The Travelling Wilburys, Vol. 1: Μια αδελφότης μοναδικοτήτων
Monday

28Jan

Η γέννηση των Travelling Wilburys προήλθε από ένα ευτυχές ατύχημα. Τον Απρίλιο του ’88 το διεθνές τμήμα της Warner Brothers ζήτησε ένα κομμάτι για να μπει σαν b-sideτου “This Is Love”, ενός single από το άλμπουμ του George Harrison “Cloud 9”.
Η διαδικασία συνήθης: ένα ακυκλοφόρητο κομμάτι μπαίνει στη δεύτερη πλευρά του 7ιντσου ή 12ιντσου single, για να αγοραστεί απ’ όσους έχουν ήδη το δίσκο, τους συλλέκτες και τους φανς του καλλιτέχνη.
Με αρχόμενη την κάμψη των πωλήσεων στα βινύλια και την άνοδο του “compact disc” που δεν είχε περιορισμούς σε χωρητικότητα, τα extra κομμάτια μπορούσαν να είναι παραπάνω από ένα ή δύο και να τοποθετούνται στρατηγικά και σε άλλα, πέραν του βινυλίου, εύχρηστα format (”available only in cassette & cd single”).
 
Το πρώτο εξάμηνο του ’88, το “Cloud 9” είχε διαγράψει εντυπωσιακή τροχιά στα τσαρτ, επαναφέροντας τον George Harrison στο Billboard, συνεισφέροντας στην ένταξή του στο Rock N’ Roll Hall Of Fame και δίνοντάς του το τρίτο Νο 1 single στη σόλο καρριέρα του  - ο μόνος Beatle που κατάφερε κάτι τέτοιο.
Τα είχε καταφέρει με την καθοδήγηση του φίλου και παραγωγού του Jeff Lynne - των από το ’86 επισήμως σε λύση και εκκαθάριση E.L.O..
Το αίτημα της εταιρίας βρήκε τους George και Jeff, στο L.A., στα studio του Bob Dylan, ο οποίος, έχοντας περάσει δύο χρόνια τζαμαρίσματος με οποιονδήποτε, από τον Steve Jones μέχρι τον Gerry Garcia, είχε έτοιμο για κυκλοφορία το “Down To The Groove”.
Ο πρώην Beatle, πάντως, δεν ήταν εκεί για τον Dylan, με τον οποίο παρέμενε διαχρονικά από τους ελάχιστους ομότεχνους που είχε καταφέρει να διατηρεί αγαθές σχέσεις. Hχογραφούσε και συνέθετε κομμάτια τόσο για τον δίσκο - επιστροφή του μεγάλου Roy Orbison, τον πρώτο του μετά από εννιά χρόνια, όσο και για το καινούριο άλμπουμ του Tom Petty, με την μπάντα του οποίου ο Dylan περιόδευε τα τελευταία χρόνια.
Ο George σκέφτηκε ότι μια τέτοια τέτοια ομήγυρη δε θα χρειαζόταν και πολύ για να ξεπετάξει ένα b-side. Έτσι κι έγινε. Βρέθηκαν όλοι μαζί και το ηχογράφησαν σα διάλειμμα από τις «κανονικές τους» υποχρεώσεις.
Δυό μέρες μετά, ο George πέρασε το γραφείο του διευθυντή της Warner, Mo Austin, με το demo του b-side έτοιμο για την καθιερωμένη προακρόαση. Εκείνος τον συνόδευσε κατευθείαν στο γραφείο του επικεφαλής του καλλιτεχνικού τμήματος Lenny Waronker. Από τις πρώτες νότες, τα δύο εταιρικά κεφάλια αναγνώρισαν στο κουπλέ τη φωνή του Roy Orbison μαζί με το slide του George, τη φυσαρμόνικα του Dylan και τις φωνητικές αρμονίες του Petty και του Jeff Lynne. Αρκετά πριν ολοκληρωθούν τα τριάμισυ λεπτά, η απόφαση ήταν ομόφωνη: το “Handle With Care” δε γινόταν να χαραμιστεί στη δεύτερη πλευρά ενός single. Εδώ είχαν στα χέρια τους κάτι πολύ μεγαλύτερο. «Δε μπορούμε αυτό εδώ να το αναβαθμίσουμε σε ολόκληρο άλμπουμ;».


Το ένστικτο του George έλεγε ναι. Με όλους τους διάσημους συμμετέχοντες είχε άριστες σχέσεις. Όμως δεν έπρεπε να χαθεί ο αυθορμητισμός και η χημεία που υπήρχε αναδείχθηκε ανάμεσά τους επειδή ακριβώς έπαιζαν χωρίς ατζέντα. Δεν του ήταν δύσκολο να ρίξει την ιδέα. Η οργανωτικότητά του και η επίγνωση όλων γύρω του ότι προτεραιοτητά του πάντα ήταν και παρέμενε η μουσική, έφερε τους πέντε frontmen Jeff Lynne, Tom Petty, Bob Dylan, Roy Orbison μαζί στο στούντιό του.
Στον ηλικίας 100 χρόνων, έκτασης 62 στρεμμάτων και διαρρύθμισης 120 δωματίων μαζί με τους βοηθητικούς χώρους, πύργο στο Friar Park του Oxfordshire, του οποίου ήταν ιδιοκτήτης από το 1970.
Συμφώνησαν να κάνουν ένα άλμπουμ εκεί, επί τόπου. Για να απεμπλακούν γρηγορώτερα από τα νομικά κωλύματα δικαιωμάτων και διανομής που θα ήγειραν αμέσως οι εταιρίες του καθενός αποφάσισαν να μην αναφέρονται πουθενά στο δίσκο ή στα credits τα ονόματά τους. Θα έπαιζαν το χαρτί της έκπληξης, σε απάντηση αυτού του υποθετικού ερωτήματος με το οποίο διαχειρίζονταν κριτικοί και κοινό κυνικά τις νέες κυκλοφορίες καθιερωμένων ονομάτων:  «αν θα ήταν καινούριο συγκρότημα, θα λέγαμε όντως ότι είναι καλό ή μήπως το βάρος ενός brand name είναι αυτό που θαμπώνει τον ακροατή;». Harrison και Lynne συνήθιζαν να αποκαλούν τα μηχανήματα του στούντιο “wilbury”, γιατί παρείχαν στο χειριστή τους τη δυνατότητα να «θάψει» τον οποιοδήποτε ανεπιθύμητο ήχο – είτε αυτό είναι λάθος στην ηχογράφηση, είτε κάποιος υπερφίαλος μουσικός συμπαίκτης που θέλει να επισκιάσει τους υπόλοιπους. Θα γίνονταν λοιπόν οι «Περιοδεύοντες Αδελφοί Wilbury».
Ο 45χρονος Harrison βαφτίστηκε Nelson Wilbury, o 41χρονος Jeff Lynne έγινε Otis, ο 47χρονος Bob Dylan, Lucky Wilbury, ο 52χρονος Roy Orbison, ο μεγαλύτερος σε ηλικία απ’ όλους, έγινε Lefty και ο 38χρονος Tom Petty, o βενιαμίν, πήρε το ταιριαστό όνομα Charlie T. Jr..
Ο ντράμμερ Jim Keltner, καθώς είχε παίξει σχεδόν με όλους κατά καιρούς και έχαιρε της απεριόριστης εμπιστοσύνης τους, πιστώθηκε με το προσωνύμιο «Buster Sidebury», κάτι, ας πούμε σαν, όχι αδελφός, αλλά πάντως "κοντοξάδερφος". Oνόματα με παικτική αξιοσύνη όπως ο Jim Horn στο σαξόφωνο και οι Ray Cooper και Ian Wallace στα κρουστά έγιναν καλοδεχούμενα στα sessions, καθώς ένας τέτοιος αστερισμός συνθετών ξέρει όσο κανείς να αναγνωρίζει τους κατάλληλους παίκτες – δίπλα σ’ αυτούς άλλωστε μπορεί και λάμπει μέσα στο στούντιο.
Αφήνοντας κάθε υποψία εγωϊσμού κατά μέρος, οι πέντε συνθέτες – τραγουδιστές, αυτόφωτοι σταρ της σημαντικώτερης εποχής του ροκ ν΄ρολ – ίσως και της μεγαλύτερης χρονικά, αν άθροιζε κανείς τη χρονική διάρκεια από το ξεκίνημα ως και την άνθιση της καρριέρας όλων μαζί – απόλαυσαν την χωρίς εμπορικές διαγραμμίσεις κατευθύνσεις ηχογράφηση και την ανιδιοτελή ανταλλαγή ιδεών, περνώντας στην πορεία των τριών περίπου εβδομάδων της συνύπαρξής τους, θαυμάσια.



Μέσα στο Μάϊο του ’88 έγραψαν έναν ολόκληρο δίσκο. Ο καθένας τους έφερνε στο στούντιο ένα κομμάτι του, αφήνοντας τους υπόλοιπους να προσθέσουν, να αλλάξουν, να προεκτείνουν, με οδηγό το ένστικτο, χωρίς πολυπλοκότητα, με ψυχή.
Καταλύτης στη συνύπαρξη αυτή ο George Harrison. Tαπεινός και καλοπροαίρετος από χαρακτήρα, δίπλα σε ισοϋψείς του δημιουργούς, κατάφερε να μεταδώσει έναν αέρα εγγύτητας, ομόνοιας και κοινοκτημοσύνης στα δημιουργήματά τους. Από την πρώτη μέρα που βρέθηκαν όλοι μαζί, απευθύνθηκε πρώτα στον Dylan, όχι μόνο σαν φίλος, αλλά και σαν φαν : «Όλοι μας ξέρουμε ότι είσαι ο Bob Dylan και τα λοιπά, αλλά θα σε αντιμετωπίσουμε και θα σου μιλάμε σα να ήσουν ο οποιοσδήποτε άλλος μουσικός που παίζει μαζί μας». Και ο Dylan, ζυγίζοντας τα λόγια μετά από μερικά μόλις δευτερόλεπτα, απάντησε: «Εντάξει, ωραία. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, you guys, σας θαυμάζω όλους και ’γω. Το ίδιο θέλω. Πάμε, λοιπόν».
Οι πέντε Wilburys έπαιζαν όλοι μαζί τις κιθάρες τους καθήμενοι σε κύκλο, μπορώντας να κοιτούν ο ένας τον άλλο. Μόλις ένα κομμάτι έφτανε να είναι αρκετά σκιαγραφημένο, ηχογραφούνταν τα φωνητικά σε ξεχωριστά δωμάτια, συνήθως το βράδυ, αφού έτρωγαν όλοι μαζί. Όλοι τραγούδησαν, όλοι έγραψαν, όλοι είχαν λόγο στην παραγωγή.
Προϋπήρχε ανάμεσά τους ένας ανυπόκριτος, αμοιβαίος σεβασμός, μια αναγνώριση καθενός προς το μέγεθος του συμπαίκτη, που σπάνια συναντάται στην εγωπαθή και φθονερή κάστα των ποπ σταρ κάθε εποχής.
Ο Ρόϋ Όρμπισον ήταν η αδυναμία όλων, ο άνθρωπος που ήταν εκεί από την αρχή της γέννησης του ροκ ν’ ρολ, δίπλα στον Έλβις, τον Μπιλ Χάλεϋ, τον Τσακ Μπέρυ.
Είχε κόψει το τσιγάρο κατόπιν επιτακτικής ιατρικής σύστασης, αλλά κάθε φορά που δεν περιφερόταν η κυρά του στα session, ρουφούσε βιαστικά μερικές γόπες, κάνοντας νόημα στους άλλους να μην πουν κουβέντα.



Ο Harrison δεν είναι μόνο ότι έπαιζε με ζωντάνια, αλλά και ότι ακούγεται χαρούμενος, ενθουσιασμένος που παίζει μετά από καιρό σε μια έξυπνη, πλούσια σε ιδέες μπάντα. Επιστρατεύοντας ένστικτο και διάθεση και αφήνοντας κατά μέρος τις τεχνικές λεπτομέρειες, οι Wilburys ολοκλήρωναν και ηχογραφούσαν ένα κομμάτι την ημέρα. Ο τρόπος τους ταίριαξε γάντι περισσότερο απ’ όλους στον Bob Dylan. Φρέσκος από την πρόσφατη τουρνέ όπου παρουσίασε μια απογυμνωμένη, λιτή μπάντα, ο Dylan ακούγεται σε φουλ φόρμα, με το απαράμιλλό του phrasing να σημαδεύει μερικές από τις καλύτερες στιγμές του εδώ και χρόνια. Και είναι αλήθεια ότι τα δικά του κομμάτια μοιάζουν  να φέρουν λιγώτερη συνεισφορά από τους υπόλοιπους. Στο “Dirty World” και το “Congratulations” ο Dylan ακούγεται αβίαστος, χαλαρός, χωρίς την μανιέρα της ένρινης γκρίνιας των ηχογραφήσεων που είχε αφήσει πίσω του στα μέσα των ‘80s. Εκεί όμως που πραγματικά διαπρέπει είναι στο παλλόμενο από το στίχο “Tweeter and the Monkey Man”, όπου, με αναφορές σε κλεμμένα αμάξια, επαύλεις στην κορυφή του λόφου, δρόμους του κεραυνού και τοπία του Jersey, υπενθυμίζει με τον τρόπο του στον Bruce Springsteen ποιός περπάτησε στα στιχουργικά αυτά μονοπάτια πρώτος.

Ένθερμες και οι ερμηνείες του Orbison στα “Not Alone Anymore” και “End of the Line” (US#63, 25/2/89, UK#52, 25/3/89). Το πρώτο, μια υπέροχη '50s μπαλάντα, όπου ο Roy – με θαυμάσια δεύτερα φωνητικά, από τους Harrison και Lynne – αποδεικνύει ότι δεν έχει χάσει καθόλου το αμίμητο, γεμάτο πόνο βιμπράτο, γεννώντας προσδοκίες για το επερχόμενο προσωπικό του άλμπουμ του. Το δεύτερο, με φωνητικά απ’ όλους πλην Dylan είναι ένα ρομαντικό εξόδιο προς το ηλιοβασίλεμα, τραγουδισμένο με ιδιαίτερη φόρτιση απ’ αυτούς τους μεσόκοπους ρόκερ – κάουμπόϋς: Maybe somewhere down the road a ways - Youll think of me and wonder where I am these days - Maybe down the road when somebody plays - Purple Haze”.

Ο Tom Petty προσθέτει το δικό του χρώμα στο “End of the Line” και χρωματίζει μαζί με τον Orbison το γλυκόπικρο “Last Night”, για έναν έρωτα που στράβωσε στην πορεία. Ο Jeff Lynne συμβάλλει κι αυτός τον άμεσα αναγνωρίσιμο μελωδικό κυματισμό στο ρετροκαμπίλλυ “Rattled”, παραπέμποντας στο στυλ του δίσκου του Dave Edmunds κάποια χρόνια πριν, στον οποίο ήταν – και κει – υπεύθυνος για την παραγωγή.



Ηχογραφημένο κατά το μεγαλύτερο μέρος στα home studio των Dylan και Harrison, με πρόσθετη επεξεργασία στο αντίστοιχο του -αγαπητού ως «μακρινού ξαδέρφου»- των Wilburys, Dave Stewart των Eurythmics, ο δίσκος που πήρε τον τίτλο “Volume One”, υπονοώντας ότι θα υπάρξει και συνέχεια. To πρώτο single, “Handle With Care” έτυχε μπλαζέ αντιμετώπισης από το κοινό την εποχή της κυκλοφορίας του (US#45, 10/12/88, UK#21, 19/11/88), το ίδιο και ολόκληρος ο δίσκος “Volume One”. Σε ένα ποπ περιβάλλον όπου είχε αρχίσει να σημειώνει άνοδο το hip – hop και το acid house, ενώ η προσεκτικά (ανα)μασημένη pop των Stock Aitken & Waterman κατείχε με ασφάλεια τα ρετιρέ, ο δίσκος, όπως γράφηκε χαρακτηριστικά από τον Alan Clayson, «ελλιμενίστηκε σαν ένα αρχαίο Ντρακκάρ των Βίκινγκς σε μια προκυμαία κατειλημμένη από hovercraft».
Με απήχηση βασισμένη κυρίως στη γενιά ακροατών της δεκαετίας του ’60 και του ‘70, για περισσότερους από τους οποίους η συνύπαρξη τέτοιων ονομάτων στον ίδιο δίσκο δε μπορούσε παρά να είναι ιδιαίτερα θελκτική, το "Volume One" μπήκε στο τοπ-10 του Billboard, κορυφώνοντας την πορεία του τον Ιανουάριο του ’89 (US#3, 28/1/1989, UK#21, 16/1/89). Από κει και μετά, ο μουσικός τύπος άρχισε να τον ανακαλύπτει και να εκθειάζει τη σπάνια αυτή σύζευξη των πέντε κορυφαίων μουσικών, εκ των οποίων όμως ο ένας, δυστυχώς, μόλις είχε αναχωρήσει.
Στις 6 Δεκεμβρίου του 1988, λίγες εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του δίσκου, κι ενώ είχε ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις του δικού του (θα κυκλοφορούσε το Φεβρουάριο του ’89 με τίτλο “Mystery Girl”), στον οποίο ο Jeff Lynne είχε καθοριστική συμβολή, ενώ οι Harrison και Petty είχαν και αυτοί συνεισφέρει παίζοντας και συνθέτοντας, ο μεγάλος Roy Orbison έφυγε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή.
Χάρις στην επιτυχία του “Volume One” η σόλο καρριέρα των Dylan και Petty πήρε μια γερή ανάσα ζωής, όπως φάνηκε και από τα “Oh Mercy!” και “Full Moon Fever” που κυκλοφόρησαν τους επόμενους μήνες. Το lp ξεπέρασε σε πωλήσεις τα τρία εκατομμύρια αντίτυπα μόνο στην Αμερική και μπήκε μέσα στα πέντε υποψήφια για Grammy άλμπουμ του 1990, κερδίζοντας μάλιστα αυτό της «Καλύτερης Ερμηνείας από Ντουέτο ή Γκρουπ».
«Είναι ο καλύτερος δίσκος του είδους του που έχει κυκλοφορήσει. Για την ακρίβεια, είναι ο μόνος δίσκος του είδους αυτού που έχει κυκλοφορήσει ποτέ. Ένα χαμηλότονο αριστούργημα, σύγχρονο και παραδοσιακό ταυτόχρονα. Η περίπτωση των Wilburys είναι από τις ελάχιστες που όχι μόνον δικαιούνται αλλά και αξίζουν την ετικέττα “supergroup”. Και μάλιστα αξίζουν καθένα απ' τα δύο συνθετικά της εξίσου, τόσο το “super” όσο και το “group», έγραψε το Rolling Stone.
O δίσκος παραμένει και σήμερα μια μουσική απόδραση από τα γρανάζια της μουσικής βιομηχανίας, στην κατά πολλούς, τελευταία στροφή της ροκ εποχής. Φτιαγμένη από την καλόβουλη, αλληλέγγυα συνύπαρξη και την έμπνευση πέντε μοναδικοτήτων στις οποίες η ίδια η βιομηχανία όφειλε τα μέγιστα για τη γιγάντωσή της.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου