε Jack και Mark ήταν ότι έπρεπε η μπάντα ν’ αλλάξει όνομα. Είχαν αντιρρήσεις. “Θα χάσουμε όλο το κοινό που μας ακολουθεί”, είπαν. Δεν πρέπει ν’ ανησυχείτε γι’ αυτά τα 70 άτομα, τους καθησύχασα. Εδώ θα πάμε για πιο σοβαρά πράγματα. Και πρότεινα το όνομα Great White, που ήξερα ότι ήταν το παρατσούκλι του Μαρκ έτσι κι αλλιώς, λόγω παρουσιαστικού, ψηλός και λευκός σε δέρμα και μαλλιά».   

Ο Alan Niven δεν ήταν κανένα μαλθακό παιδάκι που περίμενε τα πράγματα να σκάσουν μπροστά στα πόδια του πέφτοντας από ψηλά, σαν ώριμο φρούτο. Είχε μεγαλώσει σε αγγλικό οικοτροφείο από τα 7 του. «Ήταν το πρώτο μεγάλο τραύμα της ζωής μου. Τα Αγγλικά Οικοτροφεία είναι στην ουσία η προέκταση μιας ανάγκης για συντήρηση των αρχών της βρετανικής αυτοκρατορίας. Αν μπορέσεις κι επιβιώσεις από ένα τέτοιο γαμημένο μέρος, ακόμη και μια φυλή αγρίων Αφγανών να έρθει κατά πάνω σου να σε πατήσει, δεν πρόκειται να καταλάβεις τίποτε». Αργότερα, ο Niven δούλεψε στα γραφεία της Virgin του Richard Branson στο Λονδίνο. Στο L.A. η αγγλική προφορά του τον ξεχώριζε μεμιάς.
«Μια από τις ελάχιστες φορές που φόρεσα κοστούμι κι έκοψα τα μαλλιά μου ήταν όταν χρειάστηκε να παραστώ σε μια προγραμματισμένη συνεδρίαση του συμβουλίου αναστολών για τον Jack. Εκείνος τους έλεγε ότι είχε σχεδιάσει να γίνει κανονικός ροκ ν΄ρολ σταρ και οι αρχές ήθελαν να επαληθεύσουν τί στο διάολο είχε στο μυαλό του. Οπότε μπαίνω εκεί μέσα ντυμένος με το κοστούμι και τη γραββάτα μου και τους λέω: “Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι το επίπεδο του ταλέντου του κου Russell πρόκειται να αποφέρει μια ιδιαίτερα παραγωγική κaρριέρα στον τομέα της ψυχαγωγίας». Με είδαν με το κοστούμι και την αγγλική προφορά μου και προφανώς θα σκέφτηκαν “Aφού το λέει ένας τύπος σαν κι αυτόν…"».
Μια από τις εκθέσεις των υπευθύνων επιτήρησης του Russell  περιείχε αυτό που ο Niven χαρακτήρισε «ιδιαίτερα κυνική, σαρκαστική γλώσσα» για τα όνειρα και τις επιδιώξεις του τραγουδιστή. Χρησιμοποίησε λοιπόν μέρος των γραφομένων σ’ εκείνη την έκθεση για το εσώφυλλο του πρώτου e.p. της μπάντας, Out Of The Night”.
Στο ξεκίνημά τους, Niven και Great White έμοιαζαν αλάθητοι. Ο Niven έπεισε δύο ραδιοφωνικούς σταθμούς του L.A., τους KMET and KLOS να εντάξουν το e.p. στο playlist τους. Μέσα σε μερικές εβδομάδες, από κει που έπαιζαν στην καλύτερη περίπτωση για μερικές εκατοντάδες θεατές, βγήκαν να παίξουν σε μέρη όπως το “Magic Mountain”, μπροστά σε παραπάνω από έξι χιλιάδες κόσμου. Για δέκα συνεχόμενες μέρες συναντούσαν ανθρώπους από μεγάλες εταιρίες. Έφτασαν στα χέρια τους οκτώ γραπτές προσφορές ενδιαφέροντος. Επέλεξαν την EMI America, που είχε ήδη υπογράψει με τους Queensrÿche. Ηχογράφησαν ένα άλμπουμ με τον Michael Wagener, ταξίδεψαν στην Ευρώπη ανοίγοντας τις συναυλίες των Whitesnake στην περιοδεία για το Slide It In” και συνέχισαν ακολουθώντας τους Judas Priest σε Αμερική και Καναδά.
Κι όμως, ο Niven ήξερε ότι κάτι του διέφευγε. Ο γερμανός Michael Wagener ήταν εντάξει τύπος, είχε αρχίσει μάλιστα να κάνει όνομα επιμελούμενος τον ήχο των Dokken και των Accept, αλλά το ξερό και άκαμπτο heavy metal δεν έδενε με αυτή τη μπάντα που είχε στα χέρια του.


«Δεν είχαμε ένα κομμάτι που να μπορεί να μας βάλει στο ραδιόφωνο», θυμάται ο Kendall. «To ντεμπούτο μας, “Stick It”, ικανοποίησε στους φανατικούς μας οπαδούς, αλλά όταν το MTV σε παίζει στις 04:30 το πρωί δεν μπορείς να πας παραπάνω. Πουλήσαμε 100.000 κομμάτια και αυτό ήταν. Σε καμία περίπτωση αυτό που περίμενε από μας η εταιρία».
Λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του “Stick It”, η EMI America παύει να ενδιαφέρεται και σπάει το συμβόλαιό τους. «Υπήρξα ασυγχώρητα αφελής. Νόμιζα ότι αν θα πήγαινα σε κάποια από τις υπόλοιπες 7 εταιρίες που μας ζητούσαν κάποιους μήνες πριν, θα έβρισκα τους υπεύθυνους το ίδιο πρόθυμους κι έτοιμους. Απεναντίας, βρήκα επτά διαφορετικούς κοστουμαρισμένους A&R που με προφανή ικανοποίηση μας απέρριψαν λέγοντάς μας ότι “έτσι κι αλλιώς δεν αξίζατε μία, εμείς το ξέραμε απ’ την αρχή”». Για κάποιες εβδομάδες, τα φτερά είχαν κοπεί απότομα. Ένας – ένας πήγαιναν να μιλήσουν στον Niven, ρωτώντας τον: «Θα μείνεις μαζί μας; Αν μας κρατήσεις, κι εγώ μαζί σου».
«Τότε ήταν που άρχισα να  διαπιστώνω ότι έπρεπε να επανεκτιμήσω το βαθμό της εμπλοκής μου μ’ αυτή τη μπάντα. Έπρεπε να τους κατευθύνω σ’ εκείνο το στοιχείο που είχα διακρίνει ότι ήταν το δυνατό τους. Na αναδείξω τον ομφάλιο λώρο που τους συνέδεε με το βρετανικό blues rock. Αυτό που τους προσέδιδε μια αξιοπιστία που και οι ίδιοι δεν είχαν συνειδητοποιήσει. Αυτό που απέπνεε ο Kendall εκείνο το βράδυ στο Troubadour, με το “I Dont Need No Doctor”».

Ο Niven άνοιξε το κομπόδεμα από τις υπόλοιπες δουλειές του και αποφάσισε να παίξει ένα χαρτί ακόμη για τους Great White. Έκλεισε στούντιο και τους έβαλε να ηχογραφήσουν ένα δεύτερο lp, το “Shot In The Dark”, σαν ανεξάρτητη παραγωγή. Το υλικό ήταν αυτή τη φορά αποστασιοποιημένο από τον μεταλλικό ήχο του συρμού και προσανατολισμένο στο blues, με το ομώνυμο και μια ανανεωμένη εκτέλεση ενός έξι χρόνια παλιού τρακ, του “Face The Day” των ελάχιστα γνωστών Αυστραλών The Angels, να κοιτάζουν με αξιώσεις το ραδιόφωνο. Με τα masters υπό μάλης, ο Niven απευθύνθηκε στην Capitol Records, τη μητρική εταιρία της EMI, που πριν λίγους μήνες τους είχε αδειάσει. Προς έκπληξη όλων, οι άνθρωποι της Capitol συμφώνησαν να τους αναλάβουν, επανακυκλοφόρησαν μέσα στο ’86 το άλμπουμ με πιο γερή διανομή και τους έβαλαν support στην περιοδεία των Dokken.


«Αυτά δε γίνονται. Μπάντες σαν κι εμάς δεν παίρνουν δεύτερες ευκαιρίες. Νιώσαμε ευλογημένοι από μια σπάνια τύχη. Ξέραμε βέβαια ότι έπρεπε αυτή τη φορά να τα κάνουμε όλα σωστά, γιατί θα ήταν και η τελευταία μας ευκαιρία κυριολεκτικά». Στο μεταξύ, η σύνθεση του γκρουπ είχε ενισχυθεί. Ο παλιόφιλος του Russell, Audie Desbrow, είχε αναλάβει από τις αρχές του ’85 τα τύμπανα, ενώ ο βοηθός ηχολήπτη στα Tοtal Access Studios όπου και ηχογραφήθηκε το “Shot In The Dark”, o Michael Lardie, ήρθε να προσθέσει κήμπορντς και δεύτερη κιθάρα και έγινε μόνιμο μέλος.
Με τον Niven να κοντρολάρει το πρόγραμμά τους, στις αρχές του ’87 οι Great White βρέθηκαν στα studios Big Bear κοντά στην καλιφορνέζικη λίμνη, για να γράψουν κομμάτια για το τρίτο και καθοριστικό τους lp. Όταν διαπίστωσε ότι το μόνο που έκαναν ήταν το να γίνονται λιώμα, τους μετέφερε και πάλι στα Total Access Studios στο Redondo Beach, ώστε να μπορεί να τους ελέγχει καλύτερα. Μέχρι τότε, η δημιουργική του συμβολή έφθανε μέχρι το σιδέρωμα των στίχων του Russell. Από κει και πέρα, πήρε πρωτοβουλίες παντού. Συνυπέγραφε τα κομμάτια, πρότεινε μουσικές ιδέες, διάλεγε τους τίτλους και δε σταματούσε εκεί: Ανέπτυξε και αποσαφήνισε το image της μπάντας που ο ίδιος είχε επιλέξει να μεταμορφώσει, έγιναν πλέον το προσωπικό του στοίχημα.  Είχε σαφή άποψη για τα εξώφυλλα, τα βίντεο, το στήσιμο στις φωτογραφίες.
«Τις περισσότερες φορές η γνώμη του αποδεικνυόταν απολύτως  εύστοχη. Είχε πιάσει μια αύρα στον αέρα, που ούτε εμείς οι ίδιοι ξέραμε ότι την είχαμε. Ήξερε καλύτερα από τον καθένα τί είδους μουσική είχαμε μέσα μας. Ήθελε από μας απλά και δεμένα blues rock τραγούδια και είχε μεγάλη συμβολή στο πώς αυτά έπαιρναν σάρκα και οστά». 
Προς δυσαρέσκεια των Guns N' Roses -τους οποίους ο Niven είχε επίσης αναλάβει να μανατζάρει, αφού κανείς άλλος δεν ήθελε να μπλέξει μαζί τους - το 3ο άλμπουμ των Great White, κυκλοφόρησε 20 περίπου μέρες πριν το "Appetite For Destruction", στις 29 Ιουνίου του ‘87 και έμελλε να γίνει πλατινένιο τρεις μήνες πριν από κείνο, τον Απρίλιο του '88. Τρεις μήνες μετά το "Whitesnake '87" και δύο μήνες μετά το "Electric" των Cult, η κυκλοφορία συνέπεσε με την δρομολογημένη στροφή προς τον '70s ήχο που οδήγησε στην πλέον μαζική κεφαλαιοποίηση του hard rock σε ολόκληρη τη δεκαετία.

Το πρώτο single, "Rock Me", φινιρισμένο μ' ένα εξαιρετικά κινηματογραφημένο από τον Nigel Dick βίντεο κλιπ, πήρε τη σκυτάλη από το "Still Of The Night" ως η δεύτερη πιο συναρπαστική ζεπελινιώδης δόση "κλασσικού" ροκ για το δεύτερο μισό του '87. Την εποχή που κυριαρχούσε άκαμπτος ο κανόνας της ραδιοφωνικής διάρκειας των 4:00 λεπτών, ο Niven υιοθέτησε ένα αφοπλιστικό επιχείρημα για να πείσει τους υπευθύνους του ροκ ραδιοφώνου να δεχθούν να το παίξουν: Ποιός dj θά’ λεγε όχι σ’ ένα κομμάτι με διπλάσια διάρκεια από τη συνηθισμένη -7:47 διαρκούσε η εκτέλεση του δίσκου- όταν θα μπορούσε να κάνει ό,τι αταξία γουστάρει μέσα στα οχτώ αυτά λεπτά, με τον κόσμο που είχε καλέσει στο στούντιο; Ο 27χρονος Russell, οπλισμένος με πορτοκαλί χαίτη, χίππικο τιρκουάζ βραχιόλι και ανοικονόμητα τατουάζ, μπορεί να μην είχε την απήχηση -και τις ανταύγειες- του Coverdale, όμως έπειθε με το δικό του τρόπο ότι ήταν ένα bad boy of rock n' roll.

Ασχέτως αν δεν μπόρεσε ποτέ να πλησιάσει σε ένταση και τοξικότητα το lp των Guns, το “Once Bitten” παραμένει και σήμερα φθαρμένο κολακευτικά από τις δεκαετίες που έχουν περάσει από πάνω του. Στο εξώφυλλο, η φυσική ομορφιά της Trace Martinson, ευάλωτη και άτρωτη ταυτόχρονα από το δυσοίωνο πτερύγιο λευκού καρχαρία που τη γυροφέρνει. Στο περιεχόμενο, μια αντιστοίχως απλή και ουσιαστική συλλογή. Η μπαλάντα "Save Your Love" (US#57, Φεβρουάριο '88), το ατόφιο hard rock των "Lady Red Light", "All Over Now", "Never Change Heart", "Fasy Road" και "On The Edge" και κυρίως το σφιχτό, ανυπόκριτο παίξιμο μιας μπάντας που είχε απορροφήσει άριστα τη συμβουλή να απέχει από τα φτιασίδια παντός είδους, έχουν ενταχθεί στο hard rock γονίδιο όσων βρέθηκαν να μεγαλώνουν στην τελευταία στροφή των '80s.
Τον Απρίλιο του ’88, ο Jack Russell παρέλαβε από τον Bobby Blotzer των Ratt τον πρώτο του πλατινένιο δίσκο πάνω στη σκηνή του L.A. Forum. Εκεί που πριν 10 χρόνια είχε δει την πρώτη του συναυλία, τους  Blue Öyster Cult. Από εκείνο το σημείο και για τρία χρόνια στη σειρά, τίποτε δεν μπορούσε να σταθεί στο δρόμο τους. Εκτός από τους ίδιους τους εαυτούς τους.
Mark Kendall και Jack Russell, ιδιαίτερα ανασφαλείς, κατέφυγαν χωρίς δεύτερη σκέψη σε όποια ουσία μπορούσε να αποδιώξει το άγχος του να παίζουν σε χιλιάδες αδηφάγους φανς κάθε βράδυ. Ο φόβος της αποτυχίας εξανεμιζόταν μόνο κάτω από την επήρεια.
«Είναι λογικό. Είχαν περάσει από το στάδιο να τους θέλουν οκτώ εταιρίες στο να μην τους θέλει καμία. Είναι κάτι για το οποίο είσαι πρόθυμος να κάνεις τα πάντα για να μην σκέφτεσαι ότι μπορεί να ξανασυμβεί. Ακόμη κι εγώ ο ίδιος ήθελα να τους κρατήσω ενεργούς και εμπορικά αποδοτικούς, γιατί στο βάθος του μυαλού μου ένιωθα ότι η το σκοτεινό φάντασμα της αφάνειας καραδοκούσε».

Από το 1986 ως το 1991, ο τρόμος του να βρεθούν ξανά στα αζήτητα έτρεφε και αναζωπύρωνε τη δημιουργική σπίθα, ενέτεινε κάθε προσπάθεια, υπενθύμιζε το εφήμερο της δημοτικότητας και το περατό της λίμνης από ταλέντο που συλλογικά διέθεταν ως μπάντα. Ο Jack ήξερε ότι δεν ήταν ένας Robert Plant, ο Kendall ήξερε ότι δεν είναι ούτε Jimmy Page, ούτε Joe Satriani, o Lardie ήταν ένας αξιόπιστος πολυοργανίστας, αρουραίος των στούντιο, ο Lorne Black με τον Audie Desbrow μια ρυθμική βάση αντοχής, αλλά χωρίς φιλοδοξίες βιρτουόζου. Ο Niven από το 1987 κρατούσε ένα ημερολόγιο με τρεις στήλες. Στην πρώτη έδειχνε την πρόοδο των Great White τη δεδομένη χρονική στιγμή, στην δεύτερη πού βρίσκονταν αντίστοιχα οι Guns N’ Roses και η τρίτη ποιός έπρεπε, υπό ιδανικές συνθήκες, να είναι ο επιτευχθείς στόχος τη δεδομένη στιγμή. Τον Απρίλιο του ’89 κυκλοφόρησε το άλμπουμ 4ο άλμπουμ τους “…Twice Shy”. Ίδια συνταγή, πληθώρα αυτοπεποίησης. Το κομμάτι “Once Bitten, Twice Shy”, μια διασκευή του Ian Hunter, έφθασε μέχρι το Νο 5 των singles του Billboard το καλοκαίρι, ενώ πριν κλείσει ένα εξάμηνο ζωής, ο δίσκος έγινε διπλά πλατινένιος. Στα 32α Grammy ήταν υποψήφιοι στην κατηγορία “Best Hard Rock Performance”.

Όσο μεγαλύτερη η επιτυχία, τόσο περισσότερες στήλες προστίθεντο στο ημερολόγιο του Niven: οικονομικοί στόχοι, αριθμός συναυλιών, έσοδα merchandising, επενδύσεις κερδών, προσφορές σπόνσορινγκ, έξοδα στούντιο, σύνοψη λογιστικών φύλλων. Οι Great White όταν δεν περιόδευαν, έγραφαν και έκαναν πρόβες. Αν δεν έγραφαν, ηχογραφούσαν σε κάποιο στούντιο. Όταν δεν έκαναν τίποτε απ΄τα δύο, βρίσκονταν καθ’ οδόν προς την επόμενη συναυλία. Με τις πρώτες παχυλές επιταγές από τα συνθετικά και εκτελεστικά δικαιώματα, ο Niven τους έβαλε να αγοράσουν πολυτελή διαμερίσματα στο ίδιο συγκρότημα κατοικιών στους λόφους του Hollywood. Μπορεί να μην βρίσκονταν σχεδόν ποτέ εκεί, όμως ήταν κάτι που έδινε μια αίσθηση σταθερότητας, αλληλεγγύης μέσα στο χάος και την παράνοια της ροκ ν’ ρολ ζωής. Ο Jack Russell, ως συνήθως κόντρα στο αναμενόμενο, ήταν ο μόνος που προτίμησε αντί για σπίτι να αγοράσει μια θαλαμηγό, να την αράξει σε μια απόμερη μαρίνα και να την πέφτει εκεί. Αναπόφευκτα, η γνωστή ιστορία άρχισε να παίρνει το δρόμο της. Μια ιστορία που είχε κινητήριο μοχλό, σύμφωνα με τον Niven, μια «αδιανόητη εμμονή του Jack για αυτοκαταστροφή». 

«Όλα όσα είχα ονειρευτεί στη ζωή μου είχαν πραγματοποιηθεί στο δεκαπλάσιο. Τα είχα καταφέρει. Ζούσα μια τρέλλα. Ήμασταν βασιλιάδες του Hollywood. Πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να αλωνίζουμε από δω κι από κει και να κάνουμε ό,τι γουστάρουμε. Ήταν εκπληκτικά εκείνα τα χρόνια. Παρασκευές βράδυ, έβγαινα στο δρόμο, έβρισκα κάποιον να με πετάξει κάτω στο Strip. Μου έλεγαν “πώς θα γυρίσεις σπίτι;”, κι έλεγα, σιγά, δεν τρέχει τίποτα. Κάτι θα βρω. Και πάντα κάτι τελείως τρελλό συνέβαινε, αφού πήγαινα από πάρτυ σε πάρτυ όλη τη νύχτα. Η μπάντα ήταν δεμένη, ήμασταν κοντά. Τρώγαμε, βγαίναμε και παρτάραμε όλοι μαζί. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται».
«Ένα βράδυ είχα αράξει στην κουπαστή του σκάφους μου. Είχε πανσέληνο. Μ’ έπιασα να κοιτάω το εσωτερικό του καθιστικού. Στον δεξή τοίχο κρεμόταν ο πλατινένος δίσκος για το “Once Bitten” και στα αριστερά ο αντίστοιχος χρυσός. Έκατσα έτσι μόνος για ώρα, κατεβάζοντας Budweiser και ακούγοντας Cinderella. “Λοιπόν, μάγκα μου”, είπα στον εαυτό μου, να το καταλάβω καλά, “…αυτό ήταν, τα κατάφερες”. Ήταν από τις ελάχιστες στιγμές που θυμάμαι να σταματάει ο χρόνος. Γιατί ζούσα για το τώρα, για την κάθε μέρα. Ζούσα με χίλια μίλια την ώρα, έτσι το πήγαινα τη μια μέρα μετά την άλλη, που συνήθως δε διαχωρίζονταν μεταξύ τους. Μόνο που, όταν ζεις σε τέτοιες ταχύτητες, ο τοίχος σε διαλύει όταν τον τρακάρεις».
 «Η μπάντα ήταν στρωμένη και η μετάβαση από μια support μπάντα που όλοι θέλουν ν’ ακούσουν σε μια μπάντα που προσφέρει στους διοργανωτές αυτό που περιμένουν, τις σίγουρες και γερές εισπράξεις, έγινε σχετικά εύκολα. Είχαμε μαζί μας τους McAuley Schenker Group και μια φιλανδέζικη μπάντα, τους Havana Black και εμείς ήμασταν headliners. Ένα από τα πιο δύσκολα μέρη για την προπώληση των εισιτηρίων, ήταν οι βορειοδυτικές πολιτείες, κοντά στις μεγάλες λίμνες. Κι όμως, έφυγαν όλα, πριν καν φτάσουμε εκεί. Η περιοδεία πήγε περίφημα. Όταν φθάσαμε στο Τέξας και κατευθυνόμασταν ανατολικά, ο Jack άρχισε να ξεφεύγει. Χημεία και παραισθησιογόνα βοηθούσαν πάντα», θυμάται ο Niven.

«Ήταν μια σπάνια μέρα. Με κόπο είχα καταφέρει να στριμώξω λίγο χρόνο για να πάω τον πεντάχρονο γιο μου στην Disneyland. Είχα σκοπό να περάσω από το γραφείο για μισή ώρα, να κάνω κάποια τηλέφωνα για να επιβεβαιώσω την κράτηση ξενοδοχείων για την επόμενη στάση της περιοδείας, στο Anaheim. Ξαφνικά χτυπά το τηλέφωνο. Ήταν ο Audie. “΄Ελα, Niv…”. Ακουγόταν σουρωμένος. “Παίρνω από το Phoenix της Arizona…”. “Και τί στο διάολο κάνεις στο Phoenix; Δεν παίξατε χθες στο Τέξας;”. “Λοιπόν, κοίτα, πρέπει να συμμαζέψεις τον Jack, να προλάβεις πριν κάνει καμιά μαλακία και τον συλλάβουνε”. Τους είχαν κατεβάσει από την πτήση με το ζόρι στο Phoenix, γιατί τα είχαν γ@μήσει όλα στο αεροπλάνο. Πετούσαν κρουασάν σε ασιάτες μπίζνεσμεν που ταξίδευαν πρώτη θέση, έβαζαν χέρι στις αεροσυνοδούς, είχαν καταπιεί καμιά πενηνταριά μινιατούρες Τζακ Ντάνιελς και ποιός ξέρει τί άλλο πριν. Τηλεφώνησα κατευθείαν στον Ray Brown, έναν φίλο μου ενδυματολόγο, που έφτιαχνε τα κοστούμια για τη σκηνή των μισών γκρουπ του L.A.. Έμενε στο Phoenix. “Σε παρακαλώ, πήγαινε αμέσως στο αεροδρόμιο. βρες τον Jack Russell. Θα είναι σε κανένα μπαρ Θα’ ρθω να σας συναντήσω σπίτι σου”. Πήρα αμέσως αεροπλάνο. Προσγειώθηκα στο Phoenix. Έφτασα στο σπίτι του Ray. Μου ανοίγει την πόρτα, οι κόρες των ματιών του ήταν σαν ιπτάμενοι δίσκοι. “Πού’ ναι ο Jack;”. Τον βρίσκω να κάθεται οκλαδόν δίπλα στην πισίνα του σπιτιού. Μιλούσε σ’ έναν τεράστιο κάκτο. “Έϊ, Niv, έχω κάτι μανιτάρια και για ’σένα, man…”».

Αναγκάστηκα να ακυρώσω δύο εμφανίσεις μέχρι να συνέλθει. Από τότε οι διοργανωτές ήταν κάπως πιο επιφυλακτικοί».  
 
O Jack Russell παρέμεινε ένα άλυτο αίνιγμα για τον Alan Niven, όσο κι αν η σχέση τους ήταν στενή από την αρχή και θεμελιώδης για την όλη πορεία των Great White. «Γνώρισα τους γονείς του. Μου φάνηκαν πολύ εντάξει άνθρωποι. Δεν θα το κρύψω, είχα μια προκατάληψη. Ότι πολλοί που γνώριζα στις ροκ ν΄ρολ μπάντες είχαν βάλει σκοπό της ζωής τους να στήσουν από το μηδέν την ιδανική οικογένεια που ποτέ δεν είχαν, επειδή μεγάλωσαν σε πολύ δυσλειτουργικό περιβάλλον. Όμως ο Jack είχε δύο γονείς νορμάλ, πολύ λογικούς και συζητήσιμους ανθρώπους. Κι όμως, είχε από την εφηβεία του να παρουσιάσει μια τρομερή ακολουθία από παράτολμες, παράλογα καταστροφικές και εγκληματικές ενέργειες. Ήταν ένα κακομαθημένο μοναχοπαίδι που δεν του είπαν ποτέ όχι και στη συνέχεια ξέφυγε εντελώς».
Η επιτυχία του “Twice Shy” φτιασίδωσε πολλά, αποκαλύπτοντας συγχρόνως με τον τρόπο της πολλά άλλα. Τα πρώτα σημάδια μιας επερχόμενης σαρωτικής αλλαγής στη μουσική σκηνή άρχισαν να φαίνονται. Το 1990, ο νέος πρόεδρος της Capitol, Hale Milgrim, τοποθέτησε επικεφαλής του τμήματος Α&R κάποιον Simon Potts, ο οποίος προς το τέλος της χρονιάς προσκάλεσε σε επίσημο business meeting τον Alan Niven, προϋπαντώντας τον μ’ έναν καγχασμό. «Για πες μου λοιπόν, αυτοί οι Great White, πώς γίνεται και πουλάνε τόσους πολλούς δίσκους; Αφού δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Έλα, μίλα…».
Ο Niven ήξερε από τα αγροίκα, άσχετα από ροκ ν’ ρολ, κοστούμια των εταιριών. Του ζήτησε να προσκαλέσει επίσημα τη μπάντα σε meeting στο ρετιρέ του περίφημου Capitol Tower, να τους διασφαλίσει ότι θα είχαν τη στήριξη της εταιρίας για τα επόμενα βήματά τους. Όπως και νά’ χει, είχαν φέρει ένα κάρο δολλάρια στα ταμεία της εταιρίας τα τελευταία δυόμισυ χρόνια.
Το meeting κλείστηκε. Την ημέρα εκείνη, τους οδήγησαν σ’ ένα χωλ όπου στο κέντρο του υπήρχε ένα τραπέζι και πάνω του ένα six pack από τσίγκινα κουτάκια μπύρες της κακιάς ώρας και κάτι σάντουϊτς. Τους άφησαν να περιμένουν μιάμισυ ώρα, πριν έρθει ο Milgrim, να σφίξει στα γρήγορα τα χέρια τους και να χαθεί από το δωμάτιο. «Ήταν ένα προμελετημένο “να πα’ να γ@μηθείτε”. Καλύτερα να μην είχε γίνει καθόλου εκείνο το ραντεβού».
Tο 5o άλμπουμ τους, “Hooked”,  κυκλοφόρησε στις 26 Φεβρουαρίου του 1991 και παρ’ ότι ξέχειλο από το blues rock που τους διαφοροποιούσε από το σωρό του hair metal, έμελλε να μην έχει την τύχη που του άξιζε, Έγινε μεν χρυσό, με πάνω από μισό εκατομμύριο αντίτυπα μέχρι το φθινόπωρο, αλλά τους επόμενους μήνες σαρώθηκε από την βίαια αλλαγή μιας επιβεβλημένης μόδας.
Το grunge, ο ήχος του Seattle και η θυμωμένη, αδιέξοδη, επέλαση των χαμηλοκουρδισμένων τους πέταξε εκτός συναγωνισμού, κυριολεκτικά σε μια νύχτα. «Προσπαθούσαμε να καταλάβουμε γιατί κανείς δεν έδειχνε μέσα σε λίγες βδομάδες να συμπαθεί τη μουσική μας». Ακόμη και το εξώφυλλο με το γυμνό μοντέλο πάνω σε ένα γιγάντιο δόλωμα, θεωρήθηκε ξεπερασμένο και ασυγχώρητα πασέ.   
Θα έκαναν έναν ακόμη δίσκο για την Capitol, το “Psycho City” του 1992.  Όμως η μουσική βιομηχανία δεν ήταν πια η ίδια. Ούτε βέβαια και οι Great White, μετά από 5 χρόνια στο ρετιρέ του ροκ ν΄ρολ. Ο Alan Niven έγραφε στίχους στους οποίους κυριαρχούσε η διάψευση, η απώλεια και η προδοσία (“Big Goodbye”, “Never Trust A Pretty Face”, “Love Is A Lie”, “Step On You”), στοιχεία που τον περικύκλωναν στη ζωή του σε μια Πόλη των Αγγέλων να βρίσκεται υπό οδυνηρό hangover από το ξεσάλωμα της προηγούμενης δεκαετίας. Ο Russell και ο Kendall παρακολουθούσαν εντατικά σέσσιον αποτοξίνωσης και η όλη μπάντα απλώς επέπλεε σ’ ένα περιβάλλον βυθιότητας για το ροκ των ‘80s. Μπορεί να είχαν σπίτια και αυτοκίνητα στο ονομά τους, αλλά δεν βρίσκονταν στο επίπεδο που θα μπορούσαν να έχουν την επιλογή να σταματήσουν να παίζουν, περιμένοντας το κλίμα της αγοράς να γυρίσει.  Είχαν να πληρώσουν λογαριασμούς.

«Δεν υπήρχε αδιαφορία εκ μέρους του κοινού. Παρ’ ότι είχαμε πέσει από τα 3 εκατομμύρια αντίτυπα στις 750.000, το κοινό υπήρχε. Ήταν οι δυνάμεις των δισκογραφικών που αποφάσιζαν. Ήταν μια άθλια μυστική συνθήκη μιας βιομηχανίας που είχε αποφασίσει να βρεί φρέσκους ήρωες, ξεκοιλιάζοντας τους παλιούς. Όποιοι είχαν σημειώσει επιτυχία στα ‘80s αντιμετωπίζονταν λίγο – πολύ σα να είχαν λέπρα».
Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα με το ήπιο και αρκετά ακουστικό “Sail Away” του ’94, που με τη βία πλησίασε τις 250.000 αντίτυπα, σ’ ένα μουσικό περιβάλλον που παρέμενε ξένο προς το «παλιό» ροκ. Χωρίς κοινό καλλιτεχνικό στόχο, για πρώτη φορά άρχισε να φαίνεται ότι οι διαπροσωπικές σχέσεις των Great White και του Niven ήταν ψυχορραγούσαν.
«Μια μέρα, ο Alan μου είπε : “έχεις αρχίσει να γερνάς, δεν πρέπει να τρέχεις τόσο πολύ γύρω – γύρω στη σκηνή. Στο σημείο εκείνο, είχαμε αρχίσει να μην κοιτάμε ο ένας τον άλλο στα μάτια. Λίγο αργότερα τσακωθήκαμε πολύ έντονα για κάτι που είχα πει σ’ ένα περιοδικό. Του έκλεισα το τηλέφωνο και είπα στα παιδιά ότι θέλω να τον απολύσουμε».
«Είχαν το θράσος να έρθουν όλοι μαζί στο σπίτι μου, χωρίς καμία προειδοποίηση και μπροστά στα παιδιά και τη γυναίκα μου να μου πουν ότι δε θέλουν πια να δουλεύουν μαζί  μου. Δυσκολεύτηκα να τους πετάξω έξω όλους, γιατί δεν ήξερα ποιόν ν’ αρπάξω πρώτο. Άρχισα να ουρλιάζω να τσακιστούνε να φύγουνε απ’ το σπίτι μου αμέσως. Φυσικά το να χωρίζουμε τις ζωές μας δεν ήταν τόσο εύκολο. Μου όφειλαν 1.250.000 δολλάρια. Άρχισαν τα meeting με τους δικηγόρους και τους λογιστές. Τελικά, ως αποζημίωση μου παραχώρησαν το δικαίωμα να διαχειρίζομαι αποκλειστικά μια σειρά από live masters και καταλήξαμε σ’ έναν οικονομικό συμβιβασμό που ανταποκρινόταν σ’ όλη τη δουλειά που είχα κάνει γι’ αυτούς από το 1982 έως το 1995».

Ο Alan Niven είχε απολυθεί με αντίστοιχα ακαριαίο τρόπο από τους Guns N’ Roses πίσω στα 1991, οπότε η αίσθηση, όσο επώδυνη κι αν ήταν, δεν του ήταν πρωτόγνωρη. Κάτι που αποδείχθηκε ότι ήταν η αποκάλυψη ότι ο Jack Rusell τα είχε μυστικά με τη γυναίκα του πίσω από την πλάτη του για τουλάχιστον πέντε χρόνια.
«Αν η ζωή στο Los Angeles μπορεί να διαφθείρει έναν χαρακτήρα μία φορά, η ζωή στο Hollywood τον κάνει σάπιο ως το κόκκαλο, δέκα φορές. Όταν το ανακάλυψα, ερμήνευσα εκ των υστέρων ορισμένες συμπεριφορές. Ήταν σε κάθε περίπτωση ένα ψέμα που λειτουργούσε εντελώς διεστραμμένα, αν σκεφτεί κανείς την τόσο πετυχημένη δημιουργική συνύπαρξή μου με τον Jack για τόσα χρόνια. Όλα τα κομμάτια που μιλούν για προδοσία, αποξένωση και θυμό, τα έγραφα ώμο με ώμο με τον άνθρωπο που την ίδια στιγμή τα είχε με τη μητέρα των παιδιών μου, ο οποίος και είχε το θράσος να τα τραγουδάει. Στην τελευταία κουβέντα που είχα μαζί της, μου είπε: “Τί δεν καταλαβαίνεις; Ο γάμος μας υπήρξε μια αμοιβαία διευκόλυνση. Μέσα απ’ αυτόν ο καθένας μας βρήκε τις ευκαιρίες που ζητούσε”. Όταν αντιλαμβάνεσαι ότι δύο από τις πιο σημαντικές σχέσεις στη ζωή σου καθορίστηκαν και στιγματίστηκαν τελικά από την απόλυτη προδοσία, αυτό σε βυθίζει ως τον πάτο».
Προς τον πάτο κατευθύνονταν αργά αλλά σταθερά και οι Great White. Μετά το “Let It Rock” του ’96 και το “Can’t Get There From Here” του ’99, που κυκλοφόρησαν σε μικρές εταιρίες, και μετά από μια σειρά περιοδείες βεβιασμένης αναβίωσης των ‘80s με Ratt, Poison και L.A. Guns, στις 5 Νοεμβρίου του 2001 επισήμως διαλύθηκαν, μετά από ανακοίνωση του ίδιου του Russell. Τότε τον εγκατέλειψε και η δεύτερη σύζυγός του, μετά από δέκα χρόνια περιπετειώδους γάμου, με κατάληξη ένα δηλητηριώδες διαζύγιο, που του στέρησε μεγάλο μέρος από τα περιουσιακά στοιχεία που θεωρούσε δεδομένα.
Ο Niven βρισκόταν κι αυτός σε αποσύνθεση. Στις αρχές του 2003 πήρε το αυτοκίνητό του, το φόρτωσε με τα απαραίτητα, οδήγησε από την Αριζόνα στη Νέα Ορλεάνη, 1.600 μίλια μέσα σε 24 ώρες, θέλοντας να τα αφήσει όλα και όλους πίσω του. Φιλοξενήθηκε στο σπίτι ενός φίλου που ήξερε ότι δεν θα του έκανε ερωτήσεις, και σάπισε στον καναπέ, βλέποντας όλη μέρα τηλεόραση και μην κάνοντας τίποτε. Ώσπου ένα βράδυ, είδε το πρόσωπο του Jack Russell να γεμίζει την οθόνη, σ’ ένα έκτακτο δελτίο ειδήσεων.
Ο Jack, που είχε στο μεταξύ ξεκινήσει solo καρριέρα, χρησιμοποιούσε το όνομα “Jack Russell’s Great White” και είχε κατορθώσει να πείσει τον Mark Kendall να εμφανιστεί μαζί με την solo μπάντα του, σε μια μικρή περιοδεία, που την αποφράδα βραδιά της 20ης Φεβρουαρίου του 2003 περνούσε από το club “The Station” του Rhode Island, χωρητικότητας 400 ατόμων. Ο ίδιος Jack είχε περάσει ολόκληρο το πρωϊνό, δίνοντας συνεντεύξεις και πουλώντας εισιτήρια, ακόμη και χέρι με χέρι, ώστε το μέρος να είναι το βράδυ εκείνο γεμάτο. Τοπικοί παράγοντες φρόντισαν το club να μην είναι απλώς γεμάτο, αλλά να έχει περίπου 600 άτομα, κάτι επικίνδυνο από μόνο του και πάντως παράνομο.
Το πρόγραμμα ξεκίνησε με το “Desert Moon”, κάτω από μια σειρά πυροτεχνικών εκρήξεων. Ο Mark Kendall είχε εκφράσει τις αντιρρήσεις του όταν είδε το μέγεθος του club, όμως ο Jack τον είχε διαβεβαιώσει ότι δεν υπήρχε κίνδυνος, ακόμη κι αν στεκόσουν δίπλα τους πάνω στη σκηνή. Ότι οι ιδιοκτήτες του club είχαν ήδη εφοδιαστεί με τις απαιτούμενες άδειες χρήσης. Το χέρι του διοργανωτή Daniel Biechele ήταν αυτό που πάτησε το κουμπί εκείνο το βράδυ.
Οι σπίθες τινάχθηκαν ψηλά κι έπεσαν στο εύφλεκτο υλικό ηχομόνωσης που υπήρχε πίσω από τη σκηνή, προκαλώντας πυρκαγιά. Οι πρώτες σειρές άρχισαν να φωνάζουν στον Russell «Κοίτα πίσω ! Προσέξτε !». Μέσα σε δευτερόλεπτα, το κοινό κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά και κινήθηκε μαζικά προς τις πόρτες της εξόδου, πανικόβλητο, την ώρα που η μπάντα φυγαδεύτηκε αμέσως από την έξοδο κινδύνου. Αυτό που ακολούθησε υπήρξε μια ανείπωτα φρικτή συγκυρία, η οποία κατέληξε να καταγραφεί ως ένα από τα πλέον πολύνεκρα δυστυχήματα στην ιστορία των ζωντανών συναυλιών ανά τον κόσμο.
Μέσα σε πέντε λεπτά το club τυλίχθηκε στις φλόγες και 100 άνθρωποι ποδοπατήθηκαν προσπαθώντας να διαφύγουν, ανάμεσά τους ο 32χρονος κιθαρίστας της μπάντας του Russell, Ty Longley.
Τον Δεκέμβριο του 2003, ο διοργανωτής της συναυλίας Daniel Biechele και οι συνιδιοκτήτες του “The Station”, οι αδελφοί Jeffrey και Michael Derderian κατηγορήθηκαν ως υπεύθυνοι για 200 ανθρωποκτονίες και βαριές σωματικές βλάβες από εγκληματική αμέλεια. Η δίκη τους προσδιορίστηκε για το 2006 και στην προκαταρκτική ακρόαση τον Φεβρουάριο του 2006, ο Dan Biechele, αψηφώντας τις συμβουλές των δικηγόρων του, ομολόγησε την ενοχή του, δηλώνοντας δημόσια: «Έχω μετανιώσει γι’ αυτό που έκανα. Νιώθω υπεύθυνος και δεν θέλω να προξενήσω περισσότερο πόνο σε οποιονδήποτε άλλον».



Στις 8 Μαΐου του 2006, ο δικαστής Darigan συνόδευσε την επιβολή της ποινής με μια εκτεταμένη γραπτή ομιλία: «Την πιο αυστηρή ποινή που μπορεί να επιβληθεί, την έχετε εσείς ο ίδιος επιβάλει στον εαυτό σας, κε Μπίκελε. Θα ζήσετε την υπόλοιπη ζωή σας γνωρίζοντας ότι ευθύνεστε για το θάνατο 100 ψυχών. Το δικαστήριο αυτό είναι υποχρεωμένο να επιβάλει μια ποινή καθοριζόμενη από το πλαίσιο του νόμου και όχι από το αντικειμενικό βάρος της ευθύνης των πράξεών σας».  Κατέληξε παραπέμποντας στην περίφημη αναφορά του Ρόμπερτ Κέννεντυ στον Αισχύλο, την επαύριο του εθνικού πένθους για τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ: «Ακόμη και στον ύπνο μας, ο πόνος που δεν είναι δυνατόν να λησμονήσουμε σταλάζει σιγά – σιγά μέσα στην καρδιά μας, έως ότου, μέσα στην απόγνωσή μας, ακόμη και ενάντια στη θέλησή μας, να μετουσιωθεί σε σοφία, μέσα από το δέος και τη χάρη του Θεού». Η ποινή για τον Biechele ήταν 15 έτη κάθειρξης, από τα οποία 4 εκτιτέα με εγκλεισμό και τα 11 με αναστολή.
Μόλις έναν χρόνο αργότερα, με κοινή επιστολή τους προς την επιτροπή αναστολών, 20 από τις οικογένειες των νεκρών του “The Station” εξέφρασαν την υποστήριξή τους στον Biechele, επισημαίνοντας ότι μέσα από τη φυλακή έγραψε και απέστειλε επιστολές σε όλες τις οικογένειες ζητώντας συγγνώμη. Οι Derderian επέλεξαν να αξιοποιήσουν την αρχή nolo contendere, δηλαδή να μην αμφισβητήσουν την κατηγορία, χωρίς όμως να ομολογούν ενοχή τους, μια πρακτική που επιφέρει συχνά ανάλογες συνέπειες με μια ομολογία ελαττωμένης ενοχής.
Ο πρώτος τιμωρήθηκε με ποινή ίση με του Biechele και ο δεύτερος με 15 έτη κάθειρξης με αναστολή. Έντεκα διαφορετικές εταιρίες και οργανισμοί που είχαν ή θα μπορούσαν να έχουν διάφορους βαθμούς συνυπαιτιότητας στο γεγονός, από την εταιρία που κατασκεύαζε τα πυροτεχνικά που χρησιμοποιήθηκαν, την τοπική αρχή που είχε επιτρέψει τη χρήση τους, ραδιοφωνικούς σταθμούς που προσέφεραν δωρεάν εισιτήρια για τη μοιραία βραδιά, την “Budweiser” που ήταν σπόνσορας του club, έως και την εταιρία σεκιούριτυ του “The Station”, προσέφεραν το συνολικό ποσό των 175 εκατομμυρίων δολλαρίων έναντι της ψυχικής οδύνης που αξίωναν οι οικογένειες των θυμάτων.
Όμως, το συνθλιπτικό βάρος των γεγονότων, ένα βάρος αδύνατον να απαλυνθεί από οποιονδήποτε συμβιβασμό, αποζημίωση ή δικαστική απόφαση, έκτοτε σκίασε για πάντα το όνομα των Great White και ιδίως αυτό του Jack Russell. Δεν συγχωρέθηκε ποτέ από τις οικογένειες των θυμάτων ότι ο Russell επέλεξε τη χρήση ενός τόσο υπερφίαλου τρυκ σε έναν τόσο μικρό χώρο. Το γεγονός απέκτησε μια τραγική σημειολογία: ξοφλημένος ροκ σταρ που ζει από τις δάφνες του παρελθόντος, όχι μόνον παίρνει στο λαιμό του τους φανς που έχουν έρθει να τον δουν τιμώντας τις μνήμες τους που τον συνδέουν μαζί τους, αλλά ενώ έχει συμβάλλει στο αλαζονικό, εγκληματικά αμελές στήσιμο του event, φυγαδεύεται πρώτος αυτός, με 100 ζωές να χάνονται και εκατοντάδες άλλες να σημαδεύονται για πάντα. Κάποιες από τις οικογένειες των θυμάτων έχουν εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους για το ότι την πλήρωσε ο μόνον ο διοργανωτής και οι ιδιοκτήτες, επειδή απλώς συνδέθηκαν οι θετικές ενέργειες και οι παραλήψεις τους με την τραγωδία, την ώρα που ο ηθικός αυτουργός του σκηνικού «ρωμαϊκού θριάμβου» που είχε στηθεί σε κείνο το club – τρύπα του Rhode Island ήταν, κατά τη γνώμη τους, ο Jack Russell. Ακόμη και χρόνια μετά, το ίδρυμα που συστήθηκε για την ενίσχυση των οικογενειών των θυμάτων δεν δεχόταν καμία δωρεά από τον Jack Russell.
Στον αντίποδα, ο Russell δημόσια τοποθετήθηκε πολλές φορές για το ότι η χρήση των πυροτεχνικών ήταν μια κακή εκτίμηση του μάνατζερ, «αφού με βάση τη σκηνική παρουσία της μπάντας, δεν του χρειάζονταν» και συγχρόνως μια πραγματικά άτυχη στιγμή, καθώς ο τεχνικός που είχε προσληφθεί για την τοποθέτηση και τον έλεγχο των πυροτεχνικών ήταν ο άνθρωπος που για χρόνια ήταν πίσω από τους W.A.S.P., άρα ήξερε τη δουλειά του όσο κανένας. Η ασφαλιστική εταιρία του Jack προσέφερε ένα εκατομμύριο δολλάρια στο ίδρυμα, πέρα από τα έσοδα δύο περιοδειών που ο ίδιος πραγματοποίησε με το προσωπικό του σχήμα.
«Δεν υπάρχουν λέξεις σε οποιαδήποτε γλώσσα γνωστή στη γη για να εκφράσω το πόσο άσχημα αισθάνομαι. Οι άνθρωποι που βρίσκονταν εκείνη τη βραδιά στις πρώτες σειρές μας ακολουθούσαν 20 ολόκληρα χρόνια. Την επόμενη το βράδυ, έδειχναν σε δελτίο ειδήσεων φωτογραφίες τους. Δεν υπήρχε ούτε ένας που να μην αναγνώριζα. Κάποιους τους ήξερα από μικρά παιδιά», θα σπάσει αργότερα σε κλάματα ο Russell, σε μια από τις πολλές συνεντεύξεις του.
Ο Niven δεν θα μπορούσε να μείνει αδιάφορος απέναντι στο γεγονός. «Οι Great White είναι καλώς ή κακώς συνδεδεμένοι με μεγάλο κομμάτι της επαγγελματικής μου πορείας. Το αφόρητο πένθος σε βάζει σε πολύ σκοτεινές συνδέσεις μεταξύ γεγονότων. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα ζούσαν σήμερα, αν δεν είχα με όλες μου τις δυνάμεις ξεκολλήσει αυτούς τους μ@λάκες από τα βρώμικα μπαρ του L.A. πίσω στο ‘82. Δεν υπάρχει χειρότερος θάνατος από το να πηγαίνεις κάπου για να χαρείς και να γιορτάσεις τη μουσική και τα όνειρά σου και η απερίγραπτη ηλιθιότητα κάποιων να σου στερεί την ίδια σου τη ζωή. Γιατί είναι βέβαιο ότι ήταν μεγάλη ηλιθιότητα η χρήση πυροτεχνικών σε ένα τόσο μικρό μέρος». 


Όταν το 2011 ο Niven προσπαθώντας να συμφιλιωθεί με το παρελθόν κάλεσε τον Jack Russell στο σπίτι του στο Prescott, είχε κυλήσει ακόμη περισσότερο νερό κάτω από τ’ αυλάκι.  Το 2009 ο Russell έσπασε δύο σπονδύλους του σ’ ένα «κατ οίκον ατύχημα», και άρχισε έκτοτε να μπαίνει σε αλλεπάλληλα χειρουργεία. Μια ποικιλία από βαρύτερα προβλήματα υγείας προστέθηκαν μετά από πτώσεις του στη σκηνή υπό την επήρεια ουσιών. Για ένα διάστημα κυκλοφορούσε με σακκουλάκι κολοστομίας, μετά από επέμβαση στο παχύ έντερο. Ο θάνατος του φίλου του, Jani Lane των Warrant, τον οποίο έμαθε ενώ ο ίδιος ανάρρωνε στο χειρουργικό κρεββάτι από την πολλοστή επέμβαση, τον έπεισε να καθαρίσει μια και καλή. Ήταν 11 Αυγούστου του 2011.'
Μετά το βαρύ σκότος των γεγονότων του Rhode Island, o Russell συνέχισε να περιοδεύει, απεγνωσμένα προσπαθώντας να κρατήσει τις παλιές καλές μέρες ζωντανές. Οι άλλοι, με πρώτον τον Kendall, αντέδρασαν, προσπαθώντας να τον σταματήσουν από το να χρησιμοποιεί το όνομα Great White, το οποίο έτσι κι αλλιώς ήταν εξαρχής ένα παρατσούκλι του κιθαρίστα. Ο Niven μάλιστα, παρ’ ότι απ’ το ’96 μακριά από την υπόθεση Great White, κλήθηκε από την πλευρά της μπάντας να δώσει ένορκη κατάθεση που θα χρησιμοποιείτο σε βάρος του πρώην τραγουδιστή τους.
Μετά από έντονη αντιδικία, στην οποία ούτε λίγο ούτε πολύ η πλευρά της μπάντας κατηγόρησε τον Russell για κατασπατάληση των χρημάτων της μπάντας για την ικανοποίηση της εξάρτησής του από τα ναρκωτικά, αμαυρώνοντας τη φήμη των Great White με τις σχετιζόμενες με την χρήση ουσιών καταρρεύσεις του επί σκηνής, οι δύο πλευρές έφθασαν στο τέλος του 2013 σε συμβιβασμό. O Russell παραχώρησε ένα σεβαστό μέρος των πνευματικών δικαιωμάτων του στους πρώην συμπαίκτες του, για να έχει τη δυνατότητα να περιοδεύει και να ηχογραφεί ως “Jack Russell’s Great White”. 

«Το να εμπλακείς σε μια δικαστική διαμάχη δεν είναι κάτι που θα συνιστούσα εύκολα σε οποιονδήποτε. Υπήρξε ένα από τα πιο αγχωτικά, επίπονα και από κάθε άποψη ζημιογόνα πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου. Βγαίνουν στη φόρα πράγματα που δε θά’ πρεπε, παλιές ιστορίες ξεθάβονται, πληγές που νόμιζες ότι έχουν γιατρευτεί ξανανοίγουν, άνθρωποι πιέζονται να διαλέξουν τη μία ή την άλλη πλευρά, αναμνήσεις διαστρέφονται. Και οι δύο πλευρές προσπαθούν με κάθε μέσο να ξαναγράψουν την ιστορία με το δικό τους τρόπο. Μερικές φορές βέβαια δεν μπορείς να κάνεις πίσω, γιατί το δίκιο είναι δίκιο».
Για τον Russell, πέρα από το «δίκιο», ήταν και θέμα επιβίωσης. Συνέχισε, ξεπέρασε τα προβλήματα υγείας του και ξανανέβηκε στη σκηνή. Το 2016 υπέγραψε στη Frontiers Records και το 2017 κυκλοφόρησε ένα αξιόπιστο άλμπουμ, που έγινε δεκτό με καλές κριτικές από το κοινό, τοHe Saw It Comin’”. Βέβαια, οι μέρες των πλατινένιων άλμπουμ, της χλιδής και των βουνών κόκας είναι απλώς μια ανάμνηση. Ανάμνηση έγινε και ο πιο λιγόλογος της «κλασσικής» σύνθεσης των Great White, ο μπασίστας Lorne Black που έφυγε από καρκίνο το 2013.
«Είμαι πάντοτε αισιόδοξος. Κατάφερα και ξεπέρασα την ηλικία των 50, κάτι που κανείς δε θα πίστευε πριν κάποια χρόνια. Ό,τιδήποτε κι αν συμβεί, είμαι και θα παραμείνω ευγνώμων. Ό,τι είναι να γίνει, εξαρτάται πλέον μόνον από το Θεό. Όσον αφορά τους Great White, άσχετα από το τί συνέβη μεταξύ μας, πιστεύω ότι υπήρξαμε μοναδικοί για την εποχή μας. Η καλύτερη blues rock μπάντα που θα μπορούσες να έχεις στο πάρτυ της αυλής σου».
Ο Alan Niven, απομονωμένος στην έρημο, μακριά από τον τοξικό κόσμο του ροκ ν΄ρολ, παντρεμένος με τη δεύτερη, πολύ πιο νέα σε ηλικία, γυναίκα του, που δεν έχει ιδέα ποιοί υπήρξαν τις άγριες εκείνες μέρες μεταξύ ’87 και ’89 οι Guns N’ Roses και οι Great White, εξακολουθεί να ασχολείται επιλεκτικά με την μουσική παραγωγή. Το όνομά του θα είναι για πάντα συνδεδεμένο και με τις δύο αυτές μπάντες. Όπως και για τον Jack Russell αλλά και τον αυθεντικό «Μεγάλο Λευκό», τον Mark Kendall, οι Great White αποτέλεσαν για τον Niven ένα πραγματικό «έργο ζωής». Όποτε του δοθεί η αφορμή, επισκέπτεται νοερά τα παλιά, αποτιμώντας τα όμως από την χρονική απόσταση και με την εμπειρία ενός διασωθέντα από ένα επικό ναυάγιο.
«Έφθασα σ’ ένα σημείο όπου όλα τα όνειρά μου πραγματοποιήθηκαν. Και όταν φτάνεις σ’ αυτό το σημείο, τότε αρχίζεις και σκέφτεσαι αν τα όνειρα αυτά άξιζαν, κατά πόσο είχαν βάθος, αν έπαιξε κάποιο ρόλο η διαδρομή σου προς αυτά, εκτός από σένα και για κάποιους άλλους. Αν είχαν κάποιο ειδικό βάρος στο γενικώτερο κάδρο που ονομάζουμε ζωή. Ο Jack δεν είναι καλλιτέχνης. Στις καλές του μέρες είναι πολύ καλή παρέα και πάνω στη σκηνή πολύ καλός διασκεδαστής. Αν θα τον ξαναεμπιστευόμουν ποτέ; Πολύ αμφίβολο. Βέβαια, και οι δυό μας πιστεύω έχουμε καταβάλει προσπάθεια να διαχειριστούμε το βάρος των χρόνων, των πράξεων, των κοινών αναμνήσεων. Προσωπικά, το πιο σημαντικό απ’ αυτή την ιστορία είναι ότι έχω καταφέρει να ανακαλύψω την αξία όχι της λήθης, αλλά της δύναμης να συγχωρώ».

Παναγιώτης Παπαϊωάννου