Dropkick Murphys : Μαντολίνα, γκάϊντες και ακατάβλητα ακκόρντα, live στο Rockwave
Θα ανέβουν στη σκηνή του Rockwave στις 5/6, ως headliners, εγγυώμενοι μια καταιγιστική εμπειρία. Ποιοί είναι όμως οι Dropkick Murphys; Σε ρυθμό που προσπαθεί να παρακολουθήσει τον ακατάβλητο ήχο τους, στο rocktime.gr θυμίζουμε τα κυριώτερα σημεία μιας ιστορίας γεμάτης μάχες, μπύρα, ethic σκληρής δουλειάς, καυγάδες και όραμα χωρίς εκπτώσεις.
Συγκροτήθηκαν σαν μπάντα στο Quincy της Μασσαχουσέτης πριν από 20 χρόνια, στην άνθιση του underground, την εποχής της πανσπερμίας ανεξάρτητης δισκογραφίας και των εναλλακτικών ήχων. Το σχήμα, αποτελούμενο από μέλη με ιρλανδικές καταβολές, γεννημένα στα τέλη των '60s, υιοθέτησε τα ακούσματα με τα οποία είχε μεγαλώσει, τα οποία διέσωσαν για τη δική τους γενιά μουσικοί ήρωες όπως οι Dubliners και οι Pogues, συνδιάζοντάς τα με την ενέργεια των πρωτομαστόρων του πανκ (Stiff Little Fingers, Clash, Ramones). 
Πήραν το όνομά τους από μια θρυλική φιγούρα της Μασαχουσέτης των δεκαετιών '30 και '40, τον John "Dropkick" Murphy, έναν οστεοπαθολόγο που αντί να ασκήσει το επάγγελμα, φόρεσε τη φόρμα του wrestler και διέπρεψε, πριν ανοίξει τελικά την ομώνυμη κλινική απεξάρτησης από το αλκοόλ.


Μετά από ακατάπαυστες περιοδείες έγιναν αυτοδύναμη ατραξιόν για την περιοχή της Βοστώνης, ιδίως κατά τους εορτασμούς της ημέρας του Αγίου Πατρικίου (17/3), ημέρα κατά την οποία οι απανταχού της γης ιρλανδοί γιορτάζουν με άφθονο αλκοόλ και μουσική. Παντρεύοντας τον παραδοσιακό πανκ σκελετό με όργανα όπως πιάνο, φλογέρα, φλάουτο, γκάϊντα, ακκορντεόν, μπουζούκι μαντολίνο και φυσαρμόνικα, έφτιαξαν ένα ακαταμάχητο μίγμα που ήταν επόμενο να ανέβει από το underground στο φως του mainstream. Οι Murphys το κατάφεραν χωρίς να θυσιάσουν τίποτε από τη δημιουργικότητα και την ενέργειά τους. Με πυρήνα τον Ken Kasey (15/4/1967 - μπάσο, φωνητικά) η κοκκινοπρόσωπη, φωνακλάδικη κολλεκτίβα των ευγενών χούλιγκανς έκαναν την πρώτη above the radar δικσογραφική εμφάνισή τους με το άλμπουμ "Do Or Die" του '97. Το '98 αποχώρησε από τις τάξεις τους ο τραγουδιστής τους Mike McColgan, λόγω «έλλειψης αφοσίωσης στη μουσική και το κίνημα του οποίου αποτελούμε μέρος», όπως εξηγούσαν σε σχετική ανακοίνωση.
Στο "The  Gang's All Here" του 1999, απ΄όπου πλέον άρχισαν να ενδυναμώνουν τόσο τα hardcore όσο και τα ιρλανδικά φολκ στοχεία στη μουσική τους, στα lead φωνητικά ήταν πλέον ο 29χρονος πανκ Al Barr, ο οποίος παραμένει μαζί τους και σήμερα.
Ριζικές αλλαγές ακολούθησαν. Στη θέση του κιθαρίστα Rick Barton -ενός ακόμη θύματος από την πολλαπλή φθορά της ζωής «στο δρόμο»- προστέθηκαν ο  κιθαρίστας James Lynch, o Marl Orrell, o μαντολινίστας Ryan Foltz και ο Robbie Medeiros με την επιβλητική γκάϊντα του.
Στο "Sing Loud, Sing Proud" του 2001 έδειξε τη δυναμική της νέας σύνθεσης, συν μια σημαντική συμμετοχή του μεγάλου Shane McGowan στο "Caps And Bottles", μια εύγλωττη παραδοχή ότι το σχήμα αποτελεί αν όχι τους συνεχιστές, πάντως τους υπ' aριθμόν 1 ευνοούμενους των Pogues. Mε την ομόθυμη στήριξη των Ιρλανδών της Μασαχουσέτης, η δική τους εκτέλεση στο παλαιώτερο παιάνα μάχης των Η.Π.Α., το "For Boston" έγινε πλέον ο ύμνος του Boston College. To "Live on St. Patrick' s Day From Boston, MA" ήταν το επιστέγασμα μιας φρενήρους πορείας. To 2003 έρχεται το "Blackout", που περιλαμβάνει το αγαπημένο των ζωντανών εμφανίσεων "Fields Of Athenry".


Το 2004, με το μουσικό πολυεργαλείο Tim Brennan (μόλις 20 ετών τότε) στη σύνθεσή τους, ακούγονται ακόμη περισσότερο με το single τους "Tessie". Στο βίντεο-κλιπ η μπάντα ετοιμάζεται στα αποδυτήρια σαν κανονική ομάδα, με φανέλλες και εκφωνητή να παρουσιάζει τον καθένα, να παίξουν καταμεσίς σ΄ένα γήπεδο baseball, όπως αποδεικνύεται παράνομα, αφού προς το τέλος τους μαζεύουν οι σεκιουριτάδες με τη βία. Η ουσία της μουσικής τους, η μη αναστρέψιμη, ακάθεκτη ενέργεια βρίσκει το δρόμο προς μια πρώτη mainstream επιτυχία.
 Tο "Warrior's Code" του 2005 φθάνει μέχρι το #49 στο Billboard (με το "Tessie" ως bonus track). Μια επανηχογράφηση του παλιώτερού τους κομματιού, του προβλεπόμενα σαρωτικού "I' m Shipping Up to Boston" περιλαμβάνεται στο soundtrack του "The Departed" του Scorcese (μια περιεκτική εκδοχή των «Καλόπαιδων» αλά ιρλανδικά, με Di Caprio και Jack Nicholson, όπως όλοι θυμόμαστε) που ανακηρύσσεται ταινία της χρονιάς στα Όσκαρ του 2006.
 Η αναγνωρισιμότητά τους εκτοξεύεται. Το "The Meanest Of Times" του 2007 φθάνει στο #20 του Billboard και περιέχει το οργίλο "Johnny I Hardly Knew Ya" και το δημοφιλές "State Of Massachusetts", άλλο ένα κλασσικό στη δομή φολκ μικροέπος, με γκάϊντες και μαντολίνα να σκίζουν τον αέρα, δίπλα στα κοφτά ακκόρντα και τα αγριεμένα φωνητικά του Barr, με τα gang δεύτερα φωνητικά έτοιμα να σπάσουν κάθε φανταστική ή  και πραγματική μπαριέρα και να εφορμήσουν.   

 Ο Mark Orell φεύγει στις αρχές του 2008 και αντικαθίσταται από τον ψυχωμένο και επίσης πολυτάλαντο Jeff DaRosa και την Άνοιξη του 2009, παίζουν σαπόρτ στην περιοδεία του μεγάλου Bruce Springsteen για το "Working On A Dream" και συνεχίζουν ως σαπόρτ των Aerosmith, κι αυτών γέννημα - θρέμμα της Βοστώνης.
Το Μάρτιο του 2011 κυκλοφορούν το έβδομο άλμπουμ τους "Going Out In Style" με συμμετοχή από τον ίδιο τον Boss και σημαντικές στιγμές τo ομώνυμο, το "Memorial Day" και τη διασκεή στο "Irish Rover". Το "Signed And Sealed With Blood" του 2013 περιέχει το επικό "Rose Tattoo" - το δεύτερο μεγάλο crossover hit της μπάντας που κερδίζει άφθονο ραδιοφωνικό χρόνο παντού - και το φουλ στην τεστοστερόνη "The Boys Are Back".
 

Δεν λείπουν από κανένα μεγάλο φεστιβάλ εδώ και πολλά χρόνια και θεωρούνται πλέον όχι ένα cult σχήμα της ιρλανδικής καταγωγής underground σκηνής της Βοστώνης, με σημειολογία γεμάτη μπουλντόγκ, κρανία, ρόπαλα και τριφύλλια, αλλά μια μπάντα που χωρίς να θυσιάσει καθόλου τη στόχευσή της και το φολκ χρώμα των απαρχών της, λειτουργεί καταλυτικά ανάμεσα στις γενιές των ακροατών προσθέτοντας ακατάπαυστη ενέργεια, αίσθηση ενότητας και αφοσίωση στο σύγχρονο ροκ ήχο. Ποιότητες «παλιομοδίτικες» όσο και άφθαρτες. Διάφορες «ταμπέλες» έχουν φορεθεί στον ήχο τους, με πιο συχνή αυτήν του "Celtic Punk". Ο αρχηγός τους, όμως, Ken Casey έχει παραδεχθεί ότι η φιλοδοξία τους θα ήταν να «αναγνωρίζονται ως οι AC/DC του κελτικού πανκ ροκ», υπό την έννοια ότι δεν σκοπεύουν να παρεκκλίνουν γραμμή από το ηχητικό τους στίγμα.
Με έντονα πολιτικοποιημένη δράση υπέρ των Δημοκρατικών στις Η.Π.Α. και μην ξεχνώντας τις εργατικές τους καταβολές, οι Murphys έχουν δώσει άπειρες συναυλίες προς υποστήριξη εργατικών ενώσεων και συνδικάτων, προσπαθώντας πάντως να αποστασιοποιούνται δημοσίως από τα πολιτικά άκρα και από οποιονδήποτε καπηλεύεται τη δημοφιλία τους για μικροπολιτική σκοπιμότητα.
Αν η καρδιά της διεθνούς μουσικής σκηνής χρειάζεται ενεργειακή υποβοήθηση για να συνεχίσει να εμπνέει και να παρασύρει σε ζωντανή μέθεξη το κοινό, οι Dropkick Murphys είναι από τους βηματοδότες της.
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites