Raw Silk: Το νέο άλμπουμ είναι μια νοσταλγική ματιά στην εποχή της ελευθερίας και της αθωότητας
Oι Raw Silk επέστρεψαν δισκογραφικά μετά από πολλά χρόνια και η προσμονή εκατοντάδων οπαδών τους για τον δεύτερο δίσκο είναι πλέον γεγονός με το εξαιρετικό “The Borders of Light”. Ο ηγέτης της μπάντας συνθέτης και ντράμερ Κώστας Κυριακίδης μας εξηγεί διαφωτιστικά όλους εκείνους τους λόγους που τον οδήγησαν στην αλλαγή ήχου και πορείας του γκρουπ.
Ας ξεκίνησουμε τις ερωτήσεις, μιας και όπως λέει και ο Γάλλος φιλόσοφος Αλμπέρ Καμύ: "Δεν μου αρέσουν τα μυστικά των άλλων. Με ενδιαφέρουν όμως οι εξομολογήσεις τους".

Επιστροφή με ένα αρκετά καλό άλμπουμ αλλά καμία σχέση με τον ήχο και τις συνθέσεις που έχουμε αγαπήσει το γκρουπ από τον πρώτο δίσκο. Οι οπαδοί και οι κριτικοί περιμέναμε ένα δεύτερο "Silk under the Skin" και πολλοί από εμάς αιφνιδιάστηκαμε με την νέα μουσική σας κατεύθυνση; Ποια είναι η άποψη σου για αυτή την εξέλιξη;
Η άποψη μου είναι ότι το "The Borders of Light" είναι μακράν η καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη δουλειά που έχω παρουσιάσει μέχρι σήμερα στον χώρο. Τόσο από συνθετική, όσο και από στιχουργική και εκτελεστική άποψη. Αυτό είναι αντικειμενικό. Όλα τα υπόλοιπα είναι θέμα γούστου. Το σκεπτικό πίσω από το νέο αλμπουμ ήταν να εξελίξω τον ήχο της μπάντας διατηρώντας ταυτόχρονα το μελωδικό στοιχείο και φυσικά την hard rock βάση. Επίσης ήθελα οι συνθέσεις να είναι περισσότερο βασισμένες σε κιθαριστικά ριφ παρά στα keyboards που ήταν πολύ έντονα στο "Silk under the Skin"
Και βεβαια μην ξεχνάμε ότι έχουν περασει 27 χρόνια και σχεδόν τίποτα δεν είναι πλέον οπως ήταν τότε. Ήθελα να κάνω ένα άλμπουμ που να αποτίνει φόρο τιμής στην γενιά και τον ήχο των '80s αλλά από μια πιο μοντέρνα οπτική. Χαίρομαι που η υποδοχή του άλμπουμ ήταν τόσο ενθουσιώδης από την συντριπτική πλειοψηφία των οπαδών και κριτικών και κυρίως τών νέων. "Οι νέοι διαλέγουν τους ποιητές τους" όπως είχε πει και ο Βαλερύ. Απ´την άλλη δεν ειναι δυνατόν να ικανοποιήσουμε όλα τα γούστα και τις προσδοκίες οπότε μοιραία θα υπάρχουν και ορισμένοι οι οποίοι αιφνιδιάστηκαν ή ξενίστηκαν με την αλλαγή του ήχου. Διαφωνώ με αυτό που υποστηρίζεις, ότι δηλαδή δεν υπάρχει καμμία σχέση με τον ήχο και τις συνθέσεις του πρώτου ἀλμπουμ. Υπάρχουν πολλοί συνδετικοί κρίκοι με το παρελθόν απλά ίσως να είναι λίγο δυσδιάκριτοι και να χρειάζεται λίγη προσπάθεια για να τους ανακαλύψεις ή να τους αντιληφθείς.  

Προσωπικά θεωρώ θεμιτό και λογικό  μία μπάντα να αλλάζει τον ήχο της. Μήπως όμως  η συγκεκριμένη αλλαγή ήταν λίγο "σοκαριστική" σε σύγκριση με αυτό τον "aor/melodic hard rock  μύθο" που είχαν κτίσει οι Raw Silk ιδιαίτερα στην χώρα μας;
Για πολλούς ίσως και να ήταν για άλλους σίγουρα όχι. Ειναι πιστεύω θέμα προσωπικού γούστου και αντίληψης, άρα καθαρά υποκειμενικο. Για μένα π.χ. η συγκεκριμένη αλλαγή αποτελει φυσιολογική εξέλιξη και, όπως σου είπα και προηγουμένως θεωρώ το "The Borders of Light" όχι μόνο σαφέστατη πρόοδο σε σχέση με το παρελθόν, αλλά και ὀ,τι καλύτερο έχω παρουσιάσει μέχρι σήμερα στο χώρο. Ο Αλμπέρ Καμύ είχε κάποτε πει ότι: ᾽Οποιεσδήποτε κι αν είναι οι προσωπικές μας δοκιμασίες, η ευγένεια του επαγγέλματός μας θα έχει πάντα τις ρίζες της στις δυο δυσβάσταχτες υποχρεώσεις: την άρνηση να πει ψέματα για κάτι που γνωρίζει και την αντίσταση στην καταπίεση῾. Ετσι κι εγώ δεν μπορούσα να πώ ψέματα παρουσιάζοντας ως μουσική πρόταση κάτι που για μένα ανήκει στο παρελθόν, αλλα ούτε φυσικά να αφήσω να μου υπαγορευσουν οι προσδοκίες των άλλων το τι θα γράψω και τι θα παίξω.  Αυτό θα μου ήταν αδιανόητο και ειλικρινά δεν μπορω να φανταστώ χειρότερη μορφή καταπίεσης ή ακόμα και λογοκρισίας, αν θέλεις. 

Ποια είναι τα πλεονεκτήματα των νέων συνεργατών σου σε σχέση με το παρελθόν και ποια η συμβολή τους στην ολοκλήρωση του άλμπουμ.
Δεν είναι θέμα πλεονεκτήματος ή μειονεκτήματος. Είναι θέμα διαφορετικότητας και προσπάθειας για εξέλιξη και ανανέωση. Στο "Silk under the Skin" είχα την τύχη να συνεργαστώ με πολύ αξιόλογους μουσικούς που έφεραν την δική τους προσωπικότητα και το αναμφισβήτητο ταλέντο τους στη μουσική. Έτσι και τώρα είχα την τύχη να συνεργαστώ με πολύ ταλαντούχους Ἀγγλους μουσικούς, οι οποίοι αντιμετώπισαν το project με τεράστιο ενθουσιασμό, επαγγελματισμό και συνέπεια και μπορώ να πω ότι πραγματικά τού έδωσαν νέα πνοή. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονος ότι το hard rock και το μέταλ είναι κατά κάποιο τρόπο ᾽δική τους μουσική᾽῾ συνέβαλλε σε μια άριστη συνεργασία σε μουσικό αλλά και προσωπικό επίπεδο. Είμαι πολύ περήφανος για το τελικό αποτέλεσμα.
 
Φαίνεται ότι έχεις αποκηρύξει οριστικά τον ήχο του melodic hard rock/aor που έκανε γνωστούς τους Raw Silk σε ένα πιο ευρύ κοινό με το πρώτο άλμπουμ. Το ίδιο ισχύει και με ότι άλλο έχεις κυκλοφορήσει. Τι έχει μεσολαβήσει για αυτή την αλλαγή.
᾽Οπως είπα και προηγουμένως το θεωρώ μια φυσιολογική εξέλιξη. Όπως η ζωή γενικότερα, έτσι και η μουσική προχωράει μπροστά και εμένα μ´αρέσει να εξερευνώ νέους ήχους και να πειραματίζομαι με νέα σχήματα και ιδέες. Ως δημιουργος νιώθω πάντα έντονη μέσα μου την ανάγκη να προσεγγίσω το νέο και το ανεξερεύνητο. Απ´την άλλη, κομμάτια απ´το τελευταίο άλμπουμ όπως τα "Nobody Fills the Loneliness", "Night Time Angels", "The Road Υou've Taken" και "Out of Reach" ανήκουν σαφέστατα στον ευρύτερο χώρο του melodic hard rock, γεγονός που αποδεικνύει ότι δεν έχω αποκυρήξει τον συγκεκριμένο ήχο όπως ισχυρίζεσαι στην ερώτησή σου. 
 

Zεις αρκετά χρόνια στο Μπέρμπιγχαμ. Πως και δεν είχες κάνει νωρίτερα το δεύτερο δισκογραφικό βήμα της μπάντας; 
Η ανάγκη να γίνει το δεύτερο άλμπουμ των Raw Silk μ´ ακολουθούσε χρόνια και έπρεπε να βγει κάποια στιγμή από κάπου.  ´Ηταν σαν ένα έμβρυο μέσα μου που έπρεπε να φύγει για να ελευθερωθώ. Δεν είναι ότι ήθελα να γράψω ένα άλμπουμ από φιλοδοξία.  Ήθελα να κλείσω ενα κύκλο που είχε τελειώσει άδοξα και να ανοίξω έναν νέο. Ηθελα να κάνω μια καινούργια αρχή και ήθελα να την κάνω με έλληνες συνεργάτες από το παρελθόν. Απ´ το 2010 είχε ξεκινήσει μια νεα προσπάθεια για  come back με ελληνική σύνθεση. Είχαμε ένα αρκετά καλό ξεκίνημα, αλλά δυστυχώς υπήρχαν και πάλι πολλά εμπόδια, ένα εκ των οποίων ήταν και η απόσταση, και τελικά το 2016 εγκαταλείψαμε και πάλι την προσπάθεια. Είχα αρχίσει να συμβιβάζομαι με την ιδέα ότι το δεύτερο άλμπουμ θα έμενε ένα ανεκπλήρωτο όνειρο. Ὠσπου, όλως τυχαία τον Απρίλη του 2016 κοιτώντας σε ἐνα site αγγελιών, διάβασα για ένα καινούργιο στούντιο που άνοιγε κοντά στην περιοχή που μένω.  Αποφάσισα να πάω να ρίξω μια ματιά. Εκεί γνώρισα τον Chris Dando (vocalist-producer στο The Borders of Light) που είναι συνιδιοκτήτης στα Vault Studios, Kingswinford, UK. Μού έβαλε δείγματα απ᾽την δουλειά του σαν ηχολήπτης και τραγουδιστής και πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Σκέφτηκα να του μίλησω για το Raw Silk project και έδειξε μεγάλο ενθουσιασμό και κέφι για να δουλέψει μαζί μου. Αποφασίσαμε να κάνουμε μια προσπάθεια. Ο Chris μου συνέστησε κι άλλους μουσικούς, κάναμε αρκετά δείγματα δοκιμαστικά για να ακούσουμε πώς βγαίνει και τον Μάιο του 2016 δώσαμε τα χέρια και αποφασίσαμε να προχωρήσουμε. Λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, το άλμπουμ είχε κυκλοφορήσει.

Ποια είναι η στιχουργική θεματολογία του “The Borders of Light” και ποιο είναι το μήνυμα που θέλει να μεταδώσει στον ακροατή;
Το "The Borders of Light" είναι ένα άλμπουμ-αφιέρωμα στον ήχο και στην γενιά των '80ς. Είναι μια νοσταλγική ματιά στην εποχή της ελευθερίας και της αθωότητας, σε μια εποχή που μας σημάδεψε ανεξίτηλα αλλά και που έχει φύγει ανεπιστρεπτί. Μιλάει για την ελπίδα και την αναγέννηση αλλά και για όλα αυτά που θέλαμε αλλά δεν μπορέσαμε να πετύχουμε. Είναι ένα άλμπουμ για την μοναξιά και την αποξένωση αλλά και για τη συμφιλίωση με την ιδέα ότι υπάρχουν πράματα που έχουμε χάσει και δεν μπορούμε να τα φέρουμε πίσω. Το άλμπουμ επιχειρεί επίσης να χαράξει με αχνές γραμμές τον κύκλο της ζωής. Ξεκινώντας απ᾽την ελπίδα για το μέλλον, την νέα αρχή και την αναγέννηση του "One Lifetime" και καταλήγωντας στο ομώνυμο "The Borders of Life" και το "Solitude of Pain" που αναπολούν νοσταλγικά τις όμορφες, χαμένες εποχές, αλλά είναι παράλληλα και ένας αποχαιρετισμός προς όλους τους αγαπημένους φίλους που έφυγαν πρόωρα για το τελευταίο ταξίδι και ιδιαίτερα για τον παιδικό μου φίλο Χρήστο Παπαθανασίου.
Το "Chimera" βρίσκεται στον νοηματικό πυρήνα το άλμπουμ και είναι γεμάτο παραστάσεις από την ελληνική μυθολογία. Η Χίμαιρα ήταν ένα τέρας της ελληνικής μυθολογίας που εξέπνεε φωτιά, είχε σώμα κατσίκας, κεφάλι λιονταριού κι ουρά φιδιού και συμβολίζει τους ανεκπλήρωτους πόθους μας. Η δική μας παραλλαγή του μυθικού τέρατος φιγουράρει στο εξώφυλλο του νέου άλμπουμ, συμβολίζοντας την μεταμόρφωση τής κοπέλας που δέσποζε στο εξώφυλλο του "Silk Under the Skin" σε μία Χίμαιρα. Στο ίδιο κομμάτι υπάρχει αναφορά στο μύθο του Ενδυμίωνα, τού όμορφου βοσκού τον οποίο καταδίκασε η Σελήνη σε αιώνιο ύπνο προκειμένου να μπορεί εκείνη να απολαμβάνει για πάντα την νεανική του ομορφιά. Στο ίδιο πάντα τραγούδι, ο Τυφών, πατέρας της Χίμαιρας συμβολίζει το απειλητικό πεπρωμένο που μας ακολουθεί κατά πόδας. Ο Τυφών ήταν το πιο απεχθές τέρας της ελληνικής μυθολογίας και ο οποίος παρ᾽ολίγο να φονεύσει και τον ίδιο τον Δία ακόμα.

Υπάρχουν σχέδια για σειρά συναυλιών στην Ελλάδα αλλά και και στην Αγγλία;
Φυσικά υπάρχουν πλάνα για συναυλίες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Είναι μεγάλη μας χαρά που θα εμφανιστούμε στις 24 Φεβρουαρίου 2018 στο MODU κι έτσι θα μας δοθεί η ευκαιρία να παρουσιάσουμε ζωντανά τον καινούργιο μας δίσκο και φυσικά υλικό από το "Silk Under the Skin".


Το πλάνο είναι οι νέοι Raw Silk να μείνουν σαν ένα ανανεωμένο σχήμα ή απλώς να λειτουργήσει σαν ένα δικό σου προσωπικό project;
Ο στόχος μου ήταν και είναι να διατηρήσω ένα ενιαίο και μόνιμο σχήμα το οποίο να δημιουργεί συλλογικά και το οποίο θα μπορέσει να συνεχίσει την σπουδαία παράδοση της μπάντας με την κυκλοφορία και άλλων άλμπουμ αλλά και με ζωντανές εμφανίσεις.

Ποιες στιγμές και γεγονότα θεωρείς ότι έχουν σημαδέψει την πορεία των Raw Silk;
Σίγουρα η συνεργασία με τις βασικές δημιουργικές μονάδες σε κάθε άλμπουμ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Η συνεργασία με τον Κώστα Καλημέρη στο πρώτο άλμπουμ και τον Chris Dando στο δεύτερο σίγουρα σημάδεψαν την πορεία του γκρουπ υπό την έννοια ότι με διαφορετικά πρόσωπα το αποτέλεσμα ίσως να ήταν υποδεέστερο. Η κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ από την EMI ήταν σαφώς καθοριστική στιγμή, όπως και η σειρά εμφανίσεων στα Bobby’s όπου είχαμε την ευκαιρία να έρθουμε σε στενή και συνεχή επαφή με την βάση τών οπαδών μας.
Η ξαφνική διάλυση τού γκρουπ το 1991 ήταν αναμφισβήτητα μια τεράστια απογοήτευση, αλλά απ᾽την άλλη έπρεπε να αποδεχτούμε την πραγματικότητα και να προχωρήσουμε εμπρός. Το reunion gig στο Club 22 με Jeff Scott Sotto και Pink Cream 69 ήταν επίσης μια αξέχαστη εμπειρία και ήταν κρίμα που το συγκεκριμένο σχήμα δεν είχε συνέχεια. Και βέβαια το γεγονός ότι 27 χρόνια μετά είμαστε εδώ και μιλάμε για την κυκλοφορία ενός δεύτερου άλμπουμ, νομίζω ότι σηματοδοτεί οριστικά μια νέα αρχή για το γκρούπ. Πιστεύω και ελπίζω ότι αυτή τη φορά θα υπάρχει μακρά και δημιουργική συνέχεια.

Συνέντευξη στον Φώτη Μελέτη