Η σάγκα των Τίγρεων του Παν Τανγκ
Friday

1Sep

Η σάγκα των Τίγρεων του Παν Τανγκ

Δημοσιεύθηκε από:

01/09/2017

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

7275
Τελευταίες μέρες Αυγούστου ’87 και αναζητείται μουσική ενίσχυση για το σάουντρακ της τελευταίας σχολικής χρονιάς, της δύσκολης. To εξώφυλλο, καλυμμένο λες μ’ ένα πορφυρό σεντόνι που ελαφρά κυμάτιζε, στα μάτια μου κάτι σαν τον φόντο στο “Vulture Culture” των Alan Parsons Project – χωρίς το φίδι.
Πάνω του σταμπαρισμένα με χρυσά γράμματα το μυστήριο όνομα της μπάντας, μαζί με τη γνώριμη ένδειξη ότι οι «καλύτερες στιγμές» από το πλούσιο παρελθόν τους βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό το δίσκο της MCA. Μια χρυσή τίγρη προφίλ, σα σηματάκι της puma, να ορμάει με άλμα πάνω από ‘να οριζόντιο σειρήτι που στεγάζει την πρώτη σειρά απ’ τα χρυσά γράμματα: The Best Of The Tygers Of Pan Tang”.

Είναι όμως κάτι απ’το οπισθόφυλλο που με σπρώχνει να βάλω οπωσδήποτε ν’ ακούσω. Οι τρεις μαυρόασπρες φωτογραφίες της μπάντας, κάποια πρόσωπα ν’ αλλάζουν από τη μια στην άλλη. Μαλλιά, πέτσινα, τζην και ματιές «δε γουστάρουμε να μας κολλάτε και πολύ». Οι τέσσερις πυκνογραμμένες στήλες με γραμματοσειρά να χρυσίζει πάνω στον πορφυρό φόντο, με μια σύνοψη της ιστορίας τους. Τα τέσσερα εξώφυλλα από τα στούντιο άλμπουμ τους από κάτω, σε όλα τους η τίγρη στο επίκεντρο. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ το όνομά τους, δεν αναγνωρίζω κάποι
ο τραγούδι, όμως φροντίζω με την πρώτη ευκαιρία ν’ αντιγράψω το δίσκο σε μια ταπεινή
MAXELL UR60, απ’ τις κόκκινες, σημειώνοντας τίτλους, χρονική διάρκεια και με μικροσκοπικό σταυρό το από ποιό lp προέρχεται κάθε κομμάτι. Κάτι μου λέει ότι βρέθηκε στα χέρια μου κάτι σπάνιο, καθώς κανείς δεν τους γνωρίζει. Τη δύσκολη χρονιά που ακολουθεί, η κασσέτα θα παίζει συνέχεια και το φύσημά της, με παγιδευμένα μέσα του κάποια απ’ τα ιδιότροπα σκρατς εκείνου του βαριού αλλά χαμηλά γραμμένου βινυλίου γαλλικής εκτύπωσης, θα με πάει μακριά.


Whitley Bay. Παραλιακή κωμόπολη στις βορειοανατολικές ακτές του νησιού, 10 μίλια μόλις μακριά από το Newcastle Upon Tyne. Επίνειο του σκυθρωπού βορρά της Αγγλίας, με τα γκρίζα, αβαθή νερά του τη μόνη παραθεριστική διέξοδο για τους Geordies της ενδοχώρας. Τοπίο που εύλογα, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, χρόνια της Θατσερικής επιδρομής, προκαλεί στους γηγενείς μετέφηβους έντονη την ανάγκη να ξεφύγουν. Όσο πιο γρήγορα, όσο πιο μακριά, τόσο το καλύτερο. Προς τη γη του Pan Tang, λόγου χάρη. Έτσι ονομάζεται ένα αρχιπέλαγος, στο διήγημα ηρωϊκής φαντασίας με τίτλοStormbringer” που πρωτοδημοσιεύθηκε το ’72, με ήρωα τον Elric, τον τελευταίο αυτοκράτορα της νησιωτικής πολιτείας του Melniboné. Ο δημιουργός του Elric, ο περίφημος Michael Moorcock, ήθελε τους μάγους και τους ευγενείς που ζούσαν στις νησιωτικές πολιτείες του αρχιπελάγους να συντηρούν τίγρεις για κατοικίδιά τους.  


Στο Whitley Bay είναι που συστήνονται οι Tygers Of Pan Tang το 1978. Ένα βράδυ στο κλαμπ "Mingles", ο κιθαρίστας Rob Weir πείθει τον Jess Cox να προσχωρήσει στη μπάντα που έχει φτιάξει κάτι λιγώτερο από έναν χρόνο πριν. Μαζί με τον Richard “Rocky” Laws στο μπάσο και τον Brian Dick στα τύμπανα, παίζουν διασκευές AC/DC και Ted Nugent, περιφέροντας στις πρόβες κι ένα σκαρίφημα που έμοιαζε με το πρώτο «δικό τους» κομμάτι.

«Ήμουν κάπως διστακτικός. Το heavy metal δεν ήταν αυτό που γούσταρα εκείνη την εποχή, ήμουν περισσότερο με το punk. Είχαν όμως ένα κομμάτι δικό τους που μ’ ενθουσίασε. Ειδικά όταν, μετά από μια πρόβα, του πρόσθεσα κάτι λόγια, Όχι τίποτα σπουδαίο, εφηβικά υπονοούμενα για σεξ».


Αρχίζουν να κάνουν πρόβες, να παίζουν live σε όποια λέσχη και μπαρ τους δέχεται και να γράφουν κομμάτια πυρετωδώς. Η Neat Records είχε στην ιδιοκτησία της ένα στούντιο στην περιοχή, έτσι τους δίνεται η ευκαιρία να ηχογραφήσουν σε demo ό,τι περίπου παίζουν για έναν χρόνο. Ένα γκαζωμένο, αγροίκο, heavy boogie με ακατέργαστα σόλο, σαν οι Foghat να έχουν τρακάρει με τους Motorhead αφήνοντας το μικρόφωνο σ’ ένα βραχνιασμένο, μεθυσμένο ξαδερφάκι του Paul Di’ Anno. Toν Σεπτέμβριο του ’79 το “Don’t Touch Me There” γίνεται το πρώτο κομμάτι βινυλίου που κυκλοφορεί με το όνομά τους και σημειώνει αξιοσημείωτη αίσθηση. Είναι η εποχή όπου νεαρά συγκροτήματα ξεπηδούν σα συνεννοημένα από κάθε μικρή και μεγάλη πόλη της Αγγλίας, μπολιάζοντας το heavy rock των ‘70s με μια γερή δόση ταχύτητας, χαρακτηριστικό γνώρισμα της άγνοιας κινδύνου και της περιφρόνησης προς σχεδιασμούς και φιλοδοξίες. Σύντομα, στην εφημερίδα “Sounds” θα δινόταν σ’ αυτό το πανβρετανικό σύμπτωμα το όνομα ενός φαινομένου: “New wave of British Heavy Metal”.

Τον Φεβρουάριο του 1980, ο ντόπιος ατζέντης τους εξασφαλίζει μια εμφάνιση στην pub “The Archer” στο Newcastle. Αμέσως μετά, βγάζει πάνω στο μπαρ ένα συμβόλαιο με την πολυεθνική MCA, το οποίο μέσα σε εκρήξεις ενθουσιασμού – και λιμνοθάλασσες από από pints – υπογράφεται χωρίς καν να διαβαστεί. Μια βδομάδα αργότερα, με μεταφορικό μέσο ένα νοικιασμένο Ford Cortina βρίσκονται σε περιοδεία, σαν support στους Magnum. Αμέσως μετά στους Saxon, που μόλις έχουν κυκλοφορήσει το “Wheels Of Steel”, κι από κει στους Scorpions, τους Def Leppard και τους Iron Maiden, παίζοντας support στο Marquee του Λονδίνου.

«Είχαμε ξαναπαίξει σε πολλές τοπικές μικρές σκηνές και είχαμε εικόνα για το τί σημαίνει ένα ενθουσιώδες κοινό. Όμως δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνες οι πρώτες εμφανίσεις με τους Magnum. Ακούω μια τεράστια βοή και βλέπω τα παιδιά να έρχονται τρέχοντας καταπάνω μας και να στριμώχνονται στο κιγκλίδωμα, δύο μόλις μέτρα μπροστά μας. Γυρνάω το κεφάλι μου, να δω για ποιός ανέβηκε πίσω μου στη σκηνή, για ποιόν κάνουν έτσι. Ήταν για μας».


Με τα μυαλά να κοχλάζουν από την γεμάτη ιδρώτα και επευφημίες περιοδεία, μπαίνουν στα τέλη της Άνοιξης στα Morgan Studios του Λονδίνου με παραγωγό τον Chris Tsangarides. Το ντεμπούτο lp τους με τίτλο “Wildcat” κυκλοφορεί στις 23 Αυγούστου του 1980. Την επομένη, Κυριακή 24 Αυγούστου, εμφανίζονται στο φεστιβάλ του Reading, μπροστά σε 60.000 θεατές, σε μια χρονική στιγμή όπου το heavy rock γνωρίζει μια αποφασιστικής σημασίας αναγέννηση στην Γηραιά Αλβιόνα. Δίπλα στην παλιά φρουρά, Ozzy, U.F.O., Gillan, Krokus, Budgie, Rory Gallagher, Whitesnake, Pat Travers δίνει βροντερό παρόν το νέο αίμα: Praying Mantis, Angelwitch, Iron Maiden, Samson και Def Leppard. Αρκετά λιγώτερο εύηχοι απ’ τους περισσότερους, οι Tygers καταφέρνουν, χάρις το γρήγορο, τραχύ και ακάθεκτο υλικό τους και την αποφασιστικότητα με την οποία το αποδίδουν ζωντανά να φθάσουν το ντεμπούτο τους άλμπουμ στο Νο 18 των βρετανικών τσαρτ.


Μόλις λίγες μέρες πριν το Reading, έχουν αποφασίσει να εντάξουν και μια δεύτερη κιθάρα στο σχήμα, για να γεμίσουν περισσότερο τον ήχο τους. Ο  κατάλληλος ανάμεσα σε 35 υποψηφίους είναι ένας 21χρονος οικοδόμος απ’ το Blackpool με το όνομα John Sykes και η πρώτη του εμφάνιση μαζί τους είναι στο Reading.

Το μομέντουμ είναι εκεί: με φόρα από το φεστιβάλ, κλείνεται η πρώτη τους βρετανική περιοδεία σαν headliners, που κρατά από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Νοέμβριο του ‘80. Ενώ η μπάντα βγάζει φωτιές και χαιρετίζεται από τον μουσικό τύπο σαν το επόμενο «μεγάλο» όνομα, ξαφνικά ο Jess Cox εγκαταλείπει το σκάφος, για να φτιάξει τους –βραχύβιους- Lionheart με τον Dennis Stratton που μόλις έχει φύγει κι αυτός από τους Iron Maiden.

Nέες ωντισιόν ακολουθούν. Aνάμεσα σε περισσότερους από 100 τραγουδιστές, επιλέγεται ο John Deverill των Persian Risk, μια εκδοχή Biff Byford με περισσότερη αυτοπεποίθηση. Η φωνητική του γκάμα απελευθερώνει συνθετικές δυνατότητες άγνωστες μέχρι τότε στις τάξεις του γκρουπ και η σκηνική τους παρουσία αναβαθμίζεται. Με τον υπερηχητικό Sykes να θέτει ψηλά τον κιθαριστικό πήχη, το 2ο lp, με τίτλο “Spellbound”, και πάλι σε παραγωγή του Tsangarides, κυκλοφορεί τον Απρίλιο του ’81. Με πολιορκητικό κριό το single “Hellbound” (που φθάνει στο Νο 48) και γεμάτα δύναμη και σφρίγος κομμάτια όπως τα “Gangland”, “Don’t Stop By”, “Mirror, Mirror” και “The Story So Far” θεωρήθηκε –και είναι - ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της ακμής του new wave of British heavy metal (UK#23, Μάϊος του ’81).


Ακολουθούν τηλεοπτικές εμφανίσεις στο “Old Grey Whistle Test”, ζωντανές ραδιοφωνικές εμφανίσεις για το BBC και μια βρετανική περιοδεία 21 εμφανίσεων ως headliners, σε όλες τις αίθουσες και τα φεστιβάλ πρώτης γραμμής της Βρετανίας, σχεδόν παντού sold out. Μέσα σε περίπου 12 μήνες, οι Magnum είναι πλέον αυτοί που βγαίνουν πρώτοι, support στους Tygers. Με τις διθυραμβικές κριτικές από τον heavy metal τύπο να συνεχίζουν να τους ακολουθούν, βρίσκονται στην κορυφή της δημοτικότητάς της, έτοιμοι για το επόμενο μεγάλο βήμα.

Η στενόθωρη MCA επιχειρώντας να στύψει το λεμόνι, ζητάει επειγόντως νέο υλικό. Η προθεσμία που δίνει : τρεις βδομάδες. Οι Tygers, χωρίς καν να προλάβουν να το σκεφτούν, υπακούουν στις συστάσεις του μάνατζμεντ και ξαναμπαίνουν στα Trident Studios του Λονδίνου τον Σεπτέμβριο του ’81, με παραγωγό τον Dennis Mackay (με θητεία σε άλμπουμ των Judas Priest και Pat Travers) ο οποίος δεν αλλάζει το παραμικρό στην ήδη αναβράζουσα συνταγή. Αποτέλεσμα είναι το κάπως βεβιασμένο, αλλά με πολύ έντονες στιγμές “Crazy Nights” (UK#53, Νοέμβριος ’81). Μέσα από ιστορίες ακόρεστου σεξ (“Do It Good”, “Never Satisfied”) και τουρμπινοκίνητες μεταλλικές φόρμουλες (“Love Don’t Stay”, “Running Out Of Time”) η μπάντα παρουσιάζεται καλολαδωμένη και ικανή να φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα ακόμη και στις μέτριες στιγμές της. Η παρουσίαση του νέου άλμπουμ γίνεται σ’ ένα sold out Marquee στο Λονδίνο, στις 5 Νοεμβρίου 1981.
«Όλα καλά, γιε μου», λέει στον Rob Weir o 76 πατέρας του προσκεκλημένος στα παρασκήνια του Marquee, «αλλά επιτέλους, πες μου κάτι: πότε θα μάθεις να παίζεις ένα κανονικό τραγούδι μ’ αυτή την κιθάρα;».


Τον Φεβρουάριο του ’82 βρίσκονται σε ευρωπαϊκή περιοδεία, support του Ian Gillan και όλα δείχνουν να πηγαίνουν ρολόϊ. Μάλιστα, στα μετόπισθεν το μάνατζμεντ και η MCA σχεδιάζουν να επιστρατεύσουν ορισμένα «έτοιμα» hits για το επόμενο άλμπουμ. Ένα απ’ τα πλέον πολυδιασκευασμένα κομμάτια της δεκαετίας του ’60, με στίχο ιδανικό για το γεμάτο ορμόνες προφίλ των Tygers, είναι το “Love Potion No 9”. Στα διαλείμματα της περιοδείας ηχογραφούν μια βιαστική, δίλεπτη διασκευή του, συμπυκνώνοντας εκεί όλη την ορμή του ήχου τους: Νάρκισσος τραγουδιστής, κιθάρες και ντραμς στα μούτρα κι ένα υστερικό σόλο απ’ τον John Sykes. Ένa promo video γυρίζεται και προβάλλεται από το BBC, ενώ το single φθάνει στο Νο 45 τον Μάρτιο του ’82.

Ξημερώματα μιας καθημερινής, μέσα Μαρτίου του ’82, με το που προσγειώνονται στο Heathrow μετά από μερικές εμφανίσεις τους στη Γαλλία, ο John Sykes τους χαιρετά βιαστικά κι ανεβαίνει στο λεωφορείο της γραμμής για το Reading. Όμως όταν τον αναζητούν για τις επόμενες συναυλίες, μία βδομάδα μετά, δεν τον βρίσκουν πουθενά.
Είχε εγκαταλείψει το γκρουπ χωρίς να δώσει καμία εξήγηση. Τους επόμενους μήνες θα γίνει γνωστό ότι αφού απέτυχε να κάνει κάτι με τους Badlands του John Sloman, έγινε μέλος των Thin Lizzy και συνεισέφερε τα πυρακτωμένα του ριφ και σόλο σ’ αυτό που του είχαν πει ότι θα ήταν το άλμπουμ της αναγέννησής τους, για ν΄αποδειχθεί ότι τελικά ήταν το τελευταίο τους, το “Thunder And Lightning”. Με το πρόγραμμα των κλεισμένων εμφανίσεων να πιέζει τους Tygers, προσλαμβάνεται ο Fred Purser, κιθαρίστας της punk μπάντας Penetration, σε αντικατάσταση του φυγά Sykes.
Τελικά δεν τον αντικαθιστά μόνον οπτικά, αλλά μένει και συμμετέχει και στο τέταρτο άλμπουμ τους, οι ηχογραφήσεις του οποίου ολοκληρώνονται τον Απρίλιο του ’82. Παραγωγός ο –ακόμη άγνωστος- Peter Collins (μετέπειτα Rush, Gary Moore, Queensryche) που προσανατόλισε τον ήχο σε πολύ πιο μελωδικές φόρμες, προσπαθώντας να προλάβει το τραίνο του A.O.R. που βρισκόταν ψηλά στα αμερικάνικα τσαρτ. Το πρώτο single “Rendezvous” (UK#49, Ιούνιος ’82) ήταν γραμμένο από in-house συνθέτες της MCA. Τρία ακόμη (μεταξύ των οποίων το single “Paris By Air”, UK#63, Αύγουστο ’82) από τον παλιό γνώριμο της μπάντας Steve Thompson, ιδιοκτήτη των Impulse στούντιο όπου είχαν ηχογραφήσει το πρώτο τους demo.


Ο Purser συνεισέφερε σε τρία από τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ (“Tides”, “The Actor” και “You Always See What You Want”), αποδεικνύοντας ότι μολονότι παρασάγγες πίσω από τον Sykes σε λάμψη, είχε μέσα του καλό υλικό, ενώ ένα ακόμη γράφτηκε από κάποιον John Parr (πολύ πριν περάσει τον Ατλαντικό και γίνει ο “Man In Motion”).
Με το άλμπουμ να φθάνει Νο 13 στα τσαρτς (Αύγουστο ’82) και την βρετανική περιοδεία sold out, οι Tygers κατάφεραν προς στιγμήν να ξεπεράσουν την διαφαινόμενη εξαιτίας της «αμερικάνικης» στροφής του ήχου τους αποξένωση του σκληρού πυρήνα των Βρετανών οπαδών τους. Η ζήτηση υπήρχε, ιδίως αφού η ομάδα απέδιδε στο σανίδι τα αναμενόμενα. Ακολούθησαν υψηλού προφίλ συναυλίες στο Isle Of Wight και στο Hammersmith Odeon καθώς και πέντε sold out εμφανίσεις στην Ιαπωνία, όπου ειδικά στην Osaka εξαιτίας τους η προσέλευση στη συναυλία των Scorpions που έπαιζαν την ίδια ημέρα υπέφερε. Όλοι περίμεναν την επόμενη κίνηση που θα έφερνε την οριστική καθιέρωση.
Τέτοια κίνηση όμως δεν έγινε ποτέ. Υπερβολικές εμπορικές προσδοκίες που δεν εκπληρώθηκαν, καυγάδες για το «πενιχρό» εβδομαδιαίο εισόδημα των μελών, διαφωνίες για το μέχρι πού θα μπορούσε να φτάσει η «εμπορική» στροφή, μετά από ένα άλμπουμ του οποίου πάνω από το μισό υλικό δεν ήταν δικό τους και το hit single ήταν διασκευή και οι προσωπικές φιλοδοξίες του Deverill να ασχοληθεί με την ηθοποιία έφεραν την μπάντα σε μια άδοξη διάλυση τον Νοέμβριο του ΄82. Το τελευταίο single το κυκλοφόρησε αργά μέσα στο ’83 μόνη της η MCA – όπως δικαιούτο, με βάση το υπογεγραμμένο πάνω στο μπαρ της pub “The Archer” του Newcastle δισκογραφικό συμβόλαιο. Το κομμάτι είχε σαν τίτλο του – τραγική ειρωνεία – “Lonely At The Top”.

 

Έκτοτε, μετά από δύο ακόμη δισκογραφικές απόπειρες καταδικασμένες να αποτύχουν από την αλλαγή του μουσικού κλίματος και από τις συνεχείς αλλαγές στη σύνθεσή τους, χάθηκαν. Ο τραγουδιστής Jon Deverill έγινε πράγματι ηθοποιός. Ο μπασίστας Rocky έγινε δικηγόρος εξειδκευμένος στα πνευματικά δκαιώματα. Ο ντράμερ Brian Dick έφτιαξε μια σειρά από δικές του μπάντες, μικρού βεληνεκούς και ελεγχόμενες ως προς τις προσόδους που του απέφεραν – τουλάχιστον κανείς μάνατζερ δεν θα του την έφερνε ξανά. Ο Jess Cox απέτυχε να κάνει κάτι σημαντικό μπροστά από το μικρόφωνο με όποια μπάντα κι αν το προσπάθησε, ενώ αργότερα ανέλαβε να διευθύνει μικρές δισκογραφικές εταιρίες με εξειδίκευση στο metal.
Ο John Sykes ηχογράφησε μια σειρά από δίσκους με εκπληκτική κιθάρα, τους οποίους εκατομμύρια ακροατές ανά τον κόσμο έχουν στις δισκοθήκες τους – όλοι διερωτώμενοι τί θα είχε συμβεί αν δεν είχαν διαλυθεί οι Thin Lizzy ή αν δεν τον είχε ρίξει στεγνά στα λεφτά ο Coverdale. O μονόλυκος Rob Weir, ο άνθρωπος που παραδέχθηκε ότι η πρόσληψη του Sykes τον είχε κάνει να ασκείται νύχτα – μέρα στην κιθάρα, για να μην δείχνει πολύ λιγώτερος από κείνον, κράτησε το όνομα και από το 1999 με διαφορετικούς – και αρκετά νεώτερους – συνοδοιπόρους ηχογραφεί και παίζει με τους Tygers έως και σήμερα.

Οι λίγοι Αύγουστοι της ροκ ιστορίας που αναλογούσαν στους Tygers υπήρξαν όλοι σημαδιακοί γι’ αυτούς. Μέσα σε δύο χρόνια κυκλοφόρησαν τέσσερα σημαντικά lp, έκαναν εκατοντάδες συναυλίες, γνώρισαν την επιβεβαίωση του κοινού, την επιδοκιμασία από τους κριτικούς και την επιτυχία στα τσαρτς, προλαβαίνοντας όμως στην ουσία να γευτούν μόνο την παραζάλη μιας προσδοκίας για την «μεγάλη», την διαρκώς επικείμενη, επιτυχία, που δεν ήρθε ποτέ. Απ’ αυτή την άποψη η σάγκα των Tίγρεων του Παν Τανγκ είναι και μια σύνοψη της ιστορίας πολλών βρετανικών συγκροτημάτων που βιάστηκαν να διανύσουν τη διαδρομή από το underground heavy metal προς το ραδιοφωνικό mainstream, με μεγαλύτερη σπουδή απ’ όση η εποχή και το κοινό μπορούσαν να αφομοιώσουν ή οι τότε εταιρικοί σχηματισμοί να υποστηρίξουν. Η σπουδή αυτή υπήρξε καταστροφική, ιδίως στην περίπτωση των Tygers, που με το “The Cage” πήγαν να εφεύρουν το pop metal πέντε ολόκληρα χρόνια πριν αρχίσει καν ο παράδοξος αυτός όρος ν’ ακούγεται, στην εποχή των Bon Jovi και των Europe.
Εκείνη ακριβώς την εποχή ήταν που έπεσε στα χέρια μου το γαλλικής εκτύπωσης “The Best Of” του 1983 με το πορφυρό σεντόνι στο εξώφυλλο. Για την ιστορία, το tracklist είχε ως εξής :


SIDE A: Rendez-Vous/Lonely At The Top/Rock N’ Roll Man/Hellbound/Slave To Freedom/Wild Catz/Love Potion No 9.
SIDE B. Makin’ Tracks/Paris By Air/The Story So Far /Suzie Smiled/Crazy Nights/Don’t Touch Me There/Don’t Stop By.


Η ΜΑΧELL UR60 – επιμελώς διασωθείσα- υπήρξε η μοναδική κληρονομιά μου από τους Tygers για καιρό. Είναι βέβαιο ότι στη γενιά μου δεν ήμουν ο μόνος που βρέθηκε μ’ ένα κομμάτι μουσικής ιστορίας στα χέρια, χωρίς να μπορεί να διασταυρώσει την προέλευση, την αξία και την επίδρασή του. Ποτέ μέχρι το ’87 το όνομα Tygers Of Pan Tang δεν είχε αναφερθεί σε περιοδικά ή αφιερώματα. Μόνον η τύχη ή κάποιος πυροβολημένος συλλέκτης μπορούσε να τους φέρει στο δρόμο μας, καθώς ακόμη και αργότερα, τα τέσσερα πρώτα βινύλια παρέμεναν σχετικά σπάνια και πανάκριβα. Έπρεπε να φθάσει Μάρτιος του 1997 και να εμφανιστούν για πρώτη φορά στα ράφια του “Metropolis” τα remasters των τεσσάρων αυτών άλμπουμ σε cd, για να βρει η ιστορία των Tygers τους φυσικούς της αποδέκτες: όλους εμάς που ακόμη και τώρα ψάχνουμε ατόφιο heavy metal για ν’ αντιμετωπίσουμε την κάθε καινούρια χρονιά, που έχει πάψει εδώ και πολύ καιρό να είναι σχολική.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου