Bon Scott: Rocker, roller, right out-of-controller. Μέχρι το τέλος.
Wednesday

21Feb

Bon Scott: Rocker, roller, right out-of-controller. Μέχρι το τέλος.

Δημοσιεύθηκε από:

21/02/2018

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

14475
«Έπινε ουίσκυ για πρωϊνό, δοκίμασε κάθε ναρκωτικό που γνώριζε ποτέ άνθρωπος και πήγε με τόσες γυναίκες όσες είχαν ο George Best ή ο Frank Sinatra όταν ήταν στα πάνω τους». Στεκόταν μόλις 168 εκατοστά πάνω απ’το έδαφος χωρίς τα βρώμικα αθλητικά του, κι όμως στην ιστορία καταγράφηκε ως ο ορισμός της “larger than life” φιγούρας. Γιατί ήταν γεννημένος για να καταλήξει να γίνει αυτό που έγινε, ένας θρύλος.
Είπαν γι’ αυτόν ότι «ζούσε αυτά ακριβώς που τραγουδούσε» και το αντίστροφο. Πράγματι, η φωνή του, που χτυπούσε ένρινη κι αυθάδης ανάμεσα στα μάτια, δεν ήταν και δύσκολο να το νιώσεις, ξεκινούσε από ένα άγριο μέρος, πετσοκομμένη απ’ τις χαρακιές ανομολόγητης εμπειρίας.
Όπως οι στίχοι που σκαρφιζόταν στα μικροσκοπικά του σημειωματάρια, ήταν απερίφραστος, κυνικός, διαβολέας κανονικός μέσα στην ευθύτητά του. Δεν έχασε ποτέ την επαφή του με την πραγματικότητα, όσο κι αν καθημερινά προσπαθούσε.
Μέχρι το τέλος, ένας ήρωας που ερχότανε με δύναμη από το βούρκο. Με σαρδόνιο χαμόγελο, που μέσα του δέρνονταν ανηλεώς μια έμφυτη διάθεση για αταξία, μια βαθιά θλίψη και το κατ’ ήθος αναγκαίο
hangover. Ο ίδιος δεν έλεγε πολλά για τον εαυτό του. Όταν τον ζόρισαν ν’ αυτοπεριγραφεί, τους είπε ότι καλό είναι να τον υπολογίζουν σαν κάποιον που «κάνει γκράφιτι σε βρωμερούς τοίχους τουαλέτας».
Γεννήθηκε στις 9 Ιουλίου του 1946 στο Kerrimuir, μια κωμόπολη στη νοτιοανατολική Σκωτία και πήρε το όνομα Ronald Belford Scott. Ο πατέρας του, Charles και η μητέρα του Isabelle, είχαν παντρευτεί το 1941, σε μια άδεια του πρώτου από τη στρατιωτική του θητεία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πρώτος γιος του Chick και της Isa, όπως τους φώναζαν φίλοι και γνωστοί, πέθανε εννέα μηνών, αλλά ο Ron – έτσι τον φώναζε η μαμά του – ήταν ένα ανεξάρτητο και απόλυτα υγιές παιδί.
Του άρεσε να παρακολουθεί τον πατέρα του να παίζει τύμπανα σε μια τοπική μπάντα με παραδοσιακά όργανα, που παρέλαυνε κάθε Σάββατο γύρω από την κεντρική πλατεία. Κοιτούσε τον πατέρα του και χτυπούσε κι εκείνος με τα χέρια του ένα τσίγκινο κουτί από μπισκότα. «Δε γύριζε σπίτι από το σχολείο. Προτιμούσε να τριγυρνάει με τα φιλαράκια του» θυμάται η Isa.
Όταν το 1952 η Isa γέννησε τον μικρό Derek, οι Scott πήραν τη μεγάλη απόφαση να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία, αναζητώντας την προοπτική μιας ζωής πιο τακτοποιημένης. Εγκαταστάθηκαν στο Sunshine, ένα προάστιο εργατικών κατοικιών της Μελβούρνης και εκεί ο νεαρός Ron άρχισε να παίρνει πιο σοβαρά την κλίση του στα τύμπανα, παιδεύοντας ένα μικρό σετ που του αγόρασαν οι γονείς του. Μετά από 4 χρόνια στη Μελβούρνη, οι Scott μετακόμισαν ξανά, αυτή τη φορά 1.700 μίλια νοτιώτερα, στο Fremantle, ένα λιμάνι κοντά στο Perth. Στα 10 του, ο Ron ήρθε, πρώτη φορά για τα καλά με τη σκληρή συνθήκη της επιτακτικής αφομοίωσης με έναν αφιλόξενο περίγυρο.
«Οι καινούριοι μου συμμαθητές με το που άκουσαν την προφορά μου, απείλησαν ότι θα με σπάσουν στο ξύλο. Είχα μια βδομάδα, μου είπαν, να μάθω να μιλάω όπως εκείνοι, αν ήθελα να γυρνάω στο σπίτι σώος κάθε μεσημέρι. Δεν έδωσα καμία σημασία. Κανείς δε με πάει τραίνο εμένα. Αντίθετα, το πέσιμό τους με γέμισε πείσμα να συνεχίσω να μιλάω με τον τρόπο μου. Έτσι μου δώσανε και τ’ όνομά μου, τελικά. Ο κοκκαλιάρης Σκωτσέζος (“the Bony Scott”).



Καθώς ο Bon μπαίνει στην εφηβεία, η εποχή του ροκ ν’ ρολ βρίσκεται στη μεγάλη της άνθηση. Παρατάει το σχολείο στα 15, αφήνει το μαλλί μακρύ και πληρώνει για να του χτυπήσουν το πρώτο του τατουάζ, με λεφτά έχει μαζέψει απ’ τα μεροκάματά του σαν εργάτης σε φάρμα. Δε διστάζει ν’ ανέβει στη σκηνή σε χορούς της γειτονιάς και να τραγουδήσει τις «καινούριες» ροκ ν’ ρολ επιτυχίες, όπως το “Long Tall Sally”. Από νωρίς έχει αξιοσημείωτη άνεση στο να βρίσκει κορίτσια. Εφηβικές ορμόνες και άστατος περίγυρος θα τον οδηγήσουν στα 16 κατηγορούμενο για «έκνομη σαρκική συνάφεια» και «παροχή ψευδών στοιχείων ταυτότητας». Υποχρεώνεται σε παραμονή 9 μηνών σε κατάστημα κράτησης ανηλίκων, όπου και αντιλαμβάνεται ότι η συμπεριφορά του έχει ντροπιάσει πολύ την οικογένειά του. Ορκίζεται στον Chick και την Isa ότι «θα βάλει μυαλό».
Μετά την δυσάρεστη περιπέτεια της κράτησής του εργάζεται σε δουλειές του ποδαριού, η πιο μακριά σε διάρκεια απ’ αυτές ως ταχυδρόμος, όμως είναι γραφτό του να ακολουθήσει το δρόμο του ροκ ν’ ρολ. Στην πρώτη του μπάντα, τους Spectors, παίζει τύμπανα και τραγουδάει. Το 1967, μπαίνει στο ποπ σχήμα των Valentines - ομοιόμορφες στολές από κόκκινα, κίτρινα ή και πορτοκαλί κοστούμια, μαλλί κομμωτηρίου με τις άκρες γυρισμένες προς τα μέσα και τα ρέστα. Έχει αναλάβει καθήκοντα τραγουδιστή, μόνο που τα μοιράζεται με τον Vince Lovegrove.
«Δεν είναι ότι ήθελα να είμαι πρώτη μούρη, είναι που γρήγορα κατάλαβα κάτι σημαντικό: ο τραγουδιστής βγάζει τις περισσότερες γκόμενες».
Όταν οι Valentines διέλυσαν το 1970, ο Bon προσχωρεί στους Fraternity, μια μπάντα από την Αδελαίδα, που από μουσική και στυλιστική άποψη βρίσκονται στον αντίποδα των Valentines. Παίζουν χίππικη folk-rock, ζούν σε κοινόβιο, πρεσβεύουν την επιστροφή στη φύση και το image τους είναι μια εκδοχή Jethro Tull με ακατάσχεταη τριχοφυία και ροπή προς τα γεμιστά τσιγάρα παντός είδους. Σε ένα από τα πολυήμερα πάρτυ του κοινοβίου γνωρίζει την ξανθιά Irene Thornton. Παρά τον ελευθέριο τρόπο ζωής, το ζευγάρι μένει μαζί και στις 24 Ιανουαρίου του 1972, παντρεύονται. Όμως ούτε ο γάμος τους, ούτε οι Fraternity θα μακροημερεύσουν.
Μετά από μια απογοητευτική τουρνέ στην Ευρώπη στα τέλη του 1973, η μπάντα διαλύεται και ο παντρεμένος πλέον Bon υποχρεώνεται να δουλέψει σ’ ένα εργοστάσιο λιπασμάτων για να εξοικονομήσει τα προς το ζην.
Απογοητεύεται, το ρίχνει στο ποτό και τσακώνεται συνέχεια με την Irene. Δε σταματά να ασχολείται με τη μουσική, τζαμάροντας με τους Mount Lofty Rangers, μια χαλαρή μουσική κολλεκτίβα. Μαθαίνει σιγά – σιγά πώς να ενώνει τις στροφές με τα ρεφραίν, ενώ αρχίζει να συγκεντρώνει τα πρώτα του στιχάκια σε μικρά σημειωματάρια, που τα κουβαλάει παντού. Η έλλειψη οποιασδήποτε προοπτικής είναι βασανιστικά παρούσα, καθώς κάθε μέρα, επί δέκα ώρες, φτυαρίζει λίπασμα.
Η Irene έχει βαρεθεί να τον ακούει να γκρινιάζει και να κυνηγάει άπιαστα μουσικά όνειρα. Μετά από έναν ακόμη μεταξύ τους καυγά, ο Bon πηγαίνει στην πρόβα πιωμένος, τσακώνεται με τον μπασίστα, πηδά πάνω στην 500άρα Suzuki του και απομακρύνεται με ταχύτητα. Πριν προλάβει να το συνειδητοποιήσει, θα τρακάρει με διερχόμενο από το αντίθετο ρεύμα αυτοκίνητο και θα μείνει στο νοσοκομείο για 21 μέρες, τις τρεις πρώτες σε κώμα. Η Irene θα βρεθεί στο πλευρό του μέχρι να συνέλθει, αλλά λίγο μετά θα του ανακοινώσει ότι τον αφήνει οριστικά. Είναι 27 και εντελώς μόνος του. Χωρίς ταίρι, χωρίς δουλειά, χωρίς μπάντα. Με μόνη ανεπιθύμητη συντροφιά μια μόνιμη, αποκαρδιωτική αίσθηση ότι τα όνειρά του για να γίνει σταρ του ροκ ν’ ρολ έχουν κατά πάσα πιθανότητα εξανεμιστεί.



«Βάλτε κει που ξέρετε τη ζωή των 9 με 5 - κολλάρα και γραβάτες - βάλτε κει και τα ηθικά σας στάνταρ - γιατί ‘ναι όλα ψεύτικα - Βάλτε κει και τις χρυσές σας χειραψίες - και τους ηλίθιους κανόνες σας - κι όλα τ’ άλλα σκατά - που μαθαίνετε τα παιδιά στο σχολείο (γιατί δεν είμαι και χαζός)...» (Rock NRoll Singer, 1975).
Όμως καθώς το καλοκαίρι του ’74 μπαίνει στην τελευταία του στροφή, η τύχη του θ΄αλλάξει. Ο παλιόφιλος Vince Lovegrove από τους Valentines, που ήδη έχει εγκαταλείψει το μικρόφωνο για την πιο αποδοτική ιδιότητα του διοργανωτή συναυλιών, τον προσλαμβάνει ως υπάλληλο γενικών καθηκόντων, περισσότερο για να τον βοηθήσει να ξαναβάλει τη ζωή του σε κάποια υποτυπώδη τροχιά. Οδηγός φορτηγού, μεταφορέας, παιδί για όλες τις δουλειές.
Μια από τις μπάντες που εμφανίζονται στην Αδελαίδα είναι οι AC/DC, από το Sydney. Γνωρίζοντας ότι ψάχνουν να αλλάξουν τον τραγουδιστή τους, ο Lovegrove κάνει λόγο στον Bon, που μέχρι τότε απλώς μεταφέρει τον εξοπλισμό τους με το βαν της εταιρίας, «αν ενδιαφέρεται». Του προτείνει μάλιστα να τους τσεκάρει επί σκηνής στο Pooraka Club της Αδελαίδας. Είναι συγκρατημένος. Έχουν έναν «πολύ φλώρο» τραγουδιστή κι εκείνος ο κοντούλης νεαρός που τρέχει πάνω - φορώντας τη σχολική του στολή, τους κάνει να μοιάζουν με υπερκινητικό ανέκδοτο. Όμως «έχουν κάτι». Μετά τη συναυλία, πηγαίνει αποφασιστικά στα παρασκήνια.
«Βρήκα την ευκαιρία να μιλήσω με τα αδέλφια, τον Mal και τον Angus. Τους είπα καταρχήν ότι εγώ ήμουν πολύ καλύτερος από κείνον τον ξενέρωτο που είχαν για τραγουδιστή».
H σύσταση του Lovegrove δεν γίνεται δεκτή εύκολα από το στρατόπεδο των αδελφών Young. «Αυτός είναι πολύ γέρος, Vince. Όμως, θα χρειαστεί πολύ λίγος χρόνος για να καταλάβουν ότι έχουν βρει τον άνθρωπό τους, κι αυτόν, όπως και κείνοι, Σκώτο μετανάστη στη γη «την Αποκάτω». Μερικές βδομάδες αργότερα, οι AC/DC θα ξανανεβούν στην σκηνή του Pooraka με τον Bon για καινούριο τους τραγουδιστή. Φορώντας ένα ζευγάρι παλιά AllStar της Irene, ο παλιόγερος ανεβαίνει στο σανίδι έχοντας ν’ αποδείξει τα πάντα κι ακόμη περισσότερα. Η φωνή του εκείνη τη βραδιά ξεσπά σαν τυφώνας πάνω απ’ το σφιχτοδεμένο boogie τους.
O Angus Young θυμάται: «Το πιο κοντινό σε κανονική πρόβα ήταν αυτό που κάναμε καμιά ώρα πριν την πρώτη συναυλία μας. Κάτσαμε και βγάλαμε όλα τα ροκ ν΄ρολ τραγούδια που ξέραμε, ο Bon κι εμείς. Όταν τα κομμάτια τελείωσαν, ο Bon κατεβάζει περίπου δύο μπουκάλια μπέρμπον, σνιφάρει κόκα, παίρνει speed και μας λέει : “Εντάξει, τώρα είμαι έτοιμος”. Πράγματι. Ήταν σε τρομερή κατάσταση. Μια πλήρης μεταμόρφωση μέσα σε μια στιγμή. Έτρεχε πάνω - κάτω και μιλούσε με το κοινό. Ήταν μια μαγική στιγμή. Είπε ότι τον έκανε να “ξανανιώθει νέος”».
«Κι αν θες λίγον έρωτα - αν θες καναν άντρα - τηλέφωνο έχεις, ξέρεις και το νούμερο - κι εγώ δεν έχω τίποτα σχέδια - έλα, γλυκειά μου, δεν έχεις να χάσεις - εσύ έχεις τη δίψα - κι εγώ το πιοτό - σου δίνω ένα κάτι - και σου παίρνω πολλά - θα σε τηγανίσω...». (Live Wire, 1975)
Ο Bon έχει δει με τα μάτια του αρκετά. Και αυτό που έχουν αυτά τα δύο αδέλφια τον κάνουν να πιστεύει ότι βρήκε την τελευταία του καλή ευκαιρία να ακολουθήσει το όνειρό του. Τον Οκτώβριο του ’74 ηχογραφούν το πρώτο τους άλμπουμ, σε μουσική των αδελφών Young και στίχους που φτιάχνει ο Bon και τους δένει πάνω στα κομμάτια. Μιλάει για όσα έχει ζήσει και όλα όσα θέλει να προλάβει να ζήσει, μέχρι την τελευταία σταγόνα.
Η μουσική τους απλή, νευρώδης, απροσποίητη: μπάσταρδοι γιοι του Τσακ Μπέρυ και σ’ όποιον αρέσει. Φτηνές παμπ, ανδρικές λέσχες, ανοιχτές συναυλίες, παίζουν παντού χωρίς να έχουν πολλές απαιτήσεις. Ο Bon απελευθερώνεται. Οι μικροί δεν πτοούνται από τίποτα και ο ίδιος έχει φέρει τον εαυτό του μπροστά απ’ το μικρόφωνο για να παίξει με τις γυναίκες, να τις απολαύσει, να τις ρίξει. Και για να το κάνει μετά τραγούδι:
«Κείνη μού’ ριξε τη Ντάμα – Μού’ ριξε το Ρήγα - Έπαιζε και μοίραζε - Το κομμάτι της έκανε - Κράταγε ένα ζευγάρι - Έπρεπε όμως να τη δοκιμάσω - Το δυάρι της ζόρικο - Αλλά κι ο άσσος μου ψηλά - Μα πώς να ξέρω ‘γω - Τί ‘χε μοιράσει πιο πριν – Μού ‘πε δεν της είχε ξανάκατσε φουλ ποτέ - Έπρεπε να το καταλάβω - Από το τατού στ’ αριστερό της πόδι - κι από την καλτσοδέτα στο δεξί – Κράταγε  χαρτί να με τσακίσει - Άμα τό’ παιζε σωστά...».
(
The Jack, 1975)


«Ήμουνα παντρεμένος όταν πρωτομπήκα σ’ αυτή τη μπάντα και η γυναίκα μου με ρωτούσε : “γιατί δε γράφεις ένα τραγούδι για μένα;”. Έγραψα λοιπόν το “Shes Got Balls” και κείνη με χώρισε».
"Την πρωτογνώρισα το Σάββατο το βράδυ - στεκόμουν στην ουρά στο Odeοn, ναι αμέ - Ω, την έπιασα στον ύπνο - όταν της έριξα μια απ' τις ατάκες μου - κι άρχισε να μου χαμογελάει, τί ωραία, χα - Και τότε λέω - "Να κάτσω πλάϊ σου κορίτσι;" - Διάλειμμα, τα πηγαίνουμε καλά - μέχρι που κείνος ο τύπος ήρθε και στάθηκε δίπλα της - Ω, τον έπιασα στον ύπνο - όταν τού’ ριξα μια απ΄τις ατάκες μου - και κείνη άρχισε να μου χαμογελάει, τί ωραία - Και τότε λέω - "Να κάτσω πλάϊ σου κορίτσι;" (Can I Sit Next To You Girl?, 1975)

«Δεν είχα ποτέ στη ζωή μου να δώσω κανένα μήνυμα σε κανέναν απολύτως. Εκτός ίσως από τον αριθμό του δωματίου μου».
«Σε είδα στη πρώτη σειρά - να κουνιέσαι στο ρυθμό - να κουνιέσαι και να γουστάρεις - Με σκότωσε που είδα - την υγρασία στο κάθισμά της - Μήπως ήταν κόκα - κόλα; (...)».
(Little Lover, 1975)
Το Δεκέμβριο του ’75 κυκλοφορεί στην Αυστραλία το άλμπουμ τους “Τ.Ν.Τ.”. Οργώνουν τις αίθουσες συναυλιών, με τον Bon μια να συναρπάζει θηλυκό και αρσενικό ακροατήριο, για διαφορετικούς λόγους. Ευθύς, ακατέργαστος, με μια εντελώς δική του ικανότητα να συνομιλεί με το κοινό, ελέγχοντας το ρυθμό της παράστασης. Άφοβος, δυνατός, αστείος και με μια σκληράδα στην ερμηνεία βγαλμένη μέσα από χρόνια απορρίψεων και ανεκπλήρωτων προσδοκιών. Παίζουν, παίζουν παντού.
«Ο Bon υπήρξε η καταλυτική επιρροή σ’ αυτή τη μπάντα. Με το που ήρθε, μας έφερε όλους πιο κοντά. Είχε αυτή τη στάση, τo “δώστε σ’ όλους να καταλάβουνε”. Το είχαμε και μεις μέσα μας, αλλά χρειάστηκε να υπάρξει ο Bon για να μπορέσουμε να το βγάλουμε προς τα έξω», θα πει αργότερα ο Malcolm Young.
«Αρχίζαμε το πρώτο μας σετ την ώρα του μεσημεριανού, σε κάποιο σχολείο.  Αμέσως μετά, φορτώναμε τα μηχανήματα και τα όργανά μας και πηγαίναμε σε κάποια τοπική pub, όπου είχαμε κλείσει να παίξουμε δύο σετ κολλητά το ένα στο άλλο. Με το που τελειώναμε, είχαμε κλείσει άλλα δύο σε κάποιο άλλο μέρος λίγα χιλιόμετρα μακριά. Την επόμενη μέρα, ξεκινάγαμε πάλι απ’ την αρχή. Αυτό ήταν το τίμημα».
«(...) Γερνάς – γκριζάρεις - σε κατακλέβουν - σιγά που σε πληρώνουν - σε πουλάνε δεύτερο χέρι - κάπως έτσι πάει - σαν παίζεις με μια μπάντα - Είναι μακρύς ο δρόμος για την κορυφή αν είσαι για ροκ ν’ ρολ..."
(
Its A Long Way To The Top, 1975).


Το 1976 υπογράφουν με τον πολυεθνικό κολοσσό της Atlantic και το “High Voltage” γίνεται στις 30 Απριλίου το πρώτο άλμπουμ τους σε διεθνή διανομή. Πρόκειται για μια συλλογή κομματιών από το “T.N.T.” με ελάχιστες ελάχιστες προσθαφαιρέσεις, στην ουσία το ζωντανό σετ της μπάντας. Το ίδιο καλοκαίρι έρχεται το καθοριστικό ταξίδι στο Λονδίνο. Σε μια εποχή που το punk έχει ξεσπάσει για τα καλά, στις 11 Ιουνίου η 19 εμφανίσεων περιοδεία με τίτλο Lock Up Your Daughters” και τη μπάντα headliner, ξεκινά από το City Hall της Γλασκώβης και αφήνει ανεξίτηλα σημάδια στις χιλιάδες που την παρακολούθησαν. Θα τελειώσει στις 7 Ιουλίου στο Lyceum Ballroom του Λονδίνου. Οι μουσικοί δημοσιογράφοι ρωτούν τον Bon σε συνεντεύξεις αν «ανήκουν στο κύμα του “punk”».
«Τί σημαίνει “ μια punk μπάντα”; Έϊ, ποιός από σας έχει καμιά μπύρα;»
Ακολουθούν support εμφανίσεις με τους Rainbow και συμμετοχή στο Reading Rock Festival τον Αύγουστο. Επιστρέφουν στην Αυστραλία, όπου οι περιοδείες και οι τηλεοπτικές εμφανίσεις συνεχίζονται ακάθεκτες. Το ίδιο και η παρελκόμενη ασωτία. Δωμάτια ξενοδοχείων αναδιακοσμώνται εκ θεμελίων, ο Bon πηδάει λιώμα από το δεύτερο όροφο μέσα σε πισίνα, η κατανάλωση αλκοόλ ξεφεύγει κάθε ορίου.
Το προσωπικό ρεκόρ του Bon, σύμφωνα με τον πρώτο μπασίστα των AC/DC, Marc Evans, ήταν τρεις διαφορετικές γυναίκες κάθε μέρα για τέσσερις μέρες σερί. Ο Angus Young τον περιέγραφε, τότε στην αρχή, με την ιδιότυπη συντροφικότητα του νέου προς τον παλιό, με το περιεκτικό: the dirtiest fucker I know”. Στο Tamworth η εμφάνισή τους απαγορεύεται, γιατί στο έντυπο πρόγραμμα, κάτω από τη φωτογραφία του Bon, υπάρχει μέσα σε εισαγωγικά η σύνοψη των επιδιώξεών του: «Θέλω να βγάλω αρκετά λεφτά για να μπορέσω να πηδάω τη Brit Ekland».
Το φθινόπωρο κυκλοφορεί, αρχικά στην Αυστραλία και μετά παντού, το “Dirty Deeds Done Dirt Cheap”, με το εξώφυλλο της Hipgnosis να υπογραμμίζει τον αιχμηρό, κινδυνώδη και απρόβλεπτο χαρακτήρα ενός ροκ ν’ ρολ που έχει αρχίσει να ταυτοποιείται με το συγκρότημα.
«Αν έχεις πρόβλημα με το Γυμνασιάρχη - Αν σε στεναχωρεί - Αν θες ν’ αποφοιτήσεις, αλλά όχι απ’ το κρεββάτι του - Κοίτα τί πρέπει να κάνεις - Σήκωσ’ το τηλέφωνο, είμαι πάντα σπίτι - Πάρε όποτε θες - Πάρε μόνο 36 24 36, ναι - Μια ζωή μεσ’ το έγκλημα είμαι - Βρωμοδουλειές, σχεδόν τζάμπα (...). Αν έχεις την κυρά σου και θες να βγει απ’ τη μέση - αλλά δεν έχεις τ’ άντερα - Αν σου γκρινιάζει μέρα – νύχτα - Και σ’ έχει μουρλάνει - Σήκωσ’ το τηλέφωνο, άσ’την ήσυχη - Ήρθε η ώρα να πατήσεις πόδι - Με μια αμοιβή, θα γίνω με χαρά – ο άνθρωπός σου, της πίσω πόρτας...».
(
Dirty Deeds Done Dirt Cheap, 1976).


"Έίπε ότι ποτέ δεν την είχαν... - ποτέ δεν την είχαν αγγίξει - Είπε ότι ποτέ πριν  δεν είχε προχωρήσει τόσο πολύ - Είπε ότι ποτέ δεν της άρεσε ... - ποτέ δεν της άρεσε ν' αναστατώνεται - Είπε ότι πάντα έπρεπε να το παλεύει - και δεν το κέρδισε ποτέ - Είπε ότι ότι ποτέ πριν - Ποτέ πριν δεν είχε μπερδευτεί - Και δε νομίζω ότι ποτέ ξανά - Ποτέ ξανά θα μπερδευτεί (Την έφτιαξα καλά) - (Χώστης) σαν της κρατούσα το χέρι - (Χώστης) της έδωσα να καταλάβει - (Χώστης) σαν τα χείλη της φιλούσα (…) Μου φαίνεται ότι έχω τ’ άγγιγμα το μαγικό..."
(Squealer, 1976).
Τον Οκτώβριο του ’76, η πρώτη επίσκεψη στην Αμερική και τον Δεκέμβριο, 26 συναυλίες παραπάνω στην Αυστραλία. Ένα βράδυ, μετά από το live στην Μελβούρνη, μια φαν κάπως ασυμμάζευτη, με αυτοομολογούμενες διαστάσεις 42-39-56, καταγωγή από την Τασμανία και το όνομα Rosie, στήνει κυριολεκτικά καρτέρι στον Bon και τον οδηγεί χωρίς να δέχεται  πολλά – πολλά σ’ ένα κονάκι κοινοβιακού τύπου. Αργά το επόμενο μεσημέρι, ο Bon ακούει ημιθανής την Rosie να κομπάζει στην ξαπλωμένη στο πάτωμα φιλενάδα της: «Αυτός ήταν ο 29ος μέσα στο μήνα...».
Ενάμισυ χρόνο αργότερα, σ’ ένα ακόμη συναυλικό πέρασμά τους από την Τασμανία, τον ξανασυναντά, αυτή τη φορά όμως, όπως εκμυστηρεύεται με κάποια δόση απογοήτευσης ο Bon, η Rosie έχει χάσει πολλά κιλά και «δεν είναι το ίδιο». Πριν πάντως χάσει τα κιλά, η ακόρεστη τασμανή έχει προλάβει να καταγραφεί ανεξίτηλα στα ροκ χρονικά, μέσα σ’ ένα τραγούδι γραμμένο για το επερχόμενο άλμπουμ, που δουλεύεται πυρετωδώς στα Albert Studios του Sydney υπό την εποπτεία των Harry Vanda και George Young –του μεγαλύτερου αδελφού Young. Ενώ ηχογραφείται, ξεκινούν από το Εδιμβούργο μια νέα περιοδεία 25 εμφανίσεων στη Βρετανία, τις περισσότερες με τους Black Sabbath.
Στις 21 Μαρτίου του ’77 το “Let There Be Rock” γίνεται το τρίτο άλμπουμ τους υπό διεθνή διανομή, με τον Cliff Williams να παίρνει τη θέση του απηυδισμένου από το σκληρό πρόγραμμα των περιοδειών Dave Evans στο μπάσο. Το κολλάζ εξώφυλλο πρόχειρο -πράσινο φόντο, απόκοσμο φως των προβολέων, φιγούρες παγωμένες, εγκλωβισμένες στο σώμα τους, σα ζωγραφισμένες με μολύβι που χρειάζεται ξύσιμο- σα να υποδηλώνει με την ημικαρτουνίστικη κακοτεχνία του μια αόρατη παρουσία εκεί ψηλά στη λάμψη από τα φώτα. Στην κορυφή, μέσα από ένα σύννεφο, ξεπροβάλλει το logo των ταπεινών ακόμη αλλά ανερχόμενων προφητών του ροκ ν' ρολ – στην πρώτη του εμφάνιση.
Περιέχει υπερενισχυμένα, κιθαριστικά κομμάτια για τη ζωή του δρόμου ("Dog Eat Dog"), για φιγούρες αλητήριες και προβληματικές ("Bad Boy Boogie", "Hell Ain’t A Bad Place To Be"), για έρωτες αχόρταγους της μιας φοράς κι έξω ("Whole Lotta Rosie", "Go Down") και συνάφειες με επιρροή μοιραία ("Overdose", “Crabsody In Blue”).
Κυρίως όμως είχε, τρίτο στην πρώτη πλευρά, ένα κομμάτι σκέτη ευαγγελική περικοπή, μ' ένα αφηνιασμένο ροκ ν' ρολ σόλο του Angus στη μέση, που πήγαινε κάπως έτσι :
«Εν αρχή - εν έτει 1955 - άνθρωπος ουκ οίδε περί θεάματος ροκ ν’ ρολ - και συμπαρομαρτούντων- λευκός μεν ανήρ έσχεν "μέλιττα"- μέλας δε ανήρ έσχεν "μπλουζ" - ουδείς τε εγνώριζεν τί ποιήσαι - πλην Τσαϊκόφσκι, όστις ήγγειλεν Γεννηθήτω ήχος - και εγένετο ήχος - γεννηθήτω φως- και εγένετο - γεννηθήτωσαν όργανα κρουστά - και εγένοντο/ γεννηθήτω κιθάρα/ και εγένετο κιθάρα - Γεννηθήτω Ροκ...».
(Let There Be Rock, 1977).


Τον Ιούλιο ξεκινά η δεύτερη μεγάλη Αμερικάνικη περιοδεία. Στις 7 Δεκεμβρίου, με τη δημοτικότητά τους διαρκώς να αυξάνεται, μπαίνουν στα Atlantic Studios στη Νέα Υόρκη για να ηχογραφήσουν ζωντανά ενώπιον προσκεκλημένου κοινού ένα ολόκληρο σετ, σε μια εκπομπή προριζόμενη για ραδιοφωνική μετάδοση. Είναι το “Live From The Atlantic Studios”, που θα κυκλοφορήσει αρκετά χρόνια αργότερα και για πολλούς αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό απόσταγμα ιδρώτα και ντεσιμπέλ από τα πρώτα τους χρόνια.
Η άνοιξη του ’78 θα τους βρει και πάλι στη Βρετανία, στο καθιερωμένο πλέον πέρασμα των 20 εμφανίσεων. Το 4ο άλμπουμ, “Powerage” (UK#26) κυκλοφορεί στις 20 Μαίου. Ξεπερνά τις συμπληγάδες της κριτικής, που θάβουν ο,τιδήποτε μοιάζει με τα προηγούμενα ως «ανέπνευστο» και απορρίπτουν ως «ξεκομμένο από τις ρίζες» ο,τιδήποτε πειραματικό.
Περιέχει κλασσικά κομμάτια, όπως τα “Rock N’ Roll Damnation”, “Riff Raff”, “Sin City” και “Down Payment Blues”.
«Ξέρω, είναι κακό - ξέρω ότι έτσι πρέπει νά’ ναι - Ξέρω, δεν κάνω και τίποτα - Να μην κάνω τίποτα σημαίνει πολλά για μένα - να ζεις με το τίποτα - εκατομμυριούχος της δεκάρας - για φιλανθρωπίες ανοιχτός - με του ροκ ν’ ρολ την πρόνοια - κάθομαι στην Κάντιλάκ μου - κι ακούω το ράδιο – Σούζυ, μωρό μου, έμπα μέσα - πες μου πού να του πω να πάει - Ζω σ’ έναν εφιάλτη - κι εκείνη μοιάζει με ονείρωξη - Την έχω την Κάντιλακ - αλλά δεν έχω για βενζίνη - τρύπια τα παπούτσια μου - και χρωστάω μέχρι τα μπούνια - της προκαταβολής τα μπλουζ...».
 (Down Payment Blues, 1978)
«Βρίσκομαι στο δρόμο για 15 συνεχόμενα χρόνια. Αεροπλάνα, Ξενοδοχεία, γκρούπις, πιοτό, άνθρωποι, πόλεις κι άλλες πόλεις. Όλα αυτά, σου γδέρνουν ένα μέρος της ψυχής σου για πάντα. Μερικές φορές μπορεί νά’ ναι βαρετό να βρίσκεσαι κάθε βράδυ και σε διαφορετικό ξενοδοχείο, να μην ξέρεις πού έβαλες την οδοντόβουρτσά σου ή τις κάλτσες σου. Αλλά ποιά η εναλλακτική; Είναι πολύ πιο βαρετό να βρίσκεσαι κολλημένος κάθε μέρα για τα υπόλοιπα 60 χρόνια της ζωής σου μπροστά από ‘ναν μεταφορικό ιμάντα παραγωγής σε κάποιο εργοστάσιο, όπως τα περισσότερα από τα παιδιά που έρχονται να μας δουν στις συναυλίες. Κάπου εκεί θα βρισκόμασταν και μεις, αν δεν ήταν αυτή η ζωή που ζούμε τώρα. Οπότε, θά’ μουν ηλίθιος αν δεν την διάλεγα. Πέρα απ’ αυτό, πώς μπορείς να λες ότι βαριέσαι με τόσες ωραίες γυναίκες γύρω σου;».
«Άλλο ένα βράδυ μοναχικό - σε μια ακόμη μοναχική πόλη - μα δεν είμαι τόσο μικρός ν’ ανησυχώ - ούτε τόσο μεγάλος, να κλαίω - όταν με κάνει χάλια μια γυναίκα (...). Έχω κι άλλο άδειο μπουκάλι – έχω κι άλλο άδειο κρεββάτι - δεν είμαι τόσο μικρός, να το παραδεχτώ/ ούτε τόσο μεγάλος, να πω ψέμματα -  άλλος ένας κουφιοκέφαλος είμαι - γι’ αυτό κι είμαι μόνος - τόσο μόνος - αλλά ξέρω τί θα κάνω - θα συνεχίσω, θα συνεχίσω (μέχρι το τέλος του δρόμου) ...»
(Ride On, 1976)
Ο Bon, βρίσκεται πια όσο πιο μακριά γίνεται από το πεζό, ομογενοποιημένο μικροαστικό περιβάλλον όπου μεγάλωσε.  Οι υπέρογκες ποσότητες αλκοόλ και κοκαίνης τον βοηθούν να παρατείνει το πάρτυ, πνίγοντας συγχρόνως τον πόνο για τον τόσο χαμένο χρόνο μέχρι να συναντήσει την μπάντα των αδελφών Young. «Ο Bon μεθάει τρεις φορές τη μέρα. Ξυπνάει, μεθάει, ξαναπέφτει στο κρεββάτι, σηκώνεται, μεθάει, κοιμάται και πλέον έχει φτάσει το βράδυ. Σηκώνεται, πίνει και έρχεται το πρωί μεθυσμένος για να σωριαστεί στο στο κρεββάτι».



«Διαμάντα και σκόνη - τελευταίος ο φτωχός - πρώτος ο πλούσιος - Λαμποργκίνι και χαβιάρι - Ντράϊ Μαρτίνι και Σάνγκρι – Λα - Έχω κάτι που με καίει - βαθιά μέσα μου - μια λαχτάρα - και θα την αφήσω λεύτερη - Μπαίνω μέσα - στης αμαρτίας την πόλη - θα κερδίσω - στης αμαρτίας την πόλη (...)- Σκάλες και φιδάκια - οι σκάλες δίνουνε - τα φιδάκια παίρνουνε - Φτωχός, πλούσιος, ζητιάνος - δεν την παλεύεις με τίποτα - εγώ έτσι πιστεύω (...)- Γύρνα τη ρουλέτα - Κόψε εσύ χαρτί - Και ρίξε το ζάρι δυνατά - Φέρε και χορεύτριες, στον πάγο τη σαμπάνια - Κοίτα με, μπουκάρω - Στης αμαρτίας την πόλη (...)».
(Sin City, 1978)
13 Οκτωβρίου 1978, κυκλοφoρεί το live "If You Want Blood… You’ ve Got It" (UK#13). Το υλικό παρμένο από μια και μόνη βραδιά. Εκείνη της 30ης Απριλίου του 1978 στο Glasgow Apollo, όταν με τη μίξη από το κοινό (ευτυχώς) ψηλά, καταγράφεται για πάντα το σε τί κατάσταση μπορούν να φέρουν μια αίθουσα συναυλιών οι AC/DC, εχοντας ως μόνο όπλο τον μονοκόμματο, ανυποχώρητο ήχο τους.
H εισαγωγή με το δαιμονισμένο “Riff Raff”, οι ρυθμικές ιαχές του πλήθους (“An-gus !!! - An-gus !!!”) πριν τον παροξυσμό του “Whole Lotta Rosie”, το λάγνο μέχρι σημείου αυτοανάφλεξης “The Jack” με αυτοσχεδιαστικούς στίχους από τον Bon το απειλητικό, κατευθείαν για αναμορφωτήριο, “Problem Child” και η οκτώμισυ λεπτών πανωλεθρία του “Let There Be Rock” θέτουν ένα δύσκολα αντιμετωπίσιμο στάνταρ για το πώς το απέριττο ροκ ν΄ρολ πρέπει να λειτουργεί ζωντανά. Αυτόπτες λένε ότι εκείνη τη μοναδική βραδιά, στο τέλος οι πέντε AC/DC, ντυμένοι με στολές της Εθνικής Σκωτίας -σε δύο μήνες αρχίζει το Μουντιάλ της Αργεντινής- κλωτσούν καμιά δεκαριά μπάλες ποδοσφαίρου προς το κοινό, μέσα σε αποθέωση. Το εξώφυλλο, μ' αυτό το φωτογραφικό κούνημα του φακού που κάνει το αποτρόπαιο να σπαρταράει.
Πράγματι ο Angus έπαθε παράκρουση πάνω σκηνή κι επιχείρησε χαρακίρι με τη Gibson SG; Και πώς επέζησε το κάθαρμα;

Tον Iανουάριο του ’79 οι ηχογραφήσεις του “Highway To Hell” ξεκινούν με τον Eddie Kramer στα Criteria Studios του Μαϊάμι. Το τουπέ του ανθρώπου που είχε δουλέψει με Hendrix, Alice Cooper, Kiss και Pink Floyd, αποξενώνει ολόκληρη την μπάντα από την πρώτη στιγμή. «Για πείτε μου, αυτός ο δικός σας, μπορεί να τραγουδήσει, ή κοροϊδεύει;». Επί τρεις βδομάδες στο Μαϊάμι δεν έχουν ηχογραφήσει νότα. Ο Bon αποφασίζει να δράσει :
«Η Atlantic είδε ότι έπρεπε, λέει, να ηχογραφήσουμε μ’ έναν παραγωγό Γιάνκη και μας έβαλε κάποιον Eddie Kramer. Αποδείχθηκε ότι ο τύπος ήταν εντελώς μαλάκας και δεν μπορούσε να κάνει παραγωγή ούτε σε μια αξιοπρεπή κλανιά/ (...). Μια μέρα του είπαμε ότι θα πάρουμε ρεπό, να μην μπει στον κόπο να κατέβει στο στούντιο. Μπήκαμε μέσα κρυφά και ηχογραφήσαμε 6 κομμάτια. Στείλαμε την κασσέτα στον Mutt Lange και τον ρωτήσαμε από το τηλέφωνο αν μας αναλαμβάνει».
Αλλαγή στο μάνατζμεντ, για πρώτη φορά με τον καλά διασυνδεδεμένο αμερικάνο Peter Mench και εκκίνηση από το μηδέν για τις ηχογραφήσεις στα Roundhouse του Λονδίνου, με τον νεαρό νοτιοαφρικάνο Robert John “Mutt” Lange στη θέση του παραγωγού. Το “Highway To Hell”, με μια απίστευτης δύναμης ιστορική φωτογραφία στο εξώφυλλο, με πέντε αλητήριους, από τους οποίους ο ένας – ο Angus- παίζει σοβαρά να είναι και γιος του εξαποδώ, αν κρίνει κανείς από το γλαρό βλέμμα, το ζωώδες χείλος, τα κέρατα και την ουρά που κρατάει στο χέρι, θα κυκλοφορήσει στις 27 Ιουλίου 1979 και θα φτάσει μέχρι το Νο 8 στη Βρετανία, ενώ η μπάντα παίζει σαπόρτ στους The Who στο Wembley και συνεχίζει την περιοδεία σε Ευρώπη και Αμερική.
Ξεκινούν συνήθως με το “Live Wire” και ο Bon, που μετά Από τα πρώτα κομμάτια πετάει το τζην γιλέκο του και συνεχίζει ημίγυμνος, είναι σαρωτικός. «Απλώς θέλουμε να κάνουμε τους τοίχους να γουβώσουν και το ταβάνι της αίθουσας να γκρεμιστεί. Η μουσική πρέπει να παίζεται σε όσο μεγαλύτερη ένταση γίνεται, να είναι ακατέργαστη και να κοπανάει, και σ’ όποιον δεν αρέσει, τον κοπανάω εγώ».
Τον Νοέμβριο παίζουν support σε Cheap Trick, Ted Nugent και U.F.O. στην Αμερική, ενώ ανακοινώνεται ότι το “Highway To Hell” (US#17) έχει ξεπεράσει εκεί το ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Τα έχουν επιτέλους καταφέρει. Στην Αγγλία, ανάμεσα στις μπάντες που ανοίγουν γι’ αυτούς είναι κάτι νεαροί από το Sheffield, που αποκαλούν τη μπάντα τους μ’ ένα αστείο όνομα: Def Leppard. Στις 8 Νοεμβρίου, μετά το τέλος της συναυλίας, ο Bon τους πλησιάζει στο μπαρ του New Bingley Hall του Stafford. «Έϊ, παιδιά, σας πληρώσανε;», «Όχι ακόμα… περιμένουμε». Βγάζει από την τσέπη του ένα παχύ πακέτο χαρτονομίσματα, τους κερνάει ποτά και τους δίνει από 20 λίρες.
Το Δεκέμβριο παίζουν στο Παρίσι, όπου όλη η εμφάνιση κινηματογραφείται – πρόκειται γίνει το περιζήτητο στα χρόνια του VHS “Let There Be Rock – Live In Paris”, ενώ το “Highway To Hell” φθάνει στο Νο 47 των singles του Billboard.
«Ζωή χάρμα - Έρωτας ελεύθερος - Εισιτήριο διαρκείας χωρίς επιστροφή - Δε ζητάω τίποτε - Παρατάτε με - Όλα τα παίρνω όπως έρχονται - Δε χρειάζομαι αιτία - Ούτε και ρίμα - Δε θέλω τίποτα καλύτερο να κάνω - Πάω κάτω - Ώρα για πάρτυ - Οι φίλοι μου θά’ ναι κι αυτοί εκεί...».
(
Highway To Hell, 19Μετά το τέλος της περιοδείας, η μπάντα ταξιδεύει για Αυστραλία, όπου και παραμένει για την περίοδο των Χριστουγέννων. Το γράψιμο κομματιών για το καινούριο άλμπουμ πρόκειται να ξεκινήσει με την καινούρια χρονιά και ο Bon τηλεφωνεί με ενθουσιασμό στη μητέρα του: «Αυτό το επόμενο άλμπουμ θα είναι το κάτι άλλο!». Περνά την πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου στο Λονδίνο, από μπαρ σε μπαρ. Μάλιστα αρκετές είναι οι μαρτυρίες για το ότι δείχνει σε σημειώσεις με χειρόγραφους στίχους που έχει ετοιμάσει. Ενδιάμεσα, παρευρίσκεται στο γάμο του Angus με την Ellen την σταθερή επί κάποια χρόνια Ολλανδέζα σύντροφό του και εμφανίζεται στην τηλεόραση, παίζοντας το συγκρότημα παίζει το τελευταίο single από έναν ήδη πολύ πετυχημένο δίσκο.
«Είχε το πρόσωπο του άγγελου που χαμογελάει αμαρτωλά - μιας Αφροδίτης το κορμί –αλλά με τα χέρια - Να παίζει με τον κίνδυνο, να χτυπάει το πετσί μου - σα κεραυνός και αστραπή μαζί - δεν ήταν η πρώτη φορά, ούτε η τελευταία - δεν ήταν ότι δε την ένοιαζε - τό’ θελε σκληρό, τό’ θελε γρήγορο- τό’ θελε μισοψημένο - Έμοιαζε μ’ έν’ άγγιγμα - ένα άγγιγμα πολύ παραπάνω ...»
(
Touch Too Much, 1979)


Το απόγευμα της Δευτέρας, 18 Φεβρουαρίου του 1980, ο Bon Scott δείπνησε στο σπίτι του μάνατζέρ του και μετά πέρασε από το διαμέρισμα της παλιάς του φίλης, ονόματι Margaret “Silver” Smith, εθισμένης στην ηρωίνη. Εκεί συνάντησε αρκετό και διάφορο κόσμο. Έφυγε μαζί με ένα πρόσωπο το οποίο κατά δήλωσή του λεγόταν Alistair Kinnear και ήταν «μουσικός», για το club “Music Machine”, ένα στέκι μουσικών στο Camden. Εκεί, σύμφωνα με τα όσα δήλωσε και πάλι ο Kinnear στις 23 Ιανουαρίου 1980 στην μία και μοναδική κατάθεσή του στην Αστυνομία και σε μια επίσης μία και μοναδική συνέντευξή του στην “London Evening Standard”, ο ίδιος μαζί με τον Bon πέρασαν την ώρα τους πίνοντας μέχρι τα ξημερώματα («είχε πιει τουλάχιστον επτά διπλά ουίσκυ, σε ψηλό ποτήρι, όσο ήμασταν μαζί»).
Ο Kinnear, μετέφερε, όπως είπε, τον πιωμένο Bon με το αυτοκίνητό του, ένα Renault 5, στο διαμέρισμά του στην Victoria, όμως, διαπίστωσε ότι «είχε λιποθυμήσει». Μην μπορώντας να τον βγάλει και να τον μεταφέρει, οδήγησε τότε μέχρι το δικό του διαμέρισμα στον αριθμό 67 του Overhill Road του Dulwitch – αρκετά μίλια μακριά προς την αντίθετη κατεύθυνση – σκέπασε τον αναίσθητο Bon με μια κουβέρτα, του άφησε ένα σημείωμα για να «ανέβει στον τρίτο όροφο, όταν θα ξυπνούσε» και μπήκε στο διαμέρισμά του για να σωριαστεί, πράγμα που έκανε μέχρι τις 19:45 της 19ης Φεβρουαρίου.
Άφησε, δηλαδή, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος ο Kinnear κατέθεσε, επί 15 περίπου ώρες τον αναίσθητο Bon μέσα στο άβολο από κάθε άποψη Renault 5, σκεπασμένον με μια κουβέρτα, μέσα στον Λονδρέζικο χειμώνα. Όταν επέστρεψε στο αυτοκίνητο, κατάλαβε από τη στάση του σώματος του Bon και την έλλειψη αντίδρασης ότι κάτι άσχημο συνέβαινε και τον οδήγησε εσπευσμένα στο Kings College Hospital, όπου και διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Ο Ιατροδικαστής Υπηρεσίας, στο πιστοποιητικό θανάτου διέγνωσε «θάνατο από τοξική δηλητηρίαση εξ αιτίας του αλκοόλ», χωρίς να αναφέρει αν στο αίμα του νεκρού υπήρχαν άλλες ουσίες.
Παρά το θρήνο στη διεθνή ροκ κοινότητα, η υπόθεση από νομική άποψη έκλεισε ταχύρρυθμα, σαν μια ακόμη αναμενόμενη απώλεια συνδεδεμένη με τον τοξικό ροκ ν’ ρολ τρόπο ζωής.
«Τσιγάρα δεν κάπνισα ποτέ - ποτά πολλά ποτέ δεν ήπια - αλλά άντρας είμαι, κατάλαβέ με - κι ο άντρας καμιά φορά (τα) χάνει - μού'δωσες κάτι που δεν είχα ποτέ - με έριξες στο ίσωμα - με χτύπησες μ' ένα τσουβάλι έρωτα - μακάρι και να με σηκώσεις - I overdosed on you - υπερβολική η δόση από την πάρτη σου -  τρελλό, αλλά έτσι είναι - Τί άλλο να κάνω - I overdosed on you...»
(Overdose, 1977).
Ο 33 ετών, 7 μηνών και 9 ημερών Bon Scott δεν υπήρχε πια. Θύμα της ίδιας του της ανάγκης να ισοφαρίσει και να κερδίσει τις συνθήκες που τον νικούσαν μια ζωή. Όπως είπε ο Angus «Ο Bon μας συνάντησε κάπως αργά στη ζωή του. Αλλά είχε μέσα του περισσότερα νιάτα και ενέργεια από πολλούς άλλους με τα μισά του χρόνια». Πέθανε άδοξα, πάνω που όλα έδειχναν ότι τα είχε καταφέρει.
H Brit Ekland ήταν ήδη σιτεμένη για τα γούστα του, άρχιζε η εποχή της Bo Derek και της Brooke Shields και κείνος έφυγε σαν επίτηδες, αφήνοντάς μας με την απορία ποιά τελικά από τις δύο θα του ξέφευγε, αν συνεχιζόταν η ξέφρενη πορεία του προς την κορυφή. Σαν το δικό του έργο να τα είχε πει όλα και να μην είχε σημασία το τέλος του, όπως σε κάτι πειραματικά μονόπρακτα. Σαν να έπρεπε με το θάνατό του να σφραγίσει την κληρονομιά που παρέδωσε στην μπάντα των νεαρών που τον αναζωογόνησαν: να γίνουν το μεγαλύτερο ροκ ν’ ρολ συγκρότημα στον πλανήτη και να παραμείνουν στη θέση αυτή μέχρι το τέλος, όπως ο ίδιος ονειρευόταν.

Y.Γ.: 1: Οι συνθήκες θανάτου του Bon Scott υπήρξαν αντικείμενο πολλών θεωριών μέσα στα χρόνια. Τα κενά στο ιστορικό της υπόθεσης αρκετά. Ο Alistair Kinnear τις επόμενες ημέρες εγκατέλειψε το Λονδίνο αεροπορικώς προς άγνωστη κατεύθυνση. Όμως ήταν αληθινό πρόσωπο ο τύπος που δήλωσε αυτό το ονοματεπώνυμο στο νοσοκομείο και έδωσε κατάθεση στην αστυνομία και γραπτή συνέντευξη στην Evening Standard; Ο Clinton Walker, ο συγγραφέας του βιβλίου “Highway To Hell : The Life And Death of AC/DC Legend Bon Scott” (Penguin Books Australia, 2nd edition, 2007) αναφέρει ότι διερευνώντας με σειρά από συνεντεύξεις τα γεγονότα των τελευταίων ημερών του Bon Scott κατάλαβε, χωρίς να μπορεί να το αποδείξει, ότι ο “Alistair Kinnear” ήταν ένα ψευδώνυμο κάποιου άλλου υπαρκτού προσώπου, που την εποχή εκείνη συνδεόταν με το εμπόριο ηρωίνης στο μουσικό κύκλωμα του Λονδίνου, πράγμα που οπωσδήποτε οδήγησε το πρόσψπο που πραγματικά κρύφτηκε πίσω από το ψευδώνυμο καθώς και μια σειρά από περισότερα εμπλεκόμενα πρόσωπα να συγκαλύψουν το τί πραγματικά συνέβη εκείνο το μοιραίο βράδυ. Κανείς δεν είχε δει τον Bon να κάνει χρήση ηρωίνης και σίγουρα δεν ήταν χρήστης, όμως σπάνια έλεγε όχι σε ό,τι του προσέφεραν.
Ο μακαρίτης μουσικός δημοσιογράφος Mark Putterford είχε δημοσιεύσει το βιβλίο “Shock To The System” (Omnibus Press, 1992), όπου υποστήριζε το ενδεχόμενο να σκότωσε τον Bon Μια θανατηφόρος δόση ηρωίνης από τα λάθος χέρια, πριν πεθάνει, το 1994, ισχυριζόταν ότι ο “Kinnear” ήταν υπαρκτό πρόσωπο, δημοσιογράφος μπλεγμένος με το εμπόριο ναρκωτικών που αργότερα άλλαξε στοιχεία ταυτότητας και εξαφανίστηκε. Τον είχε, λέει, εντοπίσει και ήθελε διακαώς να επικαιροποιήσει το βιβλίο του κάνοντας μια συνέντευξη με τον Kinnear, θέτοντάς του, μεταξύ άλλων, το εξής ερώτημα: πώς, αφού ήταν τόσο κομμάτια ώστε να κοιμηθεί 15 ώρες μπόρεσε και οδήγησε διασχίζοντας το μισό Λονδίνο για να μεταφέρει τον αναίσθητο Scott από τη Victoria στο ανατολικό Dulwich;



Y.Γ.: 2 Τα αρχικά κενά επιβεβαιώθηκαν το 2004, όταν σε δύο ξεχωριστές συνεντεύξεις στον μουσικό τύπο, του Pete Way και του Paul Chapman, μπασίστα και κιθαρίστα αντιστοίχως των U.F.O. και των δύο συστηματικών χρηστών ηρωίνης τη συγκεκριμένη περίοδο. Και οι δύο, χωρίς να έχουν συνεννοηθεί μεταξύ τους – μάλιστα την περίοδο εκείνη δεν μιλιούνταν καν – εξιστόρησαν εντελώς διαφορετικά το τί συνέβη εκείνο το βράδυ. Ο Chapman σίγουρος για τη μνήμη του ανέφερε ότι ο Bon είχε νοικιάσει για λίγες βδομάδες το διαμέρισμα στη Victoria μαζί μ’ έναν προ μηνών δικό του τεχνικό, τον Joe Blow, Αυστραλό, ο οποίος ήταν γνωστός στο μουσικό κύκλωμα ως Joe King ή Joe Fur(e)y και λειτουργούσε κάπως σαν «προσωπικός βοηθός» του Bon («τον πρόσεχε». Ο τύπος αυτός, σύμφωνα με τον Chapman, ήταν ο δικός του άνθρωπος για να μπορεί να σκοράρει την απαραίτητη γι’ αυτόν ηρωίνη, καθώς είχε διασυνδέσεις με τη διακίνηση στους μουσικούς κύκλους, ένα κλειστό και σκοτεινό δίκτυο με αόρατες απολήξεις. Εκείνο το απόγευμα της 18ης Φεβρουαρίου, λέει ο Chapman, βρίσκονταν και οι τρεις, μαζί με τον Bon, στο διαμέρισμά του στο Fulham.
Επειδή μάλιστα οι δύο χρήστες είχαν ξεμείνει, ο Bon έφυγε για να συναντήσει κάποιον «στο downtown» και να «επιστρέψει με το stuff», χωρίς όμως τελικά να επιστρέψει ποτέ. Ο Chapman, παρά τη θηριώδη εξάρτηση από την ηρωίνη, επιμένει ότι θυμάται τις λεπτομέρειες ξεκάθαρα: Επειδή ο Bon αργούσε να επιστρέψει, ο Blow/King/Fur(e)y έφυγε ξημερώματα από το Fulham για να επιστρέψει στo διαμέρισμα της Victoria, θεωρώντας ότι θα βρει τον Bon εκεί. Όμως, γύρω στις 11:00 το πρωί της 19ης Φεβρουαρίου,  τηλεφώνησε σε κατάσταση αμόκ, λέγοντας στον Chapman ότι «ο Bon πέθανε». Το εύλογο ερώτημα είναι πώς το είχε πληροφορηθεί ο Joe Blow/King/Fur(e)y, 9 περίπου ώρες πριν βρεθεί ο Bon νεκρός, σύμφωνα με την επίσημη κατάθεση του Kinnear στις αρχές. Το τηλεφώνημα το πρωϊ της 19ης επιβεβαιώνει και ο Pete Way, ο πρώτος που κάλεσε ο Chapman, ρωτώντας τον αν ξέρει τα τηλέφωνα κάποιου από τους AC/DC, για να τους ανακοινώσει το μοιραίο.
Ένα δεύτερο βιβλίο (“Bon : The Last Highway – The Untold Story Of Bon Scott” του βρετανού δημοσιογράφου και μουσικού ερευνητή Jesse Fink, το 2017) επιβεβαιώνει την διήγηση του Chapman και προσθέτει ότι το βράδυ της 18ης προς 19η ο “Kinnear” δεν ήταν μόνος στο διαμέρισμά του στο Dulwich, αλλά με μια «φίλη» του, την Zena Kakoulli, όσο ο Bon παρέμενε κουλουριασμένος μέσα στο Renault. Δημοσίευσε μάλιστα το πιστοποιητικό θανάτου του πραγματικού Kinnear, με τόπο θανάτου κάπου στην Ισπανία, όπου ζούσε τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του, για να αποδείξει ότι τελικά ήταν πρόσωπο υπαρκτό.
Καταλήγει, δε, ότι με βάση το ιστορικό, η πιθανή χρήση ηρωίνης νωρίτερα το απόγευμα –ας μην ξεχνάμε την “
Silver” Smith, στον τεκέ της οποίας όλα ξεκίνησαν- προστιθέμενη στην προσφιλή για τον Bon υπερκατανάλωση αλκοόλ, είναι δυνατόν να προκάλεσε αργότερα μέσα στη βραδιά, απώλεια των αισθήσεων, στη συνέχεια υποθερμία (η οποία πάντως δεν δικαιολογείται από το μετεωρολογικό αρχείο θερμοκρασίας για εκείνο το βράδυ, επισημαίνει ο Fink), απόφραξη των αεραγωγών οδών και τελικά, τον θάνατο, ενώ ο παθών είχε περιέλθει σε κατάσταση που δεν μπορούσε να βοηθήσει τον εαυτό του.

Υ.Γ. 3: Χρόνια αργότερα έγινε γνωστό ότι καιρό αφ’ ότου οι δύο πιο γνωστές μακρόχρονες σχέσεις του, με την Irene και την “Silver (η οποία αργότερα κατόρθωσε να αποτοξινωθεί), είχε τελειώσει, ο Bon τους έστελνε γράμματα από διάφορα μέρη του κόσμου όπου βρισκόταν με την μπάντα, μιλώντας τους για τη μοναξιά και την κούραση που ένιωθε, για την επιθυμία του να μπορέσει να αφεθεί κάποια στιγμή σε κάτι παραπάνω από μια ατέρμονη σειρά one night stands.
Υ.Γ. 4: Στις 16 Απριλίου 2016, κατά τη διάρκεια του ετήσιου φεστιβάλ Bonfest” που διοργανώνεται προς τιμήν του Bon Scott στη γενέτειρά του, το Kerrimuir, ο Dave Evans, ο μέχρι τα τέλη του ’76 μπασίστας των AC/DC, έκανε τα αποκαλυπτήρια ενός μπρούτζινου αγάλματος που αναπαριστούσε τον Bon, με το μικρόφωνο στο χέρι. «Είμαι πολύ συγκινημένος», είπε ο Evans μπροστά στις κάμερες. «Πάντα μιλάω για τον Bon στον ενεστώτα. Νιώθω ότι είναι ακόμη κάπου εδώ τριγύρω. Ο,τιδήποτε κι αν υπήρξε, ένα είναι σίγουρο: έκανε όσους βρίσκονταν γύρω του να νιώθουν όμορφα».

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites