Prisoners Of Our Time: «ΡΟΔΟΝ», 18.2.1990
Monday

24Feb

Prisoners Of Our Time: «ΡΟΔΟΝ», 18.2.1990

Δημοσιεύθηκε από:

24/02/2020

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

6081
Κυριακή, 18 Φεβρουαρίου του 1990, έχω ήδη σφυρίξει πρόωρη λήξη στην εξεταστική. Το Γενικό Διοικητικό Ι, με κείνο το ροζ βιβλίο του Δαγτόγλου, το γεμάτο υποπαραγράφους και στεγνές νοήματος κατηγοριοποιήσεις, ό,τι πιο ξενεροκ έχει φέρει η Νομική μπροστά μου μετά από τρία εξάμηνα τρώει backburner πού’ ναι όλο δικό του.
Ήταν να το δώσω 24, αλλά με συνοπτικές διαδικασίες, καίτοι μισοδιαβασμένο, το αφήνω για Σεπτέμβριο. Υπάρχουν πιο σοβαρά πράγματα στο τσιμπούσι της ζωής από το να ξεκοκκαλίσεις ένα μάθημα εγκαίρως.
Ο Φεβρουάριος έχει μπει γερά. Ο νεαρός Υπουργός των Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς, τραβάει απέλαση στον τουρκαλά πρόξενο στη Θράκη, καθώς πάλι κάτι ανακατεύουνε τα ιθωμανά με τη μειονότητα. Η «17 Νοέμβρη» μπουκάρει στο Πολεμικό Μουσείο και κάτω από τη μύτη των φρουρών βουτάει κάτι μπαζούκας. Τρίτη 6 Φεβρουαρίου, μία μέρα πριν δώσω Δικονομία ΙΙ, η Αθήνα είναι παραδομένη σε συνεχείς διακοπές ρεύματος, καθώς η ΔΕΗ κάνει απανωτές απεργίες. Το ενδεχόμενο να μείνω με τον ορισμό των δικονομικών ενστάσεων στο χέρι και να διαβάζω με φακό, με σπρώχνει χωρίς δεύτερη κουβέντα σε απογευματινή προβολή στο «ΟΠΕΡΑ».
Ο «Κύκλος των Χαμένων Ποιητών» είναι μακράν η πιο δυνατή ταινία που έχω δει τα τελευταία χρόνια, στο τέλος με πιάνουν και τα κλάμματα. Ποιος δε θέλει να συναντήσει έναν Κήτινγκ στη σχολική, ή έστω την πανεπιστημιακή, ζωή μας.
Τετάρτη, 13, μία μέρα μετά τη λήξη της κατάληψης στο Πολυτεχνείο, που είχε μετατρέψει το κέντρο της Αθήνας σε Βηρυττό, πάω με τη Μαρία στο «ΕΛΛΗ», στο Crimes & Misdemeanors του Γούντυ Άλλεν. Προφανώς έχει κάποια ανοσία στο μπλακ χιούμορ και τις μηδενιστικές ατάκες, καθώς δείχνει να ζητάει σχέδια κάτω από την καπαρτίνα της, πάνω που ο Μάρτιν Λαντάου οργανώνει πώς θα σκοτώσει την Αντζέλικα Χιούστον. Του Αγίου Βαλεντίνου γίνεται χαμός. Παραλαμβάνω τη Ζέτα από τα τραίνα του σταθμού Λαρίσης – κατεβαίνει από Θεσσαλονίκη, καθώς, ως φοιτήτρια ΦΠΨ που σέβεται τον εαυτό της, έχει κι αυτή τελειώσει την εξεταστική δίνοντας μόνο τα τρία πρώτα μαθήματα – και περνάμε ένα τρίωρο στον 4ο όροφο της Χέϋδεν, κάνοντας τί άλλο, εις βάθος ανάγνωση των απάντων του Χάϊντεγκερ.
Το απόγευμα, με τα πόδια πριονισμένα στη μέση των μηρών, ανηφορίζω τη Σίνα για το Γαλλικό Ινστιτούτο, όπου αλλάζω πίστα εντελώς.
Η παρέα των οχτώ αζευγάρωτων –5 αγόρια, 3 κοπέλλες, κανένας δε γουστάρει καμία, ή τουλάχιστον κανείς δεν τολμάει να υπανιχθεί κάτι τέτοιο– το έχει προαναγγείλει: μετά το βραδυνό μάθημα, θα γιορτάσουμε «τον Αντιβαλεντίνο», πίνοντας στο «Φωταέριο» μέχρι κανείς να μη μπορεί να σηκωθεί απ’ την καρέκλα του. Όπερ και εγένετο, καθώς το μαγαζί έκλεισε λίγο μετά τις δύο, με εναπομείναντες τρεις από τους οχτώ, λιάρδα απ’ τα Μπλακ Ράσσιαν, να ζορίζουμε με ακατάληπτες παραγγελιές τον έντρομο λαχουροσκουλαρικάτο djπου έκανε το λάθος, ένεκα της ημέρας, να βάλει το “Is This Love”.
Αργά το μεσημέρι της Παρασκευής 15 του μηνός, ξυπνάω μ’ έναν αόρατο νάνο να βαράει το αμόνι που έχει σφηνωθεί ανάμεσα απ’ τα μηνίγγια μου. Μέσα απ’ τον απάτητο λαβύρινθο των αυλακιών του ποτισμένου με Serkova εγκεφάλου, μια σκέψη διαφεύγει και χτυπά την πόρτα του κούτελου. Κυριακή.
«ΡΟΔΟΝ». Running Wild με τους Rage support. Nα πάρω εισιτήριο. Δυό βήματα είμαι."



Η πρώτη χρονιά της ολοκαίνουργιας δεκαετίας  έχει μπει με τις παραδοσιακές δυνάμεις του metal να έχουν λουφάξει. Οι Maiden δεινοσαυρικοί και πρόχειροι, εξακολουθούν να σιγούν, ενάμιση χρόνο μετά το “Seventh Son”. Οι Metallica έχουν δείξει πόσο πεζοί ηχούν χωρίς τον Cliff Burton. Oι Priest έχουν επιστρέψει από το καλοκαίρι του ’88 στο καθαρό metal, όμως περισσότερο από φόβο, μετά το κράξιμο του “Turbo”. O Lemmy απολαμβάνει κρισάρα μέσης ηλικίας : έχει μετακομίσει στο L.A., κάτι φωτογραφίες στα περιοδικά τον δείχνουν μαυρισμένο, με σορτσάκια και μαλλί – θου, Κύριε - χτενισμένο. Οι Αccept διαλύσανε μέσα σε έξι μήνες μ’ αυτό το μαλάκα τον αμερικάνο στη θέση του Udo. Οι Savatage δεν είναι καινούργιοι, πάνε ν’ ανέβουν μετά το “Hall Of The Mountain King”, όμως μέχρι πού θα φτάσουν; Σίγουρα, κανείς τους κοντά στην κορυφή. Αντίθετα, Motley Crue, Alice Cooper, Guns N’ Roses, Bon Jovi, το ευρέως νοούμενο ως “sleaze” βρίσκεται όντως στο θρόνο. Με θανατηφόρο όπλο τις κοψοφλέβιες μπαλλάντες έχει επιτέλους φέρει κοντά μας τα κορίτσια και μεσουρανεί εμπορικά σε Ευρώπη και Αμερική. Τις πρώτες μέρες του Φεβρουαρίου το “I Remember You” των Skid Row, το “Janie’s Got A Gun” των Aerosmith και το “Love Song” των Tesla βρίσκονται μέσα στα 10 πρώτα του Billboard - ποιός θα το πίστευε, καναδύο χρόνια νωρίτερα; Όμως το sleaze, το ξέρουμε καλά, δεν είναι το μέταλ που διαλέξαμε ν’ ακούμε για να συναντήσουμε τον έφηβο εαυτό μας, δεν είναι «κανονικό» μέταλ. Και στο κανονικό μέταλ έχει πλέον πέσει κατάληψη από τα γερμανά, ιδίως τα thrashόμουτρα.
Και στα μέρη μας. 11 Δεκεμβρίου του ’88 σκάσανε στο «ΡΟΔΟ» σα βόμβες οι Sodom με support τους δικούς μας ραγδαία ανερχόμενους Flames και τον Nigel Foxxe. Μάρτη του ’89 ήρθαν οι Kreator, κι αυτοί με Flames που γυρίσανε μέχρι και το βίντεο κλιπ του “Betrayer” - στο Ηρώδειο, οι αθεόφοβοι, ενώ 27 Οκτωβρίου ήταν η σειρά των Destruction.
Οι «κανονικοί» βολευόμασταν με τους εγώριους Spitfire, τους Rust και τους πολύ δυνατούς Deceptor από Θεσσαλονίκη, ενώ ακριβώς τέτοια εποχή πέρσι, 25 Φεβρουαρίου του ’89 έιχαν έρθει πρώτη φορά και οι Running Wild. Ντυμένοι πειρατές, με κείνο το καχέκτυπο νεκροκεφάλινο σήμα – μασκώτ, σα φτιαγμένο από στο πόδι από μεταξεταστέο στα καλλιτεχνικά της δευτέρας γυμνασίου, με τον αρχηγό τους με την άσπρη τούφα στη χαίτη να φτύνει τα γερμαναγγλικά του και τον Άγγλο ξανθό ντράμερ που έκανε μαγκιές φτύνοντας φωτιές σαν τον Gene Simmons.
Η διαφήμιση πέφτει σύννεφο σ’ όλα αυτά τα συγκροτήματα, μέσα από το Metal Hammer, το οποίο στην ουσία κινείται ως θυγατρική εταιρία του γερμανικού. Μετά το συναυλιακό ξεπαρθένεμά μας από Saxon και Maiden, οι χεβυμεταλλάδες έχουμε γίνει δικαιωματιστές. Τώρα, μετά από τόση στέρηση, θα τα δούμε όλα. Θα τα ακούσουμε όλα. Θα πηγαίνουμε σε όλους, σ’ όποιον έρχεται να παίξει live. Είναι η ώρα μας.
Το καινούριο των Running Wild, ας πούμε, το “Death Or Glory” τό’ χω πάρει σε κασσέτα, μία βδομάδα πριν τα Χριστούγεννα. Πρώτη φορά που είχα δει κάτι γραμμένο για τα γερμανά αυτά ήταν Σεπτέμβριος του ’87 στο “Heavy Metal”, μια συνοπτική κριτική στο δίσκο τους “Under Jolly Roger”, που τον έβρισκες μόνον εισαγωγής. Με τον επόμενο, “Port Royal”, είχαν κάνει τον ήχο τους πιο ευέλικτο και μελωδικό. Όταν, Νοέμβριο του ’88 άκουσα τον Αλέξανδρο Ριχάρδο να βάζει στο ραδιόφωνο ένα υπερέπος τιτλοφορούμενο “Conquistadores”, μ’ έπιασε. Δεν είναι ένα ακόμη σχήμα που ξεβράστηκε από το speed metal κύκλωμα και σύρθηκε προς πιο βατές heavy φόρμες, αλλά ένα φιλόδοξο γκρουπ, που θέλει να αναμετρηθεί με τα μεγάλα ονόματα, με θεματικό image που χτίζεται με κάθε άλμπουμ. Η σχετική στειρότητα από κυκλοφορίες «κανονικού» μέταλ έχει βάλει το “Death Or Glory” δυνατά στο προσωπικό μου playlist. Δεν έχει βέβαια μέσα δεύτερο “Conquistadores”, αλλά είναι σίγουρα πιο καλά ηχογραφημένο από το “Port Royal”. Κομμάτια σκληρά και με αρμονίες, καλά βαλμένα δεύτερα φωνητικά, ρυθμική βάση ανεβασμένη μπροστά. Τί θέλετε κύριοι Maiden, να κάνετε concept άλμπουμ; Το εμπεδώσαμε, δεν είσαστε οι PinkFloyd. Τί γουστάρετε πλέον, κύριοι Metallica; Φτιάξατε στο τέλος και σεις βίντεο – κλιπ, μπήκατε στα Grammy, μας σερβίρατε δυσκοίλια εφτάλεπτα κομμάτια που θέλουμε προφίσιενσυ για να διαβάσουμε τους στίχους και πού μας πάτε;
Ποιός νοιάζεται για μας που θέλουμε «κανονικό» heavymetal, με ριφάρα που να κάνει τις τρίχες στο σβέρκο να σηκώνονται, ρεφραίν που να σου σιδερώνει τη μούρη και σολάρες στη μέση που να προκαλούν επιληψία; Running Wild; Ναι, Running Wild. 
Aυτοί φαίνεται να θέλουνε να μας δώσουν αυτό που μας ανέθρεψε, αυτό που όλο και μας λείπει. Μαύρα δερμάτινα, χωρίς φλώρικες μπαλάντες, metal και μόνο. Αυτή τη φορά που θά’ ρθουν στο «ΡΟΔΟΝ», δεν τους χάνω, θα τους δω.
Και δε θά’ ναι μόνοι τους. Τη συναυλία ανοίγουν οι Rage, Γερμανοί κι αυτοί, τους οποίους έχω σαν ταπεινό μου πουλέν, μια προσωπική μου ανακάλυψη. Είχα ακούσει μόνο το υπεργρήγορο και κάπως ακαλλιέργητο “Don’t Fear The Winter”, μέχρι που τον περασμένο Οκτώβριο, έσκασε μύτη το καινούριο τους, “Secrets In A Weird World”, μια πειστική κυκλοφορία, σε κασσέττα χρωμίου της γερμανικής NOISE Records. Oι τρεις Rage απ’ έξω σε μια μαυρόασπρη φωτογραφία γκρο πλαν, κι οι τρεις με αδιαπέραστα γυαλιά ηλίου, μπαντάνες, σκυθρωποί, ροκ σταρ κανονικοί. Κάπως κακόφωνοι, με τη φωνή του μπασίστα – τραγουδιστή Peavey Wagner να ξύνει το αυτί, αλλά με συνοχή, καθαρή παραγωγή και δυό κομμάτια που ξεχωρίζουν φανερά: το “Time Waits For No Οne” που ξεκινά με μια εισαγωγή κλασσικής μουσικής (Opus 32 No. 3 του Serge Prokoviev) και το “Invisible Horizons”, έναν απρόσμενα μελωδικό υπερηχητικό κεραυνό.


Κυριακή 18 Φεβρουαρίου, λοιπόν. Από τις πέντε το απόγευμα γυροφέρνω έξω από το «ΡΟΔΟΝ», μέσα στον χειμωνιάτικο ήλιο που κάνει γκελ στα μάρμαρα του Μουσείου και χύνεται στη Μάρνη. Είμαι ο πρώτος που φτάνω τόσο νωρίς, όμως δεν περνάνε δέκα λεπτά κι ένα πούλμαν από Βόλο αποβιβάζει μια ορδή τζηνοφορεμένων στο πάρκινγκ, δίπλα στο «ΡΟΔΟΝ». Πεινασμένοι, τσαλακωμένοι, όμως ευδιάθετοι. Κόβουνε βόλτες, κόβουνε και τις καταλήξεις. Κοιτάν ‘δώ, κοιτάν ‘κεί. Μέσα σε λεπτά, έχω βρεθεί ανάμεσα στις κουβέντες τους. Ο Σάκης, ίδιος ο Cliff Williams των AC/DC, με φωνή που βγαίνει με το ζόρι μέσα από δυό σφιχτά σαγώνια με μόνιμο χαμόγελο, δογματίζει ότι «κινούρια κλά συγκρουτήματα δεεν έχουκούσ’» για να καταλήξει : «Πρηστ κι Εσιντισί κ’ μιτά του χάαους». 
Ο Μητσάκος, τυπάκι μαυριδερό με αφάνα χωρισμένη στη μέση με μια χωρίστρα αυτοκτονική οποιασδήποτε απόπειρας για γκομενιλίκια και λιγδωμένο κολλεγιακό με πάνω του ένα γιγάντιο σιδερότυπο Μότορχεντ, ισχυρίζεται ότι το «το καλύτερο Μέϊντεν είν’ το πρώτο με το Ντιάννο, μιτά φλωρέψαν» και «το καλύτερο Σλέϊερ το Ρέϊνιν Μπλαντ, μιτά φωρέψαν κι αυτοί». 
Ο Γιάννης είναι κάτι σαν αρχηγός τους, όλοι αυτόν ζητάνε, όλοι αυτόν ψάχνουνε. Όχι πολύ ψηλός, αλλά ψωμωμένος. Ίδιος ο Κέρρυ Kινγκ. Βλέμμα τιθεστωραμησουγαμησ’, φρεσκοξυρισμένος, φαβορίτα μέχρι το λαιμό, μαλλί μέχρι τη μέση που αραιώνει στην κορυφή κάπως πιο ταχύρρυθμα απ’ όσο θά’ θελε ο καθένας, έχει κατέβει από το λεωφορείο με πλήρη εξάρτυση : μαύρο πέτσινο με φερμουάρ και τα ρέστα, τζην ελαστικό σκισμένο στα γόνατα, μποτάκι άσπρο Νάϊκ χιλιοσφαγμένο, μπλουζάκι “Hallows Eve – Death And Insanity”, ζώνη με σφαίρες, περικάρπιο με ασημένια καρφιά στο δεξί και δαχτυλίδια στα τρία δάχτυλα του αριστερού, κανονική iron fist.
«Θα στο πάρουνε στην είσοδο, φιλάρα. Πρόσεχε, στο λέω ‘γω».
«…Να μου πει να το βγάλω, ποιός;»,
αντιγυρίζει δυνατά, για να πιάσουνε το νόημα οι κοόρτες ότι δε μασάει.
Μέσα σ’ αυτό τον ασυμμάζευτο χαμό, σαν προαυλισμό αναμορφωτηρίου, πρέπει νά’ σαι γκαβός για να μην προσέξεις τη μία φιγούρα που ξεχωρίζει. Η λιγομίλητη μεταλλού δε χρειάζεται τα κραυγαλέα βοηθήματα που τα πεντέξι θηλυκά μεταλλάκια του βολιώτικου πληρώματος έχουν υιοθετήσει. Ούτε μάσκαρα σα να’ χει φάει μπουκέτο απ’ τον Τάϊσον, ούτε σταυρούς, ούτε χαϊμαλιά, μπότες με σπιρούνια, ή μπλούζες με κρανία να ξερνάνε τ’ άντερά τους. Ίδια η τύπισσα απ’ το βίντεο κλιπ “No Smoke Without A Fire” των Bad Company. Πάω στοίχημα τόσο ότι αγνοεί την ύπαρξη της σωσία της, όσο όμως και ότι ξέρει πολύ καλά πώς δείχνει περιτριγυρισμένη από αυτούς τους μετέφηβους παραβάτες από τη Μέση Γη της Θεσσαλίας.
«Με λένε Έλενα». Όλα τα φωνήεντα καθαρά.
Γύρω στις έξι ο κόσμος έχει πυκνώσει. Από τα βάθη της Μάρνη, την Αγίου Κωσταντίνου, το Σταθμό της Βικτώριας και την Πλατεία Καραϊσκάκη καταφτάνουν οι δικοί μας. Ακούρευτοι ντενιμοφορούντες καμικάζι, σε ακανόνιστους σχηματισμούς, προσέρχονται στην κιβωτό τους, το τέμενος που έχουν κατορθώσει να μοιράζονται με τις λοιπές φυλές με την επιμονή τους, το «ΡΟΔΟΝ Club», το Hammersmith της Αθήνας. Το ταμείο πολιορκείται για τα τελευταία εισιτήρια κι ο κόσμος στριμώχνεται σε αναβρασμό μπροστά, στις κλειστές πύλες της εισόδου, από τις οποίες αραιά και πού μπαινοβγαίνουνε με σχετικά δυσκολία κάτι μούρες που κάνουνε μπαμ ότι έλληνες δεν είναι με τίποτα.
«Ποιοί είν’ αυτοί ρε;».
«Ρόουντι, θά’νρ’ μαλάκα».
«Έχουνε μπει;». «Πότ’ ήρθαν και δεν τους είδαμε;».
«Θα βγούν καθόλου έξω;».
«Κάτσε ν’ ακούσουμε, αρχίσαν σάουντσεκ;»

Ξαφνικά, ανάμεσα από ξεφυσήματα τσιγάρων, γέλια και πειράγματα τροφοδοτούμενα από τσίγκινες Χάϊνεκεν, στ’ αριστερά μου ένας τύπος με γαλάζιο φούτερ, πετσέτα μπάνιου περασμένη στο λαιμό και φρεσκολουσμένο μαλλί προσπαθεί ευγενικά να προχωρήσει προς την πύλη. Κανείς δεν τον αναγνωρίζει, του τείνω το χέρι.
«Χέλλοου Κρις ! Χαβ ε νάϊς σόου τουνάϊτ!»
«Ευχαριστώ… Αλλά, μίλα μου ελληνικά, ρε. Έλληνας είμαι. Απ’ την Κοζάνη».
Το όνομα Chris Efthymiadis τό’χω δει γραμμένο στην κασσέττα, είναι ο ντράμερ τω Rage, αλλά πού να το φανταστώ; Τόσοι έλληνες δεύτερης γενιάς δε μιλάνε ελληνικά. Μέσα σε δευτερόλεπτα, οι γύρω -«κάποιος είναι αυτός ρε μαλάκα!»- ακούνε και βλέπουνε ότι κάτι συμβαίνει, μας στριμώχνουνε, από περιέργεια. Καλά, το “Secrets” μπορεί να την το’ χουνε πάρει, αλλά περιοδικά δε διαβάζουνε;
«Θα παίξουμε 45-50 λεπτά, τα καινούρια, πιο πολύ. Όταν τελειώσει η συναυλία, μη φύγεις, θα κατέβουμε να σας βρούμε να σας χαιρετήσουμε, όλα τα παιδιά».
Νιώθω τη ματιά της Έλενας πάνω μου.
«Αααα, δε φεύγω από δίπλα σου απόψε. Θα κάτσουμε μέχρι τέλος».
Κι ενώ δυσκολεύομαι να πιστέψω πώς η βραδιά μου κάνει τέτοια δώρα, να κι ο κιθαρίστας των Rage, ο Manni, ένας μεγαλόσωμος τύπος φανερά διαφορετικός από όλους εμάς τους πληβείους μεταλλεργάτες, όπως υποδεικνύει το τζην με τα κρόσσια, τα σκισίματα και τα ραφτά. Πιο υποψιασμένοι τώρα οι γύρω τον κυκλώνουν και του χώνουν στη μούρη να υπογράψει εισιτήρια, βινύλια, τα μανίκια τους, τις πλάτες του τζην τους. Ένα παιδί μεγαλύτερο από μένα, σημαδεμένο από μια άκαρδη κινητική αδικία, έρχεται απ’ τα δεξιά μου και σηκώνει προς τον Manni το άκοπο ακόμη εισιτήριό του. Ένα αξύριστο αρχίδι με μπλούζα Kreator μπαίνει μπροστά και τον σπρώχνει, γκαρίζοντας «κάνε πίσω ρε, χη ιζ μάϊ φρεντ, ρε». O Manni, με βλέμμα που δε σηκώνει κουβέντα, τεντώνει το αριστερό χέρι και κάνει τον Kreator να πισωπατήσει. Με το δεξί παίρνει το εισιτήριο απ’ το χέρι του παιδιού και μ’ έναν bic που ως δια μαγείας εμφανίζεται στα χέρια του, το μονογράφει.
Εverybody here is my friend. C’ mon, shake his hand, you’re friends too”.
Ο όχλος ξεσπά σ’ επευφημίες καθώς, μετά από κλάσματα δευτερολέπτου ντροπής, ο Kreator συνθηκολογεί και με σφιγμένα χείλη ρίχνει ένα χάϊ φάϊβ στο παιδί με την τσακισμένη πλάτη, που, το βλέπω μ’ ένα αποστεωμένο χαμόγελο αγαλλίασης να οπισθοχωρεί μέσα στον κόσμο, κρατώντας στο χέρι το εισιτήριο με το αυτόγραφο του Manni.
Εφτάμισυ και οι άνθρωποι του «ΡΟΔΟΝ», που έχουν ήδη παραταχθεί κοντά στο κάγκελο επιτρέπουν στους πρώτους να περάσουν μέσα. Είμαι μέσα στην πρώτη πενηνταριά που μπουκάρουν «Έλα μαζί μου» λέω στην Έλενα «και στάσου εκεί που θα σου πώ». Τρέχουμε και πιάνουμε θέση ακριβώς στη μέση στο δεύτερο σκαλί της πίστας – αμέσως μπροστά μας το βαθύ pit. Τσεκαρισμένα πράματα. «Δεν το κουνάς από δω», της λέω, «Κάνε ένα βήμα πιο πίσω από την άκρη και δεν το κουνάς, φυτεύεσαι… Και λέγε τί θέλεις να σου φέρω απ’ το μπαρ».
«Μπύρα;»
Σηκώνει τον ώμο και χαμογελά μ’ έναν τρόπο που κάνει τα μποτάκια μου να ζυγίζουν σαν τσιμεντόλιθοι και ν’ αρνούνται να στρίψουν για δύο δευτερόλεπτα, στο τρίτο όμως συνέρχομαι. Σε λιγώτερο από πέντε λεπτά τα μπροστινά δύο σκαλιά της πίστας του «ΡΟΔΟΝ» πάνε να φουλάρουνε. Καθώς περιμένω πακτωμένος από ανυπόμονα πέτσινα και τζην να παραλάβω στην ουρά τα δύο πλαστικά κυπελλάκια με ολίγη από Άμστελ, απ’ τα ηχεία παίζει το “You Don’t Remember, I’ll Never Forget” και παρακαλάω να μην κάνει τη μαλακία και κουνηθεί παραπάνω από τό’ να βήμα που της είπα. Τη βρίσκω ελαφρώς περικυκλωμένη αλλά εκεί. Hittman, Savatage, Fifth Angel και Arch βαράνε από τα ηχεία δίνοντάς μας τον πολύτιμο χρόνο να ανταλλάξουμε τις πρώτες κουβέντες, αμήχανες στην αρχή, πιο στρωτές στη συνέχεια. Μένει εδώ, «σπουδάζει». Πού; Προφέρει ένα αρκτικόλεξο που μέσα στη βαβούρα αδυνατώ να αποκρυπτογραφήσω και δε ρωτάω περισσότερα. Με κάποια απ’ τα παιδιά του λεωφορείου «μέχρι πέρσι ήμαστε συμμαθητές». «Ήρθα να τους δω».      
“ΆΑΑΑΑντερ Τζόλλυ Ρότζεεεερ!” τραγουδάνε οι πρώτες κολλημένες στο κάγκελο της σκηνής σειρές, καθώς το στριμωξίδι στο «ΡΟΔΟΝ» σιγοβράζει, λεπτό το λεπτό περιμένοντας όλοι και μαζί τους κι εμείς, οι δύο άγνωστοι, τη στιγμή που η μουσική θα σβήσει, τα φώτα θα κλείσουν και θα έρθει η πρώτη μεγάλη έκρηξη που θα δικαιώσει την ύπαρξή μας. Αυτό συμβαίνει στις εννιά ακριβώς, όταν οι τρεις Rage ανεβαίνουν στη σκηνή με την ηχογραφημένη εισαγωγή του Prokoviev και ξεκινάνε να βαράνε γρήγορα με το “Time Waits For No One”.
Λίγοι τους ξέρουν, όμως πολλοί θα θελήσουν να τους μάθουν, ιδίως μετά τα τρία πρώτα κομμάτια, που ακούγονται ακατάβλητοι, οδοστρωτικοί, τρία όργανα κι ένας κημπορντίστας χωμένος στο πλάϊ της σκηνής. Ο θεόρατος Peavey φορτωμένος ένα πέτσινο με χαϊμαλιά και φουλάρι, γρήγορα το αποχωρίζεται, ενώ ο Manni– με το ίδιο φανταιζί παντελόνι που φορούσε κι έξω πριν δυό ώρες, παίζει τα θέματα ακριβώς όπως στο δίσκο, καλυπτόμενος στα σόλο από το μπάσο του Peavey που πρέπει να’ χει πάνω καμιά εκατοστή παραμορφώσεις. Στη μέση πίσω τους κοπανάει τα τύμπανα ο Χρήστος ο Ευθυμιάδης από την Κοζάνη. Μετά το δεύτερο κομμάτι, σηκώνεται, βγαίνει μπροστά στη σκηνή, πιάνει το μικρόφωνο που Peavey και συστήνεται με την σημαδεμένη από την βεστφαλική ξενιτιά ελληνικά, με το κοινό του «ΡΟΔΟΝ» να ξεσπά σε αλαλαγμούς, περισσότερο από έκπληξη.
«Γειά σας πιδιά. Είμαι πολύ χαρούμενος που βρίσκομαι στην Ελλάδα, τη χώρα μου. Έχω νά’ ρθω πολλλά χρόνια. Να περάσουμ’ καλλλάααα!»
Κρεμώντας μάλιστα μια ελληνική σημαία πάνω στη δίκαση TAMA, μας έχει κάνει δικούς του, πράγμα που κανά μισάωρο μέσα στο σετ των Rage γίνεται ξεκάθαρο, αφού το σόλο ντραμς του ολοκληρώνεται μ’ ένα εμφατικό ξέσπασμα του κοινού. Κι ο ίδιος δείχνει φτιαγμένος, καθώς ξαναβγαίνει πίσω απ’ τα ντραμς, ξαναλέει για την Ελλάδα, για το πόσο περήφανος νιώθει που παίζει για μας. Φιλάει τη σημαία, Peavey και Manni τον χειροκροτούν χαμογελαστοί. Αυτοί οι Γερμανοί, ναι, μοιάζουν να είναι φίλοι μας. Κλείνουν το σετ με ποιό άλλο, το μανιασμένο “Don’t Fear The Winter”, μέσα σε απόλυτο πανικό στις μπροστινές σειρές, με καμιά πενηνταριά άτομα χτυπιούνται και σπρώχνονται μεταξύ τους.
«Καλοί έτσι;»
«Φοβεροί!»

Φοράει ένα κοντό δερμάτινο τζάκετ, τζην σωλήνα και μποτάκια Converse, αλλά το μυστικό είναι στο μαύρο στενό γιλέκο με το φανελλάκι από μέσα. Τα θηλυκά μεταλλικά αγρίμια της Ρέϊνμποου και της Όμπρε έχουν κάτι εντελώς δικό τους, ωστόσο παραμένουν μακριά απ’ τα πρότυπα του MTV. Όμως αυτή εδώ είναι σα να κατέβηκε από έναν πιο εξελιγμένο πλανήτη, με μια αύρα που δεν ανήκει εδώ. Δεν μπυ περνάει απ’ το μυαλό αν δικαιούμαι, αλλά κερνάω δεύτερο κυπελλάκι. 
“Τσέϊνζ Αν’ Λέδερ – Τσέϊνζ Αν’ Λέδερ – Φορεβερ» ωρύεται το «ΡΟΔΟΝ», αναμένοντας αναψοκοκκινισμένο τους Running Wild. Όταν στις δέκα και τέταρτο μπαίνει η ηχογραφημένη η εισαγωγή του “Riding The Storm”, πανζουρλισμός. Δεξιά κι αριστερά απ’ τη σκηνή οι δύο ορθογώνιες απεικονίσεις του εξωφύλλου του “Death Or Glory”. Αριστερά όπως κοιτάμε, το σκίτσo ενός περουκοφόρου ευγενούς -18ος αιώνας το πολύ, σα να ξεπήδησε απ’ το «Μπλεκ»»- να’ χει στη χούφτα μια χούφτα χρυσά φλουριά, με τα μάτια πεταμένα έξω από λαγνεία, με υπότιτλο το με γοτθικά γράμματα “Death”. Κι αριστερά, το γαλαζοφωτισμένο ιχνογράφημα ενός λιτά ντυμένου νεαρού με κλειστά μάτια σε μια κάπως χορευτική φιγούρα, με υπότιτλο ένα ομοίως γοτθικό “Glory”.



Το κέντρο της σκηνής καταλαμβάνει ο αρχιπειρατής με το -κωμικό, ακόμη και χωρίς υποδεκάμετρο γερμανοσύνης- προσωνύμιο Rocκ n’ Rolf. Από κοντά, ένα κράμα φάτσας κάπου ανάμεσα στον παλιό μπακ του Αμβούργου Μάνφρεντ Κάλτς κι ενός με επική κοκκινότροπη χαίτη και αρκετά νεώτερου Ίαν Χολμ – ο Θερναδιέρος των «Αθλίων»; Ο Χίμμελστος του «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο»; Ο κόουτς Μουσσαμπίνι του «Δρόμοι της Φωτιάς»; ο Ναπολέων του «Κουλουβάχατα της Ιστορίας»; Ο Κούρτζμαν του «Μπραζίλ»; Ε, αυτός.
Καρφωμένος με τα πόδια ανοιχτά στο κέντρο μπροστά απ’ το μικρόφωνο, με την γωνιώδη Hamerτου ανα χείρας, γρυλίζει τα γερμαναγγλικά του, κάνει headbanging, τινάζει τη χαίτη, παροτρύνει το κοινό. Δεξιά του ο συνοφρυωμένος Jens Becker με το πεντάχορδο μπάσο. Του πέφτει κάπως βαρύ και μεγάλο, το κρατάει σαν τάβλα οικοδομής, ενώ παρ’ ότι ακούγεται γεμάτος και σωστός, κινείται ασυντόνιστα με το ρυθμό, μέχρι το τέλος, κάπως σα μεθυσμένος. Αριστερά του Rolf, το ξυλάγγουρο ο Majk Moti στη δεύτερη κιθάρα, με τα νέρντυ μπροστινά δόντια και τη μαυροβαμμένη καούκα, σαν κομπάρσος που ξεπήδησε από το “Flesh & Blood” με τον Rudger Hauer, κείνο το έργο εποχής με τους ιππότες και τις διεστραμμένες παρθένες. Πίσω τους πίσω από τα τύμπανα δεν είναι ο Ian Finley, ο άγγλος σόουμαν που είχε ξεσηκώσει το «ΡΟΔΟΝ», αλλά ένας αποφασιστικός γερμαναράς ονόματι Jörg Michael, με μαλλί φουλ στο aquanet, ποζέρι κανονικό. Κι οι τρεις μπροστινοί ιδροκοπάνε μέσα στα βαριά, μαύρα μεταλλοφόρα πειρατικά τους κουστούμια, κάτι που δεν τους εμποδίζει να ξεχυθούνε σ’ ένα σετ που μας έρχεται ίσια στα μούτρα μας. “Renegade”, “Raise Your Fist”, “Port Royal”, ο ήχος γερός, δυνατός, η μπάντα σκέτο τεθωρακισμένο, το «ΡΟΔΟΝ» έχει αφηνιάσει. Είναι δυνατόν; Δηλαδή άμα έρθει κανένα πραγματικά μεγάλο όνομα, τί θα γίνει, θα γεμίσει το πάρκινγκ βανάκια του 166; “Bad To The Bone”, “Raging Fire”, πυροτεχνικά σκάνε δεξιά κι αριστερά από τα ντραμς, “Running Blood” – απ’ το καινούριο. Πανικός. Η Έλενα κρατάει τη θέση, αλλά παρατηρεί πολύ πιο στωϊκά απ’ όσο απαιτεί η στιγμή. Κάπου εκεί στο ντραμ σόλο μου σκάει το παραμύθι, πλησιάζοντας υπερβολικά κοντά στ’ αυτί μου: «Πάμε για λίγο πίσω; Κουράστηκα».
Ένας πάλιουρας μεταλλοπατέρας ετών τριάντα παρά κάτι, γνωριμία στο πατάρι του «Δισκάδικου της Αθηνάς» ένα χρόνο πριν, μια Πέμπτη πρωί  που έχουμε αναλύσει όλη τη δισκογραφία των Saxon δίσκο προς δίσκο, είχε πει τότε μια βαρυσήμαντη κουβέντα, κουβέντα που ξαφνικά την ακούω πιο δυνατά κι απ’ το “Wild Animal” που βιαστικά προλογίζει ο Rolf: «Μικρέ, θυμήσου το: Ποτέ, κάτω από καμία περίσταση, κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη, όσο εξαίρεση κι αν σου φαίνεται εκείνη τη στιγμή, σε χέβυ συναυλία μην κολλήσεις δίπλα σε γκόμενα. Νόμος».
Μα, εδώ, έχουμε την εξαίρεση προσωποποιημένη. Την ακολουθώ προς τα πίσω, προς τον πρόναο του «ΡΟΔΟΝ», ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα από κατανυκτικά ιδρωμένους βησιγότθους, ώσπου φτάνουμε στην πίσω γραμμή, κοντά στην είσοδο, εκεί που ποτέ μέχρι τότε δεν έχω σταθεί.  Προς μεγάλη μου έκπληξη, κι από κει βλέπεις και ακούς πεντακάθαρα. Προς ακόμη μεγαλύτερη, ακριβώς πίσω μας βρίσκονται δύο πολύ γνώριμες φάτσες. Ο Σάββας Κωφίδης κάθεται πάνω σ’ έναν εντοιχισμένο σταντ, πίσω από το μπαρ – σίγουρα από κει βλέπει καλύτερα – και μπροστά του ο Καλογερόπουλος, ο φέρελπις σέντερ φορ που έχουμε πάρει το καλοκαίρι από τις Σέρρες. Ο Κωφίδης παρακολουθεί προσεκτικά, σα να μη θέλει να τονπάρει το μάτι κανενός, ο άλλος, ντυμένος με κυριλέ δερμάτινο και λαχουράτο πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι το λαιμό, μάλλον δεν έχει πάρει πρέφα που ήρθε, καθώς επιχειρεί να χορέψει σαν σε ορθάδικο κλαμπ το “Pump Up The Jam” με ένα ποτήρι Κόλλινς στο χέρι. Άραγε πόσο να ήρθαμε με Ξάνθη σήμερα το απόγευμα;    
Η Έλενα, με περισσότερο χώρο να κινηθεί, ακουμπάει πλάτη σε σκαμπώ του μπαρ, τινάζει κι αυτή το μαλλί πίσω και ασκεί το δικαίωμά της να αφεθεί στα βλέμματα με τα οποία την ραίνουν οι καταρτισμένοι μεταλλογέρακες των μετόπισθεν: τύποι που γράφουν σε περιοδικά, δισκοπώλες, σεσημασμένες συναυλιόφατσες και λοιποί προύχοντες του μέταλ χωριού. Στο μεταξύ, το σόλο μπάσο του Becker στο “Final Gates” προϊδεάζει για συθέμελη ταραχή. Η υπόλοιπη μπάντα που τον έχει αφήσει μόνο στη σκηνή, ξαναορμάει μέσα, ο Jörg μετράει με τις μπαγκέτες, ένα-δύο-τρία, και οι Running Wild γκαζώνουν στο “Conquistadores”.

Σφαγή. Οι σεκιουριτάδες βάζουνε τα κορμιά τους μπροστά καθώς τα μανιασμένα πλήθη ορμάνε και πάνε να σκαρφαλώσουν στα μόνιτορ. Ένας τύπος με το πρόσωπο χαμένο μέσα σε μια μάζα φρικτά ιδρωμένα μαλλιά τους ξεφεύγει, ανεβαίνει μπροστά στον Rolf, πάει να τσιμπήσει μια πένα απ’ αυτές που έχει κολλημένες στο κάτω μέρος του σκάφους της Hamer του, όμως σπρώχνει κατά λάθος το μικρόφωνο κι αυτό χτυπάει το Rolf -που γαβγίζει ήδη το δεύτερο κουπλέ- στα δόντια. Τα παίρνει εμφανώς στο κρανίο, γυρνάει και φεύγει απ’ τη σκηνή, πιάνοντας το στόμα του, ενώ με χάρη εξαπτέρυγου του Φρανκενστάϊν Μajk Μoti σκύβει στο μικρόφωνο και καλύπτει τον αρχηγό, συνεχίζοντας να λέει τα λόγια κανονικά.  

Άνιωθα πιστός στο ρόλο του heavy καπιτάν – δική του εξάλλου η γαλέρα- ο Rolf επιστρέφει χωρίς τραύμα πριν καν τελειώσει το “Conquistadores” και οδηγεί τη συναυλία, χωρίς πολλά λόγια, με σύντομους καγχασμούς και παροτρύνσεις, στο τελικό κρεσέντο: “Uasitchun”, το δυνατό κομμάτι απ’ το “Port Royal” για τους ινδιάνους που σφαγιάστηκαν από τους λευκούς εποίκους – κατακτητές, “Prisoners Of Time” ένα από τα πρώτα τους κομμάτια, με το ρεφραίν – υπογραφή “we are Running Wild” και τέλος το επιβλητικό “The Battle Of Waterloo”, με ολόκληρο το pit του «ΡΟΔΟΝ» να επιδίδεται σε ομόθυμο headbanging. Μέχρι κι ο Καλογερόπουλος αποπειράται να μπει στο πνεύμα, με τον Κωφίδη ωστόσο να παραμένει πράος. Οι Running Wild χαιρετούν στα γρήγορα και φεύγουν, ο κόσμος μαζεύει τα σπασμένα, παίρνει ανάσες και τα δίνει όλα, ξελαρυγγιάζεται: «Άντεεερ Τζόλλυ Ρότζερ! Άντεεεερ Τζόλλυ Ρότζερ!».
Σε λιγώτερο από τρία λεπτά, ξανανεβαίνουν. «Ντις σονκ ιζ αμπάουτ δε πάϊρατ φλάγκ!» προλογίζει ο Rolf και χωρίς την εισαγωγή με τα έξι μέτρα του γνωστού στον καθένα των ξεθεωμένων θαμώνων ακκόρντου, μπαίνουν στο “Under Jolly Roger”. Η τελική έφοδος, εν μέσω πραγματικής μάχης των σεκιούριτυ με τον κόσμο που σεληνιασμένος ορμάει για μια τελευταία φορά ν’ ανέβει στη σκηνή. «Άντεεερ Τζόλλυ Ρότζερ!» το «ΡΟΔΟΝ» σείεται για να έρθει αμέσως μετά το κομμάτι με το ρεφραίν που δικαίως έχει υποκαταστήσει το “Denim & Leather” των Saxon, που έχουμε να τους δούμε τέσσερα χρόνια.“Chains And Leather, Chains And Leather, Forever”.
«Γκουντνάαααααϊτ, Άτενς, ση γιου νεξτ τάϊμ !!!»

«Είπαμε, δεν πάμε πουθενά, έτσι;». Η Έλενα αφυπνίζεται, στην προοπτική να δει τις μπάντες από κοντά. Καθώς τα στιλβωμένα στον μπύρινο ιδρώτα πλήθη κατευθύνονται προς την έξοδο, εμείς προχωρούμε προς τα μέσα. Δε θα μας διώξει κανείς. Θα μείνουν όσοι μπορούν να σταθούν γι’ αυτό που διαβάζουμε στις ξένες συναυλίες ότι λέγεται “signingsession”. Ανάμεσα στους παραμένοντες ο Μητσάκος, με το φούτερ πλέον σκούρο μπλε σα να’ χει πέσει σε υπόνομο. Παραληρεί, κρατώντας τη μία από τις δύο μπαγκέτες που πέταξε στο τέλος στον κόσμο ο Jorg Michael. Tου την πέφτει ένας κοντοκουρεμές ψηλέας που στην πλάτη του έχει ένα τεράστιο ραφτό “Branded And Exiled”, προβάλλοντας ακλόνητο επιχείρημα: «Φέρτηνα δω ρε μαλακιστήρι!». Ο εικοσιπέντε πόντους κοντύτερος Μητσάκος γραπώνεται πάνω της και ουρλιάζει «Γιάννη ! Γιάννηηηη!». Ο αρχηγός των Αχαιών σπεύδει με τη μία κι επιτέμνει τη διαφορά επί τόπου: «Φεύγα μακριάπ’ το πδί ρε μ@#νόπονο ! Την βούταρ’ με την αξία τουω!». Για να σιγουρέψει ότι το απόκτημά του θα μείνει ανέγγιχτο, ο Μητσάκος ουρλιάζει «δεν την ακουμπάει κανένας ρε κωλόπαιδα!», τραβάει μια ροχάλα και επιχειρεί να την απλώσει στη μπαγκέτα. Παραφρονεμένα γέλια και γιούχα αηδίας, αλλά το έχει πλέον πετύχει.
Καμιά τριανταριά έχουμε ξεμείνει στο pit του «ΡΟΔON», όταν μισή ώρα αργότερα κι ενώ παρακολουθούμε τους roadies να μαζεύουν καλώδια και να αποσυναρμολογούνε τύμπανα, Χρήστος Ευθυμιάδης, Manni, Peavey και Jens Becker– ο μόνος από τους Running Wild – σκάνε μύτη για να συναντήσουνε τους φανς, δηλαδή εμάς. Ενθουσιασμός. Manni και Peavey ευδιάθετοι, υπογράφουν παντού, ο Becker εμφανώς κωλοτρυπίδι και χωρίς να έχει αποχωριστεί το βαρύ δερμάτινο με τα λευκά πέτα που φορούσε πάνω στη σκηνή, μονολογεί: «Η περιοδεία έχει ακόμα 50 περίπου εμφανίσεις και μετά θα έρθω στα “Γκγικ Άϊλαντς” για να μεθάω από το πρωί». «Πάρε τη διεύθυνσή μου και γράψε μου, φίλε» μου λέει ο Χρήστος. «Πέρασες ωραία; Θα ξανάρθουμ’. Σίγουρα !». Ένας Βολιώτης με φωτογραφική μηχανή – πώς την έμπασε μέσα ο καργιόλης, αφού οι φωτογραφικές απαγορεύονται, τις παίρνουν στην πόρτα – τραβάει καμιά δεκαριά πόζες, όλοι μας στριμωχνόμαστε δίπλα – δίπλα στους μουσικούς, η Έλενα η μόνη γυναίκα, έχει πιθανότατα το πιο διάπλατο χαμόγελο στην περιοχή του ΜουσείοΥ, μην πω από Κυψέλη μέχρι και Χαφτεία.
Καθώς το τσούρμο χαιρετιόμαστε στη μεταμεσονύκτια Μάρνη, της ετοιμάζω την ατάκα «ραντεβού στους Motorhead, σ’ ένα μήνα», όταν την ακούω.
«Και τώρα, για πού;».
Η βραδιά αυτή συνεχίζει ξετσίπωτα τις δωρεές, ή κάτι είχε μέσα η δεύτερη μπύρα;
 «Τα παιδιά πάνε για μακαρονάδες στην Ομόνοια και θα μείνουνε κει, μέχρι να τους πάρει το πούλμαν για Βόλο. Δεν πάω μαζί τους. Κανόνισε».
Δε λέει πολλά, αλλά είναι προφανές ότι διαθέτει κάποια αίσθηση τάϊμινγκ. Παλαιομέταλλε, να θυμηθώ, όταν σε ξανασυναντήσω, να προσθέσω στο δόγμα σου, ταπεινά, μια υποσημείωση : σε κάθε νόμο, υπάρχουν εξαιρέσεις.
…………………………………
Υ.Γ.1: Οι Rage στην πορεία των χρόνων απέδειξαν ότι σοβαρολογούν. Μπορεί να μην ξέφυγαν ποτέ από το επίπεδο του γκρουπ που κινείται στον επονομασθέντα αργότερα χώρο του euro-powermetal, αλλά προσγειωμένα και επίμονα κυκλοφόρησαν έκτοτε 20 ακόμη άλμπουμ, απευθυνόμενα στο κεντροευρωπαϊκό, κατά βάση μη αγγλόφωνο κατά μητρική γλώσσα κοινό και οργώνουν τα φεστιβάλ ως και σήμερα. Ο Χρήστος Ευθυμιάδης  έμεινε κοντά τους ως το ’99, μάλιστα στη θέση του Manni από το ’94 έφερε τον αδελφό του Σπύρο, στην κιθάρα. Ο Peavey Wagner απέδειξε ότι είναι εκτός από μπασίστας και στιχουργός και συνθέτης, ιδίως κυκλοφορώντας το ’96 το “Lingua Mortis”, το πρώτο άλμπουμ όπου metalγκρουπ ηχογράφησε με συμφωνική ορχήστρα, αυτήν της Πράγας.
Υ.Γ. 2: “We are prisoners of our time, but we’ re still alive – fight for freedom, fighting for the right, we are Running Wild”. Οι Running Wild ακολούθησαν μάλλον φθίνουσα πορεία. Το Μάϊο του ’91 παρακολουθήσαμε για δεύτερη φορά να τους κλέβει την παράσταση το support group, τη φορά αυτή οι θρυλικοί Raven, ενώ ο Jens Becker, που ξανάμεινε μόνος να μιλήσει στο τέλος με τους φανς, ούτε που θυμόταν αν είχε ξανάρθει Ελλάδα, για τόσο κουνουπίδι κατάσταση μιλάμε. 16 άλμπουμ αργότερα, ο Rockn’ Rolf Kasparek επιμένει, με τη φωνή του φανερά αποδυναμωμένη και την κώμη του επίσης, αλλά την αναγνωρίσιμη γερμανική ξεροκεφαλιά του ακμαία, να παίζει αυτό που ξέρει και μόνο: heavy metal πεπαλαιωμένο, πανομοιότυπο, με κομμάτια διασκευές όσων έπαιξε στα πέντε πρώτα άλμπουμ, με ξεσηκώματα στίχων από διάφορες ιστορικές  περιόδους της ιστορίας. Πειρατές, ουσάροι, Ναπολέοντες, ολίγη από μυθολογία και το καράβι συνεχίζει.
Υ.Γ. 3: Κατανοώ την ανάγκη των νεώτερων να εκλαμβάνουν ορισμένα συγκροτήματα όπως αυτά τα δύο ως «τιτάνες», προσδίδοντας στο παρελθόν τους μυθικές διαστάσεις και θεωρώντας τα άλμπουμ τους κάτι σαν ακρογωνιαίους λίθους της πυραμίδας ολόκληρου του heavy metal. Δε φταίνε. Ζουν στην εποχή της μονομανίας, του μοχθηρού υποκειμενισμού, της αγιοποίησης της δευτεράντζας. Η πώρωση για το μέταλ υπήρχε και – καλώς- θα υπάρχει, όπως ποτέ το κόλλημα δεν πρέπει ν’ αφήνεται να γίνεται κώλυμα. Εκείνο που σίγουρα τότε ήταν διαφορετικό ήταν η πείνα μας και η έτοιμη να εκραγεί ανάγκη μας να βιώσουμε το heavy metal αφημένοι σ’ αυτό ως οπαδοί και ακροατές, όχι ως καταναλωτές και ex officioκριτικοί, μαζί σε παρέες, σε συναυλίες και στέκια κι όχι μόνοι μας από το shazam και το spotify.
Υ.Γ. 4: Εκείνο το απόγευμα, με κοινή ώρα ενάρξεως των αγώνων της Α΄ Εθνικής τις 15:30, ο Ολυμπιακός, με όλα τα γνωστά του ονόματα στην εντεκάδα, Ντέταρι, Τσαλουχίδη, Τσιαντάκη, Χαντζίδη, Παχατουρίδη, είχε συντριβεί στην Ξάνθη με 4-1. Ο Κωφίδης είχε ξεκινήσει βασικός κι ο Καλογερόπουλος μπήκε αλλαγή στο 53΄ κι έβαλε το γκολ της ντροπής, μειώνοντας σε 4-1.   
Υ.Γ. 5: Η Έλενα συνέχισε να πηγαίνει σε συναυλίες και παραμένει ξεχωριστά όμορφη μέχρι και σήμερα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου