Twisted Sister: “Stay Hungry, with desire”
Saturday

25May

Twisted Sister: “Stay Hungry, with desire”

Δημοσιεύθηκε από:

25/05/2019

Κατηγορία: Old Time Rock

5421
Όταν το Φεβρουάριο του ’84 οι Twisted Sister μπήκαν στα Record Plant studios της Νέας Υόρκης για να ηχογραφήσουν το τρίτο τους album, λίγοι ήξεραν ότι ήταν μια μπάντα έτοιμη να καταρρεύσει.
Από τη μια, η ματαιοδοξία του 29χρονου υπερδραστήριου DeeSnider, που, γράφοντας ο ίδιος τραγούδια και στίχους, μέσα σε 8 χρόνια είχε επιτελέσει την ολοκληρωτική δημιουργική κατάληψη στη μουσική και την καλλιτεχνική τους κατεύθυνση που είχε για χρόνια στο μυαλό του. Από την άλλη, η – στα όρια του φθόνου - δυσανεξία απέναντι σ’ αυτήν την κατάληψη, από την πλευρά των τεσσάρων συνοδοιπόρων του.
Κυρίως του κιθαρίστα Jay Jay French.
Του 32χρονου πρώην ακτιβιστή των Δημοκρατικών και αρνητή στράτευσης του πολέμου του Βιετνάμ, που μέχρι να υπογράψει το πρώτο του δισκογραφικό συμβόλαιο το ’82 είχε οδηγήσει επί δέκα χρόνια το συγκρότημα που ο ίδιος σύστησε, σε άπειρες διαδρομές μέσα στο δίκτυο των κλαμπ Νέας Υόρκης - Νιου Τζέρσεϋ – Κοννέκτικατ, συναντώντας και στρατολογώντας ο ίδιος στην πορεία, ένα προς ένα, τα μέλη του.
Το ’75 τον γεννημένο το ’55 στην Κούβα Eddie “Fingers” Ojeda στην κιθάρα, με τη Gibson του χρωματισμένη μαυρόασπρη σε ομόκεντρους κύκλους.
Την επόμενη χρονιά, για τραγουδιστή τον ίδιο τον Dee Snider, γιο δικαστικού κλητήρα στην Astoria («ο Jay Jay δε μου είπε ποτέ ότι ανήκω στη μπάντα – απλώς μου ανακοίνωσε ότι ξεκινάμε για δοκιμή και βλέπουμε, τονίζοντάς μου να μην ξεχάσω ποτέ ότι ίδιος είχε κατοχυρώσει το όνομα»).
Tο ’78, τον 22χρονο θηριώδη και με άφρο αφάνα Mark “The Animal” Mendoza, μέχρι τότε  μπασίστα των Dictators. Kαι τέλος, λίγους μήνες πριν πέσουν οι πρώτες υπογραφές με την άσημη Secret Records, τον 23χρονο από το Staten Island, A.J. Pero, που είχε εγκαταλείψει το Γυμνάσιο όταν τον ανάγκασαν να κόψει τα μαλλιά του, διαλέγοντας να δουλέψει ταξιτζής και να συμπληρώνει τα βράδια το εισόδημά του παίζοντας ντραμς σε τζαζ μπάντες των περιχώρων.
Ως μπάντα είχαν περάσει δια πυρός και σιδήρου, αντιμετωπίζοντας από την πρώτη μέρα τη χλεύη και την εχθρότητα για το ανδρόγυνο look που είχαν επιλέξει να υποστηρίξουν, βελτιώνοντας με κότσια και αttitudeτο προηγούμενο των άτεχνων και αποδιοργανωμένων θρύλων New York Dolls. Ήταν αυτό το look που, τελικά, τους είχε προσδώσει τη φράση που τους ξεχώριζε από το σωρό: they look like women, talk like men, and walk like mutherf#c@ers”.
H φήμη τους ως live μπάντας με φανατικό κοινό τους είχε φέρει για πρώτη φορά στο τραπέζι με την Atlantic Records στις αρχές του ’83, ιδίως αφ’ ότου είχαν αρχίσει να εγείρουν απροσδόκητο ενδιαφέρον πρώτα στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Έπαιξαν στο Reading του ’82, εμφανίστηκαν στην τηλεοπτική εκπομπή “The Tube”, άκουσαν καλά λόγια από το Lemmy. Όμως ο Doug Morris, ο διευθυντής της μητρικής εταιρίας στην Αμερική, όταν τους άκουσε, το λιγώτερο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι δεν εντυπωσιάστηκε: This band is the worst f@cking piece of sh#t in the world”.
Η μαμά Atlantic θα άφηνε τη μπάντα να ταράξει μόνη της τα νερά, αν κι εφόσον τα κατάφερνε.
Με budget μόνον 60.000 δολλάρια, υπογράφουν συμβόλαιο διανομής μόνο για την Ευρώπη και κυκλοφορούν το άλμπουμ “You Can’t Stop Rock N’ Roll”. Τρία singles θα ανέβουν ψηλά στα βρετανικά τσαρτ και ξαφνικά, οι Twisted Sister, οπτικά εξομοιούμενοι στα μάτια του μέσου μουσικόφιλου με πέντε νταβραντισμένα τραβέλια από τον πλανήτη Ζόλταν γίνονται μια ακόμη γεύση στο παρδαλό ποπ πανηγύρι της Βρετανίας του 1983, μιας χρονιάς που κυριαρχείται από Eurythmics, Spandau Ballet και Japan.



Όμως, με το αμερικάνικο τμήμα της Atlantic οι σχέσεις παγώνουν, από τη στιγμή που οι υπεύθυνοι αρνούνται να κυκλοφορήσουν στην αμερικάνικη αγορά το single “I Am (I’m Me)”, το οποίο στην Αγγλία είχε μπει στο τοπ-20 (UK#18, 26/4/83). Και γίνονται χειρώτερες, από τη στιγμή που η Atlantic αποφασίζει να τοποθετήσει στη θέση του παραγωγού για το επόμενο lp τους τον Tom Werman, άνθρωπο με αδιαμφισβήτητα επιτυχημένο παλμαρέ στην εταιρία: Cheap Trick, Ted Nugent, Blue Öyster Cult, Molly Hatchet, όλοι στα χέρια του έχουν πουλήσει εκατομμύρια.
«Η δική μας πρώτη επιλογή ήταν ο Bob Ezrin, που είχε συνδεθεί με τον ήχο των KISS και του Alice Cooper, όμως τη χρονική περίοδο εκείνη δεν ήταν διαθέσιμος. Το όνομα του Werman ήρθε από τον ίδιο άνθρωπο που μέχρι τότε μας χλεύαζε, τον Doug Morris. Κοντά στα Χριστούγεννα του ’83, διαπίστωσε ότι είχαμε πουλήσει περίπου 100.000 κομμάτια του “You Cant Stop Rock NRoll” - τεράστιο νούμερο για μπάντα χωρίς διανομή στη Αμερική. Ήρθε και μας βρήκε. “Παραδέχομαι ότι έπεσα έξω για σας. Την επόμενη χρονιά θα σας κάνω ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα στον κόσμο”».
Παρ’ όλα αυτά, με την πεντάδα των Νεοϋορκέζων τα πράγματα δεν είναι εύκολα για τον Tom Werman. Με το ξεκίνημα των ηχογραφήσεων στο Record Plant της Νέας Υόρκης, προσπαθεί να τους πείσει να ηχογραφήσουν κομμάτια άλλων. «Απέρριπτε τη μια ιδέα μας μετά την άλλη. Μας το έλεγε ξεκάθαρα: τα κομμάτια μας δεν ήταν αρκετά αρκετά καλά για να μπουν στο άλμπουμ» .
Κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο να το καταπιεί ιδίως ο Dee Snider.
«Τσακωνόμουν μέρα – νύχτα μαζί του. Προσπαθούσα να διατηρήσω ακέραια την ουσία της μπάντας. Την πρώτη μέρα, έφερε δύο κομμάτια των Saxon, το “Princess Of The Night” και “Strong Arm Of The Lawκαι επέμενε να τα ηχογραφήσουμε. Του λέω “είναι σπουδαία κομμάτια, τα ξέρω. Τα άκουσα την προηγούμενη βδομάδα που παίξαμε μαζί με τη μπάντα που τα έγραψε”. Πίστευε ότι επειδή δεν τους ήξεραν στην Αμερική, είχε το δικαίωμα να τους αρπάξει τα κομμάτια και να τα βάλει σε δίσκο ενός “δικού του πελάτη”. Έκανα τα πάντα. Τσακώθηκα, έβρισα, συζήτησα, στο τέλος κατέληξα να παρακαλάω τον Werman να βάλει μέσα στο άλμπουμ μόνο δικά μας κομμάτια».
Snider δεν ήταν ο μόνος που διαφωνούσε κάθετα με την επιλογή του Werman. O “Animal” Mendoza, που είχε αφιερώσει πολύ χρόνο στον ήχο του προηγούμενου άλμπουμ, περνώντας ώρες δίπλα στον Pete Way των U.F.O., αρνείται τώρα πεισματικά να τεθεί στο στούντιο υπό τις οδηγίες, όπως λέει, ενός «ποπ παραγωγού». Γράφει τα μέρη του μπάσου και εξαφανίζεται. Όμως, και ανάμεσα στους πέντε Sister τα πράγματα δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου, καλά.
«Ο “Animal” είχε αρχίσει ν’ αναπτύσσει μια παθητικο-επιθετική συμπεριφορά απέναντι σε μένα και να υποσκάπτει οποιαδήποτε πρωτοβουλία μου. Δε μιλούσε, δεν διαφωνούσε και αρνείτο ότι υπάρχει πρόβλημα όταν στις συναντήσεις μεταξύ των μελών συζητούσαμε τα ζητήματα που χρειαζόταν για να προχωρήσουμε. Όμως, όταν γύριζα την πλάτη μου, προσπαθούσε να κάνει δύσκολο, ει δυνατόν και ανέφικτο, το να αποφασιστεί και να ολοκληρωθεί η οποιαδήποτε απόφαση ή ενέργεια της μπάντας».
Ενώ οι ηχογραφήσεις προχωρούν με ατέλειωτους καυγάδες μεταξύ τραγουδιστή και παραγωγού, ο Mendoza εκπλήσσει τους πάντες, όταν σε ένα μεσημεριανό meeting ρίχνει τη βόμβα: «Προτείνω ν’ αφήσουμε  το make up και τα κοστούμια». Μετά από οκτώ χρόνια πάλης ενάντια σε όλους και σε όλα, πάνω που το look είχε αρχίσει να χαρακτηρίζει αυτή τη μπάντα από τα καταγώγια της Νέας Υόρκης, ο Mendoza πρότεινε να το εγκαταλείψουν. Το θέμα τίθεται σε ψηφοφορία.
Ο Snider επιχειρηματολογεί. Ο κατά κανόνα άλαλος Mendoza σηκώνεται και αντικρούει, με το πάθος νεαρού κολλεγιόπαιδου σε άσκηση debate. O ντράμερ A.J. Pero, μικρώτερος σε ηλικία και το νεώτερο μέλος της μπάντας, έχει ήδη μιληθεί από τον Mendoza, που τον έχει κάτι σαν ιπποκόμο. Eddie Ojeda και Jay Jay French παίρνουν το πλευρό του Snider. Με 3 ψήφους έναντι 2, οι Twisted Sister θα συνεχίσουν να διεκδικούν τις πιθανότητές τους στη μουσική βιομηχανία, φορώντας make up, πλατφόρμες και στολή ψυχικά ασθενούς ιδιοκτήτριας οίκου ανοχής με πραμάτεια τραβεστί της 53ης οδού.
«Οι διαφορές μας ήταν τεράστιες σε όλα τα επίπεδα.
Ο
Tom Werman έπινε και έκανε κόκα, εμείς όχι. Εκείνος το έπαιζε ροκ σταρ, εμείς δεν ήμασταν παρά πέντε τύποι μεγαλωμένοι στα προάστια, που δε σήκωναν πολλά - πολλά. Εμείς παίρναμε θέση στο στούντιο κατά το μεσημέρι, έτοιμοι να ξεκινήσουμε να γράφουμε, κι εκείνος εμφανιζόταν ό,τι ώρα γούσταρε. Έτσι κι αλλιώς δεν καταδεχόταν να έρθει και πολύ ο ίδιος στα sessions. Ο Geoff Workman ήταν αυτός που επέβλεψε στην ουσία τον ήχο του άλμπουμ».
Μια πυρκαγιά στα Record Plant studios τους υποχρεώνει να συνεχίσουν τη δουλειά aλλού. Με πρόταση του Wermanταξιδεύουν στην άλλη άκρη της Αμερικής, στα Cherokee studios του Los Angeles. Έχοντας περάσει σχεδόν ολόκληρη τη βιολογική και μουσική τους ζωή στο Μεγάλο Μήλο, νιώθουν αποξενωμένοι από το κλίμα της Καλιφόρνια.
Και όχι μόνον από άποψη καιρικών συνθηκών. «Έπρεπε να βάλουμε σακκιά από άμμο πίσω από τις πόρτες του στούντιο, μην και τυχόν τρυπώσει μέσα όλη αυτή η πλαδαρή ανοησία του L.A, θα πει ο Snider.  Οι τελευταίες λεπτομέρειες στο υλικό μπαίνουν στα τέλη Μαρτίου, στα περίφημα Westlake Studios του Quincy Jones στην Καλιφόρνια, εκεί που ενάμιση χρόνο πριν είχε ηχογραφηθεί το “Thriller”. Στα τέλη Μαρτίου, η μπάντα μαζεύεται ν’ ακούσει το ολοκληρωμένο προϊόν για πρώτη φορά, χωρίς τον Werman. Παρών, μόνο ο ηχολήπτης Geoff Workman.



Ο 37χρονος γεννημένος στο Liverpool Workman καπνίζει μανιωδώς Gitanes, καταναλώνει μια magnum φιάλη  Johnny Walker black label την ημέρα και έχει τη συνήθεια να τοποθετεί αυτοκόλλητα πάνω σε όλα τα αντικείμενα που χρησιμοποιεί: «Η καρέκλα του Geoff». «Το φλυτζάνι του Geoff». «Το τασάκι του Geoff». Διόλου τυχαίο, αφού ο άνθρωπος ήταν ο ηχολήπτης στα πρώτα πέντε άλμπουμ των Queen, στα πρώτα τέσσερα των The Cars, σε δύο άλμπουμ των Journey, κάνοντας σ’ ένα επιπλέον, το “Departure”, συμπαραγωγή.
Αυτός ο αρουραίος της κονσόλας, είχε ήδη δοκιμάσει όλες τις μουσικές εμπειρίες και τις τριβές με τις ιδιοτροπίες δεκάδων φιλόδοξων και υπεροπτών σταρ. Μέσα απ’ αυτές όμως είχε αποκτήσει το πολυτιμώτερο όπλο του. Ένα ζευγάρι αυτιά που σπανιότατα έκαναν λάθος. Με το που ακούει τα Were Not Gonna Take Itκαι Wanna Rock, ο Workman πετάει ξερά: «Αυτός ο δίσκος, σας το  λέω, θα πουλήσει δύο εκατομμύρια κομμάτια. Εύκολα».
Νέα προβλήματα ωστόσο εμφανίζονται, όταν φτάνει η ώρα για το εξώφυλλο του δίσκου, του πρώτου για το οποίο η μπάντα έχει καταφέρει, σε συμφωνία με την Atlantic, να έχει η ίδια τον καλλιτεχνικό έλεγχο στο πώς θα είναι και τί θα απεικονίζει. Ο “Animal” Mendoza τους εξηγεί τη δική του ιδέα: Τα πέντε μέλη, χωρίς το make up, θα βρίσκονται μέσα σ’ ένα καταγώγιο, καθισμένα γύρω από ένα ξύλινο καρούλι, απ’ αυτό που τυλίγουν οι εργάτες τα χοντρά ηλεκτρικά καλώδια, το οποίο θα είναι, ακουμπισμένο όρθιο, σαν τραπέζι. Πάνω σ’ αυτό, ένα πιάτο με μέσα του ένα μεγάλο κόκκαλο με ωμό κρέας.
Πάνω απ’ τους ώμους της «πεινασμένης» μπάντας, σαν πέντε αχνά υπερεγώ, θα στέκονται οι ίδιοι, με πλήρες up και κοστούμια της σκηνής, να κρατάνε φιάλες σαμπάνιας, με αυτοπεποίθηση, έχοντάς τα καταφέρει. Όλοι βρίσκουν την ιδέα καταπληκτική και ο Snider αφήνει στον Mendoza να την υλοποιήσει. Μπάτζετ υπάρχει, βρίσκεται μάλιστα και ο κατάλληλος άνθρωπος γι’ αυτό, ένας φιλόδοξος νεαρός φωτογράφος από το New Jersey, ονόματι Mark Weiss.
Επί 22 ώρες, μια σχεδόν ολόκληρη, εξαντλητική, μέρα, τα πέντε μέλη ποζάρουν στο φακό του Weiss, ο οποίος, ενθουσιώδης και τελειομανής, ζητά διαρκώς «πάμε ένα γύρο παραπάνω», εννοώντας να γεμίσουν ένα 36άρι φιλμ ακόμη. Εκνευρισμένοι και κουρασμένοι από τη διαδικασία, οι Sister ετοιμάζονται να αποχωριστούν τα ρούχα της δουλειάς, όταν ο Weiss φωνάζει πίσω τον Snider: «Dee, τί λες για έναν ακόμη γύρο, μόνο με σένα και το κόκκαλο;». Το δε κόκκαλο, πραγματικό κόκκαλο με αγελαδινό κρέας, αγορασμένο από τον Weiss από κρεοπωλείο.
«Ήμουν κατάκοπος, πεινασμένος, το κόκκaλο είχε αποψυγεί και δεν ήταν καθόλου ευχάριστο να το πλησιάζεις, ούτε το ένα μέτρο, πόσο μάλλον να ποζάρεις κρατώντας το για 36 βασανιστικά κλικ».
Μια εβδομάδα αργότερα, αποκαλύπτεται ότι ολόκληρη η εργώδης φωτογράφηση δεν έχει ούτε καν πλησιάσει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Καταρχήν, το background είναι πολύ στενό για να χωρέσει στο εξώφυλλο τους πέντε καθήμενους και τους πέντε όρθιους Sister. Επί πλέον, Mendoza και Weiss έχουν χρησιμοποιήσει για φυσικό φωτισμό μια γυμνή λάμπα οροφής, που κατεβαίνει πάνω απ’ το καρούλι - τραπέζι, κρύβοντας με τη σκιά της το πρόσωπο ενός τουλάχιστον μέλους, διαφορετικού από κάθε γωνία λήψης.
Όλες οι φωτογραφίες είναι προβληματικές. Όλες; Όχι ακριβώς. Υπάρχει και εκείνος ο τελευταίος γύρος φιλμ με τον Dee και το κόκκαλο. Κυριολεκτικά την ενδέκατη ώρα πριν το λανσάρισμα του δίσκου, μετά από εντάσεις, ο Snider περνάει το δικό του. Στο τυπογραφείο θα πάει η 36η και τελευταία φωτογραφία του φιλμ που τράβηξε  στο πόδι Weiss. Ο Dee Snider στριμωγμένος στη γωνία του δωματίου του στούντιο που έχει διαμορφωθεί ως «καταγώγιο». Αγριεμένος, παγιδευμένος, επικίνδυνος, με τα μάτια γουρλωμένα και τα λιμαρισμένα του δόντια όλα εκτεθειμένα, σαν ένα άγριο ζώο, να κραδαίνει στο πρόσωπο του θεατή το κόκκαλο με το κρέας.
Η δημιουργική οίηση του Snider παρακάμπτει κάθε επιφύλαξη ή αντίρρηση τρίτου προσώπου, παραγνωρίζοντας ότι έτσι τρέφει την ανασφάλεια και την κακεντρέχεια των υπόλοιπων τεσσάρων.
Έχει σκεφτεί ότι το καινούριο άλμπουμ χρειάζεται καινούριο logoγια τη μπάντα και βάζει τη γυναίκα του Suzette, που από το ’82 έχει αναλάβει το μακιγιάζ και τα κοστούμια τους, να σχεδιάσει κάτι πρόχειρο. Εκείνη, αγουροξυπνημένη και μ’ ένα φλιτζάνι τσάϊ στο χέρι, παίρνει ένα στυλό και σκιτσάρει, χωρίς να χρησιμοποιήσει γόμα ούτε μια φορά, μέσα σε πέντε λεπτά ένα “TS” που σχηματίζεται από κόκκαλα. Ο Snider παίρνει το χαρτί και το δίνει στο καλλιτεχνικό τμήμα της Atlantic. Ελάχιστες μέρες αργότερα, επισκέπτεται την εταιρία και βρίσκει τον επικεφαλής του καλλιτεχνικού τμήματος, Bob Defrin, να θριαμβολογεί για το τελευταίο δημιούργημα του «της ομάδας του».
Το logo «που δημιούργησε το καλλιτεχνικό τμήμα» κυκλοφορεί πάνω σε άπειρα αντικείμενα, από αυτοκόλλητα, μπρελόκ και κούπες για καφέ, όλα υπό το trademark της Atlantic.
Ο τίτλος του δίσκου είναι εμπνευσμένος στην ομώνυμη ταινία του 1976. Εκεί, δίπλα στον Jeff Bridges και την Sally Field, ένας νεαρός μποντυμπίλντερ με ξενική προφορά, που τα προηγούμενα χρόνια έχει σαρώσει τα βραβεία του «Μίστερ Κόσμος», ονόματι Arnold Swartzenegger κάνει την εμφάνισή του στην κινηματογραφική βιομηχανία του Hollywood, την πρώτη τέλος πάντων με κάπως περισσότερες από τρεις ατάκες.
Παίζει έναν ρόλο σχεδόν ταυτόσημο με την πραγματική του ιστορία – έναν Αυστριακό αγαθό γίγαντα που δε σταματά στα κάθε λογής εμπόδια προκειμένου να πραγματοποιήσει το όνειρό του να κατέβει σε διεθνή διαγωνισμό bodybuilding.


Ο Snider παρακολουθεί τον τύπο αυτόν από τότε που ήταν άσημος. Βλέπει σ’ αυτόν κάτι από τον εαυτό του, Ένας ανεπιθύμητος, ένας εξωτικός που κόντρα σε όλα, διατηρεί την «πείνα του» και τα καταφέρνει. Σ’ αυτόν και αφιερώνει το δίσκο, με ρητή αναφορά στα liner notes : “Dedicated to Arnold Swartzenegger – Thanks for the inspiration”.
Από μουσική άποψη, μπορεί ο ήχος του δίσκου να έχει ομογενοποιηθεί και «λεπτύνει» εξαιτίας του Werman, όμως το υλικό του δεν είναι ευκαταφρόνητο. Το γκαζωμένο “Stay Hungry” που ξεκινά την πρώτη πλευρά στάζει ενέργεια, τα “Burn In Hell” και “The Beast” είναι βαριά και ρυθμικά, όσο κι οι καλύτερες στιγμές στα δύο προηγούμενα άλμπουμ τους. H μικρή σάγκα “Horror-Teria (Captain Howdy/Steet Justice)” που κλείνει την πρώτη πλευρά είναι σαν σάουντρακ από από την 3η πράξη ενός “West Side Story” γεμάτο σκοτεινούς μαφιόζους και σουγιάδες. Στο τραγουδισμένο με ψυχή “Don’t Let Me Down”, “Fingers” και French ανταλλάσσουν μελωδικά lead, ενώ το “S.M.F.” – με όλες από τον Jay Jay - είναι ένας headbanging παιάνας για τους φανς που ήταν εκεί και του στήριξαν «από το ξεκίνημα». Ο στίχος αποτυπώνει αυτό που αποζητά ν’ ακούσει η ανερχόμενη μεταλλική γενιά, από το Ριο Ντετζανέϊρο μέχρι την Όμαχα, από το Γκέτεμποργκ ως την Οζάκα.
“Black sheep of the family, nothing like the rest - Separate from the others, failing all their tests - Can't they see you' re different, so hungry and so lean - You're a walking wonder, you' re a metal machine - Look and you'll see you're a lot like me”.
H επιλογή των singles δεν είναι ούτε αυτή μια εύκολη διαδικασία. Ο Snider είναι αυτός που μιλάει με την εταιρία. Μαθαίνει ότι θέλουν το βαρυμεταλλικό, στοιχειωμένο “Burn In Hell” ως πρώτο single. Τρομοκρατημένος απέναντι στο ορατό όσο ποτέ ενδεχόμενο μιας εμπορικής αυτοχειρίας, συναντά τον Marty Callner, που έχει επιλεγεί να είναι ο σκηνοθέτης του πρώτου τους βίντεο κλιπ. Ο Callner, βολτάρει τον αναστατωμένο Snider με την Jaguar XJ6, κρατώντας τα παράθυρα ανοιχτά και το αιρ κοντίσιον στο φουλ. Παρκάρει έξω από ένα νεκροταφείο. Του δείχνει τη θάλασσα από πέτρινες πλάκες που απλώνεται μ’ έναν ελαφρύ κυματισμό προς το ύψωμα και λέει: «Βλέπεις εδώ; Αυτό είναι ένα πραγματικό πρόβλημα. Όταν είσαι πάνω απ’ το χώμα, όλα είναι εντάξει, τα πράγματα διορθώνονται. Don’t let the bullshit get to you. Άφησέ το πάνω μου».
Ο Callner τηλεγραφεί στον πρόεδρο της Atlantic, την αυτού εξοχότητα Ahmet Ertegun. «ΔΥΣΚΟΛΑ ΠΡΟΧΩΡΕΙ ΓΥΡΙΣΜΑ VIDEO CLIP ΓΙΑ ΤΟ “WERE GONNA TAKE IT” ΜΠΑΝΤΑΣ TWISTED SISTER. ΣΤΟΠ. ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΩΝ CHARTS. ΣΤΟΠ».
Πιστεύοντας ότι ήδη έχει αρχίσει να ξοδεύεται εταιρικό χρήμα για το κλιπ, ο πρόεδρος όχι μόνο αυξάνει το μπάτζετ, αλλά περνάει και προς τον εταιρικό κόσμο ότι το πρώτο single είναι «δική του επιλογή», ένα «προσωπικό στοίχημα».


Με μπάτζετ έξι μηδενικών, το κομμάτι μεταλλάσσεται στο βίντεο κλιπ σε μια σκρούμπωλ κωμωδία εξήμισι λεπτών. Με τη μπάντα να κοντράρεται μ’ έναν διάσημο «κακό», τον Mark Metcalf, τον μιλιταριστή Νίντερμάγιερ που γελοιοποιείται διαρκώς στο ήδη κλασσικό «Τρελλό Θηριοτροφείο» του ’78.
Στο βίντεο κλιπ παίζει έναν ρόλο που του ταιριάζει γάντι : του εριστικού, αυστηρού πάτερ φαμίλια που υποπίπτει σε τρομερές γκάφες στην προσπάθειά του να «σωφρονίσει» με το ζόρι το γιο του, ο οποίος, aπό συνηθισμένο φαν των Twisted Sister μεταμορφώνεται στο υπερεγώ του, τον ίδιο τον Dee Snider.
«Η αρχική ιδέα ήταν να γράψω ένα τραγούδι διαμαρτυρίας, βασισμένο στις προσωπικές μου εμπειρίες, τη συγκρουσιακή μου εφηβεία και τη σχέση μου με τον πατέρα μου, πολιτοφύλακα της Αστόρια και μετά δικαστικό κλητήρα, που πάντα στα μάτια μου αντιπροσώπευε το «σύστημα».
To “Stay Hungry” κυκλοφορεί στις 10 Μαΐου 1984 και το “We’ re Not Gonna Take It” που έχει προηγηθεί κατά δύο εβδομάδες, μπαίνει κατευθείαν σε heavy rotation από το MTV, όχι όμως μόνο για λόγους πρωτοτυπίας του κλιπ. Το ίδιο το MTV ανήκει στην ιδιοκτησία των εταιρικών κολοσσών American Express και Time – Warner, με την τελευταία να είναι η μητρική εταιρία της Atlantic Records. Ολόκληρο το καλοκαίρι του ’84 σαρώνει τις οθόνες και την ημέρα που στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες ο Carl Lewis κάνει 9’’ 99 στον τελικό των 100 μέτρων, το Were Not Gonna Take It βρίσκεται μέσα στα δέκα πρώτα singles του Hot-100 (US#7, 4/8/84). Οι παρείσακτοι του Μεγάλου Μήλου τα έχουν καταφέρει, διαγωνιζόμενοι στη μεγαλύτερη μουσική αγορά του πλανήτη.

Αυτό όμως δε συμβαίνει παντού. «Όταν βάλαμε την κασσέττα με το “Were Not Gonna Take It” στον Rob Dickins, το τότε αφεντικό της δισκογραφικής στην Αγγλία, εκείνος όχι μόνο δεν πίστεψε ότι μπορεί κάτι τέτοιο να κάνει επιτυχία, αλλά πρόβαλε βέτο. Κανένα από τα δωρεάν δείγματα που προορίζονταν για ραδιοφωνικούς παραγωγούς και δημοσιογράφους δε θα έφευγε από τις αποθήκες της Atlantic. Οι φάκελλοι ήταν έτοιμοι, σφραγισμένοι, με τις διευθύνσεις γραμμένες πάνω τους. Τα συνολικά έξοδα αποστολής ήταν παραπάνω από 10.000 λίρες και πίστευε ότι δεν θα τα βγάλει ποτέ. Πόσο μ@λ@κας. Πιθανόν δεν ακουγόταν αρκετά Κajagoogoo για τα δικά του αυτιά». 
Πράγματι, το άλμπουμ που έκανε τους Twisted Sister όνομα γνωστό στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη, στην Αγγλία περνά περίπου απαρατήρητο (UK#34), το δε single φτάνει μόνο μέχρι το Νο#58 (16/6/84). Ο Αγγλικός τύπος έχει κάνει άλλη μια φορά το θαύμα του. Όταν τη δική τους «ανακάλυψη» τη μοιράζονται πλέον οι «γιάνκηδες», πρέπει αυτή να σταμπαριστεί «ξεπούλημα» και να καταβαραθρωθεί. Ενώ το λογικό είναι η επόμενη επίσκεψή τους στην Αγγλία να είναι στο Wembley, αρκούνται σε δύο εμφανίσεις, μία εκ των οποίων στο ιστορικό Hammersmith Odeon, στις 16 Ιουνίου, η οποία και ηχογραφείται στο σύνολό της. Η περιοδεία για την προώθηση του “Stay Hungry” ξεκινά στα τέλη Μαΐου και μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου θα γράψει 84 εμφανίσεις, 10 από τις οποίες σε Βέλγιο, Γερμανία, Ολλανδία και Βρετανία.


Η αναγνωρισιμότητα και η εμπορική απήχηση ενισχύονται με το δεύτερο κλιπ, το I Wanna Rock(US#35, 10/11/84). Ο Metcalf, αυτή τη φορά δεν είναι ο πατέρας, είναι ο σαδιστής δάσκαλος που ζορίζει τον μπουλούκο μαθητή που συλλαμβάνει να έχει ζωγραφίσει το λογότυπο της μπάντας στο τετράδιό του (“Stand up and tell the classWhaddoyouwannado with your life?”).
Μόνο και μόνο για να δει μια ολόκληρη τάξη από έφηβους headbangers να εξεγείρεται και, με ηγέτες του πέντε Twisted Sister, να ανταποδίδει: Ο «κακός» δάσκαλος ανατινάζεται με χειροβομβίδες, πέφτει στο υγρό τσιμέντο, στουκάρει στο βατήρα του κολυμβητηρίου, εκρήγνυται με το δυναμίτη που σκοπεύει να τους σαμποτάρει, μέχρι και καταβρέχεται από τον διευθυντή – έναν άλλο μεγάλο σταρ του «Θηριοτροφείου», τον Stephen Furst, που έπαιζε εκεί το αρχετυπικό νερντ.
Υπάρχει βέβαια και το The Price, μια από τις πρώτες τόσο επιτυχημένες power ballads (US#19, 2/2/85). Γραμμένη από τον Snider κατά τη διάρκεια ηχογράφησης του προηγούμενου lp, στα Sol Studios του Berkshire, στην Αγγλία. «Ένιωθα μόνος. Δεν είχα τα χρήματα για αεροπορικά εισιτήρια, τουλάχιστον να είχα δίπλα μου τη γυναίκα μου και το γιο μου. Έμενα σε κείνο το στούντιο το χτισμένο σε ένα παλιό κάστρο, που ανήκε στον Jimmy Page. Και σκεφτόμουν ότι αυτό είναι το τίμημα, η θυσία, αυτό που πρέπει να υποστείς για να κυνηγήσεις το όνειρό σου. Πάντα το τίμημα είναι σκληρό». Μια νότα προς νότα διεισδυτική μπαλλάντα, φτιαγμένη με ειλικρίνεια που ξεπερνά χωροχρονικές συνθήκες και φτάνει αφορά το τίμημα που επισύρει κάθε επίμονο κυνήγι προσωπικού στόχου.

Στο μουσικό περιβάλλον της Αμερικής του 1984, όπου οι Van Halen του “Jump” είναι στην κορυφή, ακολουθούμενοι από πολυπλατινένια άλμπουμ των ZZ Top, Ratt, Motley Crue, Scorpions, Judas Priest, χρυσά των Dio, Accept και μικρά ή μεγαλύτερα hits από Nightranger, Vandenberg, KISS Helix, Bon Jovi, πριν ξεκινήσει η μεγαλύτερη περιοδεία όλων, η “World Slavery Tour” των Iron Maiden, οι Twisted Sister θα βρεθούν στην πρώτη γραμμή, εκπροσωπώντας με τη δύναμη του νέου μέσου, του MTV, ένα πολύ γοητευτικό δικαίωμα μουσικής αυτοδιάθεσης. Θα είμαι αυτό που θέλω να είμαι και έχω το δικαίωμα να την κάνω λαχείο, όπως και σεις, έτσι και ’γω,  με τους «δικούς μου».
Το “Stay Hungry” (US#15, 15/9/84) θα βρεθεί σύντομα σε πάνω από 3 εκατομμύρια δισκοθήκες σε όλον τον κόσμο, όμως ήδη τα μέλη της μπάντας, μπορεί πρόθυμα να δρέπουν τα οφέλη της αναγνωρισιμότητας, αλλά δεν μιλιούνται. Ούτε με τον Snider, ούτε μεταξύ τους.
Λιγώτερο από τρία, άγονα, χρόνια αργότερα, οι Twisted Sister των δέκα χρόνων γεμάτων αίμα, ιδρώτα και επιμονή στα ανήλιαγα κλαμπ της Νέας Υόρκης, προς τέρψιν των «σοβαρών» μουσικολογούντων, θα περνούσαν στην ποπ ιστορία ως μια γραφική υποσημείωση, μια ακόμη kitsch ιδιοτροπία των μέσων της δεκαετίας του ‘80.
Ή τουλάχιστον, έτσι θα βόλευε τους προπέτες. Παρ’ ότι μετά το 1987 και το άτυχο “Love Is For Suckers” δεν δισκογράφησαν τίποτε πέραν ορισμένων ειδικών, επετειακών τρακ, οι Twisted Sister αναστήθηκαν και στάθηκαν όρθιοι ως μια από τις πλέον αξιόπιστες nostalgia acts της ίδιας τους της ιστορίας. Χρόνια αργότερα, θα πει ο καθένας από την πλευρά του ότι εκείνο το εξώφυλλο με το κόκκαλο ήταν η τελευταία σταγόνα στο ποτήρι με τις ταραγμένες διαπροσωπικές τους σχέσεις. Η απόδειξη ότι ο Snider είχε κάνει τη μπάντα δική του, θεωρώντας τους υπόλοιπους σαν κομπάρσους, σαν γρανάζια σε μια μηχανή ψυχαναγκαστικής αυτοπροβολής. 
Το 2004, ξαναβρίσκονται και αποφασίζουν να επανηχογραφήσουν ολόκληρο το “Stay Hungy”, «έτσι όπως θα έπρεπε να ακούγεται εξαρχής», χωρίς την νερωμένη επέμβαση του Tom Werman. Αυτή τη φορά την επιμέλεια της παραγωγής έχει ο “Animal” Mendoza, ο οποίος φροντίζει, στην εποχή πλέον του photoshop, να υλοποιηθεί επιτέλους και το εξώφυλλο που είχε κατά νουν τρεις δεκαετίες νωρίτερα.
Ξαναπαιγμένο από τους ίδιους πέντε ανθρώπους, με τα σόλο που είχαν παραληφθεί ώστε τα singles να ταιριάζουν στο ραδιόφωνο, τις κιθάρες ογκώδεις και αφτιασίδωτες, το μπάσο ανεβασμένο στη μίξη, τον A.J. Pero να κοπανάει με όρεξη 20χρονου, το άλμπουμ - ενισχυμένο με ακυκλοφόρητο, «κομμένο» από την αρχική κυκλοφορία υλικό - τιτλοφορήθηκε “Still Hungry” και αποδόθηκε στη μουσική ιστορία με την αίγλη προσεκτικά αποκατεστημένου μνημείου. Μνημείου στους λόγους εκείνους που τα ατιθάσευτα από το χρόνο φωνητικά του Snider υπογραμμίζουν, στον τελευταίο στίχο της δεύτερης στροφής:
“(…) Remember what you're fighting for, remember what you seek”.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου