The Cars: Οn Heartbeat City, here we go
Saturday

30Mar

The Cars: Οn Heartbeat City, here we go

Δημοσιεύθηκε από:

30/03/2019

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

4491
Πρώτες μέρες Αυγούστου, 1985. Μετά το νυχτερινό μπάνιο, οι παρέες έχουμε μαζευτεί και πάλι στα παγκάκια του φλοίσβου. Απλωμένες στην περαντζάδα, τη φωτισμένη απ’ τους τέσσερις γιγάντιους πυλώνες πού’χε μετά το μπλακ-άουτ του ’83 τοποθετήσει ο δήμος.
Είναι τόσο ψηλοί, που διακρίνονται μέχρι κι από απέναντι, απ’ το σταντ του Τίβολι, εκεί όπου αλητήριοι, τουρίστες και μετεξεταστέοι ρουφάνε μέσα από σπαστά καλαμάκια κοκτέϊλ με ομπρελίτσα. Κόντρα στις Μαρίες Μαγκνταλένες που ακούγονται κάθε βράδυ καμιά εκατοστή μέτρα μακρύτερα, από τη διμοιρία καφετέριες που βλέπουν εννιά παρά τέταρτο παραλία, το γιγάντιο “Crown” του Σάκη, με τα τρία ηκουαλάϊζερ, την αναπτυσσόμενη κεραία και τη δυνατότητα μ’ ένα κόκκινο “REC” να γράφει κατευθείαν από ραδιόφωνο, είναι θρονιασμένο ως συνήθως στο 5ο παγκάκι της περατζάδας, το «γωνιακό».
Είναι το τζουκ μποξ μας γι’ απόψε όπως και για πολλές βραδιές που πέρασαν κι άλλες τόσες που θά’ρθουν. Είμαστε καμιά δεκαπενταριά κάθε βράδυ οι σταθεροί. Έρχονται και φεύγουν άλλοι τόσοι, η Ρένα με χωνάκι μηχανής -συνήθως φιστίκι- ο Τάσος με μάρλμπορο μαλακό στην κωλότσεπη, η Μάτα με τα ραντέ μπάγκυ, η Χρύσα που όλο κοιτάει το ρολόϊ, ο Μπίλης κι ο Γιώργος, όλο μιλάνε για πρόβες με τη μπάντα – αλλά σε όνομα ακόμη δεν έχουν καταλήξει- μέχρι κι ο Χρύσανθος, ο παραθεριστής από Νέο Κόσμο, επωχούμενος σε κάτι αδιανόητα ρόλλερ σκέϊτ.



Ψάχναμε στα βραχέα του “Crown” τους πειρατές, τους δικούς μας πειρατές. Ο «8.57», o «Γιάννης ο Φάουλ», ο «Θάνος ο Μπρέϊκερ», πέφτανε συνέχεια ο ένας άνω στον άλλο, μερικές φορές αλλάζανε συχνότητα, ακόμη και όνομα. Ψάχναμε κι άλλους, δεν γινότανε νά’ σαι και σίγουρος ποιόν θα πετύχεις κάθε βράδυ. Όποιος δεν πέταγε τούβλα στο αγγλικό, έκανε μετρημένες αφιερώσεις κι άφηνε τα κομμάτια να παίξουν ολόκληρα πριν ξεκινήσει πάλι να παρλάρει, ήτανε παιχταράς.
Κανά – δύο 60άρες γεμίζανε, αλλάζανε χέρια, σβήνανε, λίγο από δω, λίγο από κει, Dire Straits, Corey Hart, U2, Samurai, A View To A Kill. Το “REC” το πατάγαμε όλοι. Μέχρι κι η Μάγδα με την αφάνα Τσάκα Καν, με την πορτοκαλί πετσέτα πάνω απ’ το μπικίνι που μας τα ζάλιζε «αν ο 8.57 έπαιξε το “Cold Days, Hot Nights”». Εντάξει, αυτή ξέραμε περίπου πότε θα σκάσει μύτη – την περιμέναμε. Ειδικά ο Σάκης, που κράταγε καλού – κακού και μία maxell με άδεια τη μισή πλευρά, για να αιχμαλωτίσει την παραγγελιά – ας ήτανε, όπως έλεγε «καρεκλοφλωργιά καμαρωτή».
Σε κείνο το γωνιακό παγκάκι γνώρισα τη Μαίρη. Και πρωτάκουσα και ξανάκουσα, πάλι και πάλι μέσα στις ζεστές νύχτες του Αυγούστου, ένα κομμάτι με το τον τίτλο “Drive” – σκέτο “Drive”. Της άρεσε, χωρίς να ξέρει «ποιοί το λένε». Πάτησα και γω το κουμπί του “Crown” για πάρτη της, γράφτηκε σχεδόν ολόκληρο, πριν το κόψει ο πειρατής. «Είναι οι Καρζ από τη Βοστώνη, με την τελευταία τους επιτυχία, το “Ντράϊβ”. Για βραδυνές βόλτες με αμάξι. Χωρίς νά’ ναι απαραίτητο νά’ χουμε πάρει και την άδεια, έτσι;».
Η κασσέττα γλίστρησε στη χακί τσάντα της Μαίρης το ίδιο βράδυ. Την πήρε και μετά έψαχνα τις νύχτες μισοκοιμώμενος, μην και πετύχω να ξανακούσω το κομμάτι ανάμεσα από το παχύ φύσημα των AM. Ν’ ακούσω εκείνη την παλίρροια από ρομαντικά πλήκτρα, τη λακωνική μπασογραμμή και τα μίνιμαλ ηλεκτρονικά τύμπανα, που ανοίγουν χώρο για τον μονοχρωματικό μονόλογο που προσπαθούσα με  χίλια ζόρια να μαντέψω τί μπορεί να σημαίνει.
«Ποιός θα σου πει πότε είναι πια πολύ αργά;
Ποιός θα σου πει ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο όμορφα;  
Ποιός θα σε κρατήσει όταν θα πέσεις;
Ποιός θα δώσει στα όνειρά σου προσοχή;
Ποιός θα σε πάει σπίτι απόψε;».

Το γκρουπ το είχα ξανακούσει. Το πιο γνωστό τους κομμάτι, "You Might Think" (US#7, 28/4/84), είχε χωθεί στη «ροκ» πλευρά του «Χρυσού Διπλού», που είχε κάνει θραύση λίγο πριν τα Χριστούγεννα του ’84. Ένα εθιστικό, παιδικά ενθουσιώδες ροκάκι, μ’ ένα βίντεο κλιπ που ο Γκούτης απ’ το «ΜΟΥΣΙΚΟΡΑΜΑ» είχε διαβεβαιώσει ότι «τα γράμματα του κοινού» το ψήφισαν «ανάμεσα στο καλύτερα της χρονιάς». Τί έδειχνε; Έναν επίμονο ψηλέα σα σκιάχτρο, με μαύρο γυαλί – βιτρίνα, να βγαίνει επίμονα μπροστά σ’ ένα μεσαίων βαρών γκομενέτο με υπέροχα χείλη. Να γίνεται μύγα που την ενοχλεί, να μπαίνει στο κραγιόν της, στο ρολόϊ της, κάτω απ’ τα σκεπάσματά της, παντού.




Παρά τον Γκούτειο δημοσκοπισμό, τους Cars λίγοι τους ήξεραν και σ’ ακόμη λιγώτερους είχαν κάνει εντύπωση. Ο ήχος τους δεν είχε την soft κατήφεια του αγγλικού new wave, αυτήν την χαριτοδιπλωμένη, ευάλωτη ηττοπάθεια των Smiths που άρεσε κυρίως στα κορίτσια και σ’ όσους σκιζόντουσαν για ν’ αρέσουν στα κορίτσια. Στη χώρα του Χάρρυ Κλυνν και του Έρωτά μου Αγιάτρευτε, ο Boy George είχε περισσότερες πιθανότητες μέσω της μίμησης, να γίνει αντιληπτός. Δεν είχαμε ιδέα.
Στην πραγματικότητα οι Cars είχαν ήδη μια καθόλου σύντομη, δική τους, διαδρομή. Είχαν ήδη προσωποποιήσει το “new wave” στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού και παραδειγματίσει το πώς ακούγεται μια δημοφιλής μουσική πρόταση που δεν παύει να κοιτάει μπροστά. Δεν ήταν πανκ, δεν είχαν σχέση με το αγροίκο hard rock, ποτέ δεν φλέρταραν με τη disco. Κατάφερναν όμως να αποσπάσουν ετερόκλητες συμπάθειες, αρκετές για να διεμβολίσουν το mainstream μέσα από ένα εξαιρετικά μελετημένο ηχητικό απόσταγμα, μέσα στο οποίο συνυπάρχουν εξισορροπημένα τόσο η εύληπτη κιθαριστική ποπ όσο και οι πειραματισμοί, βασισμένοι ιδίως στα τεχνολογικά τρυκ αιχμής των στούντιο. Υπεύθυνος κατά μεγάλο ποσοστό γι’ αυτό τον high tech ήχο, που στο βάθος του κρατούσε ακόμη την ακραιφνή, τρίλεπτη ποπ των sixties, ο 30χρονος Roy Thomas Baker, παραγωγός των Nazareth, των Queen και του Ian Hunter.
Πίσω στα 1977 τους είχε δει να παίζουν μέσα σ’ ένα Κολλεγιακό Γυμναστήριο στη Βοστώνη, με 30 άτομα μόνο στο κοινό. Επέμεινε να τους αναλάβει σαν παραγωγός και δικαιώθηκε.
Βάσισε τις ενορχηστρώσεις του υλικού τους στα πλήκτρα - που ωστόσο δεν είχαν την παραμικρή ομοιότητα με τους μαθουσάλες του βρετανικού ροκ, τύπου Yes και Genesis - αναδεικνύοντας έναν ήχο που ενώ είχε κάτι γνώριμο για πολλές διαφορετικές φυλές ακροατών, την ίδια στιγμή διατηρούσε για όλες κάτι φευγαλέο και απροσπέλαστο. Κυρίως, όμως, αξιοποίησε τις ιδέες των δύο βασικών τραγουδοποιών που ήταν ο πυρήνας των Cars.
Κατά κύριο λόγο, του γεννημένου το ’44 Ric Ocasek, ενός ψιλόλιγνου φρηκ - σαν ο Lux Interior των Cramps να μπήκε στο σώμα του John Cale. Αυτός ήταν που έγραφε και τραγουδούσε τα 2/3 του υλικού, υιοθετώντας ένα ελλειπτικό, κρυπτο-ποιητικό στυλ στο στίχο. Για τη μουσική, ο Ocasek, είχε προσέγγιση ζωγράφου: ήθελε τον ήχο του να χτίζεται με επάλληλες καθαρές στρώσεις, μέσα από τις οποίες ξεπηδούσαν απροσδόκητα ηχητικά εφέ και επεξεργασμένοι ήχοι που προσέδιδαν στην arena – rock φτιάξη των Cars μια τολμηρή αισθητική αιχμή.
Αυτή η καθαρότητα, η ευκρίνεια μέσα από τη σύζευξη των μουσικών συστατικών, ένας υψηλής πιστότητας πουαντιγισμός (pointillism) στη μουσική παραγωγή, έγινε από νωρίς το κύριο χαρακτηριστικό του ήχου των Cars.  Δεν εντυπωσίαζε, όπως πριν 100 χρόνια, το μάτι, αποτυπούμενος στον καμβά του Σινιάκ, αλλά το αυτί, μέσα από το μεθοδικά ηχογραφημένο βινύλιο. Με τον ερχομό, μάλιστα, του MTV, το μάτι δεν έμεινε καθόλου παραπονεμένο, καθώς πάνω στα τραγούδια των Cars δοκιμάστηκαν διάφορες οπτικοακουστικές πατέντες, με εμπορική επιτυχία.
Τρία χρόνια μικρώτερος του Ocasek, o Benjamin Orr, μπασίστας, συνθέτης και τραγουδιστής σε 3-4 κομμάτια σε κάθε δίσκο, ήταν η οπτική αντίστιξη στη γραμμή κρούσης της μπάντας, όπου με τα φαρδιά ζυγωματικά και το ξανθό look, σαν αρσενική εκδοχή της Debby Harry, ισοφάριζε στην με φωτογένεια την παράδοξη μορφή του Ocasek.  Το δίδυμο ήταν μαζί από το ’72, όταν και συμμετείχαν σ’ ένα folk τρίο με το όνομα Milkwood που κυκλοφόρησε κι ένα άλμπουμ που πέρασε απαρατήρητο.
Εκεί έπαιζε πλήκτρα κάποιος Greg Hawkes (22/10/52), τελειόφοιτος του Berklee. Το αμέσως επόμενο εγχείρημά τους ήταν οι Cap’n Swing, με τους οποίους κατόρθωσαν σε κάτι λιγώτερο από χρόνο να ακουστούν αρκετά στο κύκλωμα των club της Βοστώνης. Στο σχήμα είχε ήδη προστεθεί ένας δεύτερος σπουδαστής του Berklee, ο Νεοϋορκέζος κιθαρίστας Elliot Easton (18/12/53). Όταν το ’76 οι Ocasek και Orr θέλησαν να αναδιατάξουν τα πράγματα, ξεκινώντας από την αρχή και στοχεύοντας σ’ έναν πιο προσωπικό ήχο, φώναξαν τον νεαρό Hawkes στα πλήκτρα καθώς και τον ντράμερ David Robinson (2/4/49) που μέχρι τότε έπαιζε στους Modern Lovers.
Αυτός ο τελευταίος ήταν που έδωσε και το όνομα στο νέο συγκρότητμα. Ένα απλοϊκό μα τόσο περιεκτικό λεκτικό θραύσμα του american dream, ένα όνομα που περιέχει τα πάντα: The Cars.
Η ιντελλιγκέντσια των κριτικών δε σταμάτησε να τους υποβλέπει, καθώς ακούγονταν «απλοϊκοί» για να εντάσσονται στο ‘art rock’. Η δε βιομηχανία ήξερε ότι τα δύο βασικά μούτρα, Ocasek και Orr είχαν περάσει τα 30, οπότε όταν το φρούτο του new wave θα άρχιζε να πολυκαιρίζει, θα ξέμεναν μ’ ένα προϊόν πολύ “east coast”, άχρηστο για την ευρεία κατανάλωση τα γούστα της οποίας υπηρετούσε.
«Δύσκολο να πεις με μια κουβέντα ποιό είναι το μεγαλύτερο μειονέκτημα των Cars – ή μάλλον του Rick Ocasek. Τί μας χρειάζεται να φτιάχνεις φιλόδοξη ροκ, αν κανείς μας δεν είναι βέβαιος για τί ακριβώς μιλάν οι στίχοι σου; Από πλευράς μουσικής, οι Cars είναι από τις πιο ταλαντούχες και τεχνικά προχωρημένες μπάντες που υπάρχουν.  Όμως, τα τραγούδια του Ocasek στερούνται το βάθος ή το περιεχόμενο – την τέχνη – που υπάρχει στο υλικό συγχρόνων του καλλιτεχνών όπως ο Thomas Dolby ή η Laurie Anderson. Θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς «ά-τεχνο» rock, ή να πει εύστοχα ότι είναι μεν επιτηδευμένο, χωρίς όμως να είναι τέχνη. Και είναι κρίμα, γιατί ο Ocasek μας έχει πείσει ότι το έχει μέσα του, ότι μπορεί να γράψει κάτι περισσότερο από ποιηματάκια στο γόνατο, σαν αυτά που γράφει. Οι Cars μπορεί να προοδεύουν καλλιτεχνικά διατηρώντας παράλληλα την απήχησή τους το ευρύ κοινό, αλλά αν εξακολουθήσουν να τα θέλουν εξίσου και τα δύο, θα πληρώσουν το τίμημα», έγραφε το Rolling Stone. 
Μετά τα μέσα του ’82 και το τέλος της περιοδείας για το άλμπουμ “Shake It Up”, οι Cars είχαν σιγήσει, με τους Ocasek και Hawkes να επιχειρούν τις πρώτες τους σόλο κυκλοφορίες. 1983 και ενώ η πρώτη θητεία του Ρήγκαν έχει μπει για τα καλά και η διεθνής ποπ σκηνή κινείται το στον αστερισμό του “Thriller”, έχει έρθει η ώρα για το κρίσιμο δισκογράφημα που θα ανεβάσει τους Cars στο ποπ στερέωμα «εδώ και τώρα».


Το 5ο άλμπουμ τους έχει τον τίτλο “Heartbeat City” και κυκλοφορεί στις 13 Μαρτίου του 1984. Θα γίνει το  χρονικά τελευταίο επίκαιρο αμάλγαμα new wave και θα δεθεί πράγματι με το hype της χρονιάς – έκρηξη για την ποπ, το 1984 (US#3, 28/7/84). Είναι το πρώτο τους άλμπουμ στο οποίο δίπλα στα up tempo κομμάτια συνυπάρχουν σε σχεδόν ίση ποσότητα τα ατμοσφαιρικά. Είναι δε σ’ αυτά που η παραγωγή αριστεύει, αποκαλύπτοντας έναν κρυμμένο μέχρι τότε πίδακα ρομαντισμού στο μουσικό τους υλικό. Αυτή τη φορά, δεν υπάρχει Roy Thomas Baker. Το τελικό αποτέλεσμα είναι έργο του πλέον ακριβοπληρωμένου και περιζήτητου παραγωγού του πρώτου μισού της δεκαετίας, του νοτιοαφρικάνου Mutt Lange. Έχοντας ήδη στο παλμαρέ του τις πολυπλατινένιες επιτυχίες “Back In Black” και “Pyromania”, τον συνοδεύει η, επιβεβαιωμένη απ’ όσους είχαν δουλέψει μαζί του, εμμονή στη λεπτομέρεια, το πάθος για επεξεργασία στο στούντιο κάθε ηχητικής απόχρωσης με εξουθενωτικό τρόπο.
Ο Matt Lange είχε δείξει σαφή δείγματα των προθέσεών του πάνω στο έργο για το οποίο τον προσλάμβαναν. Δεν σκόπευε να φτιάξει δίσκους. Σκόπευε να φτιάξει μνημεία, έχοντας κατά νουν ότι αφού θα φέρουν την υπογραφή του, πρέπει να περικλείουν την μοναδικότητα του χρόνου οικοδόμησής τους, ώστε και μετά από μισόν αιώνα αυτή να ηχεί φρέσκια και σύγχρονη.
Μέσα από εκτεταμένη χρήση των sequencer, στο “Heartbeat City” συνθέτει έναν τρισδιάστατο ήχο, στο βάθος του οποίου πάντα κάτι συμβαίνει: τη μια οι φωνές των Ocasek και Orr κολυμπούν σε background που θυμίζει τη εγκεφαλική νιρβάνα των 10cc, την άλλη τα κοφτά ριφ απαλύνονται από ηλεκτρονικά αναχώματα και εφέ που παραπέμπουν σε Flock Of Seagulls, Soft Cell και Depeche Mode. Ευφυείς ενορχηστρώσεις, πρωτεύουσες και δευτερεύουσες, εξατομικεύουν ακόμη και τα album tracks σκοράροντας σε όλα τα ταμπλώ: μουσικότητα, συναίσθημα, μεταδοτικότητα. Εκεί που οι Cars μέχρι τότε βάσιζαν το ύφος τους στην κοφτή, cool απάθεια, εδώ σερβίρουν μια εξωστρεφή high tech πρόταση, που, αν την παρακολουθήσει κανείς προσεκτικά, περιέχει αρκετά περισσότερα από απλές αφορμές για party.
Ο δίσκος ξεκινά με το χορευτικά φορτισμένο με συνθ “Hello Again", που πίσω από την χαρωπή του επίφαση και μια διάθεση η μπάντα να συναντήσει ξανά το κοινό της, κρύβει στο λιτό του στίχο τη δεύτερη ανάγνωση: μια απόπειρα για επικοινωνία με κάποιον που βρίσκεται απομακρυσμένος, εξώκλειστος από  το σύμπαν στο οποίο προσπάθησε να εισχωρήσει, χωρίς όμως εκείνο να τον δεχτεί (“and when theres nothingnothing left to loseyou leave it allto fade to blue”, “you passed on mercyyou tried the restyou gave your bodyyou gave your best” – I know youre a dreamerwhos under the gun).
Με ένα βίντεο κλιπ σκηνοθετημένο από τον Andy Warhol – ο οποίος και εμφανίζεται μαζί με μια φτιαριά από τα προτιμητέα εξώλης και προώλης μούτρα της αυλής του – αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα crossover ανάμεσα σε σκεπτόμενη ποπ και new wave. Θα γίνει το τέταρτο κατά σειρά single του δίσκου (US#20, 22/12/84).


Στο "Looking for Love", κι ενώ ο Ocasek ακούγεται σαν τον εύθυμο ξάδελφο του Lou Reed (“Come on lover, make the switch”), απλώνεται μια ενορχήστρωση κομψοτέχνημα: μια άτρακτος από συνθ, διάστικτη από αραιές νότες μπάσου, ηλεκτρονικούς ήχους και ένα απλό κιθαριστικό σχήμα, συστατικά που η μίξη κρατά με καθαρότητα σε απόσταση μεταξύ τους, μέχρι το ζεστό, πολυφωνικό ρεφραίν να τα ενώσει. Και είναι μόνον ένα απλό album track. Ηλεκτρονικοί παλμοί οδηγούν και το νέο-νουάρ “Stranger Eyes”, με την έκκληση Come on, ride me high να  τρυπάει το υποσυνείδητο με την απαραίτητη αμφισημία.
Tα ακκόρντα που κόβουν κάθετα τα παλλόμενα sequencer του "Magic" μαζί με το “o-oh” του ρεφραίν φτιάχνουν έναν εθιστικό μικρο-ύμνο για το καλοκαίρι (“summer, summer, summer, its like a merry go round”). Θα γίνει το τρίτο single που θα ξύσει τον πάτο του αμερικάνικου τοπ-10 (US#12, 7/7/84), βοηθούμενο από ένα βίντεο κλιπ γυρισμένο στην πισίνα του Hilton του Beverly Hills. Ανάμεσα σ’ ένα κάστινγκ από τρελλαμένους, οπτικά τραβηχτικούς χαρακτήρες, ο Ocasek ξεχωρίζει μακράν με το κορακί λοφίο, το ανοιχτογάλαζο -σαν ψεύτικο- μάτι και τη βάτα – τσιμεντόλιθο.


Εκείνο όμως που άρχισε να απογειώνει όλο το άλμπουμ ήταν το βίντεο κλιπ του “Drive”. Πιο σκυθρωπό και ανήσυχο από το μέσο ερωτικό τραγουδάκι, έχει στο επίκεντρό του μια εκπληκτικής φυσικής ομορφιάς καστανή, σ’ ένα τετράλεπτο ρεσιτάλ εκφραστικότητας. Καθώς η φωνή του Benjamin Orr ακροβατεί ανάμεσα σε ελεγχόμενη θλίψη και πληγωμένο έρωτα έτοιμο να ξανακυλήσει, αρμενίζοντας μακάρια δίπλα σε δεύτερα φωνητικά μιας αόρατης χορωδίας χερουβείμ, η καστανομάλλα, με το φακό ν’ αποζητάει κι άλλο ένα γκρο πλαν, ταλαντώνεται από τα δάκρυα, την απόγνωση και την κατάρρευση στο πιο ερωτεύσιμο χαμόγελο του κόσμου.
Πώς και γιατί μια τέτοια κούκλα να υποφέρει; Ο 40χρονος Ocasek στέκει απέναντί της ψυχρός και βλοσυρός, της φωνάζει. Όπως θα μάθουμε κάτι χρόνια αργότερα, η καστανή είναι η 19χρονη Τσέχικης καταγωγής Σουηδέζα μοντέλα Pavlina Pοrizkova, την οποία ο Ocasek θα παντρευτεί το ’89 και θα κρατήσει κοντά του για κάτι λιγώτερο από 3 δεκαετίες.
Όσο για το “Drive”, έναν περίπου χρόνο πριν εκείνες τις ζεστές νύχτες του Αυγούστου στο φλοίσβο, είχε γίνει το τρίτο κατά σειρά σινγκλ από το “Heartbeat City” και η πιο μεγάλη επιτυχία της καρριέρας τους στην Αμερική (US#3, 29/9/84). Στη Βρετανία είχε φθάσει μέχρι το Νο 6 (UK#6, 13/10/84), συνεχίζοντας να βρίσκεται στο τοπ-40 μέχρι το τέλος Νοεμβρίου του ’84. Επανέκαμψε δυναμικά το καλοκαίρι του “Live Aid” μένοντας αυτή τη φορά για δεκατρεις εβδομάδες σερί μέσα στο βρετανικό τοπ (UK#4, 8/9/85). Ανήμερα της «Μεγαλύτερης Συναυλίας στην Ιστορία» (13/7/1985) το άλμπουμ Heartbeat City ανακοινώθηκε ότι έχει ξεπεράσει τα τρία εκατομμύρια αντίτυπα μόνο στην Αμερική. Κάπως έτσι το “Drive” απέκτησε και μια δεύτερη ζωή στην υπεροπτική απέναντι στις μουσικές «αμερικανιές» Βρετανία. Σαν επισφράγιση του πόσο πολύ άρεσε, ζητιόταν και έπαιζε στο ράδιο, αφού ώθησε τελικά και το άλμπουμ στα βρετανικά chart (UK#25, 8/9/85) μπήκε και στη διπλή συλλογή HITS 5, που κυκλοφόρησε και στην ελληνική αγορά λίγο πριν τα Χριστούγεννα του ’85.
Πέρα από το κρίσιμο αυτό τρακ, το “Heartbeat City” έχει πολλά ακόμη να δώσει: το φτιαγμένο για νέον κονβέρτιμπλ βόλτες στους λόφους του Μπέβερλυ Χιλλς "It's Not the Night", με τη φωνή του Benjamin Orr. Το γλυκόπικρο, ρυθμικό “I Refuse” (“when they crop you like a clown, you got your smile upside down”). Tην εθιστική μελωδία του "Why Can't I Have You" (US#33, 30/3/85) με το σοφιστικέ βίντεο στο οποίο πρωταγωνιστεί μια εντυπωσιακή μιγάδα μπαλετίστ.


Το τέλος της δεύτερης πλευράς ανήκει σ’ ένα από τα αλησμόνητα κομμάτια της όλης δισκογραφίας των Cars,  το οποίο ωστόσο δεν θα κυκλοφορήσει ποτέ σαν σινγκλ στην Αμερική -και θα περάσει απαρατήρητο στη Βρετανία [UK#78, 12/10/85]. Είναι το ομώνυμο και συνοψίζει το ύφος ολόκληρου του άλμπουμ. Το "Heartbeat City" ξεκινά σα να προσεδαφίζεται διαστημόπλοιο και ξεδιπλώνει μέσα από αποπροσανατολιστικούς κυματισμούς κήμπορντς και δεύτερα φωνητικά – πώς αλλιώς ν’ ακούγονταν δηλαδή οι μυθικές Σειρήνες; -  ένα αστικό τοπίο μεταξύ μυθικού Oz και μοντέρνας δυστοπίας, μια σειρά από νύχτες μητρόπολης, που μέσα τους περιφέρονται φιγούρες με αδιευκρίνιστα κίνητρα. Το ακούς και βλέπεις τον Τζέϊκ Σκάλλυ απ’ το «Διχασμένο Κορμί» του Ντε Πάλμα να περιφέρεται στους λόφους του Μπέβερλυ Χιλλς, ή τον Άρη του «Η Νύχτα Ποτέ Δεν Κοιμάται» με την πέτσινη γραββάτα, το τσιγάρο και το Μπακάρντι Κόλα στη “Garage”.

"Τhe Heartbeat city - Never stops"  τραγουδά ο Ocasek, "Nothing really gets us down - As long as Jacki's back in town." Ποιά είναι άραγε η Jacki ; άλλη μια ερωτική οπτασία ή μήπως θηλυκός κωδικός για κάποια σκόνη που ψήνεται, καπνίζεται κι ανεβάζει τους παλμούς; Καθώς κομμάτι και δίσκος βαίνουν προς το τελειωτικό fade out, o Ocasek ακούγεται να λέει "It's my life...". Οι φανς του Lou Reed ξέρουν πώς τελειώνει η ίδια φράση από το “Heroin” : "...and it's my wife". Ξανακούγοντας το δίσκο από την αρχή, παρατηρείς ότι φράσεις όπως "getting the shakes, coming down, taking a fall, walking the edge και "rushing on the run" δίνουν ικανές αφορμές να περιηγηθείς το άλμπουμ σαν ένα λεύκωμα όπου έρωτας και ντραγκς είναι συμπρωταγωνιστές στο ίδιο αφήγημα.
Οι Cars, που δεν ήταν τίποτε παρθένες στο πεδίο των ροκ ν’ ρολ καταχρήσεων, έφθασαν στο απόγειο της καρριέρας τους με το “Heartbeat City”. Ακολούθησαν κάποια προσωπικά άλμπουμ (το “The Lace” του Orr πήγε καλά, γεννώντας και το hit “Stay The Night” [US#24, 14/2/87]) πριν έρθει το τελευταίο άλμπουμ τους, “Door To Door”, το φθινόπωρο του’87, που συνάντησε την αδιαφορία του κοινού, με αποτέλεσμα την άδοξη διάλυσή τους το Φεβρουάριο του ‘88.
Πάντως εκείνον τον Αύγουστο του ‘85, κάθε γύρισμα του κουμπιού στα βραχέα, μπλεκόταν με τα όνειρα, τις αγωνίες και τις πρώτες φορές που θέλεις, με συνοδεία γνώριμες φωνές και φευγάτα τραγούδια, να κρατήσουν, ει δυνατόν όλη νύχτα.
“And you kept it going ‘til the sun fell down. You kept It going”.

Υ.Γ.: Τον Απρίλιο του 2000, ως τιμώμενοι βετεράνοι μιας εποχής που δεν υπήρχε πια, οι πέντε Cars συγκεντρώθηκαν σε μια συζήτηση -  reunion μπροστά από τις κάμερες για ένα ντοκυμανταίρ που θα συνόδευε κάποιες επανακυκλοφορίες της δισκογραφίας τους σε cd. Όλοι ευδιάθετοι, κολακευμένοι από το χρόνο, πλην ενός: του πάλαι ποτέ «ωραίου» της μπάντας Benjamin Orr. Φορώντας μια φαρδιά αθλητική μπλούζα των αγαπημένων του Portland Breakers, εμφανίστηκε αγνώριστος.
Μια σκελετωμένη εκδοχή του πάλαι ποτέ ακμαίου, ζωηρού εαυτού του, κατηφής, σκεπτικός, λέγοντας ελάχιστα, σχεδόν με τη βία. Στις 3 Οκτωβρίου του 2000, πριν καν προλάβει να κυκλοφορήσει το δεύτερο προσωπικό του άλμπουμ, έφυγε χτυπημένος από καρκίνο στο πάγκρεας. Η θέση του όμως στην ιστορική, αιωνίως νεαρή μπάντα του ήταν ήδη εξασφαλισμένη.
 Όταν το Μάϊο του 2011 οι υπόλοιποι Cαrs κυκλοφόρησαν το επί δεκαετίες αναμενόμενο άλμπουμ – επιστροφή τους, “Move Like This”, στις liner notes υπήρχε μια αφιέρωση που τα έλεγε όλα : "Ben, your spirit was with us on this one”. Και όταν, στις 14 Απριλίου του 2018, πανηγυρικά εντάχθηκαν στο Rock n’ Roll Hall Of Fame, η αίθουσα στο Cleveland σείστηκε από χειροκρότημα στο άκουσμα του ονόματός του στους λόγους καθενός από τους τέσσερις συμπαίκτες του.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου