"With so many light years to go...": Αντίστροφη μέτρηση, ετών 30 και βάλε
Παρασκευή, πρώτη ώρα. Eκκλησιασμός με πaρουσίες υποχρεωτικές, μαζί με το διπλανό Λύκειο, που μας χωρίζει μια μεσοτοιχία. Σταυροκοπιόμαστε βιαστικά και περνάμε τον πρόναο του πολυούχου, ίσια σ΄αυτή τη μυρωδιά από κερί ξεραμένο και ξύλο ποτισμένο από λιβάνι. Η λειτουργία δε θ’ αρχίσει, πριν όλος ο κόσμος χωρέσει μέσα.
Πέφτω πάνω στο Γιώργο τον «116», τον πειρατή, πού’ ναι ακροβολισμένος από νωρίς σ’ ένα φρεσκολουστραρισμένο στασίδι, πίσω - πίσω. Πατομπούκαλα κλεμμένα από ντεμοντέ συλλογή Έλβις Κοστέλλο, υποψία από αγγλικό ψεύδισμα στην εκφορά των τίτλων των καινούριων μάξι σινγκλ (με τα οποία ήταν συνήθως φορτωμένος) και μια μονίμως σκόρπια διμοιρία σπυράκια εκεί που πάλευαν να φυτρώσουν συμμετρικά οι φαβορίτες του.
Διπλωμένος σ΄ένα μπουφάν παραφουσκωμένο υαλοβάμβακα, ίδιος το ανθρωπάκι της Μισελέν, κρύβει πίσω απ΄τη χακί την τσάντα μια γαλάζια σακούλα. Έχει πάνω της τη στάμπα απ’ το δισκάδικο του Σπάϋρους του «Ζλεγιέρ». «Τί έχουμε ‘δω, ρε;». Υπό τα αυστηρά βλέμματα νά ‘ρχονται τροχιοδεικτικά από τους φουλ αγιογραφημένους τοίχους του ναού, το κάθαρμα τολμάει. Βγάζει το δίσκο απ΄τη σακκούλα και τον ακουμπάει όρθιο στη μέσα πλευρά απ΄το στασίδι, για να μπορώ να δω. Μια ατέλειωτη σειρά από κρυσταλλάκια εκπορεύονται από τον γαλάζιο μας πλανήτη κι ανεβαίνουν σε πρώτο πλάνο.


Πάνω σε καθένα, ένας απ΄τους πέντε του συγκροτήματος, ζωγραφιστοί σαν ήρωες από κόμικ. Μέσα Δεκεμβρίου του ’86. Ήταν η πρώτη φορά που είδα το περιβόητο “Final Countdown”. Μέσα σε εκκλησία.  
Ακουγόταν κάτι μέρες, κι έλεγα είναι φήμη. Ένα hard rock συγκρότημα από τη Σουηδία είχε, λέει, φτάσει στο τοπ-10 της Αγγλίας.
«Πώς ν’ ακούγεται ένα hard rock κομμάτι που φτάνει στο νούμερο 1;». Πέφτανε στοιχήματα: «Χορευτικό, σαν “I Was Made For Loving You”». «Δε θά’ χει σόλο κιθάρα, ούτε για δείγμα». «Θά’ χει στον τίτλο το “Love κάτι” – όλοι γουστάρουν αγάπες και λουλούδια». «Μπαλάντα θά’ ναι, στα σίγουρα».
Μόνον όταν άρχισε να μπαίνει προς το τέλος του προγράμματος στις ντίσκο, στους Χριστουγεννιάτικους χορούς των Λυκείων, λύθηκε η απορία μας. Και είχαμε πέσει όλοι έξω. Ανάμεσα σε συμπληγάδες αλαφρολίκνιστων
Communards, Janet Jackson, Cameo και Timex Social Club και μόνο εκείνο το πανοραμικό, επίμονο, σόλο ήτανε ανακούφιση. Και κάτι παραπάνω. Ήτανε γδικιωμός, πανηγυρισμός για γκολ στην παράτα που έδινε πρόκριση, ένα «πάρτε μία στα μούτρα κι από μας». Κάθε φορά που έδειχνε η ΕΡΤ το βίντεο – κλιπ, λίγο πριν το σόλο, περνούσε η εικόνα ενός φάρου, κωδωνοστασίου, κάτι τέτοιου τέλος πάντων. Η ατάκα – ενστικτώδες inside joke κάθε ριγμένου χεβυμεταλλά που την μουσική του δεν την άκουγε πουθενά – είχε κάπως έτσι: «Δείχνει εκκλησία (γιατί) τώρα ο άλλος θα κατεβάσει παπάδες».


 Όταν με το ξεκίνημα του ’87 τα εξώφυλλα με τους Europe άρχισαν να πληθαίνουν, κάναμε ένα – δύο βήματα πίσω. Λογικό. Το ποζάρισμα του Joey Tempest -γαλλική μυτούλα, περμανάντ λεοντή, άτριχο μαγουλάκι και χαμόγελο μαρμάρινη βιτρίνα πιο εκτυφλωτική κι απ΄του Ντόνυ του Όζμοντ- ήταν τόσο ενοχλητικό για τα χαρντ ένστικτά μας, που προκαλούσε μέχρι και σκέψεις αλητήριες, επίρριψη ποδοπατημένου κουτακίου («και τί κουτί κουτί») Henninger στην οθόνη και τέτοια. Ίσα, ρε.
Δε μας φτάνανε οι “A-HA”, που, με τον Μόρτεν αποτέτοιον και τον Μάγκνε Κατιτέτοιονσον τον κημπορντίστα, είχαν ανεβάσει τον πήχυ του αρσενικού look σε δυσθεώρητα ύψη (μόνο σε σεσημασμένους του μεταλυκειακού εντοπίζονταν ανάλογες κωμωτηριέ χαίτες). Τώρα εφορμούσαν στο εικονοστάσι του image απασών των συμμαθητριών κι άλλα απρόσιτα γκομενοπρότυπα, που κάναν πλέον τελειωτικά εμάς τους θεράποντες της τζην στολής να δείχνουμε σαν τον καληνυχτάκια κοντοξάδερφο απ’ το χωριό.
 Τις δύο τελευταίες βδομάδες μαθημάτων πριν σταματήσουμε για  Χριστούγεννα, η κασσέττα του “Final Countdown” πέρασε απ’ τα χέρια της μισής τάξης. Ντήλερ η Αλέκα, η επονομαζόμενη και “fashion victim”, γιατί με κάποιο τρόπο κουβαλούσε πάνω της όχι μόνο την κώμη που ήταν κάθε βδομάδα στα περιοδικά, αλλά και την μουσική που παρεπιδημούσε στα τοπ, από Madonna μέχρι Anita Baker και Billy Idol.
Οι ετυμηγορίες αντικρουόμενες, ακριβέστερα διχασμένες ανάλογα αν ήσουν αγόρι ή κορίτσι : «Μόνο το γνωστό χιτ είναι καλό, τ΄άλλα βαβούρα». «Μόνο η κιθάρα του Norum αξίζει, κατά τ΄άλλα είναι φλώροι». «Πρώτη φορά στο συγκρότημα όλοι ωραίοι. Ουάου ! Θα κάνω τα μαλλιά μου ακριβώς σαν του Τζόϋ». «Ο τραγουδιστής είναι σαν τη Βέτα απ΄το Δεύτερο χωρίς βυζί, ρε μ@λ@κα».
 Παρά τη διαφαινόμενη σχάση, ένα πράγμα ήταν βέβαιο από την αρχή : Εκτός από το κλασσικόμορφο σόλο στο ομώνυμο κομμάτι, οι παπάδες που έχωνε ο John Norum, βγάζανε το γκρουπ απ΄το σωρό και του δίνανε σαφή hard rock προσανατολισμό. O ήχος του άλμπουμ έδινε την αίσθηση ότι ρουφάς ένα ηχητικό μιλκ σέϊκ από κήμπορντς, αλλά ότι κάπου προς τον πάτο υπάρχει μια γ@μ@τη κιθάρα που έπρεπε ν’ ακούγεται πολύ περισσότερο. Το δυνάμωνες, το δυνάμωνες, έβαζες το αυτί κοντά στο ηχείο, τίποτα. Και πάλι η κιθάρα ακουγόταν σα να την είχαν κλείσει τιμωρία στο δωμάτιο να κάνει τα μαθήματα. “Produced by Kevin Elson”, έλεγε το εσώφυλλο.  Ta debate στα διαλείμματα είχαν κάτι από την βαθύτητα των επιχειρημάτων διυπουργικής επιτροπής της Ε.Ο.Κ.: «Τα σόλο στο “Rock The Nightκαι Ninja” κάνουν τον Malmsteen (μόλις είχε βγάλει το “Trilogy”) ν’ ακούγεται φλύαρος παπάρας». «Ναι, αλλά διαβάζω ότι έφυγε ο Norum. Τώρα ποιός θα μπορεί να παίξει τα ίδια;». «Δε γίνεται να παίξεις hard rock με τέτοιο τραγουδιστή». «Είναι της μόδας μωρέ οι φλωράτζες. Μόλις περάσει η μόδα, θα ξεχαστούνε. Tά’ χουμε ξαναδεί με Quiet Riot, με Sister. Από ‘δω και μπρος μόνο thrash, ρε». 
Άμα κατάφερνες να υποφέρεις το ότι οι Europe άρεσαν πλέον και στο φυτό την απουσιολόγο με τα σιδεράκια, τότε είχες την ευκαιρία να δεις καλά τί υπήρχε μέσα στο δίσκο. Ειδικά η δεύτερη πλευρά ρόκαρε κανονικά. Η ρυθμική κιθάρα ακούγεται να καλπάζει στα “On The Loose” και “Love Chaser”. Στο “Heart Of Stone”, με τα αλα U.F.O. κοψίματα, ο Norum σερβίρει σε κάτι λιγώτερο από μισό λεπτό ένα σόλο που έχει μέσα Hendrix, Van Halen, Michael Schenker και Malmsteen. Δεν είναι και το πιο εύκολο, ούτε το πιο συνηθισμένο κιθαριστικό επίτευγμα. Ειδικά από μπάντα που μπήκε στο τοπ-10.
 

Θρυλικό αποδεικτικό στοιχείο για το ότι οι Σουηδοί «αλλιώς το εννοούσαν» το πράμα και όχι τόσο εμπορικό όσο τους βγήκε ήταν κι ένα κομμάτι που κακώς – κάκιστα δεν μπήκε μέσα στα 10 του δίσκου. Λεγόταν “Οn Broken Wings” και βρισκόταν το b-side του “Final Countdown”. Έχοντάς το στην κατοχή μου από σπόντα σε κείνη την κασσέττα με το ‘Seventh Star’ των Sabbath, το μοιραζόμουν πρόθυμα με τους σκληροπυρηνικούς αμφισβητίες: Ήταν γρήγορο, διπλομποτικό, ατόφιο και με σόλο που σάρωνε. Οι Σουηδοί δεν ήτανε με τίποτα «φλώροι».
 
Μπαλάντα βέβαια υπήρχε. Το “Carrie”, ένα κανονικό καψουροϋψίφωνο με πιάνο και τα τοιαύτα, που έφτασε στο Νο 3 στην Αμερική. Το ροκ άλλοθι του άλμπουμ ήταν το “Rock The Night”, που το πρώτο εξάμηνο του ’87 άρχισε να παίζεται όλο και περισσότερο σε πάρτυ και ραδιόφωνο. Οι κιθαριστικοί βρυχηθμοί στην εισαγωγή και το κουπλέ που ακουγόταν ξεκάθαρα (you know it aint easy  - running out of thrills”), χτυπούσαν καμπανάκι: Το hard rock, ύπουλα, μέσα στα στρας και τις περμανάντ, ερχόταν να πάρει τα σώβρακα της δεκαετίας. Και μαζί μ’ αυτά, να σημαδέψει κάτι εκατομμύρια εφηβικές ζωές που ζούσαν με και από την προσδοκία : “I guess there is no one to blame, we ’re leaving ground, will things ever be the same again?”

Όσο για το ίδιο το κομμάτι “The Final Countdown”, τα εμβατηριακά πλήκτρα του που είχαν ήδη διατρήσει το μυαλό μας, θα μας απωθούσαν με τον ψεύτικο στόμφο τους μόνο για μερικούς μήνες ακόμη. Γιατί τον Ιούνιο του 1987 – ακόμη δεν το ξέραμε – θα γίνονταν ο δεύτερος εθνικός μας ύμνος. Όταν, απ’ τα ηχεία του Σ.Ε.Φ. τα ίδια αυτά πλήκτρα θα συνόδευαν τη μία νίκη της εθνικής μπάσκετ μετά την άλλη και θα συνέδεαν σαν μεταμοντέρνο χορικό τις 30άρες του Γκάλη, την αυτοθυσία του Γιαννάκη, τα τρίποντα του Φάνη, τα σκρην της «Αράχνης» και θα υπογράμμιζαν ιδίως εκείνη την ώρα, την ώρα που «η πρόκριση» - κατά το ιερό και αναντάλλακτο γλωσσικό ολίσθημα του Φίλιππα Συρίγου- θα βρισκόταν «στα χέρια του τίμιου γίγαντα», ο οποίος με δύο βολές, την μία μετά την άλλη, θα έγραφε κάθιδρος και συγκεντρωμένος το 103 – 101, μ΄ένα λαό σε παραλήρημα, σε μια εποχή υπερχείλισης, σε μια στιγμή στο χρόνο που δε μοιάζει με καμιά άλλη.
 
Υ.Γ. 1: Μετά τη φυγή του John Norum στα τέλη του ’86, πάνω δηλαδή στη μεγάλη επιτυχία, η Europe δεν ήταν πια η ίδια μπάντα. Ο Kee Marcello εκτός από πολύ καλός κιθαρίστας ήταν ακριβής, αξιόπιστος και ομαδικός παίκτης (μέχρι και ξανθός βάφτηκε), όμως οι Europe δεν είχαν την ίδια αιχμή στον ήχο μέχρι το ’92 που διέλυσαν.
 
Υ.Γ. 2: Σε σύγκριση με τον Τζων τον Μποντζόβη απ΄το Νιου Τζέρσεϋ, οι Europe ήταν μια ροκ μπάντα που την έκαναν εμπορική με τα δικά της τραγούδια, όχι μια ποπ μπάντα που πουλήθηκε ως χαρντ ροκ με ξένα. Ήταν μια ροκ μπάντα, με το αδιάλλακτο work ethic των βόρειων, πράγμα το οποίο επέτρεπε σε όσους σκόπευαν να πλουτίσουν πάνω της να φορτώσουν στους βατοφορεμένους ώμους της έναν προορισμό: να ξεκολλήσει μια μερίδα του νεαρού κοινού απ΄την αφάνεια και να στρέψει μια άλλη, μεγαλύτερη, προς μια ροκ «μόδα» που δεκαετίες μετά έχει κραταιούς θύλακες παντού, από το Ουισκόνσιν ως την Οζάκα. Δε ήταν πια καταγέλαστο να ανήκεις στο «hard rock», μετά την επιτυχία των Europe. Κι ας τους λέγανε φλώρους όσοι νιώθανε «σκληρά» true αντράκια με κριτήριο τα σπασουάρ και το λάδι στους μυς του Ντεμάϊο. Κι ας κάγχαζαν οι ευαίσθητοι των Smiths, οι εναλλακτικοκλάψουρες των Wipers και οι σατέν εγκεφαλικοί της συνομοταξίας των Simple Minds.
 
Υ.Γ. 3: Μετά την επανένωσή τους το 2004, με την επιστροφή και του Norum στο κουιντέτο, οι Europe απέδειξαν το πώς άκουγαν οι ίδιοι ανέκαθεν τη μουσική τους μέσα στα κεφάλια τους. Zeppelin, U.F.O., Rainbow, Uriah Heep ήταν η πρώτη τους ύλη. Δεν έφταιγε ο Tempest που μπορούσε να κρατά τη μελωδία πάντα ατσαλάκωτη – άλλοι θα σκότωναν γι΄αυτό – ούτε έφταιγε κανείς τους που γεννήθηκε φωτογενής. Στον αγύριστο πια με τη δικτατορία των άσχημων.
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου