Foreigner: "I Want To Know What Love Is"
Thursday

17Oct

Foreigner: "I Want To Know What Love Is"

Δημοσιεύθηκε από:

17/10/2024

Κατηγορία: Rocktime Songs

9753
Είχε πάει τρεις το πρωί όταν κάθισε μπροστά στο ταπεινό μεταχειρισμένο Roland που είχε τοποθετήσει στο μικρό στούντιο του διαμερίσματός του στο Kensington. Έτσι γινόταν κάθε μέρα. Όταν το τηλέφωνο κουραζόταν να χτυπάει, τα μπουκάλια Syrah στοιχίζονταν στο ξύλινο πάτωμα και οι καλεσμένοι έφευγαν για να συνεχίσουν αλλού μέχρι το πρωί.
Ο Mick Jones, κιθαρίστας των Foreigner, μπορεί να είχε γίνει εκατομμυριούχος πριν κλείσει τα 40, αλλά η ζωή του είχε μεταβληθεί σε ένα τσίρκο αξημέρωτο, στο οποίο ο ίδιος είχε ένα σταθερό νούμερο: ακροβάτης χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Βρισκόταν στη μέση μιας πολυδάπανης διαδικασίας διαζυγίου, ζούσε μεταξύ Νέας Υόρκης και Λονδίνου, η Atlantic πίεζε για ένα νέο άλμπουμ τουλάχιστον το ίδιο πετυχημένο όπως το «4» (του ’81), περιστοιχιζόταν από ένα παρδαλό κονβόϋ party animals, ψευδοϊντελέκτουαλ φελλών, δημοσιογράφων που ήθελαν να πίνουν τζάμπα, περιστασιακών προμηθευτών κοκαΐνης, τουρ μάνατζερ (και των ακριβών κωλ γκερλ  που τους συνόδευαν), ενώ ήδη συζούσε με μια μποέμ τύπισσα, την Ann, που τού' λεγε ότι «δεν είχε πρόβλημα αν μέσα απ’ αυτήν ήθελε να ξεπεράσει το διαζύγιο, έτσι είν’ αυτά».
Το Roland το είχε σα σημειωματάριο. Σαν ημερολόγιο. Τα δάχτυλα κινήθηκαν σαν από μόνα τους στα πλήκτρα, καθώς το μυαλό του έψαχνε νέους ορισμούς σε παλιές, αναγκαίες και τόσο αντιφατικές έννοιες. Έμπαινε το καλοκαίρι του ’84.

“In my life there's been heartache and pain
I don't know if I can face it again
Can't stop now, I've traveled so far, to change this lonely life”


«Μου πήρε μέχρι το πρωΐ, όμως είχα καταφέρει να γράψω τις πρώτες νότες της αρχής και, ως δια μαγείας, είχα κι έναν τίτλο, που δε μπορούσε να φύγει από το μυαλό μου. Αυτά όμως ήταν αρκετά για να μπω ξημερώματα με φόρα στο δωμάτιο και να ξυπνήσω την Ann (σ.σ. : σύντομα θα γινόταν η επόμενη σύζυγός του). Πρέπει να έρθεις τώρα στο στούντιο, αμέσως. Θέλω ν΄ακούσεις κάτι που έγραψα και θέλω να μου πεις τη γνώμη σου. Λέγεται "I Want To Know What Love Is".
Εκείνη μου έριξε τότε ένα βλέμμα απορημένο, σχεδόν ενοχλημένο. «Δηλαδή; Τί εννοείς «Θέλεις να μάθεις τί είναι ο έρωτας; Δεν έχεις μάθει ακόμη;».



Ο Jones δεν ήταν κανένας άπειρος μπροστά στην βασανιστική τέχνη του να φτιάχνεις τραγούδια από το μηδέν. Το καταλάβαινε όταν τον επισκεπτόταν κάποια μουσική ιδέα σπάνιας ομορφιάς. Έβαλε λοιπόν την Ann να ακούσει εκείνη την ημιτελή, φρέσκια ιδέα, σα να θέλει νά’ χει μια έξωθεν μαρτυρία. Για μέσα του τα λαμπάκια είχαν ανάψει όλα. Είχε συλλάβει μια μελωδία που συγκινούσε πρώτα τον ίδιο. Βρισκόταν σ’ ένα σταυροδρόμι της ζωής.
Οι δύο στροφές με τις οποίες είχε ντύσει τη μελωδία είχαν λόγια ήταν άμεσα, απολογιστικά και κατέληγαν σ΄ένα ρεφραίν – έκκληση, που είχε κάτι το θρησκευτικό, εξυμνητικό και μαζί παρακλητικό. Ίσως γιατί πίστευε και ακόμη περισσότερο ευχόταν ένας βαθύς έρωτας να ξεκαθάριζε το τοπίο της πολυδιασπασμένης ζωής του και να του άνοιγε τα μάτια από κει και πέρα.
Παρουσίασε το κομμάτι στη μπάντα. Ο τραγουδιστής του, ο 34χρονος Lou Gramm, από καιρό είχε μεταμορφωθεί σε μια ιδιότροπη πριμαντόνα, όμως είχε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα λαρύγγια στη βιομηχανία. Ο ντράμμερ Rick Wills είχε βρεθεί τυχαία μαζί του, όταν το ’79 έψαχνε δουλειά μετά από ένα γερό φέσωμα που είχε φάει από το μάνατζμεντ του Peter Frampton, έχοντας μείνει απλήρωτος για μια ολόκληρη περιοδεία. Δίπλα στον Jones ένιωθε σίγουρος. 
Ο μπασίστας Dennis Elliot ήταν μαζί με τον Jones από την αρχή των Foreigner και του είχε εμπιστοσύνη.
Οι τέσσερίς τους έπιασαν το κομμάτι και το ηχογράφησαν δοκιμαστικά. Ήταν πράγματι μια καλή μπαλάντα, απ’ αυτές που οι υπεύθυνοι του εμπορικού τμήματος της Atlantic θα ξερογλύφονταν να μπει στον καινούριο δίσκο. Όμως ο ίδιος ο Jones ήθελε κάτι παραπάνω γι’ αυτή την απρόσμενη μεταμεσονύκτια επιφοίτηση που τον είχε επισκεφθεί στο Kensington.
«Το κομμάτι ζητούσε κάτι σόουλ, κάτι βαθύ, κάτι που να ξεπερνά σε έκταση τη φωνή του Lou. Φυσικά δεν του το είχα πει. Είχα όμως σκεφτεί να το δώσω σε μια γυναικεία φωνή, με πρώτη την Aretha Franklin. Ενώ σχεδίαζα πώς θα κάνω την επαφή, έπεσα πάνω σ’ έναν ιδιοκτήτη μιας μικρής δισκογραφικής εξειδικευμένης στο gospel, που μου χάρισε μια στοίβα δίσκους της εταιρίας του».
Ένας απ’ αυτούς τράβηξε την προσοχή του Jones.
Ήταν από μια θρησκευτική χορωδία, με το όνομα "New Jersey Mass Choir". Χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν, ένα απόγευμα στο τέλος του καλοκαιριού μπήκε στο αυτοκίνητο και πήγε στο New Jersey να παρακολουθήσει την χορωδία εκείνη σε πρόβα. Αποτελείτο από φωνές όλων των φυλών και των ηλικιών. Η δυναμική από τα δεκάδες συντεταγμένα ανθρώπινα λαρύγγια που ακολουθούσαν φωνητικά πατήματα μιας μαεστρίας πηγαίας, ζυμωμένης με το ήθος του gospel, άφησε τον Jones έκθαμβο.
"Τους εξήγησα ότι τους χρειαζόμουν για ένα μόνο κομμάτι και δέχτηκαν. Διάλεξα λοιπόν 30 φωνές απ’ την ορχήστρα, κι ένα απόγευμα τους έβαλα στα Right Track Studios στη Νέα Υόρκη. Ήταν πρόθυμοι αλλά και αρκετά τρακαρισμένοι. Πρωτάρηδες σε mainstream ηχογραφήσεις, όπου όλα πρέπει να είναι πειθαρχημένα και υπολογισμένα στο δευτερόλεπτο. Όμως αυτό τους έδινε μια φρεσκάδα πρωτόγνωρη, μια φυσικότητα που ξεχώριζε δίπλα στις τυπικές ροκ ν’ ρολ ηχογραφήσεις. Και είχα κάνει μέχρι τότε αρκετές".
Οι πρόβες πήγαν ικανοποιητικά, αλλά το αποτέλεσμα – τραγουδισμένο πάνω σ’ έναν οδηγό πρώτης φωνής του Lou- ακουγόταν ακόμη συγκρατημένο. Προσπάθησα να τους το πω ευγενικά. Τότε, τους βλέπω από το booth να κάνουν όλοι έναν κύκλο, πιασμένοι χέρι – χέρι και με κλειστά τα μάτια να λένε δυνατά το «Πάτερ Ημών».
Μια πανέμορφη μαύρη κοπέλλα που ήταν κάτι σαν μαέστρος τους με πλησίασε και μου έκανε νόημα: «είμαστε έτοιμοι». Ο Frank Fillipetti ο προϊστάμενος ηχολήπτης του στούντιο έδωσε σήμα και οι ταινίες άρχισαν να ρολλάρουν. Είπαν το κομμάτι ολόκληρο με την πρώτη. Η δύναμη και η ψυχή που έβγαλε η χορωδία, που είχε και τρεις σολίστ καταπληκτικές, όσο και ταπεινές, μας έκοβε την ανάσα».
Το καθοριστικό τεστ έγινε με πρωτοβουλία του Jones στα μέσα φθινοπώρου του ’84. Κάλεσε τον άνθρωπο που ήλεγχε τα πάντα, την κεφαλή της Atlantic Records και ζήτησε μια ιδιωτική ακρόαση. ο 52χρονος τουρκικής καταγωγής Ahmet Ertegün, δεν ήταν μόνο ο ιδρυτής και ιδιοκτήτης του δισκογραφικού κολοσσού. Ήταν ένας πολυτάλαντος και ταξιδεμένος μουσικόφιλος, συνθέτης και ο ίδιος, ο άνθρωπος που υπήρξε πρωτεργάτης στην ανάδειξη της soul, μεταξύ ‘55 και τέλους του ’60, αυτός που όχι μόνο από επιχειρηματική, αλλά και από μουσική άποψη καθιέρωσε ονόματα όπως ο Ben E. King, o Wilson Pickett κι η Aretha Franklin, πριν η εταιρία του κατακτήσει τα ‘70s με τους ναυαρχίδα τους Led Zeppelin. Ένας μεγιστάνας από απαράμιλλο καλούπι, που επειδή ήταν και ο ίδιος άνθρωπος της μουσικής, περιέβαλλε με ζέση τους καλλιτέχνες που εκτιμούσε.


«Ο Ahmet με καλοσώρισε χαμογελαστός στο ρετιρέ του κτιρίου της Atlantic όπου είχε το προσωπικό του γραφείο, έναν μικρό χώρο με τοίχους γεμάτους φωτογραφίες με τον ίδιο στο πλαϊ όποιου μεγάλου της jazz και του blues μπορεί κανείς να φανταστεί. Έλυσε τη γραββάτα και μου πρόσφερε πούρο. Ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους της βιομηχανίας που σε κάνουν να νιώθεις παλιός τους φίλος. Του έβαλα λοιπόν την κασσέτα με την πρώτη μίξη του I Want To Know What Love Is”, σ’ ένα παλιό στέρεο εντοιχισμένο ανάμεσα τακτοποιημένες στοίβες από βινύλια. Άκουσε σιωπηλός. Με το που τελείωσε το πρώτο ρεφραίν, γύρισα να τον κοιτάξω.
Είδα δυό αυλάκια από δάκρυα να παροχετεύονται κάτω απ΄τα κοκκάλινα γυαλιά του και δεν ήταν ιδέα μου. Ήταν ταραγμένος και ενθουσιασμένος μαζί. Εγώ ακόμη περισσότερο. Ήταν σίγουρο ότι στα χέρια μας κρατούσαμε μια σύνθεση από ατόφιο χρυσάφι».

To single κυκλοφόρησε λίγο πριν τα Χριστούγεννα του ’84, με το άλμπουμ “Agent Provocateur” να έχει προηγηθεί μερικές εβδομάδες. Στις 13 Ιανουαρίου του 1985, το “I Want To Know What Love Is βρισκόταν στην κορυφή των καταλόγων της Βρετανίας και στις 2 και 9 Φεβρουαρίου πάτησε την αντίστοιχη κορυφή της Αμερικής. Από τότε, έγινε και παραμένει το κορυφαίο σε πωλήσεις single των Foreigner και συγκαταλέγεται στους καταλόγους με τα σπουδαιότερα κομμάτια δημοφιλούς μουσικής όλων των εποχών.
Ένα επίσης είναι βέβαιο: Κανένα εφηβικό πάρτυ της του ’85 δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς αυτό.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου