KISS:CRAZΙΕR NIGHTS (& DAYS) ’87 - ’88
Monday

18Sep

KISS:CRAZΙΕR NIGHTS (& DAYS) ’87 - ’88

Δημοσιεύθηκε από:

18/09/2017

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

5655
«Ο ψυχοθεραπευτής μου, ο Dr. Jesse Hilsen, με είδε ανήσυχο και άρχισε να μου κάνει μια σειρά από ερωτήσεις που αφορούσαν τα έσοδά μου. Ήταν σχεδον ντροπιαστικό που δεν μπορούσα ν’ απαντήσω σε καμία. Ο Howard Marks ήταν ο μάνατζέρ μας για χρόνια.
Είχε πλέον γίνει πια μέλος της οικογένειάς μας και τον εμπιστευόμουν τυφλά. Τον τελευταίο καιρό βέβαια είχε αρχίσει να επιμένει ότι πρέπει να προσέξουμε πολύ τα οικονομικά. Όταν μάλιστα μου συνέστησε να μη στέλνω τόσα χρήματα στην οικογένειά μου, πάγωσα. Κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά δεν ήξερα τί. Δεν μας επέτρεπε να δείξουμε σε κανέναν οικονομικά στοιχεία και λογιστικές φόρμες, αλλά εγώ το έκανα και τα έδειξα στον Dr. Hilsen. Βρήκα επενδύσεις σε επιχειρήσεις που σχετίζονταν με πρόσωπα στενά συνδεόμενα με τον Howard. Εταιρίες με έδρα στα Κέϋμαν που εξαφάνιζαν χρηματικά ποσά που ήταν αδύνατον να εξακριβωθούν. Κατέφυγα σε μια μικρή ανεξάρτητη εταιρία λογιστών κι ένα όχι ιδιαίτερα ονομαστό, αλλά αξιόπιστο, δικηγορικό γραφείο στη Νέα Υόρκη, αναθέτοντάς τους να ξεκαθαρίσουν έναν τεράστιο όγκο από έγγραφα. Το αποτέλεσμα με είχε προκαταβολικά τρομοκρατήσει, αλλά κατά κάποιον τρόπο το περίμενα: “Γνωρίζετε ότι οφείλετε στην εφορία μερικά εκατομμύρια δολλάρια;”. Πήγα αμέσως να τον βρω και του το είπα κατάμουτρα. “Αν κάποιος θά’ πρεπε να βγάζει λιγώτερα λεφτά, αυτός είσαι εσύ Howard».

Ο Paul Stanley ενημέρωσε τον Gene Simmons. Οι καιροί που έκαναν πρόβες σ’ ένα βρώμικο ισόγειο του Brooklyn ήταν από καιρό παρελθόν. Ακόμη και αφ’ ότου εγκατέλειψαν το μακιγιάζ, παρέμεναν δύο διάσημοι και περιζήτητοι σταρ, που ζούσαν σε συνθήκες αδιανόητης για μέσο άνθρωπο χλιδής. Δύο άτρωτοι εκατομμυριούχοι, 35 και 38 ετών αντίστοιχα, που ηχογραφούσαν στον ελεύθερο χρόνο τους και λίγη μουσική, προσπαθώντας να παραμένουν επίκαιροι και «μέσα στα πράγματα». Ο Simmons, πάντα επιρρεπής στο να περιστοιχίζεται από επίλεκτους yesmen και κόλακες, ακολουθούσε μια «λαμπρή» καρριέρα στο Hollywood, εμφανιζόμενος σε ταινίες όπως το “Runaway” με τον Tom Selleck (παίζοντας έναν τρελλό επιστήμονα που κατευθύνει μια μεραρχία κακόβουλων ρομπότ) και “Never Too Young Too Die” (δίπλα στον…John Stamos και την Vanity, στο ρόλο ενός ερμαφρόδιτου «κακού»).
«Έχουμε μεγάλα μπλεξίματα με τα λεφτά. Ο Howard μας έχει κατακλέψει». Στην αρχή ο Simmons εκνευρίστηκε, αρνήθηκε να ασχοληθεί. Μέχρι που άκουσε από το στόμα του Stanley τις κρίσιμες κουβέντες.
«Όπως νομίζεις, Gene. Εγώ πάντως φεύγω”. Δεν διευκρίνισα από πού. Πάντα ακολουθώ έναν κανόνα. Σε μια λεκτική αντιπαράθεση, αυτός που θα υψώσει τον τόνο της φωνής είναι αυτός που τελικά θα βγει χαμένος. Του έδωσα αντίγραφα από τα στοιχεία που είχα, να τα δώσει σε δικούς του ανθρώπους να τα ελέγξουν. Μερικές μέρες αργότερα επικράτησε η λογική: Ill go with you”. Από τότε, πήραμε το μάθημά μας. Oποιοδήποτε έγγραφο, από λογαριασμούς τηλεφώνου και συμφωνίες για το κόστος ενός γιγάντιου stage set, μέχρι και συμβόλαια για να μπει το λογότυπό μας σε σχολικές τσάντες, φέρει υποχρεωτικά την υπογραφή μας».
Όταν ωστόσο έφθασε η ώρα να ηχογραφηθεί το επόμενο άλμπουμ, άρχισε να φαίνεται ένα ακόμη πρόβλημα. O Simmons έφθανε άϋπνος στο στούντιο, απορροφημένος από τις εκτός KISS δραστηριότητές του :παραγωγή σε νέες μπάντες όπως οι Black N’ Blue, συμφωνίες merchandising με τη φάτσα του να μοστράρει τη γλώσσα, ακόμη περισσότερα κινηματογραφικά αριστουργήματα όπως το “Wanted Dead Or Alive”, όπου έπαιζε έναν άραβα τρομοκράτη -με καλό τον Rutger Hauer- και το “Trick Or Treat” – και περνούσε τις ώρες του στο τηλέφωνο για να τις οργανώσει. O Stanley έδειξε την ενόχλησή του ανοιχτά. Όχι γιατί του έλειπε η συνεργασία με τον κάποτε συνένοχό του στο χτίσιμο μιας all American μουσικής αυτοκρατορίας. Αλλά γιατί μέχρι τότε, τα κέρδη μοιράζονταν 50%-50% μεταξύ τους, την ώρα που εκείνος αφιέρωνε όλο το χρόνο του στην εμπορική στρατηγική των KISS και σε ό,τι μουσικό σχετιζόταν μ’ αυτήν, χωρίς καμία βοήθεια. O Simmons πίστευε ότι με το να αγοράζει τραγούδια άγνωστων συνθετών – και έβρισκε πολλούς πρόθυμους να «δουλέψουν» μαζί του, ή μάλλον να δουλέψουν γι’ αυτόν – και να τυπώνει στην παρένθεση κάτω απ’ τον τίτλο τους το όνομά του, εκπλήρωνε το χρέος του στον επικερδή αυτόν συνεταιρισμό.



Οι ηχογραφήσεις είχαν ξεκινήσει στα One On One Studios στην Καλιφόρνια τον Μάρτιο του ’87. Σ’ ένα διάλειμμα των ηχογραφήσεων, ο Stanley είπε στον Simmons, για ν’ αποφύγουν αδιάκριτα μάτια και αυτιά, να μπει στη θέση του συνοδηγού της Corvette - μία από τις τέσσερις που διέθετε - που τον περίμενε παρκαρισμένη έξω απ’ το στούντιο, για μια πολύ σοβαρή κουβέντα. Άνοιξε το θέμα με τη βεβαιότητα του συνεταίρου που ενώ εξακολουθεί να κάνει όλη τη βρώμικη δουλειά, ρίχνεται από τον άλλο πέρα από κάθε ανεκτό όριο. Η συζήτηση συνεχίστηκε τηλεφωνικά και μέσα σε λίγες μέρες υπήρξε η αναγκαία διευθέτηση. Κανείς δεν γνωρίζει πώς ακριβώς μεταβλήθηκαν τα ποσοστά, όμως το σίγουρο είναι ότι για τα αμέσως επόμενα χρόνια ο Stanley βγήκε μπροστά και ο Simmons έκανε συνειδητά δυό βήματα πιο πίσω. Κομμάτι προερχόμενο από τον Simmons δεν ξανάγινε single, στα βίντεο ο Stanley ήταν σε πρώτο πλάνο, το γκρουπ θα γινόταν μια εταιρία στην οποία είχε ξεκάθαρα ο ίδιος όχι μόνον την πλειοψηφία των μετοχών, αλλά και το δικό του μονοπρόσωπο διοικητικό συμβούλιο.
Πεπεισμένος ότι είχε καταφέρει να κλείσει ένα καλό deal και ήσυχος ότι μετά τον μάνατζερ δε θα του την έφερνε πισώπλατα και ο μοναδικός άνθρωπος που τον ανεχόταν, ο Simmons εκδήλωσε την ευγνωμοσύνη του με τον τρόπο ενός πάλαι ποτέ παρία που έχει προ πολλού αναγάγει σε αγαπημένο του άθλημα το να πουλάει συναισθήματα, ιδέες και ψυχές - των γύρω του ή τη δική του, καμία διαφορά – σε ακριβές τιμές. Λίγες μέρες αφ’ ότου η συμφωνία πιστοποιήθηκε, ήταν εκείνος που κάλεσε τον Stanley σε μια πριβέ συζήτηση. Άνοιξε μπροστά του το τελευταίο προσπέκτους της Jaguar και του είπε: «Διάλεξε μια, είναι από μένα. Για όσα έχεις κάνει για την μπάντα και για μένα προσωπικά».
Ο Stanley κολακεύτηκε. «Θα σε πείραζε να σου πω ότι έχω στο μυαλό μου μια μαύρη Porche 928;».
Την ίδια ώρα, ο Bruce Kulick και ο Eric Carr, παρέμεναν καλοπληρωμένοι στάντμεν σε μια παράσταση φτιαγμένη από τους δύο «παλιούς». Ο Kulick, παρ’ ότι σχεδόν τρία χρόνια στη θέση του lead κιθαρίστα εξακολουθούσε να είναι προσηλωμένος στο πώς θα αποδώσει καλύτερα τεχνικά, ό,τι καλείτο να παίξει – στη σκιά του πολυπράγμονος αδελφού του, Bοb, ήταν αναμενόμενο – γι’ αυτό και πάνω στη σκηνή, σύμφωνα με την κακεντρέχεια της εποχής, ήταν «ένα μοντέλο που στέκεται στα στειλιάρι». Ο Paul Caravello απ’ την άλλη, που πρώτος κλήθηκε ν’ αντικαταστήσει μέλος της κλασσικής τετράδας πίσω στα 1980, δεν μπορούσε να απαλλαγεί από το φάντασμα του ενδεχομένου μιας αιφνίδιας αντικατάστασής του από τη θέση του ντράμερ - τον στοίχειωνε από την πρώτη μέρα. Οι ιδέες του σπάνια περνούσαν από το φίλτρο του Stanley για να βρουν τη θέση τους σε δίσκο – τρία credits σε 5 lp - μέρος στις αποφάσεις δεν έπαιρνε, συντροφικότητα δεν υπήρχε ούτε για δείγμα και ο αλκοολισμός του χειροτέρευε.

Ο Stanley μπήκε στο studio με κομμάτια που είχε ετοιμάσει σε συνεργασία με μια all star ομάδα συνθετών.  Tρία με τον Adam Mitchell (John Waite, Wendy O’ Williams, Bonnie Tyler), που ήταν μαζί τους από το ’82 και το “Creatures Of The Night”, δύο με τον Desmond Child (στο ένα μαζί τους και ο Bruce Turgon, συνεργάτης του Lou Gramm) και ένα με την Diane Warren. Δική του επιλογή ήταν και ο παραγωγός. Μετά τα σχετικά πετυχημένα από κάπως άνισα “Αnimalize” και “Asylum”, παραγωγές στην ουσία του ίδιου του Stanley, ήθελε να ξανακάνει τους KISS ανταγωνιστικούς. Ο εκλεκτός ήταν ο Ron Nevison, που μόλις την προηγούμενη χρονιά είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία με τα άλμπουμ των Heart και του Ozzy. O Stanley τον πίστευε τόσο πολύ, ώστε αναπρογραμμάτισε τις ηχογραφήσεις μέχρι ο Nevison να ελευθερωθεί από όλες τις άλλες υποχρεώσεις του. Αποτέλεσμα ήταν ένα άκρως ραδιοφωνικό άλμπουμ, με hooks πιο πλατιά κι απ’ τη λεωφόρο 805 του L.A. με τις 20 λωρίδες κυκλοφορίας, με ήχο όμως αβαθή, οι χαμηλές συχνότητες λες κι είχαν αφαιρεθεί εντελώς.
«Το μπάσο είχε γραφτεί από session μουσικούς. Τον περισσότερο καιρό που βρισκόταν στο στούντιο ο Gene, τον έβρισκες αραχτό στον καναπέ να διαβάζει το Vanity Fair», θυμάται ο Nevison. Ίσως όχι άδικα.
Ο Simmons είχε εισφέρει στα session 25 περίπου τραγούδια (αγοραστά, σύμφωνα με την προσφιλή του τακτική), αλλά ελάχιστα απ’ αυτά άρεσαν στον παραγωγό. Το πιο αξιοσημείωτο κομμάτι του Simmons φέρει την συνυπογραφή δύο «φίλων» του, ένας εκ των οποίων συνθέτης - παραγωγός γνώριμος στα εταιρικά κατατόπια (Davitt Sigerson).
Είναι το Good Girl Gone Bad, το οποίο αν και ποτέ δεν παίχτηκε live, έχει το πιο “heavy”, υπνωτικό ριφ σε στυλ “Tears Are Falling” και στίχο κατευθείαν από το εγχειρίδιο δοκιμασμένων μεθόδων διαφθοράς θηλυκής παρθενίας. Ο Kulick είχε γράψει το κομμάτι “Sword And Stone”, το οποίο ο Stanley απέρριψε, μόνο και μόνο για να το χρησιμοποιήσει ο ίδιος ως προσωπικό του σε ένα soundtrack της σειράς, 2 χρόνια αργότερα, το “Shocker” και να το πουλήσει σε Paul Dean και Bonfire που το διασκεύασαν. Συνεισέφερε πάντως σε 4 κομμάτια – 2 του Stanley, 2 του Simmons – ιδέες που τουλάχιστον αναγνωρίστηκαν με συνθετικό credit (μεταξύ των οποίων αυτά με την πιο αναγνωρίσιμη KISS ρίφολα, "When Your Walls Come Down και Hell Or High Water). Δύο γενικοί τίτλοι για το άλμπουμ προκρίθηκαν αλλά τελικά απορρίφθηκαν, τo πιο αόριστο “Who Dares Wins” και το πιο προκλητικό “Condomnation”. Το άλμπουμ τελικά κυκλοφόρησε στις 18 Σεπτεμβρίου 1987 με τον τίτλο “Crazy Nights” για να φθάσει να γίνει ο δίσκος των KISS με την πιο καλή επίδοση στα τσαρτς σε ολόκληρη τη δεκαετία του ’80 (US#18).


Το single “Crazy, Crazy Nightsκυκλοφόρησε στις 18 Αυγούστου του ’87 και έφθασε στο Νο 4 των βρετανικών charts. Με διαφορά το πιο πετυχημένο τους τραγούδι στην Αγγλία, παρ’ ότι στην Αμερική δεν μπόρεσε να φθάσει πιο ψηλά από το Νο 65. Η παγκόσμια περιοδεία ξεκίνησε από το Jackson του Mississippi στις 3 Νοεμβρίου του ’87, με σαπόρτ τους White Lion. Το δεύτερο single Reason To Live, γραμμένο από τον Desmond Child και τον Stanley, έχει ένα βίντεο γεμάτο travelling σε μια απέραντη σκηνή με την μπάντα να παίζει και την Eloise Broady -κουνελάκι του Playboy- να περιλούζει με βενζίνη και ν’ ανατινάζει την μαύρη Πόρσε του Stanley, αφού πρώτα έχει συντρίψει με διάφορα ιπτάμενα αντικείμενα κάτι – υποτίθεται- κοινές τους φωτογραφίες. Ιδανική power ballad, που παίζεται αρκετά από το MTV, αλλά στους καταλόγους κινείται μέτρια (US#64, 30/1/88). Παρ’ όλα αυτά, στις 18 Φεβρουαρίου ανακοινώνεται ότι το άλμπουμ έγινε πλατινένιο, το τέταρτο συνεχόμενο από τότε που έβγαλαν το μακιγιάζ.

Helix, Ted Nugent και Anthrax ανοίγουν τις συναυλίες τους, καθώς διασχίζουν Η.Π.Α., Καναδά και Ιαπωνία, στην πρώτη τους εμφάνιση εκεί μετά από 10 ολόκληρα χρόνια.
Κλείνουν μερικές συναυλίες σε μικρά κλαμπ τις Νέας Υόρκης για του παλιούς φαν, όπου παίζουν ένα «ειδικό» καυτό σετ με τα «παλιά», σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν επαφή με τη βάση των fans.
Την Άνοιξη του ’88, αίσθηση προκαλεί η εμφάνιση του Stanley στο ντοκυμανταίρ της Penelope Sheeris, “The Decline Of Western Civilization – Part II, The Metal Years”, που πραγματεύεται την άνθηση του –με την τότε τρέχουσα ορολογία αποκαλούμενου - “metal” της δυτικής ακτής. Ο Stanley συνεντευξιάζεται από την off camera σκηνοθέτιδα, ξαπλωμένος σ’ ένα κρεββάτι με χαυνωμένα κουνελάκια εκπάγλου να τον χαϊδεύουν λατρευτικά, επιδοκιμάζοντας με λάγνα νεύματα σοφίες του τύπου “Ι have a deep appreciation for women. The deeper the better” και “I’m not there to tell you how to live”.
Η εικόνα των KISS, όπως είχε αποτυπωθεί και στο KISS X-POSED video της προηγούμενης χρονιάς δεν απείχε και πολύ από την πραγματικότητα.
«Είχα διάφορες κοπέλες εκείνη την εποχή, αλλά οι σχέσεις που έκανα ήταν μόνο για συντροφιά και σεξ. Απέφευγα τις αποκλειστικότητες και δεν τις ζητούσα ποτέ από τις γυναίκες, ήθελα απλώς να περάσω καλά. Είχα τον τρόπο να εξασφαλίζω ότι ακόμη και όταν βρισκόμασταν σε περιοδεία, δε θα έμενα ποτέ μόνος. Τον περισσότερο καιρό μοίραζα τον χρόνο μου μεταξύ L.A. και Νέας Υόρκης. Νοίκιαζα ρετιρέ ή ζούσα σε σουίτες ξενοδοχείων όπως το Hotel Marquis.
Το
L.A. ήταν το μέρος που ήξερα ότι μπορούσα ξένοιαστα να κάνω ο,τιδήποτε θελήσω με τις γυναίκες. Όταν κάποια σχέση άρχισε να γίνεται πολύπλοκη, την έκανα για Νέα Υόρκη. Καμιά από τις σχέσεις που είχα δεν μπορούσε να οδηγήσει πουθενά, απλώς διασκέδαζαν τη μοναξιά. Όσον αφορά το σεξ, αν στα ‘70s απλώς έβρεξα τα ποδια μου στην πισίνα, στα ‘80s έγινα πρωταθλητής στις καταδύσεις. Κορίτσια από τις κεντρικές σελίδες του Penthouse με περίμεναν μετά τις συναυλίες, πήγαινα όποτε ήθελα στο Playboy Mansion του Hugh Hefner και μέχρι να τελειώσω ένα ποτήρι σαμπάνια έφευγα με την Playmate Της Χρονιάς για βόλτα με τη λιμουζίνα μου στο νυχτερινό L.A.. Ξόδεψα αρκετό χρόνο σε κύκλους ανθρώπων που μετρούσαν την αυτοεκτίμησή τους ανάλογα με το πόσα πρωτοσέλιδα είχαν το πρόσωπό τους. Ή με άλλους που ένιωθαν ενοχές γιατί το σπίτι τους βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του Beverly Hills και όχι στην πλευρά των λόφων του Hollywood. Κατά βάθος ήξερα ότι δεν ήθελα να περάσω τη ζωή μου μαζί τους».


«Το παράξενο λοιπόν στο ντοκυμανταίρ της Spheeris δεν ήταν ότι μου πήρε την συνέντευξη την ώρα που μαζί μου βρίσκονταν 12 γυναίκες. Θα μπορούσαν άνετα να περάσουν από το δωμάτιό μου στη διάρκεια μιας βδομάδας – είχε ξανασυμβεί. Το αστείο ήταν ότι βρέθηκαν εκεί όλες μαζί. Αλλά έτσι είναι: όταν βρίσκεσαι μπροστά από μια κάμερα ή ένα μικρόφωνο, αυτός που το τείνει προς το μέρος σου έχει προαποφασίσει ποιά εικόνα από σένα θέλει να περάσει προς τα έξω».
Το καλοκαίρι του ’88 ολοκληρώθηκε με εμφανίσεις στο Ευρωπαϊκό “Monsters Of Rock”. Στις 20 Αυγούστου στο Donington, στις 27 και 28 το αντίστοιχο γερμανικό και στις 4 Σεπτεμβρίου το Ολλανδικό, support στους Iron Maiden και μαζί με Anthrax, Helloween, Megadeth, Great White, Guns N’ Roses και David Lee Roth. Ακολούθησαν Ιταλία, Γαλλία, Δανία, Σουηδία, Φινλανδία, Νορβηγία και ξανά Μεγάλη Βρετανία, με τελευταία από τις 129 εμφανίσεις στο Μπέλφαστ στις 4 Οκτωβρίου.

«Στα eighties είχαμε ανθρώπους στο πλάϊ της σκηνής που έπαιζαν κήμπορντς για να διευρύνουν τον ήχο και άλλους για να κάνουν πιο δυνατά τα δεύτερα φωνητικά μας. Ήταν κάτι που έκαναν σχεδόν όλες οι μπάντες». Όπως και τα extensions στις επικές χαίτες. «Μια βραδιά στο “LAmour” του Brooklyn, ένας φαν ξέφυγε απ’ τους security και ανέβηκε στη σκηνή να με αγκαλιάσει, ξηλώνοντας ένα μεγάλο μέρος απ’ τα extensions.
Ήταν σα να’ χει πέσει ένας ψόφιος αρουραίος πάνω στη σκηνή. Όλοι βρισκόμασταν σε ένα σύννεφο επιτήδευσης, σ’ ένα παιχνίδι επιφάνειας. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν είναι ν’ απορείς γιατί το κοινό σε λίγο καιρό μας γύρισε την πλάτη». 

Το Σεπτέμβριο του ‘88 Turn On The Night, διπλωμένο σ’ ένα τετριμμένο κλιπ από τον Marty Callner, φθάνει  μόλις στι 41 στην Αγγλία, ενώ στην Αμερική αποτυγχάνει να μπει στα τσαρτ.

Καθώς το φθινόπωρο του 1988 προχωρούσε, οι ΚΙSS είχαν αρχίσει να μοιάζουν επικίνδυνα με hair metal γκρουπ της σειράς. Μόνο που αρκετά απ’ αυτά, είχαν μέλη 15 χρόνια νεώτερά τους που λάτρευαν τον Paul και τον Gene σαν ήρωες και τους ξεπερνούσαν σε πωλήσεις. Ο οργανισμός όμως που είχε χτιστεί γύρω τους, το brand name, το οποίο πλέον έλεγχαν απόλυτα, ήταν πολύ μεγάλο για εξοκείλει. Περισσότερες “Crazy, Crazy Nights” ρηχότητας θα ακολουθούσαν.
«Στο τέλος της περιοδείας, αποφάσισα να παραμείνω για λίγο στο Λονδίνο. Εκείνη την εποχή έβγαινα –για τους παπαράτσι - με μια τραγουδίστρια και πρώην pinup girl, την Samantha Fox. Γυρίζοντας από την παράσταση του “Phantom Of The Opera”, την προσκάλεσα στη σουίτα μου στο Hilton. Ακόμη δεν είχαμε κάνει τίποτε. Εκείνη ρώτησε πρώτη. “Would you like to take a bubble bath with me?”. Yes, yes I would”».
 
Υ.Γ.: O επί χρόνια ψυχοθεραπευτής του Stanley, Dr. Jesse Hilsen, δεν ήταν τελικά μια παρεξηγημένη οικονομοτεχνική διάνοια. Κέρδισε την εμπιστοσύνη του Stanley με τις επισημάνσεις του στα λογιστικά έντυπα που του παρουσίασε και ήταν εκείνος που σύστησε στους KISS τα team των ειδικών που ανέλαβαν να απεμπλέξουν τη μπάντα από τον κυκεώνα κακοδιαχείρισης του προηγούμενου μάνατζμεντ. Ο Stanley, από ευγνωμοσύνη αλλά και επειδή πάντα χρειαζόταν κάποιον να προσέχει τα νώτα του, έφθασε να του αναθέσει και επίσημα το management της μπάντας, τον Μάρτιο του ’88. Σύντομα, η δίνη της χλιδής τον ρούφηξε. Διέλυσε την οικογένειά του, άρχισε να συμπεριφέρεται αλαζονικά, να αγνοεί τις δικές του επαγγελματικές και οικονομικές υποχρεώσεις, ακόμη και τις δικαστικές αποφάσεις που τον υποχρέωναν να καταβάλλει διατροφή για τα ανήλικα παιδιά του. Το 1994, αφού είχε απομακρυνθεί από τον οργανισμό των KISS, εξαφανίστηκε κυριολεκτικά, με την οικογένειά του τελικά να τον κηρύσσει σε αφάνεια.
Υ.Γ.: Στο ελληνικό heavy κοινό, το “Crazy Nights” πέρασε απαρατήρητο, αν όχι συνοδευόμενο με χλεύη για το «εμπορικό» του περιεχόμενο, όταν κυκλοφόρησε. Στο τεύχος Ιανουαρίου του ’88, η κριτική παρουσίαση ελάχιστων γραμμών (στο ίδιο μονόστηλο με το ντεμπούτο των Tigertailz) δεν περιείχε καν στο πλάϊ τη μαυρόασπρη μικροσκοπική φωτό'' του εξωφύλλου και επικεντρωνόταν στη φράση «είναι σίγουρο ότι θα βρεθούν εκατομμύρια ανεγκέφαλα αμερικανάκια να τον αγοράσουν». Το σημερινό εγχώριο “melodic rock” κοινό πολύ πιθανόν να θεωρεί το άλμπουμ κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό που υπήρξε στην πραγματικότητα, αλλά ένα διάλειμμα πραγματικότητας είναι κατά κανόνα χρήσιμο.


Παναγιώτης Παπαϊωάννου