Η ιστορία των WISHBONE ASH - The King Has Come
Tuesday

13Jan

Η ιστορία των WISHBONE ASH - The King Has Come

Δημοσιεύθηκε από:

13/01/2015

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

7602
Είναι αλήθεια ότι το ροκ μαγνήτισε εκατομμύρια ανά την υφήλιο μέσα από τις εκτυφλωτικές προσωπικότητες των τραγουδιστών, των σαμάνων που γίνονταν παρανάλωμα πάνω στη σκηνή και οδηγούσαν τα πλήθη σε θρησκευτικού τύπου εμπειρίες.
         "A soldier and a conqueror, fighting to be free."
Όμως την ίδια στιγμή, το αναπόδραστο ηχητικό γράπωμά του στον ακροατή καθώς και η μακροβιότητα της ταυτότητας του ήχου του οφείλεται πρωτίστως στις κιθάρες. Τις άλλοτε δυνατές, εξωστρεφείς και καλπάζουσες, άλλοτε φευγάτες, κελαηδιστές, αχνές, οραματικές. Αυτή είναι μια ματιά στην ιστορία ενός συγκροτήματος χωρίς
frontman, ενός συγκροτήματος ενορχηστρωτών και μουσικών, υπεύθυνων -πολύ περισσότερο απ΄ότι συνήθως αναφέρεται- για την βαθιά εντύπωση αυτής της ηχητικής ταυτότητας στο υποσυνείδητο ολόκληρων γενεών. Των Wishbone Ash.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: The King Has Come
Η στήλη αγγελιών επιγραφόταν «Ζητούνται Μουσικοί» (Musicians Wanted). Βρισκόταν σε στήλη πληρωμένων καταχωρήσεων στην εφημερίδα "Melody Maker" και υπήρξε για τρεις περίπου δεκαετίες η κύρια αφορμή για τη συνάντηση χιλιάδων μουσικών και τη δημιουργία ακόμη περισσότερων συγκροτημάτων στο νησί. Όποιος νεαρός Jeff Beck αναζητούσε έναν νέο Roger Daltrey ή έναν αφανή John Bonham για να επανδρώσει το μουσικό του όχημα, έστελνε στην εφημερίδα τη δική του αγγελία.
 
Έχοντας παίξει την τελευταία τους συναυλία στο Hampstead Country Club του Λονδίνου τον Ιούλιο του 1969 ως τρίο με το όνομα Tanglewood (σαν σαπόρτ στους Yardbirds του Keith Relf), o μπασίστας Martin Turner (1/10/1947, Torquay) και ο ντράμερ Steve Upton (24/5/1946, Wrexham) αποχαιρέτησαν τον κιθαρίστα τους, τον αδελφό του πρώτου Glenn, που προτίμησε την νηφάλια ζωή της γενέτειράς του από την ανασφάλεια ενός περιπλανώμενου μουσικού. Ο μπασίστας και ο ντράμερ έπρεπε να βρουν έναν «δημιουργικό lead κιθαρίστα» για να συνεχίσουν τη μουσική τους Οδύσσεια. Αυτό ακριβώς και έγραψαν στην αγγελία τους στη "Melody Maker".
 
Λίγο καιρό μετά, οι Turner και Upton βρέθηκαν με ένα ευχάριστο δίλημμα: Δύο απ΄τους ενδιαφερομένους που ήρθαν στις οντισιόν, ο David "Ted" Turner (2/8/1950) από το Birmingham (συνωνυμία με τον Martin), με θητεία στους King Biscuit και o Λονδρέζος Andy Powell (8/2/1950) ακούγονταν εντυπωσιακά αφοσιωμένοι στο όργανο και με δικό του ύφος ο καθένας. Παρ΄ότι ήθελαν έναν μόνο κιθαρίστα και κάποιον που να παίζει πλήκτρα, τελικά κανόνισαν μια κοινή πρόβα, να δουν πώς ακούγονται και οι δύο κιθαρίστες μαζί. Πήγε τόσο καλά, που η αρχική ιδέα για πλήκτρα εγκαταλείφθηκε. Έτσι γεννήθηκε ένα από τα σημαντικώτερα κιθαριστικά δίδυμα στην ιστορία του ροκ.
 
Το σχήμα προβάρει εντατικά, υιοθετεί το βαρέως συμβολικό όνομα Wishbone Ash [ «Στάχτη (απ΄το) Γούρικο Κόκκαλο»] και σφυρηλατεί έναν κιθαριστικό ήχο που ακροβατεί μεταξύ ψυχεδέλειας, φολκ μελωδίας και βαρέως λευκού blues.
Το συναπάντημα με τον 26χρονο φιλόδοξο αμερικάνο οικονομολόγο Miles Copeland, γιο πράκτορα της CIA και κοσμοπολίτη από γεννησιμιού του, που έψαχνε τότε να μπει στη μουσική βιομηχανία, υπήρξε μοιραίο. Ο Copeland (ναι, είναι ο ίδιος που στα '70s ποδηγετούσε μια ομάδα "progressive" σχημάτων όπως οι Curved Air, οι Renaissance και αργότερα τους τιτάνες του new wave Police, στους οποίους έπαιζε ντραμς ο αδελφός του Stewart) τους έβαλε κατευθείαν σε μια σειρά από περιοδείες, να ανοίγουν για ονόματα όπως οι Slade, οι T-R
ex, οι Caravan, οι Mott The Hoople καθώς και μια άγνωστη τότε μπάντα, οι Smile, που αργότερα μετονομάστηκε σε Queen.
 
Σε μια περιοδεία σαν σαπόρτ στους Deep Purple το Μάϊο του '70, o Andy Powell είχε το θράσος να κουμπώσει το βύσμα στην κιθάρα και να τζαμάρει στο soundcheck με τον Ritchie Blackmore. Σε μια σπανιώτατη επίδειξη γενναιοφροσύνης, ο "Man In Black" συστήνει τη μπάντα στον παραγωγό των Purple, Derek Laurence. Στις 20 Αυγούστου του '71 οι Wishbone Ash παίρνουν μια προκαταβολή 250.000 δολλαρίων και υπογράφουν συμβόλαιο με την MCA (Decca Records στην Αμερική) και το Σεπτέμβριο, μέσα σε δέκα μέρες, ηχογραφούν πυρετωδώς το ντεμπούτο τους στο στούνιο De Lane Lea του Λονδίνου. Το αποτέλεσμα κυκλοφορεί λίγο πριν τα Χριστούγεννα του '70. Είναι το "Wishbone Ash", με το τυχερό κόκκαλο στο εξώφυλλο (να αποσυντίθεται σε στάχτη στο οπισθόφυλλο - επίδοση στα τσαρτς : UK#34, Ιανουάριος '71). Ένα από τα άλμπουμ που θα δοξάζουν εσαεί το βινύλιο, εγκολπώνει με μοναδικό τρόπο μια νεαρή μπάντα στα καλύτερά της και συγκεράζει το βρεττανικό λευκό, σκληρόηχο blues των μέσων των '60s, με μια μοναδική μέχρι τότε αίσθηση μελωδίας προερχόμενη από τις διπλές lead κιθάρες των Turner και Powell (στοιχείο πρωτόγνωρο για την εποχή). To "Blind Eye" είναι ένα μονολιθικό boogie που σπάει το σαγώνι του χρόνου, το "Lady Whiskey" ο προπάτορας του heavy metal (οι κιθαριστικές αρμονίες θα τρυπώσουν στο μυαλό κάποιου Steve Harris για πάντα), το "Errors Of My Ways" μια κιθαριστική μυσταγωγία με το ένα πόδι βυθισμένο στην αγγλική φολκ και το "Phoenix" ένα δεκάλεπτο, ολιγόστιχο έπος για την ανά(σ)ταση του πνεύματος, με κιθάρες που γεννούν έναν ολόκληρο κόσμο. Οι Grateful Dead θα μοιάζουν έκτοτε με μια αποπροσανατολισμένη παρέα φλύαρων potheads μπροστά στο συμφωνικά δομημένο αυτό κομμάτι, που παραμένει μέχρι τις μέρες μας στο σετ-λιστ του συγκροτήματος, σε όλες τις μεταμορφώσεις του.
 

 
Το Φεβρουάριο του '71 κάνουν την πρώτη τους Αμερικάνικη περιοδεία, ενώ ψηφίζονται ως η «Καλύτερη Νέα Μπάντα» στο ετήσιο δημοψήφισμα της "Melody Maker" και του "Sounds". Το Μάϊο ξαναμπαίνουν στο De Lane Lea για να ηχογραφήσουν το δεύτερο άλμπουμ τους. Χαρακτηριστικό για τη δημοφιλία τους, ότι ο Ted Turner καλείται να παίξει στο lp "Imagine" του John Lennon. Ακολουθεί δεύτερη τουρνέ, σαν support των Who, των Ten Years After και των Black Sabbath, για συνολικα έξι εβδομάδες. To "Pilgrimage" (και πάλι σε παραγωγή Lawrence) κυκλοφορεί το φθινόπωρο (UK#14, US#169, Οκτώβριος '71) και περιέχει τέσσερα instrumental (το μεγαλεπήβολο "Pilgrim" και το τζαζίστικο "Vas Dis" ξεχωρίζουν) που φανερώνουν ακατανίκητη αυτοπεποίθηση και μεταξύ άλλων το ευθύ barroom boogie του "Jailbait" ("I'm wonderin' why, your face no longer shines - I' m wonderin' why, you're always on my mind - I'm still wonderin', give me a little more time), άφθαρτο στο χρόνο.
 
Ζεστοί από συνεχόμενες περιοδείες σε Βρεττανία και Γερμανία, κλείνουν το χρόνο στα ολοκαίνουρια Wembley Studios και αρχές του '72 ηχογραφούν αυτό που έμελλε να είναι το άλμπουμ της καρριέρας τους. Στο δημιουργικό απόγειό τους, σε παραγωγή και πάλι του Derek Laurence και με ηχολήπτη τον νεαρό Martin Birch (με συστατικές επιστολές μέχρι εκείνη τη στιγμή τα πρώτα των Fleetwood Mac και τα σφιχτοδεμένα άλμπουμ των Deep Purple, οι Wishbone Ash κυκλοφορούν το αριστούργημά τους, το "Argus" (20/5/1972, UK#3, US#44). Ντυμένο με ένα από τα υποβλητικώτερα εξώφυλλα της ιστορίας, δημιούργημα της κορυφαίας καλλιτεχνικής ομάδας των '70s, της Λονδρέζικης Hipgnosis (υπόμνηση τα δεκάδες αξέχαστα εξώφυλλα των Zeppelin, Floyd, Genesis, U.F.O., Scorpions, Alan Parsons), στο οποίο δεσπόζει ένας σκοτεινός ιππότης που παραπέμπει στον Άργο τον Πανόπτη, το γιγαντιαίο «φρουρό με τα χίλια μάτια» της ελληνικής μυθολογίας, το άλμπουμ είναι ένα συνθετικό και ηχητικό αρχέτυπο που συνδυάζει progressive δομές, hard rock χρωματισμούς και folk περάσματα, μέσα σε επτά κομμάτια. Με στίχους και μελωδίες προερχόμενες κατά κύριο λόγο από τον μπασίστα Martin Turner, θίγει θέματα όπως το πέρασμα του χρόνου, η ένωση με τη φύση, η υπαρξιακή αγωνία, η μάχη σαν δίοδος προς τη δικαίωση και την προσωπική ανεξαρτησία, μέσα από εικόνες μεσαιωνικού ρομαντισμού. Οι διπλές lead κιθάρες και η αυτόνομη, βαθιά μελωδική, μπασογραμμή του Martin Turner (που μοιράζεται τα φωνητικά με τον Powell και τον Ted Turner) γεννούν μια μουσικότητα ανεπανάληπτη, ιδίως στα "Sometime World", "Warrior", "The King Will Come" και στο μεγαλειώδες εξόδιο, το επικό "Throw Down The Sword" ("Throw down the sword - The fight is done and over - Neither lost, neither won/ To cast away the fury of the battle - And turn my weary eyes for home/ There were times when I stood at death's own door - Only hoping for an answer...").
 

 
Το "Argus" μένει 20 εβδομάδες στα τσαρτς και ψηφίζεται στην Αγγλία δίσκος της χρονιάς, γεγονός που αποκτά τη σωστή του διάσταση, αν θυμηθεί κανείς κάποιους άλλους δίσκους που κυκλοφόρησαν το 1972 ("Machine Head", "Exile On Main Street", "Demons And Wizards", "The Rise And Fall of Ziggy Stardust", "Vol.4", "Harvest", "Close To The Edge", "Foxtrot").
Ολόκληρη την υπόλοιπη χρονιά το γκρουπ βρίσκεται στο δρόμο. Τρίτη περιοδεία στις Η.Π.Α., όπου ηχογραφείται για λόγους προώθησης ένα e.p. ("Live From Memphis") με τρία ζωντανά κομμάτια ("Phoenix", "Jailbait", "The Pilgrim"), που ανεβάζει κατακόρυφα τη δημοτικότητά τους. Το τέλος της χρονιάς, με την βρεττανική περιοδεία των 19 συναυλιών, είναι θριαμβευτικό. Αναγνωρίζονται από κοινό και τύπο ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ζωντανά σχήματα, παρ΄ότι χωρίς μπροστάρη, με όπλο τρεις εύπλαστες φωνές και την επί σκηνής αφοσίωσή τους στην ατμοσφαιρική και περιπετειώδη κιθαριστική τους πρόταση, καταφέρνοντας να πρωταγωνιστούν σε επίπεδο πωλήσεων, περιοδειών, αναγνωρισιμότητας και επιρροής σε μια εποχή στην οποία είναι ακμαία τα «μεγαθήρια» (Stones, Zeppelin, Purple), το "progressive" ρεύμα ανθεί (Yes, Genesis, E.L.P.), τα αμερικάνικα rawck σχήματα βαράνε αλύπητα (Grand Funk, Black Oak Arkansas, Alice Cooper) και το "glam" κατέκλυζε την γενέτειρά τους (Τ-REX, Bowie, Slade).
 
Το κυκλοφορήσεις το επόμενο έργο μετά τον ογκόλιθο του "Argus" είναι εγχείρημα δυσβάστακτο, ειδικά για ένα συγκρότημα που βρίσκεται σχεδόν τέσσερα χρόνια ασταμάτητα στο δρόμο. Νοικιάζουν μια απομονωμένη αγροικία στο Anglesey της Βόρειας Ουαλλίας και γράφουν καινούριο υλικό. Οι ηχογραφήσεις γίνονται μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου του '73 στο Λονδίνο και αυτή τη φορά το γκρουπ αποφασίζει να κάνει μόνο του την παραγωγή, για πρώτη φορά χωρίς τον Derek Lawrence. Η εύλογη κόπωση δεν εμποδίζει το τέταρτο lp τους "Wishbone Four" που κυκλοφορεί το Μάϊο του '73 (26/5/1973, UK#12, US#44) λαμβάνοντας ανάμικτες κριτικές, να έχει τις δυνατές στιγμές του, αν και κλίνουν προς πιο straight δρόμους ("Rock N' Roll Widow", "Doctor", "Ballad Of A Beacon"), μακριά από τη μυστηριακή ατμόσφαιρα του "Argus".
 

 
Ο δρόμος τους περιμένει και πάλι. Η βρεττανική και Αμερικανική περιοδεία αποδίδουν αρκετό υλικό για να έρθει, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του '73, το διπλό live "Live Dates". Συνδυάζοντας εμφανίσεις από το Reading, το Newcastle, το Portsmouth και το Croydon και με τον Lawrence και πάλι να ελέγχει την παραγωγή, αποτελεί το επιστέγασμα μιας λαμπρής έως τότε πορείας, ένα περιεκτικό ζωντανό ντοκουμέντο με αποκορύφωμα το 17λεπτο "Phoenix" και τις πυρετώδεις εκτελέσεις των "Lady Whiskey" και "Jailbait".
 

 
Όμως η επιτυχία ποτέ δεν έρχεται χωρίς απώλειες. Δηλώνοντας «καμένος» από τις συνεχείς περιοδείες και δυσαρεστημένος από τη «βιομηχανοποίηση» του συγκροτήματος, ο κιθαρίστας Ted Turner ανακοινώνει το Μάϊο του '74 την αποχώρησή του από το σχήμα και από τη μουσική γενικά, «για να ακολουθήσει το δικό του πνευματικό μονοπάτι». Η πίεση είναι μεγάλη, καθώς το γκρουπ έχει ήδη αρχίσει να δουλεύει νέο υλικό, προγραμματισμένο μάλιστα να ηχογραφηθεί για πρώτη φορά στο περίφημο Criteria Sound Studios του Μαϊάμι, υπό την καθοδήγηση του Bill Szymczyk, παραγωγού των Eagles (που ακόμη δεν έχουν κάνει τη μεγάλη έκρηξη). Πράγματι, ο Andy Powell αναλαμβάνει να ψάξει τον άνθρωπο που θα κληθεί να συμπληρώσει τον κιθαριστικό ήχο των Ash και τον βρίσκει στο πρόσωπο του νεαρού Laurie Wisefield (27/8/1952, Λονδίνο), που έχει πριν μερικούς μήνες παίξει support στην περιοδεία τους με το progressive σχήμα των Home.
Τον Αύγουστο είναι ήδη μαζί τους και φεύγουν για το Μαϊάμι. Τον Οκτώβριο, το "There's The Rub" (UK#16, US#88 Δεκέμβριος του '74) φέρει ένα ακόμη χαρακτηριστικό εξώφυλλο - παραίσθηση της Hipgnosis (το «τρίψιμο» από έναν παίκτη του κρίκετ μιας μπάλας στο παντελόνι, αφήνει περιέργως χρώμα) και έξι κομμάτια με πιο «στρωτό», mid-tempo ήχο. Ο Wisefield έχει ένα πιο ρυθμικό, φρέσκο, ήχο και καταφέρνει να δέσει με τον Powell αμέσως. Ξεχωρίζουν μακράν η στοιχειωμένη μπαλάντα "Persephone" και το 9λεπτο κιθαριστικό ιστρουμένταλ "F.U.B.B." (ακρωνύμιο για το "F##cked Up Beyond Belief"), που εγκαθίσταται για τα καλά στο ζωντανό τους σετ. Περιοδείες σε Ευρώπη, Ιαπωνία, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία και φυσικά Αμερική ακολουθούν.
 

To be continued...

Παναγιώτης Παπαϊωάννου


// Old Time Rock

// Live Favorites