Heart: (How do I get you) Alone
Wednesday

5Jul

Heart: (How do I get you) Alone

Δημοσιεύθηκε από:

05/07/2017

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

10851
Καθώς το σωτήριον έτος 1987 έφθανε στο μέσο του, η φόρμουλα της δημοφιλίας του κάθε καινούριου «ροκ» μουσικού προϊόντος ήταν δεδομένο ότι περνούσε μέσα από την εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής έκθεσης, μέσα από τον ραδιοφωνικό χρόνο και το MTV.
Είχε μάλιστα και συγκεκριμένη ονομασία, ένα κωδικό όνομα που ικανοποιούσε όλα τα περιφερειακά του ροκ μουσικά γούστα: “power ballad”.
Τα παραδείγματα μεταξύ ’84 και ’87 υπήρξαν εξακολουθητικά και όλα κερδοφόρα για τη μουσική βιομηχανία: “Home Sweet Home” (Motley Crue), “Sentimental Street” (Night Ranger), “The Search Is Over” (Survivor), “I Want To Know What Love Is” (Foreigner), “Heaven” (Bryan Adams), “Can’t Fight This Feeling” (RΕΟ Speedwagon), Foolish Heart” (Steve Perry), “Amanda” (Boston)”.  Ήταν ακριβώς η εποχή που οι δύο αδελφές Ann (36) και Nancy (33) Wilson, γνωστές υπό το εύηχο trademark της μπάντας Heart, είχαν αρχίσει να αποτελούν ένα αμοιβαίο κεφάλαιο με καλό προσδόκιμο προεξόφλησης για την μουσική βιομηχανία.

 
 
Είχαν ξεκινήσει από τα μέσα των ’70s να δισκογραφούν με επιτυχία, φτάνοντας σύντομα να αποτελούν την δακτυλοδεικτούμενη εξαίρεση στον ανδροκρατούμενο ροκ γαλαξία, όπου το δίδυμο «κιθαρίστας – τραγουδιστής» έμοιαζε εκ γενετής αρσενικό, σαν από απαράβατο κανόνα. Όμως, ενώ το ξεκίνημά τους (“Dreamboat Annie”, “Little Queen”, “Dog And Butterfly”) ήταν ελπιδοφόρο, η καινούρια δεκαετία δεν είχε φερθεί ευγενικά στην μουσική τους παραγωγή.
Το “Bebe Le Strange” (’80) είχε πιο ευσύνοπτες συνθέσεις, τα “Private Audition” (’82) και “Passionworks” (’83) αναποφάσιστο και τετριμμένο A.O.R. με αποτέλεσμα το συμβόλαιό τους με την Epic, να μην ανανεωθεί.
Το νέο συμβόλαιο ήρθε από την Capitol ως σωσίβια λέμβος, αλλά προσφέρθηκε υπό απαρέγκλιτους όρους. Το ατημέλητο girl look της μιας ξανθιάς και μιας μελαχρινής που ντύνονταν με μακριές φούστες κι έπαιζαν ροκ με folk εισαγωγές και φωνητικές ακροβασίες αλά Zeppelin έπρεπε να πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων και ένα συνολικό glam rock ρεκτιφιέ να λάβει χώρα στη θέση του. Βάτες - τσιμεντόλιθοι, περμανάντ σε μόνιμη ανατίναξη, κοστούμια Μανταμ Μπωβαρύ τρακαρισμένη μετωπικά με τη μπάντα του Prince και τραγούδια «σίγουρα».
Τα τέσσερα τοπ-10 singles που προέκυψαν μέσα σε λιγώτερο από 11 μήνες από το άλμπουμ που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του ’85 και έφερε ως τίτλο το όνομά τους, δεν τα είχαν συνθέσει οι δύο αδελφές. Είχαν επιλεγεί κατά παραγελίαν, με όρους δημοπρασίας μεταξύ «συνεργαζομένων» με την εταιρία συνθετών: "What About Love" (US#10, 24/8/85), “Never” (US#4, 7/12/85), “These Dreams” (US#1, 22/3/86), “Nothing At All” (US#10, 21/6/86).
Παρά τα εκατομμύρια δολλάρια και τις απανωτές sold-out εμφανίσεις, ρωγμές είχαν αρχίσει να δημιουργούνται στην αυτοπεποίθηση της Ann και της Nancy.
Οι εμπνεύσεις τους ήταν πια άχρηστες; Δεν μπορούσαν να φτιάξουν ένα αξιοπρεπές κομμάτι με απήχηση οι δυό τους, όπως παλιά;
Η Ann, για να διατηρήσει το εντυπωσιακό της λαρύγγι σε φόρμα και να μπορεί να αντέχει στις εξετάσεις που έδινε κάθε βραδιά ενώπιον της αδυσώπητης γενιάς του MTV, που δεν είχε ιδέα από τις εποχές που είχαν γεννήσει δικά της, σπιτικά, στάνταρ, όπως το “Magic Man” και το “Barracuda”, άρχισε να κάνει ικανές ποσότητες κοκαϊνης. Παραδόξως, η συνήθειά της δεν της είχε κόψει την όρεξη. Είχε πάρει περισσότερα από 25 κιλά.
Η Nancy, από την άλλη, η μόνη γυναίκα που μπορούσε να διεκδικεί επάξια τον τίτλο του guitar hero, μετά από μια σειρά άτυχες σχέσεις με μέλη της ίδιας της μπάντας, παντρεύτηκε τον Ιούλιο του ‘86 τον 29χρονο πρώην μουσικό δημοσιογράφο και ήδη τότε συγγραφέα και σεναριογράφο Cameron Crowe, έναν άνθρωπο που στα 15 του είχε γίνει ο νεώτερος αρθρογράφος στο “Rolling Stone”.
Περισσότερο απ’ όλους, ο Crowe, που είχε ζήσει στο δρόμο τους Allman Brothers και είχε πάρει συνέντευξη από όλους σχεδόν τους περιζήτητους ροκ σταρ της δεκαετίας του ’70, καταλάβαινε ότι ήταν η ώρα των Heart να ακολουθήσουν τις εταιρικές επιταγές και να κεφαλαιοποιήσουν το ταλέντο της, όσο το μουσικό κλίμα ακόμη το επέτρεπε.
Από το επόμενο άλμπουμ των Heart, η Capitol, με την επιτακτικότητα γραμμής παραγωγής βιομηχανίας πλαστικών τάππερ, είχε προγραμματίσει να εισρεύσουν στα ταμεία προκαθορισμένα νούμερα. Και χρειαζόταν πάλι μια καλή δόση από την ίδια συνταγή.
Rewind περίπου μια δεκαετία πριν. Ο γεννημένος το 1950 Billy Steinberg είχε μεγαλώσει στην Καλιφόρνια και στα μέσα των ’70s έφτιαξε την πρώτη του μπάντα, τους παντελώς άσημους Billy Thermal, με προφανείς τις επιρροές στον ήχο τους από τα γκρουπ του πρώτου κύματος της βρετανικής εισβολής.
To 1980, η Linda Ronstadt ζήτησε να πει ένα κομμάτι τους, το “How Do I Make You?”. Γραμμένο από τον Steinberg, το κομμάτι μπήκε στο top-10 του Billboard. Την ίδια χρονιά ο Steinberg ξεκίνησε να γράφει για την Pat Benatar.
Στο άλμπουμ της “Precious Time” συναντήθηκε με τον Tom Kelly, που είχε γράψει μια από τις μεγάλες επιτυχίες της Benatar, το “Fire And Ice” (US#17, 5/9/1981).
Ο Kelly, γεννημένος κι αυτός το 1950 στην Indiana, είχε εγκαταλείψει το Κολλέγιο για να βρει την τύχη του στη μουσική σκηνή, παρ’ ότι ήδη παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών πριν καλά – καλά κλείσει τα 25. Από το 1974 που ειχε μετακομίσει στο L.Α. εξελίθηκε σ’ έναν αξιόπιστο session τραγουδιστή και μπασίστα. Μάλιστα το 1979 βρέθηκε στην touring band των Toto, στην περιοδεία τους για το “Hydra”.
Από τα sessions της Benatar και μετά και ενώ ο Kelly εξακολούθησε να δουλεύει για τους Toto, η συνθετική χημεία μεταξύ Steinberg και Kelly εντοπίστηκε από τους ανθρώπους της Epic Records. Στην αρχή τους έδωσαν την ευκαιρία να γεμίσουν ένα ολόκληρο lp με τραγούδια τους, με το project i-Ten και το άλμπουμ “Take A Cold Look” (’83).


 

Τα περισσότερα ξεκινούσαν από στίχους του Steinberg, πάνω στους οποίους ο Kelly έγραφε το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής και τραγουδούσε στα demos.
Σε παραγωγή των Keith Olsen και Steve Lukather των Toto, το υλικό του άλμπουμ -μελιστάλαχτοι Journey προς Air Supply- δεν έκανε καμία εμπορική αίσθηση.
Το ’84 ένα κομμάτι τους θεωρήθηκε ιδανικό για το καινούριο άλμπουμ μιας ποπ τραγουδίστριας που η Warner Bros προωθούσε ως την «2η Cindy Lauper». Λεγόταν “Like A Virgin” και έγινε ένα από τα παγκοσμίως γνωστά κομμάτια του ’85 (έξι εβδομάδες στην κορυφή του Billboard, μεταξύ Δεκεμβρίου ’84 και Ιανουαρίου ’85). Οι Steinberg και Kelly άρχισαν να έχουν υψηλή ζήτηση. Ακολούθησε ένα δεύτερο Νο 1 με το δικό τους “True Colors”, τραγουδισμένο αυτή τη φορά από την κανονική Cindy Lauper (25/10/86). Στους δύο αυτούς πρώην μουσικούς χωίς star quality, η μουσική βιομηχανία είχε χτυπήσει φλέβα χρυσού.
«Εκείνον το δίσκο (σ.σ.: “Take A Cold Look”), αφ’ ότου δεν είχε πετύχει τίποτα εμπορικά, τον είχαμε παρατήσει. Όταν μας ζήτησαν να γράψουμε μια μπαλάντα ειδικά για τις Heart, αρχίσαμε να ψάχνουμε το κοινό μας απόθεμα. Ανάμεσα στο ηχογραφημένο υλικό μας –δεν ήταν και πολύ- το τραγούδι που ξεχώριζε ήταν σαφώς το “Alone”.
Όλα τα κομμάτια εκείνου του δίσκου, σ’ εμένα τουλάχιστον, θύμιζαν δυσάρεστες καταστάσεις.  Τόσο για το πώς τον είχαμε ηχογραφήσει, όσο και για τον επώδυνο χωρισμό που με είχε σημαδεψει εκείνη την περίοδο», θυμάται ο Billy Steinberg. «Ο Tom το θυμήθηκε αμέσως, αλλά δεν είχα καμία διάθεση να το ξαναπιάσω. “Δεν είσαι με τα καλά σου ! Είναι το τέλειο κομμάτι γι’ αυτή τη φωνή”, επέμεινε εκείνος. Χρειάστηκε να επιχειρηματολογήσει μερικές μέρες για να με πείσει. Ευτυχώς».
Tο μόνο που δεν τους άρεσε ήταν, τελικά, ο πρώτος στίχος του ρεφραίν.
Το “I always fared well on my own”, τόσο σαν στίχος από μόνος του, όσο και στο πώς ακουγόταν πάνω στη μελωδία, ήταν άκαμπτος και συναισθηματικά ανειλικρινής. Τον τροποποίησαν προσεκτικά (“’Til now, I always got by on my own”), ενώ ο Tom Kelly άλλαξε λίγο και τη μελωδία για να δώσει στη γραμμή των φωνητικών περισσότερο χώρο να κινηθεί, μια κατά κάποιον τρόπο rhythm & blues ευελιξία. Έφτιαξαν ένα γρήγορο demo και το έστειλαν στον παραγωγό Ron Nevison.
O άνθρωπος που είχε στο βιογραφικό του το “Physical Graffiti”, το “Quadrophenia” και σημαντικά άλμπουμ των U.F.O., Bad Company, Survivor και Jefferson Airplane, ήξερε να αναγνωρίζει ένα τραγούδι γραμμένο να γαλβανίσει το ραδιοφωνικά προπονημένο αυτί.
Οι Steinberg και Kelly συνάντησαν τις αδελφές Wilson στο Can-Am studio στην Ταρζάνα της Καλιφόρνια και το κομμάτι ηχογραφήθηκε την Άνοιξη του ’87 χωρίς καθυστέρηση, με τον ίδιο τον Tom Kelly μάλιστα να καταλήγει να κάνει εκείνος τα δεύτερα φωνητικά. Όσο δηλαδή μπορούσε να είναι αναγκαία τέτοια βοήθεια, με την γεμάτη πάθος φωνή της Ann Wilson να πλημμυρίζει το ακουστικό φάσμα, σ’ ένα στίχο που περικλείει εσωστρέφεια, προσμονή,  απόγνωση, καρτερία και πόθο.
 

“I hear the ticking of the clock - I'm lying here the room's pitch dark
I wonder where you are tonight - No answer on the telephone
And the night goes by so very slow - Oh I hope that it won't end though
Alone
Till now, I always got by on my own
I never really cared until I met you
And now it chills me to the bone
How do I get you alone - How do I get you alone
 
You don't know how long I have wanted - To touch your lips and hold you tight
You don't know how long I have waited - And I was going to tell you tonight
But the secret is still my own - And my love for you is still unknown
Alone
How do I get you alone”

 
Με όχημα ένα βίντεο κλιπ - υπερπαραγωγή, όπου η Ann τραγουδά απ’ τον εξώστη φορώντας βέλο, η Nancy παίζει μαύρο πιάνο με ουρά, άλλοτε ιππεύει και άλλοτε επιδίδεται σε πόζες που θα προκαλούσαν κρίσεις ταυτότητας ακόμη και στον Andrian Vandenberg, το πλήθος που γεμίζει την αίθουσα εκτινάσσεται στο κιθαριστικά ενισχυμένο ρεφραίν και οι τρεις άνδρες της μπάντας εκτελούν επιμελώς φωτογενή χορογραφημένα στιγμιότυπα, το κομμάτι, περιείχε μέσα σε 3:39 μια πυκνή οπτικοακουστική δόση από τα μουσικά πρότυπα των ημερών.
Στις 11 Ιουλίου 1987, τo “Alone” βρέθηκε στην κορυφή των singles του Billboard και παρέμεινε εκεί για τρεις βδομάδες, μέχρι και τις 25. Τον Αύγουστο έφθασε μέχρι το Νο 3 της Βρετανίας για να καταλήξει να γίνει το δεύτερο πιο εμπορικό σινγκλ ολόκληρης της χρονιάς στην Αμερική.
Το “Bad Animals”, ηχογραφημένο στο ομώνυμο στούντιο στο Βανκούβερ από τον Ron Nevison, εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο πετυχημένα ροκ άλμπουμ του ’87 (US#2, UK#8, 8/8/87) και συνέχισε την πορεία του μέσα στο ’88, με το ένα single να διαδέχεται το άλλο : “Who Will You Run To” (3/10/87, US#7), “There’s The Girl” (US#12, 23/1/88), “I Want You So Bad” (US#49, 26/3/88).
“Δεν κτίζαμε την επιτυχία μας. Άλλοι την οδηγούσαν. Εμείς τρέχαμε πίσω της, παλεύαμε να την προφτάσουμε”, θα πει αργότερα η Ann, γνωρίζοντας ότι έκτοτε, τουλάχιστον το “Alone”, είναι σχεδόν αδύνατο να αποσυνδεθεί από την δική της ερμηνεία.
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου


// Old Time Rock

// Live Favorites