Γλιστρώντας στο χείλος των ’80s: υπόθεση “Slip Of The Tongue”.
Tuesday

5Apr

Ήταν ένα Σάββατο με βαριά συννεφιά και ανεκτό νέφος, σαν όλα τ΄ άλλα. 18 Νοεμβρίου 1989. Στο κέντρο της Αθήνας τα απορριμματοφόρα μάζευαν τα τελευταία απομεινάρια από την πορεία της προηγούμενης στην Αμερικάνικη Πρεσβεία, ενισχύοντας το μποτιλιάρισμα από Πολυτεχνείο, Κάνιγγος μέχρι και Σύνταγμα.
Τα πρωτοσέλιδα που κρέμονταν στα περίπτερα προανήγγειλαν την επικείμενη ορκωμοσία της Οικουμενικής Κυβέρνησης, που υπό τον Ζολώτα είχε μόλις αναλάβει να οδηγήσει τη χώρα σε «κάθαρση» και στην 3η κατά σειρά εκλογική αναμέτρηση.
Οι Αθλητικές είχαν στο πρωτοσέλιδο τη φωτογραφία ενός συνοφρυωμένου παίχτη με κούρεμα ανατολικού μπλοκ και αραιό μουστάκι, τον πρώτο σκόρερ της Ρουχ Χορζόφ, που είχε κλείσει, λέει, ο Καπετάνιος και άκουγε στο όνομα Κριστόφ Βαζέχα. Το «ΙΝΤΕΑΛ» έπαιζε μια κωμωδία της σειράς, το «Τρία Κρεββάτια για έναν Εργένη» με Μαρκ Χάρμον, Λέσλι Αν Γουώρεν (θεά) και Μάντλιν Στόου. Στο
ROCK CITY της Σωκράτους, υπήρχε κοσμοσυρροή. Κάπως πυκνώτερη απ’ του μέσου Σαββάτου, όταν οι τζηνοφορεμένες παρέες από Πετρούπολη, Νέα Ιωνία και Νίκαια κατέβαιναν από τα λεωφορεία και συνωστίζονταν στο δισκάδικο για να ψαχουλέψουν τα «καινούρια». Ήταν η μέρα που κυκλοφορούσε το ”Slip Of The Tongue”, το καινούριο άλμπουμ των Whitesnake.


Έμοιαζε να είχαν περάσει πολύ περισσότερα από δύο χρόνια από το καλοκαίρι του ’87. Η προσμονή για ένα ακόμη hard rock trendsetter μετά το “Trash”, το “Pump”, το “Sonic Temple” και το “Dr. Feelgood” (όλα είχαν κυκλοφορήσει απανωτά τους τελευταίους μήνες) είχε αναζωπυρωθεί κι από το MTV. Λίγες μέρες πριν είχε αρχίσει να προβάλλει το πρώτο από τα καινούρια βίντεο-κλιπ.

Σκαλωσιές, ξηρός ατμός και αναποφάσιστοι φωτισμοί, ο Coverdale φόρα παρτίδα ξανθός, πότε με μαύρο επικοφανές τζάκετ, πότε –και καλά- σε θάλαμο τρελλάδικου (αυτόν, με τους Chesterfield τοίχους στο πιο άσπρο), η θανατερή σκιά μιας γυναίκας με καπαρντίνα που προσπαθεί να πατήσει τον τραγουδιστή με μια Jaguar, ο Steve Vai να ταχυδακτυλουργεί πάνω σε μια φουξοπορτοκαλολάϊμ κιθάρα με kinky χειρολαβή, ο Vandenberg σε μια σειρά από πόζες «μοιάζω Ντάρυλ Χάννα με κιθάρα γι’ αξεσουάρ και παραμένω πιο ωραίος από τη γκόμενά σας», το ινδιάνικο χταπόδι, ο Tommy Aldridge να εξακολουθεί να τιμωρεί τα κρεμώμενα πιατίνια, ο κουβανός Πάνας Rudy Sarzo έτοιμος να μοστράρει γλωσσάρα και η Jaguar να ανατινάζεται στο τέλος μεγαλοπρεπώς. Ήταν το “Fool For Your Loving”, σα να είχε μπει στο Γυμναστήριο του Μπουρνάζου και να’ χε βγει αγνώριστο απ΄τα αναβολικά, σε σχέση με την προηγούμενη ζωή του στο lp “Ready And Willing”.


To πώς να ακολουθήσει ένας καλλιτέχνης το άλμπουμ που τον έχει μεταμορφώσει σε εμπορικό φαινόμενο είχε ήδη αποδειχθεί άλυτο ερώτημα.
Ο Coverdale το ήξερε από την αρχή. Όμως δεν ήταν πια ένας βετεράνος που είχε να αποδείξει ότι η καρριέρα του άξιζε μια δεύτερη ευκαιρίας όπως το ’84. Ήταν ο 38χρονος rock god που είχε τόσα εκατομμύρια στο λογαριασμό του, ώστε δεν χρειαζόταν να ξανακοπιάσει. Ο άνθρωπος που έγινε παγκοσμίως αναγνωρίσιμος για το ότι μπορούσε να μπαλαμουτιάζεται στη Jaguar οδηγώντας χωρίς να στουκάρει, ο ανθρωπος που μπορούσε να τρυπήσει αυτιά λυγίζοντας τα γόνατα και ουρλιάζοντας προς το φεγγάρι “…In the Still Of The NI-I-I-I-I-GHT!”. Ο μόνος τύπος στον κόσμο που όχι μόνον επιτρεπόταν, αλλά να επιβαλλόταν να τραντάξει την Tawny Kitaen και να την πετάξει πάνω στο καπώ.
Για όλους τους λόγους αυτούς, θα ήταν τρομερά δύσκολο να φτιάξει κάτι που θα ξεπερνούσε το “87”. Το υλικό που είχε στα χέρια του ήταν γραμμένο το χειμώνα του ’88 προς ’89 από τον ίδιο και τον 34χρονο Ολλανδό κιθαρίστα Adrian Vandenberg, στο προσωπικό καταφύγιο του Coverdale στη λίμνη Tahoe («το τοπίο ήταν τέτοιο, που ήταν σα να λάμβανες καρτ-ποστάλ από το Θεό σε καθημερινή βάση»).
Οι στίχοι είχαν ολοκληρωθεί σε διάφορα εξωτικά μέρη όπως η Ταϊτή, με έμπνευση – σύμφωνα με τον ίδιο – τ
a ανυπέρβλητα high του έρωτα για την γυναίκα της ζωής του, την ίδια την global ερωτική φαντασίωση των τριών πρώτων βίντεο – κλιπ του “87”, Tawny Kitaen. Της είχε κάνει πρόταση γάμου γονατιστός, με λουλούδια και όλα τα συναφή, ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου του ’89.
Ο Coverdale είχε μάθει πια να «ακούει» τους ειδικιούς.
Πρώτα απ’ όλα, τον John Kalodner, τον γκουρού των A&R με το μούσι προφήτη και τα γυαλιά αλα Lennon που τον είχε διασώσει μια τετραετία πριν, υποδεικνύοντάς του το πώς έπρεπε να ακούγεται και να δείχνει για να τον προσέξει αμερικάνικο κοινό και το MTV. Συγχρόνως «έπρεπε» να ικανοποιήσει την Geffen που ήθελε η καινούρια κυκλοφορία να αποδώσει γρήγορο κι εύκολο χρήμα, τον τύπο και το ραδιόφωνο που προσδοκούσαν ένα δεύτερο “Is This Love, την Γερμανίδα πρώην γυναίκα του που ζητούσε τετραπλάσια διατροφή για την ίδια και την 10χρονη κόρη τους και τον ίδιο τον Adrian Vandenberg που ξαφνικά δεν μπορούσε να ηχογραφήσει νότα, υποφέροντας από μια επιθετική τενοντίτιδα.
Για να μην παραβλέψει το
momentum της εποχής, μέχρι και δύο παραγωγούς προσέλαβε και του έβαλε να συνεργαστούν, τον Keith Olsen (που είχε βοηθήσει στο “87”) και τον Mike Clink (στον οποίο είχε κάπως επιπόλαια πιστώσει η ροκ αγορά ότι «έφτιαξε» τον ήχο του “Appetite For Destruction”).
Budget υπήρχε μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά, αντίστοιχη όμως ήταν και η αγωνία του Coverdale. Όχι για να κυκλοφορήσει την καλύτερη συλλογή τραγουδιών που μπορούσε να συγκεντρώσει στη δεδομένη στιγμή.
Τώρα χρειαζόταν να ανταποκριθεί στα εμπορικά δεδομένα που η υπερέκθεση είχε θέσει στον ίδιο και το συγκρότημά του. Μέχρι και το
Burning Heart” του Vandenberg δοκίμασε να περιλάβει στο άλμπουμ, την μπαλάντα που το ’84 είχε δείξει προς στιγμήν ότι θα μπορούσε να κάνει το γκρουπ του Ολλανδού εμπορικά υπολογίσιμο.
Όπως συνήθως συμβαίνει όταν η αφθονία καθορίζει τις επιλογές, ο Coverdale πίστεψε ότι ο μόνος τρόπος να ικανοποιήσει τις εμπορικές απαιτήσεις και ταυτόχρονα να βάλει πλάτη για το δικό του καλλιτεχνικό άλλοθι ήταν να «αγοράσει» κάτι εντυπωσιακό από το πάνω ράφι, ώστε να δώσει ώθηση στο σερβίρισμα του καινούριου του προϊόντος.



Τον Steve Vai τον είχε δει στην ταινία “Crossroads” του Walter Hill το ’87.
Στην καθοριστική σκηνή παίζει έναν δαιμονισμένο κιθαρίστα, ο οποίος αναμετράται με τον Ralph Macchio σε μια μονομαχία πάθους και τεχνικής. O Vai διέθετε τα credits και το look για να «προσληφθεί». Το κυριώτερο, ήταν απ’ αυτούς που μπορούσε γρήγορα να ηχογραφήσει ο,τι δήποτε, δίνοντάς του μάλιστα και το προσωπικό ηχητικό του στίγμα. Με την μεγαλοθυμία του βετεράνου σταρ που -και κείνος κάποτε άσημος- επιλέχθηκε από έναν καταξιωμένο κιθαρίστα, ο Coverdale δημοσίως αναγνώριζε τον Vai ως «μάγο» της κιθάρας, δίνοντάς του την ευκαιρία να λανσάρει παράλληλα την προσωπική του καρριέρα.
Mετά την σκληρή «στρατιωτική» του θητεία δίπλα στον Frank Zappa, o Νεοϋορκέζος άσσος της επτάχορδης δεν υπήρχε περίπτωση να απορρίψει μια δεύτερη σερί (μετά τον David Lee Roth) οικονομικά επωφελή πρόταση. Στο κάτω – κάτω, το ροκ ν΄ρολ που του ζητούσαν να παίξει ήταν γι' αυτόν σχεδόν προσχολικού επιπέδου από πλευράς δυσκολίας.
Το άλμπουμ ξεκινά με το ομώνυμο turboκινούμενο κομμάτι, με τον Coverdale να επιδεικνύει ότι μετά την επέμβαση στις φωνητικές χορδές το ’86, μπορούσε να περπατήσει χωρίς αναστολές στο φωνητικό πεδίο του Robert Plant, δρέποντας όλους τους ζεπελινικούς συνειρμούς που του είχε φυλαγμένους η ροκ πιάτσα. Το εντυπωσιακό “Judgement Day” έχει πληρώσει το φόρο αποδοχής κληρονομίας στο Kashmir και στέκεται στα δικά του πόδια.
Το “Now You’ re Gone” είναι σφιχτά φορμουλαρισμένο πάνω στη ραδιοφωνική εκδοχή του “Here I Go Again” (αυτή χωρίς την εισαγωγή), με πανέξυπνη κιθάρα και το στίχο “since I ’ve lost you girl, I’ ve been losing my mind” να κλείνει το μάτι στην παλιά φρουρά.



Η ραδιοφωνική ναυαρχίδα του άλμπουμ και το κέντρο βάρους του άλμπουμ λέγεται “The Deeper The Love”. Κυκλοφόρησε σαν σινγκλ Γενάρη του 1990 και έφθασε μέχρι το Νο 28 των singles του Billboard, με ένα βίντεο υπερπαραγωγή. Τεράστια σκηνή, φωτισμοί που ξεχύνονται από την οροφή σαν καταρράκτες, η μπάντα να παίζει περιστοιχιζόμενη από τεράστια logo με το εξώφυλλο του άλμπουμ, η Tawny Kitaen να κοιτάει την κάμερα ηδυπαθώς, να κατεβαίνει μια ουρανομήκη σκάλα, να ξαπλάρει σ’ ένα λευκό πιάνο με ουρά, να μπαίνει σε μαρμάρινη μπανιέρα και να παίζει με τους αφρούς, την ώρα που γεμίζει το χώρο ένα εκπληκτικό το σόλο του Vai. Οι κακές γλώσσες λένε ότι ο σκηνοθέτης Marty Kallner εξοργίστηκε όταν την είδε από καστανή να έχει γίνει οξυζεναρισμένη ξανθιά - μεγάλος ο κίνδυνος να την μπερδέψουν με τον Vandenberg.
Τρία επιεικώς μέτρια κομμάτια προδίδουν την υπερβολική αυτοπεποίθηση του Coverdale και των συν αυτώ στο μουσικό υλικό που προέκυψε από τα session του με τον Vandenberg.
Τα “Cheap An’ Nasty”, “Slow Poke Music” και “Kittens Got Claws” αποκαλύπτουν το κρίσιμο στοιχείο που λείπει από τον ήχο του “Slip Of The Tongue”: το τραχύ παίξιμο του Sykes. Εκεί που στο “87” υπήρχε ένας αφηνιασμένος κιθαρίστας - «χώστης» που παρέσυρε τα πάντα ακόμη και στα απλούστερα κομμάτια (“Straight For The Heart”, “Give Me All Your Love”, Don’ t Turn Away”), εδώ ακούγεται ένας παιγνιώδης, λεπτεπίλεπτος, σχολαστικός alien. Το παίξιμο του Vai είναι εντυπωσιακό (παράδειγμα το “Wings Of The Storm”), εφετζίδικο, φευγαλέο προς ένα εντελώς άλλο επίπεδο, όμως ακούγεται τόσο «διαστημικό», ώστε ξενίζει σε σχέση με την σκληράδα που προσδοκούσε το πεινασμένο κοινό του “87”.
Tο “Sailing Ships” που κλείνει το δίσκο, ένα από τα πιο ολοκληρωμένα κομμάτια που έχει γράψει και τραγουδήσει ο Coverdale, με τη φωνή του στην κορώνα του τέλους να φτάνει στο υπερπέραν, έρχεται κάπως αργά.
Οι κριτικοί έπεσαν πάνω στο άλμπουμ κατά σμήνη να το κατασπαράξουν. Δεν υπήρχε πιο εύκολος στόχος από ένα φωτογενικό και λουστραρισμένο hair metal συγκρότημα για να βγάλουν το άχτι τους. Το κοινό πάντως τους ζητούσε, έστω και από κεκτημένη ταχύτητα. Μέχρι και στο δικό μας «ΠΟΠ & ΡΟΚ» έγινε εξώφυλλο ο Coverdale, τον πρώτο μήνα της καινούριας δεκαετίας, παρά την παροιμιωδώς σθεναρή αντιπάθεια του περιοδικού προς το δημοφιλές hard rock και το heavy metal.
Πάντως, τα ύψη των πωλήσεων του “87” και η επιρροή που εκείνο είχε ασκήσει στη διεθνή μουσική σκηνή δεν πλησιάστηκε. Το πρώτο μισό του 1990 το “Slip Of The Tongue” ξεπέρασε σε πωλήσεις το 1 εκατομμύριο την ίδια ώρα που είχε ήδη ξεκινήσει η μεγαλύτερη μέχρι τότε παγκόσμια περιοδεία των Whitesnake, που κορυφώθηκε με την εμφάνισή τους στο “Monsters Of Rock” του Donington (18 Αυγούστου του 1990, headliners πάνω από Aerosmith, Poison, Quireboys και Thunder) και απέδειξε κάτι λίγο – πολύ γνωστό:
Οι Whitesnake του τέλους των ‘80s ήταν μια περιφερόμενη, πολυεθνική ομάδα μουσικών, με διαφορετικό υπόβαθρο και επιδιώξεις ο καθένας, που συνυπήρχαν επαρκώς χάρις στην εκτελεστική τους δεινότητα και την ισχύ των συμβατικών τους υποχρεώσεων.




Μετά τη συναυλία στο Budokan του Tokyo, το Σεπτέμβριο του 1990, ο Coverdale ανακοίνωσε ότι θέτει τη μπάντα σε hiatus απροσδιορίστου χρονικής διάρκειας.
 
Ακόμη και σήμερa, το άλμπουμ παραμένει ευχάριστο στο άκουσμα, λιγώτερο χάρις στο μουσικό του περιεχόμενο και περισσότερο για το ότι παραπέμπει στην εποχή μέσα στην οποία κυκλοφόρησε. Μια εποχή στην οποία ήταν ακόμη διάχυτη η αίσθηση ότι τα eighties, με τις στυλιστικές υπερβολές και τις καταχρήσεις τους, με την νιρβάνα που καλλιεργούσαν, την απρόθυμη ευθυνών κι επιπτώσεων, θα διαρκούσαν για πάντα.
Οι παραφουσκωμένες μέχρις τυμπανισμού “production values” της μουσικής, η larger than life οπτικοποίηση, η απροσπέλαστη προτυπάρα του ροκ σταρ που τα έχει όλα, τον θέλουν όλες και ζει σε ευδαιμονία, συμπυκνώνονταν στην τελευταία hard rock υπερβολή της δεκαετίας, με τον τίτλο “Slip Of The Tongue”, ένα χαυνωτικό χάπι με πλατιά και έντονη –ακόμη- ζήτηση. Πρώτος το είχε πάρει ο ίδιος ο Coverdale. Δεν άργησε βέβαια να αντιληφθεί τις παρενέργειες, περίπου την εποχή που τελείωνε την περιοδεία. Η Tawny Kitaen, παρά τους όρκους αιώνιας αφοσίωσης δεν είχε πάψει ποτέ να είναι γκόμενα του διάσημου (και κατόπιν διαβόητου) βετεράνου του αμερικάνικου φουτμπωλ.
O J. Simpson, ο οποίος είχε κάνει άνοιγμα στο Hollywood (πολύ σοβαρό, δε, αν θυμάται κανείς την εμφάνισή του στο “Naked Gun”) κι απειλούσε να δείρει κάθε μακρυμάλλη ροκαρόλερ που πήγαινε να του κλέψει το έπαθλο (κάτι ήξερε ο Robbin Crosby των Ratt, από τον οποίο είχε αποσπάσει την Kitaen).
Η δημόσια αυτή αποκάλυψη δεν σταμάτησε βέβαια την (ξανά καστανή) Kitaen από το να απαιτήσει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό από την προσωπική περιουσία του Coverdale για να δεχθεί να λύσει το γάμο τους.
Fool for your lovin’ once more.
Είχαν μόλις ξεκινήσει τα nineties.


Παναγιώτης Παπαϊωάννου