High on “Turbo”: Ιστορίες & κληρονομιά ενός μεταλλικού διχασμού
Την είδε για πρώτη φορά στις 16 Φεβρουαρίου του ’84 στη Στουτγκάρδη και ήταν μια κλασσική περίπτωση «έρωτα με την πρώτη ματιά».
H ευρωπαϊκή περιοδεία για το “Defenders Of The Faith” βρισκόταν ήδη στις πρώτες της εβδομάδες όταν Glenn Tipton παρακολούθησε πώς συναρμολογείται, με την προσοχή στη λεπτομέρεια των γερμανών κατασκευαστών, κομμάτι – κομμάτι, μέσα στο εργοστάσιο, μια Porsche 911 Turbo SE, με μηχανή 3.3 λίτρων και κινητήρα “twin turbo”. «Πρέπει οπωσδήποτε να αποκτήσω μια τέτοια». Ο 37χρονος κιθαρίστας, μετά από 12 χρόνια ως επαγγελματίας μουσικός, ήξερε ότι δε δικαιούται να θεωρεί τον εαυτό του εκατομμυριούχο. Όμως παρήγγειλε την Porsche σε χρώμα λευκό σιφόν, με έξτρα ποδιά, πρόσθετη αεροτομή και θέσεις από μαλακό δέρμα. Την απέκτησε περισσότερο για να την καμαρώνει, παρά για να την χρησιμοποιεί. Επειδή πίστευε ότι του άξιζε.
Αυτή περίπου ήταν στις τάξεις των Judas Priest η αντίληψη για το status των ίδιων ως μελών μιας γνωστής αλλά όχι διάσημης μπάντας. Καθώς τελείωνε το 1984, το πατενταρισμένο ως δικό τους μουσικό προϊόν έδειχνε να έχει εξαντλήσει τα περιθώρια απήχησης που είχε στο κοινό. Εχαν διαγράψει μια μακρά και κοπιώδη πορεία από τα αζήτητα του Birmingham μέχρι το βρετανικό top ten, τους δύο πλατινένιους και τον έναν χρυσό δίσκο στην Αμερική.
Τώρα, νεώτεροι, ελαφρών βαρών metal ήρωες φαίνονταν στη γωνία, έτοιμοι να επιδράμουν στα τσαρτ. Οι ίδιοι πλησίαζαν επικίνδυνα τα 40 χωρίς ακόμη να έχουν εξασφαλίσει το αύριο : ως πότε θα είχε ζήτηση η Harley επί σκηνής και οι χορογραφημένες ακροβασίες – εχθροί του αυχενικού; Εν τέλει, τί έλειπε από τη μουσική τους πρόταση που άλλοι είχαν διατυπώσει καλύτερα;
Λίγες εβδομάδες πριν την εμφάνισή τους στο “Live Aid”, τη μοναδική για την μπάντα μέσα στο 1985, ξεκινά η προεργασία για την ηχογράφηση του επόμενου άλμπουμ. Από το ηλιόλουστο θέρετρο της Marbella στην Ισπανία, όπου οι Priest, εξόριστοι, κατά το ειωθώς, για «φορολογικούς λόγους», περνούν το χρόνο τους, δουλεύοντας μουσικά μέρη στο ιδιόκτητο στούντιο του Tipton. Η δουλειά συνεχίζεται στο περίφημο Compass Point Studio του Nassau στις Μπαχάμες, όπου όμως αποβαίνει αδύνατο να συγκεντρωθούν.



Ο Tipton έχει μαζί του και τη γυναίκα του, έγκυο στο δεύτερό του παιδί. Ο K.K. όταν δεν παίζει με τις ώρες γκολφ, προτιμά να περιοδεύει στο δίκτυο παραθαλάσσιων μπαρ κατά μήκος της West Bay Street με θέα τα πράσινα νερά, με μια κουστωδία ντόπιων ελαφρά ενδεδυμένων party goers. Από το φθινόπωρο του ’85 μετακομίζουν σε στούντιο του Miami, ενώ ο Rob Halford πηγαινοέρχεται για τα sessions από και προς το εξοχικό του στο Phoenix της Αριζόνα. Καθώς πλησιάζει η επέτειος των 10 χρόνων δισκογραφικής συνεργασίας τους με τη CBS βρίσκονται στην ευχάριστη θέση να μπορούν να ανακοινώσουν ότι έχουν αρκετό υλικό για ένα διπλό άλμπουμ. Έχουν, μάλιστα, έτοιμο και τον τίτλο: “Twin Turbos”. H Porsche του Tipton, παρ’ ότι ακόμη του κουτιού, φυλασσόμενη σε ασφαλές υπόστεγο στο Romley του Worcestershire, εξακολουθεί να εμπνέει.
Επικαλούμενη ζητήματα αυξημένου κόστους παραγωγής η CBS απορρίπτει την ιδέα. Όμως αυτό είναι το τελευταίο που τους πτοεί, μπροστά στα ζητήματα που για καιρό αντιμετωπίζει ο Rob Halford. Το πρόβλημα – που οι πάντες έξω από το στενό κύκλο του γκρουπ αγνοούσαν – πήγαζε από την καταπίεση που ο Halford βίωνε επί χρόνια, αναγκασμένος να κρατά κρυφή την ομοφυλοφιλία του.
Η εικόνα με τα μαύρα δερμάτινα, τα καρφιά, το faux αστυνομικό πηλίκιο και το κοντοκουρεμένο σκαλπ δεν παρέπεμπε πλέον στο underground γκέϊ μπαρ του Σόχο, έχοντας περάσει ως σύμφυτο με το «σκληρό» μέταλ ύφος, όμως ο ψυχαναγκασμός να υποδύεται διαρκώς έναν macho ρόλο απέναντι σε κοινό και media τον είχε οδηγήσει σε κατάθλιψη και από τον πιο σύντομο δρόμο στην ατραπό των καταχρήσεων.
«Ξυπνούσα στις έξι το απόγευμα και κατέβαζα ένα δύο μπουκάλια από ο,τιδήποτε έβρισκα μπροστά μου, ίσα – ίσα για να μπορέσω να σηκωθώ από το κρεβάτι. Ζούσα σε απόγνωση. Είχα εκρήξεις θυμού, ξήλωνα τηλέφωνα από τους τοίχους, οδηγούσα πιωμένος επίτηδες, η συμπεριφορά μου ήταν αυτοκαταστροφική, ανυπόφορα ενοχλητική προς τους πάντες».
Η σχέση με τον τότε σύντροφό του είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο, καθώς καθημερινές ήταν οι σκηνές ζηλοτυπίας, στις οποίες ανταλάσσονταν γροθιές, και καταστρέφονταν κάθε λογής αντικείμενα – ακόμη και χρυσοί δίσκοι – στο εξοχικό του Phoenix. H κατάχρηση κοκαίνης και αλκοόλ έκανε τα πράγματα ακόμη χειρώτερα, όμως μια νύχτα το φθινόπωρο του ’85, το πράγμα εξώκειλε πέρα από κάθε προηγούμενο. Ο Halford, οργισμένος μετά από ένα ακόμη βίαιο επεισόδιο, όρμησε έξω από το σπίτι και αναζήτησε ταξί για να φύγει «για πάντα, αυτή τη φορά». Μόνο και μόνο για να δει τον σύντροφό του να βγαίνει στην εξώπορτα και σε μια απονενοημένη πράξη να βάζει στον κρόταφό του ένα 9άρι πιστόλι και να τινάζει τα μυαλά του στον αέρα.
Το σοκ τεράστιο. Ο προστατευτικός οργανισμός γύρω από την μπάντα, μάνατζμεντ, δισκογραφική, ατζέντηδες και βοηθοί, κάνουν τα αδύνατα δυνατά και καταφέρνουν να κρατήσουν το γεγονός κρυφό από τα media, μία όμως προβάλλει ως επιτακτική ανάγκη από κει και μετά. Ο Halford, έχοντας πια φτάσει στον πάτο, πείθεται να μπει σε κλινική αποτοξίνωσης για έναν ολόκληρο μήνα. Η 6η Ιανουαρίου του 1986 θα είναι η πρώτη μέρα μετά από χρόνια που θα περάσει «καθαρός».
Στο μεταξύ, μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του ’86 έχουν καταλύσει στο Record Plant του L.A. για την τελική επεξεργασία του νέου υλικού. Υπό την καθοδήγηση του μόνιμου παραγωγού τους Tom Allom επιχειρούν να ανασυνθέσουν και να επιλέξουν τα κομμάτια που θα καταλήξουν στο μονό, πλέον, άλμπουμ. Στόχος είναι το καθένα τους να απαλλαγεί από οτ,ιδήποτε περιττό.
Η ουσία του ήχου τους, η αμεσότητα και η αιχμή πρέπει να παραμένει ευδιάκριτη, λουστριαρισμένη όμως με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Ο τίτλος του δίσκου, όχι μόνο χάρις την εμμονή του Tipton με την Porsche του, αλλά και σαν υπαινιγμός για την τεχνολογία αιχμής που του δίνει την έξτρα ώθηση, θα είναι “TURBO”. Με μια δαπανηρή τηεοπτική καμπάνια διαφημίζεται ως ο πρώτος heavy metal δίσκος που θα ηχογραφηθεί εξ ολοκλήρου ψηφιακά - “Α full digital recording” όπως επισημαίνει το αυτοκόλλητο στην αμερικάνικη έκδοση.
«Προσπαθήσαμε να αποφύγουμε την ψυχρή αίσθηση που έχουν τα σύγχρονα keyboards. Με τα guitar synths, ο ήχος εξακολουθεί να βγαίνει από την κιθάρα. Δημιουργείς τον ήχο με τα δάχτυλα ή την πένα, οπότε η αυθεντική, προσωπική δόνηση που παράγει κάθε μουσικός παραμένει εκεί. Απλώς, αποκτήσαμε καινούριες δυνατότητες να χρωματίσουμε τον ήχο μας και να επεκταθούμε σαν καλλιτέχνες», θα πει ο Halford σε τηλεοπτική συνέντευξή του στον Fred Graham του CBS.
Το 1986 η τεχνολογία αιχμής έχει καθιερωθεί στις ηχογραφήσεις όλων των ειδών δημοφιλούς μουσικής και ειδικά η αξιοποίηση των guitarsynthαποτελεί πειρασμό δύσκολα προσπελάσιμο για κάθε σχήμα που βασίζει τον ήχο της στις κιθάρες. Οι Rush με το “Power Windows” κάνουν την αρχή και ακολουθεί το heavy metal που ενδίδει κι αυτό. Οι Judas Priest είναι οι πρώτοι των «παραδοσιακών» που θα βασίζουν ολόκληρο το νέο άλμπουμ τους σ’ αυτόν τον ήχο. Θα ακολουθήσουν, λίγους μήνες μετά, ακόμη και οι Iron Maiden.



Το sci-fi περιβάλλον ξεκινά από τις πρώτες νότες του Turbo Lover. Εκεί που συνήθως υπήρχε ένα ακάθεκτο ριφ με κοφτερά δόντια, εδώ τα sequencer δίνουν τον τόνο b-movieεπιστημονικής φαντασίας. Ο Halford επιβλητικός, όμως τα τύμπανα κούφια σαν από δίσκο των Animotion, χωρίς κοψίματα ή γεμίσματα, ενώ οι κιθάρες βρυχώνται ελεγχόμενα κάπου στο βάθος.
Το κομμάτι προκαλεί από μόνο του τεράστιους τριγμούς στο μεταλλικό κοινό. Το επάρατο στίγμα που λέγεται «ξεπούλημα» είναι αδύνατο να ξεκολλήσει από το μυαλό. Αυτό δεν είναι Priest. Αυτή δ ε ν είναι η μπάντα του “Exciter”, του “Rapid Fire”, του “Sentinel” και του “Hell Bent For Leather”.

Στο Locked In τa γνώριμα Priestικά ριφ εφορμούν περίτρανα, σα να βιάζονται να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις. Είναι το πιο γρήγορο, άμεσο κομμάτι του άλμπουμ, ενώ εντύπωση κάνει ότι το διατρέχει, σα χαρακιά στα πλαϊνά μιας ολοκαίνουργιας Μαζεράτι, το ηχητικό γέννημα της νέας τεχνολογίας, μια φράση σαν από φαζαρισμένο slide. Τα σόλο αναβλύζουν στη μέση επαναφέροντας τα μεταλλικά αισθητήρια στα συγκαλά τους. Είναι οι Priest, αλλά διαφορετικοί, πιο «εύκολοι». Το βίντεο κλιπ, κάπου ανάμεσα σε “Goonies”, «Κυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού» και “Mad Max III– Beyond Thunderdome” ενισχύει την αίσθηση ότι το heavy metal έχει διαλέξει να βουτήξει με τα μούτρα στην βιομηχανία της «διασκέδασης», ταίζοντας ποπ κορν το ανήλικο κοινό του.




Στο συναυλιακό Private Propertyοι ηλεκτρονικοί ήχοι, ακόμη και στα ντραμς, κάνουν ό,τι μπορούν για να ρίξουν λάδι στη φωτιά, ενώ στο Parental Guidance, που ξεκινά σαν νηπιακό τραγουδάκι, οι Priest παίρνουν τη σκυτάλη από το “We’re Not Gonna TakeIt” των Twisted Sister και διατυπώνουν μια πολύ πιο ανώδυνη διαμαρτυρία, ιδανική για το εφηβικό κοινό της αρένας (“One life... and Im gonna live it up!”). Πάντως, έχει λόγο ύπαρξης, καθώς στο περί λογοκρισίας debateπου μαίνεται στην Αμερική, οι Priest είναι το υπ’ αριθμόν 3 συγκρότημα στη λίστα “Filthy Fifteen” της P.M.R.C., οργάνωσης της κυρίας Tipper Gore, μαζί με άλλα νοσηρά συγκροτήματα όπως οι Motley Crue, οι W.A.S.P. και … ο Prince.
 



Απόπειρα να ρεφάρει σε βαρύτητα είναι το Rock You All Around The World που οδηγεί την πρώτη πλευρά στο fade out μ’ ένα σταθερά γρήγορο ριφ, δημαγωγικό ρεφραίν με ενισχυμένα δεύτερα φωνητικά και μια σειρά από όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένα σόλο από τον Tipton.
Tο Out In The Cold ανοίγει τη δεύτερη πλευρά με μια υποβλητική εισαγωγή γεμάτη συνθετικούς ήχους, σα να υπενθυμίζει ότι άλμπουμ αυτό έχει έρθει για να διχάσει.
Ο ακροατής περιμένει ξέσπασμα, όμως αντ’ αυτού παίρνει ένα εμβατηριακό mid-tempoτρακ με το βάθος από πλήκτρα να του δίνουν μια ημισυμφωνική στήριξη. Oh I wish you were here, taking good care of me γεμίζει το χώρο ο Halford πριν εκτιναχθεί στα ύψη στο ρεφραίν, ενώ στο σημείο που ο ρυθμός πέφτει, αναδεικνύεται ένα κιθαριστικό υψίπεδο στο οποίο οι Tipton/Downing παρεμβαίνουν τόσο ώστε να κάνουν το κομμάτι αξιομνημόνευτο. Το φαντεζίWild Nights, Hot & Crazy Days”, φτιαγμένο ν’ ακούγεται από ραδιόφωνο ανοιχτού κάμπριο τις ζεστές αμερικάνικες νύχτες, έχει τον K.K. σε ένα πυκνό, γεμάτο εφέ σόλο και τον Halford παράδοξα εξωστρεφή: turn on the radioIm in the mood for some lovin’, cause the night times comin’”.
ΣτοHot For Loveοι Priest μετεμψυχώνονται στους ZZ Top του “Afterburner”, με το λάγνο ρεφραίν και τα μπλιμπλίκια να τρέχουν παρέα με το κοφτό ριφ. Κι όταν φτάνει η ώρα του σόλο, ο K.K. με μια επίδειξη δεξιοτεχνίας διάρκειας μεγαλύτερης ενός ολόκληρου λεπτού, σβήνει με άνεση απ’ το χάρτη το 90% από τους σύγχρονούς του metal κιθαρίστες, πριν ενωθεί με τον Tipton σε μια αρμονία από τις πιο επικές σ’ ολόκληρη τη δισκογραφία τους.  Ο δίσκος κλείνει με το διθυραμβικό Reckless, σφιχτοδεμένο, άμεσο, με την ίδια ποπ ποιότητα που έχει ολόκληρο το άλμπουμ.
Τους προτείνεται να δώσουν το συγκεκριμένο κομμάτι στο soundtrack μιας ταινίας με «αερομαχίες», όμως το management αρνείται. Τί τύχη να έχει μια τέτοια ταινία;
Δυστυχώς, η ταινία αυτή έχει τον τίτλο “Top Gun” και θα γίνει η κορυφαία σε ταινία πωλήσεις της χρονιάς, ενώ ο δίσκος με το soundtrack θα ξεπεράσει τα 4 εκατομμύρια αντίτυπα το δεύτερο εξάμηνο του ’86. Έτσι, ενώ ο Maverick καταρρίπτει τα ντυμένα «ρωσικά» μαχητικά F-4, αντί ν’ ακούγεται το “Reckless”, θριαμβεύει ο Kenny Loggins και κάποια “This Raging Fire” και “Mighty Wings”,  - το τελευταίο παιγμένο από τους Cheap Trick.
Το “Turbo” θα κυκλοφορήσει στις 14 Απριλίου του ’86. Θα γίνει χρυσό σε λιγώτερο από δύο μήνες (US#17, 26/4/86 - UK#33, 19/4/86) και θα παραμείνει για οκτώ μήνες στο top-40 του Billboard, δίνοντας στη μπάντα την τρίτη συνεχόμενη πλατινένια της διάκριση.
Από τις 2 Mαίου έχει ξεκινήσει η “Fuel For Life Tour” από την Albuquerque του New Mexico. Το σκηνικό είναι ογκώδες και οι φωτισμοί ένα πλούσιο project από μόνοι τους, ενώ το τετραγωνισμένο κεφάλι ενός γιγαντιαίου ρομπότ υψώνεται πίσω από τα τύμπανα. Ο Halford βγαίνει στη σκηνή περπατώντας αργά στο “Out In The Cold”, αφού πρώτα το ρομπότ έχει κατεβάσει από την οροφή Tipton και Downing, κρατώντας έναν στο κάθε του μηχανικό χέρι.
«Το τελευταίο πράγμα που ήθελα να κάνω ήταν να ξανανέβω στη σκηνή με τα μαλλιά μου κουρεμένα κοντά, κρατώντας αλυσσίδες και μαστίγια», θα δηλώσει ο αποτοξινωμένος και εμφανισιακά ανανεωμένος Halford, στο ξεκίνημα της περιοδείας.
«Είχα αρχίσει να γίνομαι μια καρικατούρα του εαυτού μου. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να δώσουμε λίγο περισσότερο χρώμα στην εμφάνισή μας. Σκεφτήκαμε μάλιστα αυτή τη φορά ν’ αφήσουμε κατά μέρος τα
fantasy θέματα και να μιλήσουμε για πράγματα πιο βατά και στους στίχους μας. Τα ρούχα και η εμφάνισή μας διαλέξαμε να ταιριάζουν με το ύφος του υλικού που συμπεριλάβαμε στο άλμπουμ. Ταυτόχρονα, ταιριάζουν και με το μουσικό περιβάλλον, με όσα συμβαίνουν γύρω μας αυτή την εποχή. Είναι ένα διασκεδαστικό, ένα party album».
Αυτό το πάρτυ ξεσηκώθηκε ιδίως στην Αμερική, με 75 από τις 105 μφανίσεις των Priest να γίνονται εκεί και τις υπόλοιπες μοιρασμένες ανάμεσα σε Ευρώπη και Ιαπωνία. «Ξεπούλημα» ή όχι, οι πόρτες για το πάρτυ άνοιξαν σε όλους. Κάτι που απαθανατίστηκε κατά απρόσμενο τρόπο, σε μια μοναδική μαρτυρία.
Δύο νεαροί επίδοξοι σκηνοθέτες, οι John Heyn και Jeff Krulik, βρέθηκαν στις 31 Μαίου του ‘86, έξω από το Capital Center του Largo στο Maryland, μιας κωμόπολης ανατολικά της Washington, με σκοπό να φιλμάρουν την ατμόσφαιρα πριν από την εμφάνιση των Priest, με σαπόρτ τους Dokken του “Under Lock And Key”.
Γυρισμένο με κάμερα χειρός στο μεγέθος τσιμεντόλιθου, το δεκαεπτάλεπτο πρωτόλειο rockumentary ονομάστηκε “Heavy Metal Parking Lot” και αποτυπώνει τη ροή εφηβικής αδρεναλίνης πριν από μια μέση metal συναυλία στην Αμερική, ξεπερνώντας με την αμεσότητά του τον τόπο και τον χρόνο.
Μέσα απ’ τη θολή εικόνα του vhs παρελαύνουν high school τυπάκια με uncool κουρέματα, multistate προφορές και μπύρες ανά χείρας περιέρχονται σε ημιλιωματώδη κατάσταση, πριν ακόμη μπουν στην αίθουσα. Με επιφωνήματα και λεξιλόγιο περίπου 50 λέξεων συνολικά, τα λένε όλα. Είναι νέοι, ανύποπτοι για το τί τους περιμένει στην ενηλικότητα και θέλουν ένταση, ελευθερία, «πάρτυ». Μικρές ιστορίες προλαβαίνουν να αναδυθούν : μια παρέα διηγείται πώς βρήκε backstage pass απ’ το μάνατζμεντ των Priest για να πάει σύσσωμη στα παρασκήνια να τους συναντήσει, στη μνήμη ενός φίλου τους, φανατικού της μπάντας που σκοτώθηκε σε δυστύχημα ένα μήνα πριν.
Ένας ξανθός με ρέϊμπαν αχνό μουστάκι λέει ότι τον επόμενο μήνα θα καταταγεί στην αεροπορία, μια χοντρούλα με σιδεράκια εξοπλισμένη με πλήρη συναυλιακά ρεγκάλια, μαγκεύει και λέει ότι αν έβλεπε τον Rob Halford «θα του πετούσε τα μάτια έξω στο πήδημα». Κορυφαία μορφή ο "Zebra Man", ένας 16χρονος σωσίας του Bon Scott με ολόσωμη μαυρόασπρη latex φόρμα, ο οποίος έχοντάς το πάρει σοβαρά ότι δίνει συνέντευξη, τα χώνει στη Madonna και στο punk κι εκφράζει με μια ανεκδιήγητη σειρά από άκακα βρισίδια τη λατρεία του για το heavy metal. «Priest ! Ozzy ! Maiden ! They all rule !”



H αποτύπωση του κλίματος αυτού έχει την αξία της καθώς ρίχνει διαφορετικό φως στην υπόθεση “Turbo” και στο κατά πόσο αυτή ήταν «ξεπούλημα» - έστω και επ’ αποπείρα - ή θετικό βήμα για το άνοιγμα του σκληρού ήχου στο ευρύ κοινό. Γιατί, την ώρα που το ατυποποίητο ακόμη “hair” metal ετοιμαζόταν για την τελική πρωτοκαθεδρία στα παγκόσμια τσαρτς, που θα υλοποιηθεί μέσα στο 1987, το “Turbo” πολλαπλασίασε το μέταλ κοινό, διαιρώντας το ταυτόχρονα. Οι πωλήσεις του ήταν σημαντικές, η περιοδεία πετυχημένη, όμως η αντίδραση στον «νέο» ήχο που πρόβαλλαν οι σκληροπυρηνικοί οπαδοί, φόβισε πρώτους τους ίδιους τους Priest.
Με υλικό που είχε μείνει έξω από το “Turbo” για λόγους συνοχής, την Άνοιξη του ’88 θα επανέλθουν στο σκληρόηχο υλικό με το “Ram It Down”, το οποίο θα πουλήσει μόνο τα μισά κομμάτια από τον προκάτοχό του. Το “Turbo” περίπου το αποκήρυξαν στις μεταγενέστερες δημόσιες τοποθετήσεις τους, αντιμετωπίζοντας ενοχικά, ως μεταμελημένοι, την απόπειρά τους να «πάρουν αυτό που δικαιούνται» από τη μουσική βιομηχανία.

Υ.Γ. 1: «Το Turbo Lover” θα τραγουδηθεί πολύ το 1997», προέβλεψε ο Γιάννης Κουτουβός, το Δεκέμβριο του ’87 σ’ ένα από τα ιστορικά άρθρα του στο περιοδικό “Heavy Metal”, συναποτιμώντας ορθά τη συμβολή των Priest στην υπόθεση heavy metal. Ορθά, γιατί τα χρόνια που ακολούθησαν, τόσο η “glam” φάση των Priest, όπως αυτή απαθανατίστηκε και στο βίντεο “Priest … Live” όσο και η τραγουδοποιία του “Turbo” καθεαυτή, έλαβε την εκτίμηση που της άξιζε από τις τάξεις του μεταλλικού κοινού, αφού έχει καταφέρει να αιχμαλωτίσει την απενοχοποιημένη διάσταση του metal της εποχής. Το δε ομώνυμο κομμάτι, που τόσο λοιδωρήθηκε, δεν έλειψε από το live set της μπάντας για τις επόμενες τρεις δεκαετίες και πλέον.

Υ.Γ. 2: Είκοσι ολόκληρα χρόνια μετά από κείνη τη συναυλία στο Maryland, οι δύο τύποι που γύρισαν το “Heavy Metal Parking Lot”, έχοντας αντιληφθεί ότι δημιούργησαν χωρίς να το θέλουν ένα 17λεπτο ντοκυμανταίρ άτρωτο στο χρόνο, μυθοποιημένο μέσα στα χρόνια από παράνομες bootleg κυκλοφορίες και αργότερα από το διαδίκτυο, έψαξαν και βρήκαν όσους νεαρούς μεταλλάδες εμφανίζονται, έστω για λίγα δευτερόλεπτα, στο βίντεο. Οι περισσότεροι αντιμετώπισαν με έκπληξη, νοσταλγία και θετική διάθεση την πανάλαφρη - σαν πορτοφόλι αυτή τη φορά - κάμερα χειρός τους, που προσπαθούσε να πιάσει τις πρώτες, απροσχημάτιστες αντιδράσεις, εντοπίζοντας τα σπίτια και χτυπώντας τις πόρτες τους.
Το χαμόγελο στο πρόσωπο του κουρεμένου και «σοβαρού» πλέον "Zebra Man" είναι αυτό που τα λέει όλα: «Ναι, η μουσική ήταν ωραία τότε».


Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites