Για την κασσέττα με το “Seventh Star” (featuring Tony Iommi)
Monday

1Nov

Η TDK AD 90 ήρθε μέσα σε κρεμ φάκελλο αλληλογραφίας “By Air Mail”, πρώτες μέρες Νοεμβρίου του ’86. Η διεύθυνση, “28 Willoughby Road, London”, γραμμένη σε άψογα italics, από bic με χοντρή μύτη, μ’ έκανε να συντονίσω σε κλάσματα δευτερολέπτου. Με την αποστολέα είχαμε περάσει έναν Αύγουστο όλον παρατεταμένα απογεύματα μπροστά στο πικάπ, αμπελοφιλοσοφώντας και κρυφοκοιτάζοντας ο ένας τον άλλον.
Η αφορμή ήταν άρρητα συνομολογημένη. Ολόκληροι τοίχοι από δισκογραφίες, ταξινομημένες από τον μεγάλο της αδελφό που έλειπε στο εξωτερικό. Από Purple και Sabbath έως Skynyrd και Jethro Tull, κάθε μέρα κερνιόμασταν και διαφορετική γεύση.  


Τον Σεπτέμβριο επέστρεψε Αγγλία και τη ζημιά μου την είχε ήδη προκαλέσει. Είχα κρατήσει δεκάδες σημειώσεις. Σε κόλλες αναφοράς, κίτρινα ποστ-ιτ, μπλοκάκια με σπιράλ. Δικές μου για δίσκους που «έπρεπε οπωσδήποτε» να αποκτήσω. Δικές της, με το ποιά κομμάτια από κάθε δίσκο μετράνε, μήπως και βρω καλό στέρεο να γράψω καμιά συλλογή σε κασσέττα. Μόλις είδα τα γράμματα, το κατάλαβα με τη μία. Μας είχαν συνδέσει πράγματα πιο μεγάλα από τα δεκαπέντε μας χρόνια. Κι εκείνη η TDK ήταν η απόδειξη. Το συνοδευτικό γράμμα, ιδιότροπα δίγλωσσο, με τον ίδιο στυλό, πάνω σε βαθύ γαλάζιο χαρτί σημειωματάριου με σπιράλ, έγραφε στην πρώτη παράγραφο αυτό:


«The recording is not exactly excellent, as it was done by my mini tape recorder, but it is aurable (μην κοιτάξεις στο λεξικό γι’ αυτή τη λέξη - την έφτιαξα μόνη μου !!)». 
Ανάμεσα από  “Wildchild”, “Stranger In a Strange Land”, “On Broken Wings” (δε νομίζω κανείς να είχε ακούσει το b-side του “Final Countdown”), “Livin’ On a Prayer”, “Standing In The Shadow” και  “Holy War” απ’ το “Life” των Thin Lizzy, μού’ χε γράψει τα τρία πρώτα και τα δύο τελευταία κομμάτια του «χειρώτερου» δίσκου της χρονιάς, του “Seventh Star” των Black Sabbath.
Στο σημείωμα υπήρχε και προειδοποίηση : «I can’ t understand why everybody hates it so much. Μ’ αρέσει τόσο πολύ και θέλω να τακούσεις». Δεν υπήρχε περίπτωση να μην το κάνω.
 
Πάντως η διάχυτη χλεύη για το τελευταίο άλμπουμ των Sabbath ήταν γεγονός. Η μπάντα το ‘86 είχε βρεθεί σε πλήρη αποσύνθεση. Μετά την αποχώρηση του Dio στα τέλη του ’82 (με τις μικρότητες για το ποιος έμπαινε το βράδυ στο στούντιο και πείραζε τη μίξη του “Live Evil” και το ποιός σε αντίποινα «έσβησε» το μεσαίο όνομα του Dio από το οπισθόφυλλο), είχε έρθει το υπέρτατο φιάσκο με τον Ian Gillan. Το άλμπουμ “Born Again είχε κομμάτια σκοτεινά και αρκούντως διαολεμένα, παραχωμένα όμως σε μια παραγωγή – κενοτάφιο (και διπλωμένα σ΄ ένα αποκρουστικό εξώφυλλο). Όταν στο φεστιβάλ του Reading τον Αύγουστο του ‘83 οι Sabbath έφτασαν να παίξουν το “Smoke On The Water”, κόντεψε απ’ το παλιρροϊκό κύμα καγχασμού να κρακάρει μέχρι και το Stonehedge το ίδιο.
 Στις 13 Ιουλίου του ’85, η φευγαλέα επανεμφάνιση Iommi, Butler και Ward μaζί με τον Ozzy στο “Live Aid” σκιάστηκε από τον κακό ήχο, την εικόνα του λουσμένου στον ιδρώτα Iommi (με το πέτσινο μέρα – μεσημέρι υπό τον ήλιο της Philadelphia) κι από το εκτός τόπου και χρόνου ποζάρισμα του Ozzy (αφιονισμένη drag queen αποδράσασα από ινστιτούτο αδυνατίσματος και κατευθυνόμενη με φόρα σε εργαστήρι ζαχαροπλαστικής).
Είπαν κι έγραψαν τότε ότι θα επανενώνονταν, αλλά σιγά μην άφηνε η (ατζέντισσα, συζύγος και chief μέγαιρα) Sharon Arden την κότα που έκανε τα χρυσά αυγά (Ozzy) να γυρίσει πίσω σ’ ένα ακατάστατο κοτέτσι. Ανεπίσημα, καθώς πλησίαζε το φθινόπωρο του ’85, Sabbath δεν υπήρχαν.
 Όταν διέρρευσε στον τύπο ότι ο Iommi ετοιμάζει σόλο δίσκο με τον Dio, τον Halford και άλλους να μοιράζονται τα φωνητικά, οι μάνατζερ έπεσαν πάνω στο project σαν τα κοράκια, επιχειρώντας να διεκδικήσουν κι άλλοτε να επιβάλλουν διάφορα ονόματα.
Ο Glenn Hughes ήταν ένας απ’ αυτούς που τελικά βρέθηκαν στα Cherokee Studios του Los Angeles, αρχικά για να κάνει φωνητικά σ’ ένα κομμάτι του υλικού, καθώς μερικές δεσμίδες κολλαριστά δολλάρια για λίγες μόνο μέρες ηχογραφήσεων ήταν πάντα καλοδεχούμενες στην κατάστασή του. Είχε κλείσει τα 34 και τελούσε ακόμη υπό το παρατεταμένο hangover της δεκαετίας του ’70. Μετά από δύο προσωπικά lp και το δυνατό αλλά άτυχο σε πωλήσεις δίσκο του με τον Patt Thrall το ‘82, ο Hughes περνούσε τις μέρες και τις νύχτες του στο L.A. σκοράροντας άσπρες και χρυσοκαφετί σκόνες, οδηγώντας Maserati και περιφερόμενος στα club του Sunset Strip με τον δικαιωματικό αέρα του διάσημου has-been. Το χάρισμά του ήταν –κατά μαγικό τρόπο- ακόμη ανέπαφο, παρ’ ότι ο ίδιος έκανε ό,τι μπορούσε να κακοποιήσει το λαρύγγι και τον εαυτό του κατά βούληση.



Το φθινόπωρο του ’85 είχε διωχθεί κλωτσηδόν από την περιοδεία με τον Gary Moore για το “Run For Cover”. Ο Gary είχε δηλώσει πικρόχολα : «Δεν θέλω να κατηγορήσω τον Glenn, αλλά το ενδιαφέρον του για να παίξει μουσική και να τραγουδήσει είναι μικρό. Αν του βάλεις μπροστά του από τη μια ένα μπάσο ή ένα μικρόφωνο κι από την άλλη δέκα μπάρες σοκολάτας, θα διαλέξει σίγουρα τις σοκολάτες».
 Ο Iommi στα 38 του δεν ήταν κανένας άμαθος από rock n’ roll παρακμή. Ήξερε τον Hughes από τους Trapeze το ’70 και θαύμαζε την πανίσχυρη soul φωνή. Ήξερε και για τα θέματα που κουβαλούσε μαζί του. Όταν όμως ο Hughes άνοιξε το στόμα του και ξεκίνησε τα takes για το “No Stranger To Love”, ο Iommi στο διπλανό booth έμεινε να παρακολουθεί εκστατικός. Είχε μια έξω απ’ τη νόρμα του heavy rock προσέγγιση που άνοιγε άλλους δρόμους στο υλικό που είχε συνθέσει ο Iommi. Του πρότεινε λοιπόν επί τόπου να τραγουδήσει σε ολόκληρο το δίσκο. «Θα είναι ένας προσωπικός δίσκος», τον διαβεβαίωσε «Χωρίς σταυρούς, δαίμονες και το επικείμενο τέλος του κόσμου».
Ο Hughes, τότε ένα μουσάτο βουνό 110 κιλών, με βλέμμα αγριεμένο από την κοκαΐνη –πιο μακριά δεν γινόταν από την εικόνα του ευάερου κι ευήλιου χίπη μπασίστα των ‘70s- έγνεψε καταφατικά, ρούφηξε από συνήθεια τη μύτη του (μήπως και μαζέψει κανα ξέμπαρκο κόκκο απ’ ο,τιδήποτε αιωρείτο στην ατμόσφαιρα) και αυτό ήταν. Πείστηκε.
 Μαζί με τον Hughes, o Iommi επιστράτευσε τον τελευταίο πιστό που του είχε απομείνει, τον πληκτρά Geoff Nichols -άτυπο πέμπτο μέλος των Sabbath από το 1980- δανείστηκε τη ρυθμική βάση από τη μπάντα της τότε αγαπημένης του, Lita Ford (Eric Singer και Dave Spitz) και προγραμμάτισε μια εκτεταμένη περιοδεία ως “Iommi”. Όμως ο μάνατζερ των Sabbath, Don Arden, o μπαμπάς της Sharon Arden του Ozzy, ήταν ανένδοτος. Ο δίσκος του Iommi θα κυκλοφορούσε από την Warner Brothers μόνον ως το 12ο άλμπουμ των Black Sabbath. O Iommi το πάλεψε όσο μπορούσε, καθώς το άλμπουμ ήθελε να γράφει πάνω μόνον το όνομά του. Η βαριά σκιά του “big  black shape with eyes of fire” είχε γίνει τροχοπέδη για τον ίδιο. Αποτέλεσμα : το τελικό προϊόν που βγήκε στις προθήκες των δισκοπωλείων στις αρχές του ’86 έγραφε στο εξώφυλλο “Black Sabbath”, αλλά είχε κολλημένο από κάτω έναν τραγελαφικό υπότιτλο: “Featuring Tony Iommi”. Λες και θα υπήρχε ποτέ το συγκρότημα χωρίς αυτόν. Σα να συνόψιζε όλο αυτό το παρασκήνιο, απ’ έξω είχε σκυθρωπό τον Iommi, με τα χέρια στις τσέπες του διάσημου πέτσινού του, αυτού με τα κρόσσια, ν’ αποστρέφει το βλέμμα, έχοντας πίσω του ένα ερημικό λυκόφως.
 Στο άλμπουμ επιτέθηκαν οι απανταχού κριτικοί με μανία και το κατακρεούργησαν. Το όνομα Sabbath έπρεπε να λυντσαριστεί, ακριβώς τον καιρό που κατά σατανική σύμπτωση ο Ozzy σημείωνε τεράστια επιτυχία με το “Ultimate Sin”. Ο μουσικός τύπος έβρισκε τα πάντα «λάθος». Τον ήχο του Jeff Glixman, τη μικρή διάρκεια του δίσκου, το «εύπεπτο» μερικών συνθέσεων, την ποικιλία του υλικού, το εξώφυλλο. 

 
Η περιοδεία που ξεκίνησε προς τα μέσα της Άνοιξης του ’86 είχε ανάλογη τύχη. Έβαλε βέβαια το χεράκι του και ο Glenn Hughes. Το ότι έπρεπε να ανεβαίνει στη σκηνή φτιαγμένος ήταν το λιγώτερο. Το ότι ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν σε σκηνή χωρίς να παίζει μπάσο και δεν ήξερε τί να κάνει τα χέρια του, όλοι πίστευαν ότι θα το ξεπερνούσε. Το πρόβλημα όμως ότι δεν άντεχε να εμφανίζεται ως μέλος των Black Sabbath δεν φτιασιδωνόταν με τίποτα. Απεχθανόταν να παίζει μια σειρά από κλασσικά τους κομμάτια, γιατί «δεν ταίριαζαν στη φωνή του» και στην περιοδεία ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμος να εκραγεί. Αμέσως μετά την τέταρτη συναυλία ήρθε στα χέρια με τον υπεύθυνο περιοδείας, έφαγε μια στο μάτι και του ράγισε το κυκλοτερές οστό. Στις επόμενες φωτογραφήσεις της μπάντας έφτασε να φοράει κάλυμμα στο μάτι, σαν ΤΟΝ Κάπταιν Φλιντ από το «Νησί των Θησαυρών».
Τους παράτησε και κείνος ξερούς κι έφυγε. Συνέχισαν με έναν άγνωστο νεαρό Νεοϋορκέζο ονόματι
Ray Gillen (άλλη τραγική ιστορία), όμως η υπόλοιπη αμερικάνικη περιοδεία ακυρώθηκε λόγω μηδαμινής προπώλησης εισιτηρίων. Όταν έφθασαν αρχές καλοκαιριού στο Hammersmith του Λονδίνου, τοπ παίξιμό τους ήταν αξιοπρεπές, αλλά η υποδοχή ήταν πρωτοφανώς παγερή για το συγκρότημα που «γέννησε» το heavy metal. Οι Sabbath έτρεχαν με σπασμένα φρένα να συντριβούν στον πάτο της ροκ ιστορίας.
 
Όλα αυτά όμως τα είχα ξεχάσει όταν άρχισα ν’ ακούω και να ξανακούω εκείνη την κασσέττα. Από κει μέσα ξεπήδησαν και μπήκαν κατευθείαν στο μυαλό ο καλπασμός του “In For The Kill”, το συναισθηματικό φορτίο του “No Stranger To Love”, το ατίθασο “Turn To Stone” με τον Iommi πιο εξωστρεφή από ποτέ στις κιθαριστικές του φράσεις, το άμεσης επίδρασης Danger Zone”, το χορταστικό heavy blues του “Ηeart Like A Wheel” (ό,τι πιο κοντινό στο “The Warning”), τo δουλεμένο ριφ του “Angry Heart”. Πανταχού παρούσα, η ερμηνεία του Hughes να μου σερβίρει ένα άλυτο ερώτημα: Μα τί στο διάολο δεν τους άρεσε;    


Καμία πειστική απάντηση δεν πήρα μέσα στα χρόνια. Θα άξιζε στο Seventh Star” να είχε χαιρετιστεί σαν το ευέλικτο, φιλόδοξο προσωπικό άλμπουμ του Iommi, μόνο που οι δυνάμεις της βιομηχανίας και η παροιμιώδης αστάθεια του Glenn Hughes το απαξίωσαν με το καλημέρα.
Ξέρω πάντως – και το θυμάμαι κάθε φορά που το
Seventh Starξανάρχεται στα χέρια μου – ότι τις τέτοιου είδους απαντήσεις για μουσικές αξίες τις κρατάει κείνη η εποχή. Μια εποχή, που κράτησε πολύ περισσότερο απ’ όσο φαίνεται σήμερα. Μια εποχή όπου το να γράφεις σε κασσέττα και να χαρίζεις τις μουσικές σου επιλογές είχε από μόνο του κάτι ανατιμητικό για το κάθε φορά επιλεγμένο ακρόαμα, ιδίως αν αυτό ήταν ροκ.
Ήταν μια πολύ διαδεδομένη άσκηση προσωπικού ύφους που είχε μέσα της τη φλόγα της ημιανεξάρτητης παραγωγής, την πιστότητα μουσικού
demo, το νεύρο αυτοσχέδιου διαγωνισμού σκίτσου, το ρυθμό από έμμετρου σκαριφήματος, την υπόγεια διαδρομή εξομολογητικού soundtrack και την ευθύτητα ιδιόγραφης υπογράμμισης συναισθήματος που δε γουστάρει να ξεθυμάνει ποτέ, όλα μαζί.
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου