Van Halen, ’78: Δευτέρα Κιθαριστική Παρουσία και άλλες ιστορίες
Στην αυγή του σωτηρίου έτους 1978, το περιεχόμενο του όρου heavy metal, που σύμφωνα με τους δύο επικρατέστερους μουσικούς θρύλους, είτε είχε για πρώτη φορά ακουστεί στο κουπλέ του “Born To Be Wild”, είτε είχε εφευρεθεί από τον Sandy Pearlman, τον διανοουμενίζοντα μυστικοσύμβουλο και παραγωγό των Blue Oyster Cult, αφορούσε περισσότερο ένα ύφος ευθέως ανάλογο με τα ντεσιμπέλ και όχι –ακόμη- ένα συγκροτημένο ιδίωμα.
Παραπέμποντας σχεδόν αυτόματα στον αργόσυρτο βηματισμό των Black Sabbath, που ακριβώς εκείνη την εποχή έπνεαν τα λοίσθια μεταξύ τοξικοεξάρτησης και συνθετικής ξηρασίας, ό,τι έμοιαζε μέχρι τότε με «βαρύ μέταλλο» ξεβγαζόταν σαν απόνερο των μεταχίππικων ’60s προς τον υπόνομο της μουσικής εξέλιξης. Μπάντες που τα προηγούμενα χρόνια γέμιζαν στάδια, όπως οι Mountain, οι Deep Purple, οι Grand Funk είχαν διαλυθεί ή εν τοις πράγμασι αδρανήσει. Οι Led Zeppelin, βαρόμετρο για τις τάσεις της δεκαετίας, είχαν να κυκλοφορήσουν δίσκο από την Άνοιξη του ’76.
Οι
KISS, που δήλωναν rock n’ roll αλλά, με την οπτική τους ταυτότητα όμως να εξακολουθεί να παρασύρει τις μουσικά ανειδίκευτες πλειοψηφίες στο να τους προσκυρώνουν  στο “metal” κόσμο είχαν αρχίσει να σκέφτονται αν αξίζει να παραδοθούν ελεγχόμενα ή ξεδιάντροπα στο συρμό. Ένα ήταν βέβαιο: τα γούστα του κοινού παρουσιάζονταν πιο ευμετάβολα από ποτέ.

Η disco, από αστικό φαινόμενο μικρής εμβέλειας, πλέον κυριαρχούσε στα τσαρτς. Οι ραδιοσταθμοί είχαν ενδώσει στο καινούριο χορευτικό φορμάτ, με το σάουντρακ του “Saturday Night Fever” να ακούγεται παντού (20 εκατομμύρια αντίτυπά του διεσπάρησαν ανά την υφήλιο μόνο μέσα στο 1978), την ώρα που οι soft rock ογκόλιθοι, Eagles και Fleetwood Mac είχαν, με τα τελευταία τους άλμπουμ πουλήσει από τέσσερα τουλάχιστον εκατομμύρια αντίτυπα ο καθένας. Οι έφηβοι που είχαν μάθει να διαχειρίζονται την επίμονη ακμή πέφτοντας με τα μούτρα σε Ted Nugent και Aerosmith, μόλις έβρισκαν την πρώτη τους καλοπληρωμένη δουλειά ενέδιδαν προς τον καθωσπρέπει Peter Frampton και ή τον πιο «εγκεφαλικό» Jackson Browne. Στον αντίποδα, ένα καινούριο κύμα θορύβου ερχόταν με δύναμη από την άλλη, την απωθημένη όχθη του ροκ ν’ ρολ. Το punk, παρά τo άδοξο τέλος των Sex Pistols στο σανίδι του Winterland Ballroom, είχε ήδη εξαπλωθεί και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού σαν επιδημία. Δεν είχε για την ώρα αποκτήσει την εμπορική απήχηση τέτοια ώστε να απασχολήσει τα αμερικάνικα τσαρτς, όμως δούλευε με οργασμικούς ρυθμούς στο παρασκήνιο.
Τον Δεκέμβριο του ’77, ο Seymour Stein της Sire Records, έχοντας στα χέρια του τις τύχες κάποιων Ramones, Dead Boys, Undertones και Talking Heads, δήλωνε: «Η Βοστώνη, η Νέα Υόρκη, το Σαν Φρανσίσκο και το Λος Άντζελες είναι πλέον με το punk. Περιμένω μέσα στους πρώτους μήνες της επόμενης χρονιάς η μόδα να καταλάβει όλη την Αμερική». Λίγο καιρό αργότερα, το περιοδικό “Creem” που είχε αγκαλιάσει το punk, διατύπωνε αρθρογραφία με ερωτήματα όπως: «Είναι το Heavy Metal νεκρό;». Το “Circus”, ακόμη προσανατολισμένο στο «παλιό» ροκ, ρωτούσε πιο κομψά: «Θα καταφέρει το Ηeavy Μetal να επιβιώσει στα ‘70s;” και «Γιατί οι ρόκερς το γυρίζουν στην ντίσκο;». Η δε επιβλητική πένα του Lester Bangs, δηλητηριώδης προς ο,τιδήποτε «μεταλλικό», την ίδια εποχή ξεκαθάριζε: «Αν νομίζετε ότι ο heavy metal θα επιστρέψει ποτέ ξανά, ξεχάστε το». Ήταν, ως συνήθως κάθετος, επειδή αγνοούσε ότι είχε φτάσει η ώρα για δύο αδέλφια που μεγάλωναν στην Pasadena της Καλιφόρνια μαθαίνοντας μέρα – νύχτα τα όργανά τους στο γκαράζ του πατρικού τους. Τα δυό αγόρια αυτά είχαν μεγαλώσει και είχαν άλλα σχέδια. 


Τα αδέλφια Alex και Edward Van Halen είχαν γεννηθεί στην Ολλανδία, ο πρώτος στο Amsterdam στις 8 Μαΐου του ‘53 και ο δεύτερος στο Nijmegen στις 26 Ιανουαρίου του ’55. Ο πατέρας τους, Jan, περιοδεύων μουσικός, είχε διακριθεί σαν κλαρινίστας, συμμετέχοντας σε αρκετές jazz μπάντες της εποχής. Όπου τον καλούσε η δουλειά, εκείνος πήγαινε, με ολόκληρη την οικογένεια να τον συνοδεύει: Ολλανδία, Γερμανία, Βέλγιο, Γαλλία. Alex και Edward μεγάλωσαν με τη μουσική ν’ ακούγεται παντού γύρω τους, ενώ μια απρόβλεπτη ποικιλία από χάλκινα, έγχορδα, πιάνα, ξύστρες, κόνγκα και βιόλες τους περιέβαλλε καθημερινά, γεμίζοντας τα παιδικά τους αισθητήρια με όλων των λογιών τους ήχους και τις αισθήσεις.
Κυρίως, θεωρούσαν φυσιολογικό το να μένουν ξάγρυπνοι για πολύ μετά τα μεσάνυχτα, περιμένοντας τον πατέρα τους να τελειώσει τη δουλειά του. Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, εκατομμύρια ευρωπαίοι πείστηκαν από ανάγκη ή και επιλογή να αναζητήσουν καλύτερη τύχη στην Αμερική, «τη γη της ελπίδας και του ονείρου» και η οικογένεια
Van Halen ήταν μέσα σ’ αυτούς. Μετανάστευσαν οικογενειακώς στην Pasadena το 1962, εκεί που ο πατέρας Jan πίστευε ότι θα έβρισκε τον μουσικό του προορισμό. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ρόδινα, η jazz σκηνή δεν είχε σχέση μ’ εκείνην της κεντροδυτικής Ευρώπης, όμως τουλάχιστον η οικογένεια κατάφερε, χάρις την εργατικότητα και την προσαρμοστικότητα του ευρωπαίου μετανάστη, να ριζώσει και να ενταχθεί στις πολυσυλλεκτικές κοινότητες της ηλιόλουστης δυτικής ακτής.
Ο Edward είχε ξεκινήσει να μαθαίνει πιάνο και ο Alex κιθάρα. Ο μικρός, χωρίς να έχει μάθει καλά – καλά να διαβάζει νότες, εμφανίζει τα πρώτα δείγματα αξιοπρόσεκτου ταλέντου, αφομοιώνοντας αβίαστα τη μουσική γνώση. Στα πρώτα χρόνια της εφηβείας του, τον είχαν κερδίσει τα τύμπανα. Δούλευε σαν διανομέας εφημερίδων για να μπορέσει να ξεπληρώσει το καινούριο του ντραμ σετ, όταν μια μέρα ανακάλυψε ότι ο μεγαλύτερος αδελφός του Alex δεν έχανε ευκαιρία να κάθεται κρυφά στο σκαμπώ και να εξασκείται πάνω στα δέρματα όσο εκείνος έλειπε στη δουλειά. «Αφού τα θέλεις τόσο πολύ, πάρ'τα εσύ», του είπε. «Θα πάρω εγώ την κιθάρα σου». Πριν ξεμπερδέψουν με το highschool, έτρεχε το πρώτο τους συγκρότημα, οι “Broken Combs”.

Το οικιακό γκαράζ γίνεται γι’ αυτούς το βασικό δωμάτιο του σπιτιού. Από εκεί περνούν συμμαθητές, φίλοι και περαστικοί, καθώς ακονίζουν τα όνειρά τους παίζοντας διασκευές. Οι απεριόριστες ώρες εξάσκησης και η έλλειψη ανταγωνισμού ανάμεσα στα δύο αδέλφια αναβαθμίζουν γρήγορα τη δεινότητά τους. Σιγά – σιγά είναι σε θέση να παίζουν ολόκληρες πλευρές, νότα προς νότα, από τα αγαπημένα τους άλμπουμ, όπως το “Disraeli Gearsκαι το Masters Of Reality”. To 1973 το σχήμα τους λέγεται “Mammoth”. Με την προσθήκη του συνομήλικού τους - 20/6/55- Michael Antony στο μπάσο τα αδέλφια βγαίνουν από το γκαράζ και ξεκινούν να παίζουν ακατάπαυστα, με τον Edward σε κιθάρα και φωνητικά. Σε κάθε πάρτυ, σχολική γιορτή και ανοιχτή εκδήλωση, οπουδήποτε βρίσκουν μόνοι τους ή τους προσκαλούν μέσα και γύρω από την Pasadena. Φτιάχνουν μόνοι τους και μοιράζουν φυλλάδια για να διαφημίσουν τις εμφανίσεις τους, δημιουργώντας μήνα με το μήνα έναν πιστό πυρήνα φίλων που τους ακολουθούν παντού. Και κάπου εκεί, η τύχη τους θα αλλάξει για πάντα.
Θα βρεθεί στο δρόμο τους ο γεννημένος στην Indiana στις 10 Οκτωβρίου του ’55 γιος οικογένειας ιδιαίτερα πλούσιων και φημισμένων γιατρών, που έχει εγκατασταθεί στην περιοχή από το ’72 και παίζει και κείνος σε ερασιτεχνικές μπάντες της περιοχής. Είναι λογάς, εξωστρεφής, κάτοχος όποιας ζώνης πολεμικών τεχνών προβλέπεται από την ηλικία των 12 και μετά και σφύζει από μια έμφυτη, απερίσταλτη ικανότητα να παρασύρει το περιβάλλον του, θεωρώντας τα πάντα θέμα χρόνου να του συμβούν όπως επιθυμεί.
Είναι τόσο σίγουρος για τον εαυτό του που για «καλλιτεχνικό» όνομα έχει κρατήσει το πραγματικό του: David Lee Roth. Στην αρχή νοικιάζει στα αδέλφια τον πανάκριβο ενισχυτή του για 35 δολλάρια το σαββατοκύριακο. Λίγο καιρό μετά, τους ανακοινώνει ότι δεν θέλει λεφτά. Θέλει να μπει στη μπάντα τους και να γίνει τραγουδιστής τους.
Ο Roth μοιάζει φτιαγμένος από το υλικό των γεννημένων frontmen: αντιφατικός, άφοβος, επίμονος, ακατάταχτος. Στα 6 του έχει ακούσει για πρώτη φορά παιδοψυχίατρο να τον διαγνώνει «υπερκινητικό», στα 13 του παρά την εβραϊκή οικογενειακή παράδοση έχει διαβάσει το Κοράνι, επιλέγοντας όμως ως προσωπικό του ιερό βιβλίο εκείνο του περίφημου stand-up comedian Lenny Bruce «Πώς να μιλάς βρώμικα και να επηρεάζεις τους ανθρώπους», ενώ στα 15 του έχει την πρώτη του εμπειρία στοματικού έρωτα, παρακολουθώντας με μια φίλη του το “Tonight Show” με τον Johnny Carson. Με την ασφάλεια του οικονομικού υποβάθρου της οικογένειάς του συνδυασμένη με την επιμονή και το θράσος του, ο Roth είναι αυτός που θα καταφέρει να εξασφαλίσει μια ακρόαση για την μπάντα στο club “Gazzari’s”. Ηχογραφούν ένα demo με δικά τους κομμάτια στα Cherokee Studios και συνεχίζουν να παίζουν σε κάθε καταγώγιο του L.A., αλλά και σε πιο μεγάλα club όπως το “Whiskey A-Go-Go”, προκαλώντας αίσθηση με τη σκηνική τους παρουσία. Μουσικοί και άνθρωποι της βιομηχανίας αρχίζουν να τους παρακολουθούν, παρ’ όλα αυτά, παραμένουν για καιρό χωρίς δισκογραφικό συμβόλαιο.


Τον Απρίλιο του ’76 ο περίφημος dj Rodney Bingenheimer τους βλέπει στο “Gazzari’s” να παίζουν διασκευές, «που τις έκαναν να μοιάζουν με δικά τους κομμάτια». Μέρες αργότερα, τους παρακολουθεί στο Pasadena Civic Auditorium, σε μια συναυλία με πάνω από 2.000 κόσμο, που την έχουν διοργανώσει οι ίδιοι, χωρίς γραφείο μάνατζερ.
Εντυπωσιασμένος, κρατά επαφή μαζί τους και λίγο αργότερα τους συστήνει στον Gene Simmons των KISS. Ο Simmons εμφανίζεται στα παρασκήνια πάνω στις εικοσάποντες πλατφόρμες του και με τον αέρα της ροκ θεότητας προτείνει να τους αναλάβει ως μάνατζερ. Μάλιστα χρηματοδοτεί ένα νέο demo με 15 κομμάτια, το οποίο ηχογραφούν στα Village Recorder Studios του L.A. και ολοκληρώνουν στα Electric Lady της Νέας Υόρκης, όπου και πετάνε με έξοδα του Simmons. Όταν όμως το demo φτάνει στα χέρια του μάνατζερ των KISS, Bill Aucoin, εκείνος είναι κάθετος: «Δεν τους αναλαμβάνω. Αυτοί οι τύποι δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα να τα καταφέρουν».
Την Άνοιξη του 1977, κάποιοι άλλοι θα φανούν πιο διορατικοί: οι Mo Ostin και Ted Templeman της Warner Bros Records βλέπουν τους Van Halen μπροστά σ’ ένα μικρό κοινό στο “Starwood” του Hollywood. Ο Templeman, in-house παραγωγός της εταιρίας και έχοντας στο βιογραφικό του συνεργασίες με ονόματα όπως ο Van Morrison, o Captain Beefheart και οι Doobie Brothers, αντιλαμβάνεται ότι έχει στα χέρια του χρυσό. Μέσα σε μια βδομάδα τους προσφέρει ένα πλήρες δισκογραφικό συμβόλαιο. Μεταξύ μέσων Σεπτεμβρίου και αρχών Οκτωβρίου του ’77 η μπάντα μπαίνει στα Sunset Studios και ηχογραφεί μερικά από τα δικά της κομμάτια και μερικές διασκευές που παίζει επί χρόνια live, για το ντεμπούτο άλμπουμ της.
Με επικεφαλής τον Ted Templeman και ηχολήπτη τον Don Landee η παραγωγή σκόπιμα αφήνεται ελάχιστα επεξεργασμένη -στη μίξη η κιθάρα ακούγεται στα αριστερά και η ανάδραση από την ηχώ στα δεξιά- με overdubs μόνο σε 4 από τα 11 κομμάτια, για να μην πειραχτεί η live αίσθηση του ήχου τους. Οι κιθάρες μπάσο και ντραμς θα πάρουν μόλις μια βδομάδα να ηχογραφηθούν και τα φωνητικά δύο, καθώς ο Roth ολοκληρώνει πρώτα ταχύρρυθμα μαθήματα φωνητικών πριν μπει στο στούντιο. Το συνολικό κόστος παραγωγής, από την πρώτη μέρα των ηχογραφήσεων μέχρι να παραδοθεί ο δίσκος για κοπή, φθάνει μόλις στα 40.000 δολλάρια.
Το εξώφυλλο, χωρίζεται στα τέσσερα, καθώς οι ισομεγέθεις φωτογραφίες, μια για το καθένα μέλος της μπάντας, τραβηγμένες στη σκηνή του “Whiskey A-Go–Go” επί τον έργον, ενώνονται στο κέντρο μ’ ένα επιβλητικό οξυγώνιο logo, κάτι μεταξύ σήματος μοίρας ετοιμοπόλεμων καταδιωκτικών και κονκάρδας κολλεγιακής αδελφότητας.
Και μόνον η θέα των τεσσάρων στις φωτογραφίες αυτές προϊδεάζει για την έξαψη του περιεχομένου. Ο Eddie μορφάζει κρατώντας από τη βάση του λαιμού την χειροποίητη λευκή replica Stratocaster, με πάνω της ρίγες μαύρη μονωτική ταινία - την έχει βαφτίσει “Frankenstrat”- σαν υπερόπλο, τυλιγμένη από κόκκινη αύρα. Ο ξέστηθος Roth, με δερμάτινη καμπάνα και μάτια κλειστά σε έκσταση, κρατάει το μικρόφωνο κολλημένο ανάμεσα στα πόδια του, σαν έτοιμος να εκσπερματώσει.
Ο Michael Anthony απειλεί με το μπάσο να στρέφεται ίσια στο πρόσωπο του ακροατή, ενώ πρόσωπο στον Alex δεν υπάρχει, φαίνεται απλώς μια κόκκινη, δαιμονική μάζα να δέρνει με τις μπαγκέτες τα τύμπανα.

Με το που η βελόνα κατεβαίνει πάνω στο βινύλιο, ο ήχος προσεδάφισης διαστημοπλοίου σπάει από το ογκώδες μπάσο που μαζί με το πιατίνι μετράει αντίστροφα για την έκρηξη του ριφ. Κοφτό, γεμάτο, όλο πρωτάκουστες πιρουέτες στο τελείωμά του. Φωνή που εποφθαλμιά, αλλά δεν κρατιέται και ολοένα ξεσπάει σε σεληνιασμένες κραυγές. Τα λόγια κυνικά, σε άλλον πλανήτη από τον στυλιζαρισμένα ευγενή ροκ στίχο που καταλαμβάνει τα αμερικάνικα FM ήθη :

“I live my life like there's no tomorrow - And all I've got, I had to steal - Least I don't need to beg or borrow - Yes I'm livin' at a pace that kills…”

Και τότε σκάει το σόλο. Μια σκάλα που κάνει χώρο ανάμεσα στα ριφ και επαναλαμβάνεται δύο φορές, κι αυτό είναι. Όμως το ερέθισμα είναι μοιραίο. Το αυτί ζητάει περισσότερο απ’ αυτή την ασυγκράτητη κιθάρα.
Πριν προλάβει ο ακροατής να συνέλθει, μια σφυριά από power chords ανοίγει δρόμο και μια κόλαση από κιθαριστικές νότες ξεχύνεται από τα ηχεία. Σα σμήνος από μέλισσες μουσκεμένες σε acid ορμάνε καταπάνω μας, περιστρέφονται γύρω από το κεφάλι μας, τρυπάνε τα τύμπανα και καταφέρνουν να κάνουν τα σαγώνια να κρεμάσουν, πριν οδηγήσουν, με ένα νανοσεκόντ διακοπής σε μια σεισμική δόνηση, που κοντεύεις να μην αναγνωρίσεις ότι είναι το “You Really Got Me” των Kinks.
Η διονυσιακή φωνή, κάτι μεταξύ μεθυσμένου κομπέρ του Broadway και καστράτου που τον έχει καταλάβει το «πνεύμα της μποτίλιας» του Στήβενσον, περιλούζει τα πάντα. Βρώμικο μπάσο, ένας ντράμερ – χταπόδι, με τα πιατίνια του να ξεχύνονται πανικόβλητα από τα τιμωρητικά του χτυπήματα και πάνω απ’ όλα, αυτή η κιθάρα.
Παίζει ακκόρντα και κάνει σόλο ταυτόχρονα, κατά βούληση. Ακούγεται σαν τρυπάνι, σαν κομπρεσέρ, σαν αεριωθούμενο, σαν εκσκαφέας, σαν σεληνιασμένο ανιψάκι του Hendrix.  Καθώς η δεκαετία του ’70 πλησιάζει στο τέλος της, με τον Clapton πλέον συμβατικό, τον Page περισσότερο συνθέτη από κιθαρίστα και τον Jeff Beck να περπατά ακόμη στα απρόσιτα εδάφη του fusion, ο τίτλος του «εξαιρετικού» από άποψη ηχοχρώματος κιθαρίστα είναι ταυτισμένος για τους κριτικούς με παίκτες όπως ο Peter Frampton ή ο Rοbin Trower. Τον Φεβρουάριο του 1978, δίπλα σ’ όλους αυτούς, ο ήχος που ξεπηδά από τα αυλάκια του “Van Halen” ισοδυναμεί, σε τόνο, ταχύτητα και τεχνική, με Δευτέρα Κιθαριστική Παρουσία.
Για τον 23χρονο που από τα 10 του είχε περασμένη μια εξάχορδη στο λαιμό ακόμη και όταν πήγαινε στην τουαλέτα, το παιγνιώδες ριφ του “Ain’t Talking ‘Bout Love”, ο καλπασμός του “I’M The One”, το σαρδόνιο ριφάκι της «Janie που κλαίει» ήταν το αναμενόμενο αποτέλεσμα μιας ζωής γεμάτη εξάσκηση. Η ορμή και ενέργεια καθενός από τα κομμάτια του δίσκου τονίζεται ακόμη περισσότερο από τα ζυγισμένα δεύτερα φωνητικά, στα οποία συνεισφέρει τα μέγιστα ο Michael Anthony, ενσωματώνοντας στην επιθετικότητα και τον όγκο του ήχου μια βαθιά αμερικάνικη αξία : έναν αέρα αθωότητας από τις αρχές των ‘60s, οικείας και προσφιλούς για το μουσικό κοινό.
Κι όμως, οι κριτικοί της εποχής, στη σπουδή τους να αγκαλιάσουν το μουσικά «νέο», στέκονται κοντόφθαλμα απέναντι στον νέο αυτόν ήχο, που με συνοπτικές διαδικασίες κατατάσσουν ως “heavy metal”, προκειμένου μέσα από αυτές να τον απορρίψουν. O πολύς Robert Christgau έγραψε στο “Village Voice”: «Για κάποιο λόγο η Warner θέλει να μας πείσει ότι αυτή είναι η καλύτερη μπάντα των μπαρ της περιοχής του Σαν Φερνάντο. Θα ήταν πολύ τιμητικό αυτή η μουσική να ανήκε στο χώρο των μπαρ. Στην πραγματικότητα, είναι μόνο ν’ ακούγεται σε κανένα αεροπλανοφόρο».
Ο Charles Young του Rolling Stone, ένας από τους φανατικούς υπέρμαχους του punk, στάζει κι αυτός το δικό του φαρμάκι:
«Σε τρία χρόνια, οι Van Halen θα’ χουν κι αυτοί γίνει χοντροί, μαλθακοί και αηδιαστικοί, όπως οι Deep Purple και οι Zeppelin και θα τους ακολουθήσουν κατά πόδας στον απόπατο. Μέχρι τότε βέβαια μπορεί να φανούν αρκετά τυχεροί για να βγάλουν και λίγα λεφτά».   

Μουσικά έντυπα μεγάλης κυκλοφορίας όπως το “Hit Pαrader” και το “New Musical Express” μιλούν για «ανακύκλωση από κλισέ», γράφουν ότι η μπάντα «θα εκπληρώσει σύντομα τον προορισμό της, εξαφανιζόμενη από προσώπου γης», ή ότι «με λίγη παραπάνω εξάσκηση, μπορεί να γίνουν σαν τους …Uriah Heep».
Οι πλέον «αντικειμενικοί» αναλώνονται σε δηκτικές περιγραφές για τον παρελκυστικό μαγνητισμό της περσόνας του Roth πάνω στη σκηνή, παραγνωρίζοντας το μουσικό περιεχόμενο: πολύ πριν από την κυκλοφορία του άλμπουμ, ο Eddie είχε γίνει αποδεκτός από τους νεαρούς κιθαρίστες της δυτικής ακτής ως ένα φαινόμενο εν τη γενέσει του, χάρις σε μια σειρά από ανορθόδοξες τεχνικές που δύσκολα μπορούν ικανότατοι νεαροί παίκτες όπως ο George Lynch, ο Randy Rhoads ή ο Carlos Cavazo να κοπιάρουν.
Μέσα σε λίγους μήνες η πιο εντυπωσιακή από τις τεχνικές του Eddie θα ονομαστεί “finger tapping”, ενώ το συνολικά ρηξικέλευθο αλλά παραδόξως πειθαρχημένο του στυλ θα περιγραφεί «σα να ρίχνεις από το κεφαλόσκαλο μια πανοπλία και αυτή, αφού κουτρουβαλιάζεται, καταλήγει να σταθεί όρθια».

Ξεφυτρώνοντας σαν εξωτικό μανιτάρι ανάμεσα απ’ τα ξερόχορτα και ενώ το κοινό ήταν τριχοτομημένο μεταξύ disco, punk και δυσκίνητου, «παλιού», ροκ, οι Van Halen μπόλιασαν τη βαρύτητα του heavy rock με μια άγνωστη μέχρι τότε ευελιξία. Του αφαίρεσαν το δυσοίωνο υπόβαθρο, απλοποίησαν τις συνθέσεις έτσι ώστε να γίνεται αμέσως αισθητή η καινοτομία, ράντισαν το αποτέλεσμα με την παροιμιώδη καλιφορνέζικη εξωστρέφεια όσο και με πονηρές δόσεις θεατρικού βαριετέ, δείχνοντας το δρόμο προς ένα ανέμελο, ηδονιστικό μέλλον. Στο πρόσωπο του Eddie είχαν να παρουσιάσουν έναν μάγο της εξάχορδης, ενώ σε αυτό του frontman την προσωποποίηση ενός ελκυστικού δημαγωγού που εξωθούσε σε πάρτυ μέχρις εσχάτων.
Με το άλμπουμ να έχει κυκλοφορήσει επίσημα στις 10 Φεβρουαρίου, στις 3 Μαρτίου η πρώτη περιοδεία των Van Halen εκτός των ορίων της Καλιφόρνια ξεκινά από το Aragon Ballroom του Chicago, ως support των Journey και του Ronnie Montrose, του ιδιόρρυθμου κιθαρίστα που έχει ξεκινήσει πλέον σόλο καρριέρα. Μετά από περισσότερα από τέσσερα χρόνια στα οποία έχουν οργώσει όλα τα club του L.A. είναι μια σφιχτοδεμένη μονάδα που ξέρει τί μπορεί να δώσει πάνω στη σκηνή. Ξεκινούν κάθε βράδυ το σετ με το “Running With The Devil” και τον Roth να σαλτάρει από το βάθρο των ντραμς, ανοίγοντας τα πόδια σαν ανθρώπινος διαβήτης. Με τη ρυθμική βάση των Alex και Μichael κομμάτι βράχου από το όρος Rushmore, τις εξωγήϊνες εκρήξεις της κιθάρας του Eddie να προκαλούν εκκενώσεις έκπληξης και θαυμασμού και τον ημίγυμνο Roth να κατακλέβει το γυναικείο ενδιαφέρον στις πρώτες σειρές, γονατίζοντας, μοιράζοντας χειροφιλήματα, δεχόμενος τραντάφυλλα και φυτεύοντάς τα στρατηγικά στο μισάνοιχτο φερμουάρ του, δεν υπάρχει τίποτε που να στέκεται εμπόδιο στο δρόμο τους.

Στις 25 Μαρτίου το “You Really Got Me” φτάνει στο Νο 36 των singles. Τη βραδιά εκείνη παίζουν στο Palladium της Νέας Υόρκης Ο Neil Schon, ο ίδιος ένα παιδί – θαύμα που στα 16 του έπαιζε με τον Santana έχει τρελλαθεί. Μόλο το θαυμασμό του για τον άγνωστο, δεν αισθάνεται άνετα που κάθε βράδυ υποσκελίζεται. Μπαίνει στα παρασκήνια, βρίσκει τον Eddie: You little mother#@cker ! Show me how you do it!”. Από τότε ο Eddie επιλέγει σε μερικά δύσκολα σόλο να γυρίζει την πλάτη στο κοινό. Ξέρει ότι από κάτω παρακολουθούν δεκάδες μουσικοί, που δεν είναι «συνάδελφοι», αλλά ανελέητοι ανταγωνιστές. Οι Journey είχαν αρχίσει να έχουν δεύτερες σκέψεις για το αν το μάνατζμεντ επέλεξε σωστά να βγαίνει πριν απ΄τους ίδιους εκείνη η συμμορία των νεαρών που αναστατώνει το κοινό. Ο Ronnie Montrose αισθάνεται σε ανάλογα δύσκολη θέση, αλλά δεν μπορεί να τους διώξει, αφού είναι φανερό ότι η παρουσία των Van Halen προσθέτει σημαντικά περισσότερο κοινό, απ’ όποια πόλη κι αν περνούν. Σε λίγες εβδομάδες, το πράγμα έχει αρχίσει να δείχνει μη αναστρέψιμο. Οι περισσότεροι έρχονται να δουν τους καινούριους.
Αρχές Μαΐου, ακολουθεί το πρώτο ταξίδι στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Που περιλαμβάνει και τα πάτρια εδάφη. Ολλανδία, Βέλγιο, Γερμανία, Γαλλία και μετά Βρετανία, support στους Black Sabbath που μόλις έχουν κυκλοφορήσει το “Never Say Die”. Παρά την αφ’ υψηλού αντιμετώπιση του αγγλικού τύπου, το εξωτικό φρούτο από την άλλη άκρη της νέας γης δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο. Στο Aberdeen γιορτάζουν τον χρυσό τους δίσκο και λιώμα στο μεθύσι βάφουν με χρυσή μπογιά τους τοίχους των δωματίων του ξενοδοχείου, πριν οδηγηθούν συνοδεία της αστυνομίας έξω από την πόλη.
Στις 20 Μαΐου, το δεύτερο single “Running With The Devil” ίσα που καταφέρνει να μπει στο hot-100 (US#84), όμως αυτό δεν ανταποκρίνεται στα έσοδα από την περιοδεία και την γενική φρενίτιδα που προκαλούν. O Pete Angelus, ο τύποις «καλλιτεχνικός τους διευθυντής» θυμάται: «Έκλεβαν την παράσταση από όλα τα συγκροτήματα με τα οποία εμφανίστηκαν στην ίδια σκηνή. Η επιτυχία της περιοδείας εκείνης μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Οι αντιδράσεις του κοινού ήταν εντυπωσιακές».

Tον Ιούνιο έρχεται η σειρά της Ιαπωνίας, με επτά εμφανίσεις σε Τόκυο, Ναγκόγια και Οζάκα. Την 1η Ιουλίου 1978, στο πρώτο υπαίθριο φεστιβάλ “Texxas Jam” οι Van Halen εμφανίζονται νωρίς το μεσημέρι σε ένα bill που περιλαμβάνει μετά από αυτούς ονόματα όπως οι Eddie Money, Atlanta Rhythm Section, Journey, Heart, Ted Nugent, Aerosmith και Frank Marino. Χρόνια αργότερα, οι υπόλοιποι καλλιτέχνες θυμούνται καλά ποιά μπάντα έκανε τη μεγαλύτερη αίσθηση.


Μια εβδομάδα αργότερα, κλείνουν τις πρώτες τους συναυλίες στο σπίτι τους. Είναι οι πρώτες συναυλίες στην Καλιφόρνια μετά τα Χριστούγεννα του ‘77, όταν είχαν παίξει στο “Whiskey A- Go-Go”. Μόνο που αυτή τη φορά θα είναι headliners. San Diego Sports Arena και Long Beach Arena, με 9.000 εισιτήρια να ξεπουλιούνται μέσα σε κάτι περισσότερο μια ώρα. Αντιμετωπίζοντας τη συναυλία σαν ένα τεράστιο party επιστροφής στη γειτονιά τους, με το που βγαίνουν στη σκηνή εκτοξεύουν στο κοινό εκατοντάδες τσιγαριλίκια. Είναι προφανώς ένα μέρος «των ειδικών εφέ και του εξοπλισμού που κόστισε 20.000 δολλάρια για να δώσει στο event μια έξτρα ώθηση», όπως αναφέρουν αργότερα τα δελτία τύπου. Κοινό και τοπικός τύπος τους καλωσορίζουν ως τους νέους τοπικούς ήρωες, το «πρώτο γκρουπ από την Καλιφόρνια μετά τους Doors που ξεκίνησε από τα μέρη μας και έγινε διάσημο».

Στις 12 Αυγούστου έρχεται μια έκτακτη μια εμφάνιση στο Capital Center του Largo στο Maryland, support για τον Ted Nugent, μπροστά σε καταμετρημένο κοινό 20.476 θεατών. Ο Roth βγαίνει με την άνεση του headliner και αρχίζει την κουβέντα με το κοινό (Its nice to be back in Largooo!” – ενώ δεν έχει ξαναπάει ποτέ εκεί). Το σόλο του Eddie ξεσηκώνει το κοινό σε σημείο το όνομά του να δονεί ρυθμικά όλο το venue για ώρα, ακόμη και όταν ο Nugent  ανεβαίνει στη σκηνή. «Αυτοί δεν θα ξαναπαίξουν ποτέ στην ίδια σκηνή μαζί μου», παραγγέλλει αφρίζοντας ο “Motor City Madman”, τότε στο απόγειο της καρριέρας του.


Στις 22 Αυγούστου ξεκινά το τελευταίο σκέλος της περιοδείας, πάλι με τους Sabbath, παίζοντας περίπου 55 λεπτά κάθε βραδιά. Αποδεικνύεται υπεραρκετό. Μετά από ένα δεύτερο ευρωπαϊκό πέρασμα – Γαλλία, Λονδίνο, Βέλγιο και Ολλανδία – καθώς και αρκετές ακόμη εμφανίσεις σε Ατλάντα, Ντάλλας, Οκλαχόμα, Χιούστον, στις 3 Δεκεμβρίου 1978, η 9μηνη περιοδεία τους για την προώθηση του πρώτου τους άλμπουμ ολοκληρώνεται στο San Diego. Έχουν δώσει 180 συναυλίες σε οκτώ διαφορετικές χώρες, μπροστά σε κοινό που κυμαίνεται από μερικές εκατοντάδες, ως και ογδόντα χιλιάδες άτομα. Την πρώτη βραδιά της περιοδείας τους στο Chicago τον Μάρτιο, κανείς δεν τους είχε ακουστά. Επιστρέφοντας το Δεκέμβριο στην Pasadena, ήταν ήδη διάσημοι.

«Τη μια βραδιά μετά την άλλη, πάνω στη σκηνή μας εξαφάνιζαν. Ήταν σχεδόν ντροπιαστικό για μας. Είχαμε βέβαια τα προβλήματά μας με τα ναρκωτικά και καθόλου από τη φλόγα που είχαμε όταν ξεκινούσαμε. Εκείνοι ήταν νέοι και πεινασμένοι. Μας διέλυσαν. Στο τέλος της περιοδείας είχα πλέον πειστεί για δύο πράγματα: πρώτον, ότι οι μέρες μου με τους Sabbath ήταν μετρημένες και δεύτερον ότι οι Van Halen θα γνώριζαν τεράστιοι επιτυχία». 


Το “Van Halen” έχει καταφέρει να φτάσει μέχρι το Νο 19 των charts, με τη δύναμη όμως των ζωντανών εμφανίσεων να το προωθεί, οι πωλήσεις είναι αμείωτα μεγάλες. Στο τεύχος της 30ης Σεπτεμβρίου του ’78 του περιοδικού Billboard η Warner Brothers με μια ολοσέλιδη καταχώριση ανακοινώνει ότι έχει ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο αντίτυπα μόνο στις Η.Π.Α.. Για να έχει κανείς μια τάξη μεγέθους της επιτυχίας, αρκεί να έχει κατά νουν ότι την ίδια εκείνη χρονιά ονόματα όπως οι AC/DC (με το “Powerage”) έφτασαν μέχρι το 133 του Billboard, οι Priest (του “Stained Class”) στο 173, ενώ το “Taken By Force” των Scorpions δεν μπήκε καν στα τσαρτς. Το Νοέμβριο ανακοινώνεται ότι το “Van Halen” έχει σημειώσει συνολικά δύο εκατομμύρια πωλήσεων παγκοσμίως. Θα μείνει για 169 εβδομάδες μέσα στα 200 πρώτα lp και θα αλλάξει καθοριστικά το μέλλον του σκληρού ροκ, ιδίως στην Αμερική. Σε μια κρίσιμη χρονική συγκυρία ανανέωσε τη φόρμα του σκληρού ροκ, αποκαλύπτοντας στο κοινό τον τελευταίο τόσο ιδιώνυμο και μαζικά επιδραστικό κιθαρίστα του ροκ, 7 χρόνια μετά το βιολογικό τέλος του Hendrix. Σπάζοντας για πρώτη φορά την προκατάληψη που με την αλαζονεία τους και τη θρησκεία του «νέου ήχου» είχαν χτίσει οι κριτικοί. Αποτινάζοντας ταυτόχρονα την εσωστρέφεια και τη βαρυθυμία του heavy ήχου που, εξαντλημένος, έφθανε στη γραμμή τερματισμού των ‘70s, έχοντας δώσει ό,τι είχε να δώσει.
Ο David Lee Roth, συνόψισε την κατάσταση, με την δική του επεξηγηματική περιφραστικότητα:
«Were not heavy metal, even though weve been called that. Van Halen is “Big Rock”. We play songs, man. The eighties are coming and we’re gonna be the soundtrack”.


Παναγιώτης Παπαϊωάννου