Οικοδομώντας & Κατεδαφίζοντας Σταθμό Ισχύος (est. 1985)
Wednesday

8Apr

Καλοκαίρι 1982. Μετά από πέντε χρόνια καρριέρας και 10 hit singles που χορεύτηκαν ανά τον πλανήτη, οι Νεοϋορκέζοι μάστορες του funk με το όνομα Chic βρίσκονται σε καθίζηση. Έχουν δυόμισυ χρόνια να δουν δίσκο τους των 33 ή των 45 στροφών να μπαίνει στα τριάντα πρώτα Αγγλίας και Αμερικής.
Η περίφημη ρυθμική τους βάση, o 30χρονος μπασίστας Bernard Edwards και ο 28χρονος ντράμερ Tony Thompson αναζητούν πώς θα συνεχίσουν την καρριέρα τους. Ο πρώτος είναι ήδη άνθρωπος των studio, δουλεύοντας και ως παραγωγός, συχνά μάλιστα προτείνει τον δεύτερο σε όποια ηχογράφηση χρειάζεται αξιόπιστος ντράμερ.
Παρά το ότι οι Chic παύουν να υπάρχουν, οι δύο τους παραμένουν περιζήτητοι και χαίρουν θαυμασμού από τη γενιά των νεώτερων μουσικών. Στην οποία ανήκει και ο 22χρονος John Taylor των pop ειδώλων Duran Duran. «Η πρώτη μπάντα που άκουσα και μ’ έκανε να θέλω να παίξω τη μουσική που έπαιζαν εκείνοι ήταν οι Chic.
Με το που άκουσα το “Good Times”, o Bernard Edwards έγινε το είδωλό μου. Χάρις σ’ αυτόν κατάλαβα ότι είναι το ίδιο cool – αν όχι περισσότερο – να κρατάς μπάσο, αντί για κιθάρα». 23 Ιουλίου 1983. Οι Duran Duran, που ήδη βρίσκονται στην κορυφή του βρετανικού ποπ σύμπαντος μετά το δεύτερο δίσκο τους, εμφανίζονται σε συναυλία φιλανθρωπικού χαρακτήρα στο Μπέρμινγχαμ, την πόλη απ’ όπου ξεκίνησαν. Εκεί, ο John Taylor συναντά τον Robert Palmer, οποίος ανοίγει την εκδήλωση με την μπάντα του. Ο 34χρονος έχει επτά άλμπουμ στο ενεργητικό του για την πιο καλλιτεχνική ετικέττα της δισκογραφικής αγοράς, την Island. Το τελευταίο του, με τίτλο “Pride” έχει μόλις κυκλοφορήσει. Στο υλικό του, ο Palmer εξακολουθεί να περιπλανάται, άλλοτε με δεξιοτεχνία, άλλοτε με διάθεση πειραματισμού από το ένα μουσιικό είδος στο άλλο: R&B, reggae, αφρικάνικοι ρυθμοί, electro-pop, funk, rock. Με δύο hit singles σε διάρκεια 8 χρόνων, οι κακές γλώσσες λένε ότι ο Palmer το μόνο που κάνει είναι, χωρίς ίχνος πίεσης από την εταιρία για εμπορική επιτυχία, να ξοδεύει τις παχυλές προκαταβολές που του δίνουν για κάθε νέο δίσκο καλοπερνώντας. Η αδυναμία του στα ακριβά κοστούμια, στα “in” club και τις εύπορες κοσμικές κυρίες, του έχουν προδώσει τον άτυπο τίτλο του “lounge lizard”. Παραμένοντας ικανός περφόρμερ με το χαρακτηριστικό, ιδιότυπα συγκρατημένο στυλ φωνητικής του ερμηνείας, διατηρεί στο ακέραιο την διάθεσή του για ο,τιδήποτε καινούριο.
John Taylor: «Τότε είπαμε για πρώτη φορά ότι θα ήταν ωραίο να κάναμε κάτι μαζί στο μέλλον. Για παράδειγμα, είχα σκεφτεί να κάνω μια διασκευή του “Get It On” των T-Rex. Το προβάραμε μάλιστα με τον Andy, σε διάφορα στούντιο από δω κι από κει, όταν είχαμε χρόνο πέρα από τις υποχρεώσεις μας με το συγκρότημα».
12 Nοεμβρίου 1983 στην Canberra της Αυστραλίας. Οι Duran Duran ξεκινούν την περιοδεία “Sing Blue Silver tour”. Ο 29χρονος Tony Thompson, πρώην ντράμερ των Chic, παίζει τώρα στην μπάντα του David Bowie, ο οποίος γνωρίζει παγκόσμια επιτυχία με το καινούριο του άλμπουμ, “Let’s Dance”. Στις συναυλίες που γίνονται στο Sydney, o John Taylor και o συνεπώνυμός του κιθαρίστας Andy βρίσκονται στα παρασκήνια και ανταλλάσσουν φιλοφρονήσεις με τον Thompson. Δε θά’ ταν κακή ιδέα να έπαιζαν μαζί κάποια στιγμή.
John Taylor: «Στη Μελβούρνη ακούσαμε το δίσκο “Original Sin” των INXS, πριν κυκλοφορήσει. Παραγωγή Nile Rogers και Jason Corsaro. Αυτή ήταν η κατεύθυνση προς την οποία θά’ θελα προχωρήσει ο ήχος μας στο μέλλον». 19 Μαρτίου 1984. Οι Duran Duran βρίσκονται στο εμπορικό τους απόγειο στην Αμερική με το “Seven And The Ragged Tiger” (US#8, 11/2/84), κάτι που επισφραγίζουν με τη συναυλία τους στο Madison Square Garden.
Ο Nile Rodgers ανεβαίνει στη σκηνή και παίζει μαζί τους στο encore το “Good Times”. Ο Bernard Edwards βρίσκεται ανάμεσα στο κοινό. Στο πάρτυ που οργανώνεται μετά τη συναυλία στα παρασκήνια βρίσκεται και ο Tony Thompson, που συστήνει τον Edwards στον Andy Taylor. Ο 23χρονος κιθαρίστας έχει πάντα κατά νου να ηχογραφήσει παράλληλα διαφορετικό, πιο ροκ υλικό. Όμως και ο John Taylor δεν πάει πίσω. «Προς το τέλος της περιοδείας είχα αηδιάσει από την προβλεψιμότητα του όλου πράγματος. Ζούσα μέσα σε δωμάτια ξενοδοχείων και είχα αρχίσει να χάνω επαφή με τον έξω κόσμο. Χρειαζόμουν μια αλλαγή. Εύκολα μπορούσε αυτό το πράγμα που ζούσαμε να με καταπιεί. Ένιωθα ότι πρέπει να επιστρέψω στα ουσιώδη. Και δεν ήμουν ο μόνος μέσα στη μπάντα που αισθανόταν έτσι.
Από τον Ιανουάριο του ’81 που κυκλοφορήσαμε το πρώτο μας single μέχρι το Μάϊο του ’84 όλα συνέβαιναν με ασύλληπτη ταχύτητα. Κάθε βδομάδα ερχόταν κι ένα ακόμη τηλέφωνο όπου μας ζητούσαν να προσθέσουμε κι άλλες εμφανίσεις. Ήταν η ώρα μας, σαρώναμε παντού. Κάποια στιγμή όμως παύσαμε να το εκτιμούμε». 16 Απριλίου του ’84 κυκλοφορεί σε single το “The Reflex” (UK#1, 5/5/84, US#1, 23/6/84) σε παραγωγή Nile Rogers και ηχογράφηση του Jason Corsaro.
Tον Ιούλιο, το συγκρότημα ολοκληρώνει την περιοδεία. Ο κινηματογραφικός παραγωγός Albert Broccoli, ο γνωστός “Cubby”, τους προτείνει οι Duran να αναλάβουν το μουσικό θέμα της καινούριας ταινίας του James Bond. Γυρίζουν το βίντεο κλιπ του “Wild Boys” που πρόκειται να περιληφθεί στο επόμενο άλμπουμ τους – και πάλι σε παραγωγή Rogers και ηχοληψία Corsaro - και αφήνονται να απολαύσουν, για πρώτη φορά, λίγο ελεύθερο χρόνο. Στις 27 Iουλίου ο ντράμερ των Duran Roger Taylor παντρεύεται την αγαπημένη του Giovanna Candone, στις 18 Αυγούστου ο Nick Rhodes παντρεύεται την αμερικανίδα μοντέλα Julie Anne Friedman.
O John Taylor, μαζί με τον Andy σχεδιάζουν να ηχογραφήσουν μερικά κομμάτια «δικά τους». ‘Εχει στο μυαλό του να προτείνει στη φιλενάδα του, την 31χρονη διαβόητη ακόλουθο της ροκ αριστοκρατίας, μοντέλο και τα τελευταία χρόνια τραγουδίστρια, Bebe Buell, να τραγουδήσει αυτή στη διασκευή του “Get It On” που έχει στο μυαλό του.



 

Όμως μετά από μερικούς μήνες η σχέση τους διαλύεται, έτσι ο John ξεμένει με την ιδέα και το περίγραμμα από δύο κομμάτια προς ηχογράφηση. Προσωρινοί τίτλοι: “Some Like It Hot” και “Communication”. Από το φθινόπωρο του ’84 και μετά, οι δύο από τους τρεις συνεπώνυμους Taylor των Duran Duran θυμούνται τη σειρά των γεγονότων κάπως διαφορετικά.
Andy Taylor: «Τέλη του ’84, ο Bernard, ο Tony κι εγώ μπήκαμε στο στούντιο. Ο John δεν ήταν εκεί. Ήταν πολύ απασχολημενος στο να τρακάρει αμάξια – ξέρει αυτός τ
ί λέω. Για να σπάσω τον πάγο, τους πρότεινα να ξεκινήσουμε πιάνοντας μια διασκευή του “Get It On”. Του βρήκαμε κι τρεις μαζί ένα καινούριο groove. Είχαμε στη διάθεσή μας και κείνο το demo από κάτι που είχε ηχογραφήσει ο John στο Παρίσι, το “Some Like It Hot”. Γράψαμε μια καινούρια εκτέλεση από κείνο, χωρίς το μπάσο του John.

Ο Bernard κι εγώ τα βρήκαμε αμέσως οι δυό μας».
John Taylor: «Άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά να φτιάξω μια ξεχωριστή μουσική μονάδα, μια άλλη μπάντα. Κάτι πιο funky, πιο φυσικό σε ήχο από των Duran. Κάτι με πιο δυνατές κιθάρες. Μια συλλογική κατάσταση, όπου ο καθένας θα βουτούσε μέσα και θα έβαζε και από κάτι δικό του. Μην ξεχνάμε ότι ο Bernard Edwards ήταν την εποχή εκείνη περιζήτητος μπασίστας και παραγωγός. Του ζήτησα, αν θα κάναμε δίσκο, να παίξει κάτι και μου είπε εντάξει, θα παίξω στο “Get It On”.
Ωστόσο, στο break, στο σόλο ας το πούμε έτσι, αυτός που ακούγεται είμαι εγώ». Φθινόπωρο του ’84: Στα Power Station studios οι Duran Duran κάνουν τη μίξη του live δίσκου τους “Arena”, με τον Jason Corsaro στην κονσόλα και παραγωγό τον Nile Rogers. Το πώς ο Robert Palmer έφθασε στο στούντιο ο ίδιος το ανακαλεί διαφορετικά από τον John Taylor. Καθένας τοποθετεί τον εαυτό του σε κεντρικό ρόλο. Σύμφωνα με το Rolling Stone Andy και John Taylor ηχογραφούν το δικό τους υλικό, με τον Bernard Edwards να συνεισφέρει ένα δικό του κομμάτι, το “Lonely Tonight” και να τους προτείνει να δοκιμάσουν μια εκτέλεση στο “Harvest for the World” των Isley Brothers.
Μην έχοντας ανάμεσά τους έναν κανονικό τραγουδιστή, οι δύο Taylor προτείνουν τον γνωστό τους από τις συναυλίες του ’83 Robert Palmer. Όμως ο Edwards, έχοντας στο μυαλό να φτιαχτεί ένα ευπώλητο προϊόν, προτιμούν στο υπό διαμόρφωση project να χρησιμοποιηθούν όχι μία, αλλά διάφορες φωνές. Ο Tony Thompson μάλιστα κάνει κρούση στον Mick Jagger, καθώς μόλις έχει ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις για τον πρώτο προσωπικό του δίσκο, που σε λίγους μήνες προορίζεται για κυκλοφορία. Ενώ οι συζητήσεις συνεχίζονται, αποφασίζουν τουλάχιστον να ξεκινήσουν, δοκιμάζοντας τον Palmer σ’ ένα κομμάτι. Εκδοχή πρώτη, Andy Taylor: «Όταν ο John έμεινε ικανοποιημένος από την ηχογράφηση του “Get It On”, έστειλε ενθουσιασμένος μιa κόπια του demo στον Robert».
Εκδοχή δεύτερη, John Taylor:
«Με τον Robert βρέθηκα τυχαία σε μια πτήση. Του είπα για το project που ετοίμαζα στα Power Station Studios και ότι είχαμε σκοπό να δοκιμάσουμε διάφορους τραγουδιστές. Του έδωσα μια κασσέττα με ένα από τα κομμάτια που είχαμε ηχογραφήσει, το “Communication”. Tην έβαλε στο γουώκμαν του και μετά από 4-5 ακροάσεις σημείωσε μερικούς στίχους που στην ουσία μιλούσαν για την επαφή μας αυτή, και το πώς ήθελε να μην διακοπεί, αλλά να έχει και συνέχεια».
Εκδοχή τρίτη, Robert Palmer: «Ο John έστειλε στο σπίτι μου στο Nassau σε κασσέττα ένα τραγούδι, το “Communication”. Αμέσως μόλις το άκουσα πήρα το αεροπλάνο για Νέα Υόρκη και εν πτήσει, έγραψα τους στίχους».
Εκδοχή τέταρτη, John Τaylor: «Πέταξα για Nassau, στις Μπαχάμες, εκεί που έμενε ο Robert εκείνη την περίοδο. Του έβαλα να ακούσει το demo που είχαμε γράψει με τον Andy, λέγοντάς του ότι το λέμε “Some Like It Hot”. Με κοιτάζει και μου λέει “And some sweat, when the heat is on”. Αυτό είναι ! του είπα ενθουσιασμένος».
Robert Palmer: «Με επισκέφθηκε ο John και μου είπε ότι δε τον ενδιαφέρει τί λόγια θα έγραφα, αρκεί ο τίτλος να παρέμενε “Some Like It Hot”». Το βέβαιο είναι ότι, ανεξάρτητα από το πού και πότε πήρε στα χέρια του την κασσέττα, ο Palmer πετάει τον Οκτώβριο του ’84 για Νέα Υόρκη για να γράψει στα στούντιο Power Station τα φωνητικά για το “Communication”. Εκεί το πράγμα πάει απρόσμενα καλά ανάμεσα σ’ αυτόν και το δίδυμο των Edwards και Thompson. Του ζητούν να βάλει τη φωνή και στο “Get It On”. Δοκιμάζει διάφορες προσεγγίσεις, δε μένει ικανοποημένος. «Δεν πάει στο διάολο; Θα το πώ απλώς με την προσωπικότητά μου». Η αυτοπεποίθηση του Palmer και η δυνατότητά του με την ίδια αποστασιοποιημένη δεξιοτεχνία να ερμηνεύει ροκ, σόουλ, τζαζ και φανκ, θα αποβεί καταλυτική. «Ο τύπος μπήκε μέσα και μας κόλλησε όλους στον τοίχο. Όποιο τραγούδι του πετάγαμε, τό’πιανε και το διέλυε, χωρίς κόπο. Τους λέω λοιπόν, τί τους χρειαζόμαστε τους άλλους; Ποιός Jagger;» λέει ο Thompson. Ο δε Edwards παίρνει κατ’ ιδίαν τους Taylor μετά την πρώτη ώρα πρόβας και τελειώνει το θέμα:
«Το ψάξιμο στοπ. Βρήκατε τον τραγουδιστή σας». Τα βασικά μέρη του ήχου – κιθάρες, μπάσο ντραμς - ηχογραφούνται στο Λονδίνο. Overdubs, πλήκτρα, πνευστά και η όλη επεξεργασία του ήχου γίνεται στο Power Station. Το μεγαλύτερο μέρος των φωνητικών γράφονται στα Compass Point Studios στις Μπαχάμες.




Ο Palmer γράφει στίχους πάνω στη μουσική που ηχογραφείται, μερικές φορές κατά τη διάρκεια των πτήσεων από στούντιο σε στούντιο. Οι Taylor δεν κρύβουν ότι βλέποντας για πρώτη φορά τον Tony Thompson να δουλεύει, θέλουν να αποτυπωθεί στην ηχογράφηση η ξεχωριστή ρυθμική του αίσθηση. Στο “Some Like It Hot”, τα τύμπανα του Thompson επιβάλλονται με τον όγκο και την ακρίβειά τους με έναν τρόπο απαράμιλλο για την σύγχρονη ποπ παραγωγή. δίσκο.
Tony Thompson: «Όσοι άκουσαν το δίσκο θεωρούν ότι πατήθηκαν κάποια ειδικά κουμπιά και βγήκε αυτός ο ήχος. Στην ουσία όμως, είναι το αποτέλεσμα ενός ολοκαίνουργιου kit της Yamaha – το οποίο μάλιστα ακόμη χρησιμοποιώ – ηχογραφημένο πολύ φυσικά σ’ ένα στούντιο στο Λονδίνο που λέγεται Mason Rouge, το οποίο είναι κτισμένο όλο με τούβλο. Έπαιξα τα τύμπανα πολύ δυνατά, με τον τρόπο που συνηθίζω, κι αυτό ήταν όλο. Ο καθένας λέει διάφορες ιστορίες για τρυκ και εφέ που χρησιμοποιήθηκαν, όμως στην πραγματικότητα αυτό που ακούγεται προέρχεται από ένα καλό σετ τυμπάνων, το δυνατό παίξιμο και μια αίθουσα στούντιο ιδανική για ζωντανό, φυσικό, ήχο». Φυσικά, ούτε σε αυτή τη λεπτομέρεια δεν υπάρχει ομοφωνία.
Ο τρίτος Taylor των Duran Duran, o ντράμερ Roger, θυμάται: «O John κατάλαβε ότι μετά το τέλος της περιοδείας δεν ένιωθα καλά χωρίς να έχω κάτι ν’ ασχοληθώ σε σχέση με τη μουσική. Κάλεσε λοιπόν στη Νέα Υόρκη εμένα μαζί με τον τεχνικό των ντραμς που συνεργαζόμουν τότε. Πετάξαμε με Κονκόρντ κι εγκατασταθήκαμε σ’ ένα πεντάστερο ξενοδοχείο. Μετά από δύο βδομάδες πάρτυ στη Νέα Υόρκη, μπαίνω στο στούντιο. Υπήρχαν εκεί κάτι ηλεκτρονικά ντραμς, τα Octobans, για ελάχιστο χρονικό διάστημα πολύ δημοφιλή εκείνη την εποχή, που έμοιαζαν σαν κυλινδρικοί σωλήνες. Τα είχα χρησιμοποιήσει στο “Wild Boys”, κάτι που γνώριζε κι ο Bernard Edwards και πίστεψε ότι θα ταίριαζε και στο “Some Like It Hot”. Είναι το ‘blat blat-blat blat blat – blat blat blat – blat blat’ που ακούγεται στο ρεφραίν. Στα credits του δίσκου αναφέρθηκαν σαν ‘drum effects’, για λόγους που ο καθένας μπορεί να καταλάβει. Πρέπει να τα χτύπησα το πολύ πέντε φορές και τα υπόλοιπα τα έκανε η επεξεργασία στο στούντιο. Αυτό ήταν και τέρμα. Πτήση Κονκόρντ για δύο, 14 μέρες στη Νέα Υόρκη σε πεντάστερο ξενοδοχείο, δέκα λεπτά στο στούντιο: θα πρέπει να είναι το πιο ακριβοπληρωμένο ηχογράφημα τυμπάνων στη μουσική ιστορία». Ο μουσικός δημοσιογράφος David Weiss, παρών στα στούντιο Power Station, θυμάται ότι παρακολουθούσε εντυπωσιασμένος τον Jason Corsaro να μιξάρει τους ήχους των τυμπάνων του Thompson με εφέ στο “Some Like It Hot”, βάζοντας μια πολύπλοκη, ακριβόχρονη ψυφιακή ενίσχυση σε καθένα χτύπημά του. «Ήταν μια πυρκαγιά τέχνης, επιμονής και επιδεξιότητας απέφερε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς ήχους τυμπάνων όλων των εποχών».
Στις 21 Nοεμβρίου του 1984 οι Duran Duran, πάλι υπό τη διεύθυνση του Edwards και με ηχολήπτη τον Corsaro ηχογραφoύν το τραγούδι “A View To A Kill”, που προορίζεται για τη νέα ταινία του James Bond.

Andy Taylor: «Η μουσική που είχαμε φτιαξει μαζί με τον Jοhn γεννήθηκε από την απόγνωση του να μην μπορούμε να παίξουμε με τον τρόπο που θέλαμε στους Duran Duran. Η διαδικασία τη ηχογράφησης ήταν ένα καλό μίγμα διασκέδασης και μεγάλης αυτοσυγκέντρωσης.
Πολύ διαφορετική από την επίπονη εμπειρία της ηχογράφησης του “Seven and the Ragged Tiger”. Για σχήμα μουσικών που δεν είχαν ξαναδουλέψει μαζί στο παρελθόν, α κουγόμασταν πολύ καλά. Δε θα πω ότι ήμουν φαν του Robert. Θαυμαστής, ίσως». Robert Palmer: «Στη μέση περίπου της ηχογράφησης είχαμε όλοι καταλάβει ότι φτιάχνουμε κάτι πολύ καλό. Αποφασίσαμε όμως να μην αρχίσουμε να το διαλαλούμε, αλλά να το κρατήσουμε μεταξύ μας. Ο μάνατζέρ τους νόμιζε ότι απλώς χάναμε το χρόνο μας. Δεν ήμουν σε καμία περίπτωση φαν των Duran Duran. Τα μουσικά μας γούστα ήταν εντελώς διαφορετικά, όμως όταν έφτανε η ώρα να δούμε συνολικά τη μουσική που είχαμε στα χέρια μας, βρισκόμασταν σε πλήρη ταύτιση». Ως γνωστόν, η ταύτιση ανθεί ευκολώτερα υπό συνθήκες πλησμονής. Η διαδικασία ηχογράφησης κόστισε, επισήμως, κάτι περισσότερο από 500.000 δολλάρια. Στην ολοκληρωμένη εκδοχή του εξωφύλλου, γράφει: «Συνελήφθη ως ιδέα, γράφτηκε και ηχογραφήθηκε σε Παρίσι, Νασσάου, Λονδίνο και διάφορα μπαρ ανά τον κόσμο».
Οι υπεύθυνοι του Power Station έβαλαν σε λειτουργία ένα δοκιμασμένο κόλπο. Μια εικονική εταιρία ποδηλατικών κούριερ λάμβανε παραγγελίες από ένα φωτογραφικό μενού 23 διαφορετικών προϊόντων, τα οποία αντιστοιχούσαν σε διαφορετικά ναρκωτικά, με τα οποία τροφοδοτούσε το στούντιο επί 24ώρου βάσεως.



«Δεν είχα ξαναδεί τόσα πολλά ντραγκς στη ζωή μου. Η πρόσβαση σε κοκαίνη ήταν απεριόριστη», θυμάται ο John Taylor. O φίλος του και δημοσιογράφος Peter Martin αναλαμβάνει να γράψει τα «μικρά γράμματα» για τo εσώφυλλο. Για πέντε μέρες, τις μέρες των Ευχαριστιών του ’84, βρίσκεται δίπλα του. Κοκαΐνη, χάπια ecstasy και βάλιουμ δε βγαίνουν από το καθημερινό του διαιτολόγιο, παρ’ όλα αυτά ακόμη κι ο ίδιος φρικάρει όταν κάποιο βράδυ τυχαίνει να βρεθεί σ’ ένα πάρτυ της νεορομαντικής ομήγυρης του Boy George. Είναι όλοι στην ηρωίνη.
Nile Rodgers: «Αυτή ήταν η ζωή, τότε. Κορίτσια, πάρτυ, ντραγκς. Ήταν ένας ολόκληρος τρόπος ζωής και ήταν καθημερινός. Δεν υπήρχε “Ωχ, σήμερα είναι Κυριακή, δεν μπορώ, αύριο έχω δουλειά”. Το μόνο που μπορούσε να ανακόψει το ρυθμό ήταν το να τελειώσουν οι προμήθειες». O φωτογράφος Denis O'Regan, υπεύθυνος για τις φωτογραφίες της μπάντας που κυκλοφόρησαν για προώθηση στον τύπο, θυμάται τις μέρες εκείνες τις μέρες με τρεις μόνο φράσεις : «Ήταν αδιανόητο. Πολλές γυναίκες. Αυτό που λένε “κυλιέσαι σα το γουρούνι στη λάσπη”, έρχεται αβίαστα στο μυαλό».
Ο Bernard Edwards δεν είναι μαθημένος να χαϊδεύει αυτιά, είναι ένας άνθρωπος του στούντιο που ό,τι λέει το εννοεί. Για να αποσπάσει τη σωστή εκτέλεση προσπαθεί με κάθε τρόπο να βάλει σε τάξη τον John Taylor, που με το μυαλό του χίλια κομμάτια, δεν είναι εύκολο να συγκεντρωθεί για να γράψει τα μέρη του μπάσου. Έχοντας επιστρέψει από μια παγκόσμια περιοδεία κατά τη διάρκεια της οποίας βυθίστηκε τη λατρεία χιλιάδων φαν και γεύτηκε την ασωτεία χωρίς όρια, ο John Taylor δεν είναι εύκολο να ακούσει κάποιον που του υπαγορεύει τί πρέπει να κάνει. Κάποιον που τον υποχρεώνει να παραδεχτεί ότι δεν είναι τίποτε σπουδαίο, αν δεν προσπαθήσει σκληρά. Υπάρχουν νύχτες που καταρρέει, ξεσπά σε κλάμματα, νιώθει ένα μουσικό τίποτε που απλώς τυχαίνει να έχει υψηλή ζήτηση. Όμως η πίεση φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο καθένας από τους συμμετέχοντες, χωρίς να υπηρετεί κανέναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, τα δίνει όλα, ακολουθώντας τη μουσική που προκύπτει από τη μεταξύ τους χημεία.
Robert Palmer: «Φτάνω στη Νέα Υόρκη. Ρωτάω: Κιθάρα ποιός θα παίξει; Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ο Andy είναι τέτοιας κλάσης παίκτης, γιατί στους Duran είναι απλώς ένα στρώμα του ήχου τους, στην ουσία δεν τον ακούει κανείς».
Bernard Εdwards: «O Andy ορμά στη μουσική κατά μέτωπο, αυτή είναι η στάση του. Μερικές φορές μπορεί να παίξει και ήπια, όμως συνήθως είναι αγριεμένος, οργισμένος. Έχει την πλάκα του αυτό, γιατί έτσι είναι και ο ήχος του, τα θέματα που του αρέσουν να παίζει. Η προσωπικότητα ενός lead κιθαρίστα είναι συνήθως, πώς να το πω, “πυρ κατά βούληση”».
Andy Taylor: «Παίζαμε μαζί περίπου 8 ώρες την ημέρα. Έμαθα από αυτούς τους τύπους, τον Νile, τον Tony, τον Jason, τον Bernard και τον Robert πολλά καινούρια πράγματα. Παίζαμε τόσο εντατικά που κατέληξα να έχω κοψίματα στα δάχτυλα και τα τοιαύτα. Ήταν σα να είμαι σε περιοδεία. Αν εξαιρέσεις ότι έλειπαν από μπροστά σου οι 20.000 γκόμενες που κάθε βράδυ είχαν την ικανότητα να απαλύνουν κάθε σωματική κόπωση».
John Taylor: «Το πράγμα ξεπέρασε τις προσδοκίες όλων. Τελειώσαμε το άλμπουμ πριν το καταλάβουν οι απ’ έξω – η εταιρία νόμιζε ότι απλώς μαλακιζόμασταν. Μέχρι που τους στείλαμε το λογαριασμό για το φωτογραφικό session και τότε αναγκάστηκαν να προσέξουν ότι κάτι ετοιμάζαμε».
Tony Thompson: «Είχα και επαγγελματικούς λόγους να κάνω αυτό το δίσκο. Εννοώ, δεν είναι καθόλου δυσάρεστο να βρίσκεσαι στο ίδιο στούντιο πλάϊ σε μουσικούς όπως ο Robert Palmer και οι Duran. Από την αρχή είχα την αίσθηση ότι θα είναι κάτι ξεχωριστό. Ήταν μια απ’ αυτές τις συνεργασίες που, όπως φαίνεται, ήταν γραφτό να συμβούν. Από τη στιγμή που αναμίχθηκα κι εγώ, μπήκε ένα γερό funk θεμέλιο - σε σχέση με τον ήχο των Duran Duran».
Robert Palmer: «Δεν είχαμε στο μυαλό μας να ολοκληρώσουμε ένα προϊόν με συγκεκριμένες προδιαγραφές. Δε σκεφτόμασταν να γράψουμε ένα hit single. Το πράγμα ξεκίνησε και άρχισε, όσο προχωρούσαμε, να γίνεται μεγαλύτερο, πιο δυνατό.
Ο John είχε από τότε που τον γνώρισα την ιδέα να ηχογραφήσει κάτι που να ανακατεύει το r'n'b και το rock, όμως τελικά, όταν φτάσαμε στο προκείμενο, αυτό που το έκανε να λειτουργήσει ήταν η προσωπικότητα του καθενός μας». Aκόμη και στο εξώφυλλο, ο John άφησε τον εαυτό του ελεύθερο. Θυμούμενος τα δύο εξάμηνά του στη Σχολή Καλών Τεχνών, έδωσε την ιδέα για το εξώφυλλο, την μοντέρνα, ελλειπτική γυναικεία μορφή σε έκταση. Στους Duran, η ιδέα του θα είχε γκλωβιστεί μεταξύ των επιθυμιών του Nick, του Simon και της EMI και πιθανότατα θα είχε εγκαταληφθεί. 


Tο σχήμα, που παίρνει πλέον το όνομα Power Station από τον τόπο γέννησης της ιδιόμορφης αυτής μουσικής σύζευξης, πραγματοποιεί την πρώτη του δημόσια εμφάνιση εμφατικά. Σάββατο, 16 Φεβρουαρίου 1985 στην εκπομπή με την υψηλώτερη τηλεθέαση σε παναμερικανική εμβέλεια “Saturday Night Live” παίζουν τα “Some Like It Hot” και “Get It On”. 
Κανείς δε γνωρίζει ότι εκείνο το Σάββατο στο “Saturday Night Live” θα ήταν και η τελευταία live εμφάνιση του Palmer με τους υπόλοιπους. To Rolling Stone, στο τεύχος Μαρτίου του ’85 γράφει: «Τα τέσσερα μέλη των Power Station είναι το πιο εμφανισιακά παράδοξο γκρουπ από τους P-Funk All-Stars και μετά. Ο κομψός, περιποιημένος Palmer ήταν σαν μόλις να βγήκε από ουρανοξύστη της Wall Street. Το σταυρωτό σακκάκι και οι μειλίχιοι τρόποι του έρχονται σε πλήρη αντίστιξη με το ανδρόγυνο look των δύο Duran, που συν τοις άλλοις είναι και ντυμένοι με κάτι πουκάμισα και κολλάν μακριά σαν φούστες. Αν προσθέσει κανείς και τον μαύρο ψηλέα ντράμερ από το Χάρλεμ με τα στρογγυλά γυαλιά μυωπίας, μιλάμε για ένα πιάτο ουγγρικού γκούλας : ρίξε μέσα λίγο απ’ όλα και ανακάτευε».
Aκολουθεί μπαράζ εμφανίσεων και συνεντεύξεων σε έντυπα, ραδιόφωνο και τηλεόραση. Μαζί με τον ενθουσιασμό για το aπρόσμενο της συνεργασίας και το σφριγηλό του μουσικού αποτελέσματος, δίπλα στα χαμόγελα και στο cool ποζάρισμα παρεισφρύει μια αμηχανία για το μέλλον.
John Τaylor: «Περιοδείες δε θα υπάρξουν. Μου φτάνει να είμαι μέλος σε μια μπάντα. Θα ήθελα να δω τους Power Station σαν μια περιπέτεια, μια πλατφόρμα για άλλα πράγματα. Έναν πυρήνα γύρω από τον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί κάτι ευέλικτο, κάτι πάνω στο οποίο οι υπόλοιποι μπορούν να αναπτυχθούν.

Οι Power Station σχετίζονται με την ιδέα του ανθρώπινου σώματος σαν ενός σταθμού παραγωγής ενέργειας, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται η καρδιά. Και σ’ αυτό το project πολλά πράγματα έρχονται από καρδιάς. Το άλμπουμ ακούγεται όπως εξαρχής είχα στο μυαλό μου ότι θα ήθελα να ακούγονται οι Duran, με την αρχική μου ιδέα. Όλοι μας, αλλά ειδικά ο Andy έχει αναγεννηθεί. Αυτές οι ηχογραφήσεις έβγαλαν κάτι από μέσα του που κανείς μας δεν περίμενε ότι θα είχε».
Andy: «Όταν ξεκίνησαν οι Duran, το μόνο που θέλαμε είναι ένα hit single. Και τώρα, σχεδιάζουμε για το πώς θα πουλήσουμε ένα εκατομμύριο αντίτυπα εδώ ή δύο εκεί. Το πράγμα πήρε τροχιά και διαρκώς μεγαλώνει. Γι’ αυτό βρίσκω πολύ υγιές το project αυτό.
Ευελπιστώ ότι θα οδηγήσει στο να κάνουμε καλύτερους δίσκους με τους Duran στο μέλλον. Δε θα κάνω αυτή τη δουλειά για πάντα. Οπότε, τώρα που έχω την ευκαιρία θα κάνω ό,τι περισσότερο μπορώ. Πάντως, θα ήταν άδικο, αν έχει επιτυχία, να προσπαθούσαμε να βάλουμε σε καλούπι αυτό το project και να το εκμεταλλευτούμε. Ο ασυνήθιστος τρόπος με τον οποίο βρεθήκαμε και γράψαμε τα κομμάτια δε θα μπορούσε να αναπαραχθεί με τίποτε».
Robert Palmer: «Το να το ζορίσουμε παραπάνω, να γράψουμε κι άλλα κομμάτια ή να βγούμε περιοδεία θα ήταν επιτηδευμένο. Σε καμία περίπτωση δεν υπάρχουν σχέδια, γιατί ο καθένας από μας έχει ήδη προγραμματισμένες τις υποχρεώσεις του.
Θα ήταν χυδαίο να προσπαθήσουμε να επαναλάβουμε το πνεύμα αυτής της ηχογράφησης. Είμαι ευχαριστημένος με το πώς πάνε τα πράγματα, μόνο που οι κουρτίνες μου χρειάζονται καθάρισμα κι εγώ είμαι απένταρος».
Στις 9 Mαρτίου 1985 κυκλοφορεί σε single το “Some Like It Hot” και σε τρεις εβδομάδες βρίσκεται στο top-20 της Βρετανίας (UK#14, 30/3/85).


Στις 31 Mαρτίου κυκλοφορεί και ο δίσκος, επονομαζόμενος “Power Station - 33 1/3”. Μια εβδομάδα αργότερα θα εκτιναχθεί σε πωλήσεις στη Βρετανία (UK#12, 6/4/85). Πρόκειται για έναν δίσκο που επιτέμνει την έννοια της άρτιας ηχογράφησης, σε τέτοιο βαθμο, που στην επίπλαστη πανσπερμία ποπ ήχων του 1985, ο μουσικός τύπος αδρανεί να αναγνωρίσει περισσότερο από φθόνο για το μονογενές αποτέλεσμα, και ελαφρώς λιγώτερο από την αδυναμία του να το κατηγοριοποιήσει.
Στο “Some Like It Hot” είναι αδύνατον ο ακροατής να μην εγκλωβιστεί από τα πρώτα δευτερόλεπτα στο βομβαρδισμό του Thompson. Τα πιατίνια σφυρίζουν, τα τομ σκάνε με πάταγο, τα γεμίσματα – συν τα περίφημα ακροβοποληρωμένα Octaban του Roger Taylor– είναι στρατηγικά τοποθετημένα για ν’ ανεβάζουν την ένταση. Το μπάσο του John Taylor, δεμένο πάνω σε κάθε γωνιά του ήχου
χτυπάει στον οισοφάγο διαχέοντας στο κεντρικό νευρικό σύστημα ένα παλμικό κύμα που σε οδηγεί να χορέψεις σ’ έναν πρωτόγονο ρυθμό.
Η φωνή του Palmer ελίσσεται με ηδυπάθεια προς το ρεφραίν, ενώ τα κοφτά πνευστά από τους Lenny Pickett, Stan Harrison και Marke Pender, ανθρώπων που έχουν παίξει με όποιον έχει περάσει από τα Power Station, από Aretha Franklin μέχρι Southside Johnny και Elton John μέχρι Springsteen ντοπάρουν το άκουσμα με μια bigbandρετροπρέπεια, ώσπου σκάει ξερό, υστερικό το σόλο του Andy Taylor. Στο σκληρό “Murderess” τα πνευστά με τις μικρές φράσεις σέρνονται πάνω στο αγκαθωτό ριφ, ο Andy λυσσάει κάπου στη μέση κλωτσώντας στα αχαμνά την παραμικρή πιθανότητα να γίνει το κομμάτι single, ενώ το grooveτης ρυθμικής βάσης παραμένει ακάθεκτο, με τον Palmer να σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι αν θα μπορούσε άλλος να φτιάξει με τόσες λίγες φράσεις το πορτραίτο μιας fantasyθηλυκής αμαζόνας που της αρέσει να στοχεύει κατευθείαν στον καρύδι.
Στη μεταβολή ατμόσφαιρας που επιφέρει το “Lonely Tonight” του Bernard Edwards, ο Palmer μεταφέρει με μια εξ επαφής ερμηνεία τον πυρετό της ιδιαίτερης συνάντησης με το αντικείμενο του πόθου πάνω σ’ έναν slow funk ρυθμό, με τρόπο που κοντράρει άνετα τον Bryan Ferry, ενώ στο “Communication”, όλα τα επί μέρους συστατικά στρώνονται πάνω στα τύμπανα του Thompson και αναδεικνύονται διαδοχικά, με τη βοήθεια μαύρων δεύτερων φωνών, βοώντας από μακριά ότι αυτό είναι ένα ακόμη single. Hδεύτερη πλευρά ξεκινά με το “Get It On (Bang A Gong)” που πιάνει το πρωτότυπο και το εξαφανίζει κάτω από ένα κοφτό μεταλλικό stomp, αλλάζοντάς του τελείως ύφος, μεταρέποντάς το σε έναν ηδονιστικό παιάνα, σε απόλυτη αρμονία με τον τρόπο ζωής από τον οποίον οι συμπράξαντες στους Power Station ζουν κι αναπνέουν.
Χωρίς τα φευγάτα πνευστά και το παιγνιώδες φιδάκι του Palmer στο στίχο το “Go To Zero” θα ήταν ένα trackτης σειράς, όμως όπως και παντού, έτσι και ‘δω η ενορχήστρωση και οι λεπτομέρειες των οργάνων κρατούν το ενδιαφέρον ψηλά. Το “Harvest For The World” δέχεται την επεξεργασία των Power Station σα να περίμενε καρτερικά τα 9 χρόνια από τη γέννησή του στο ομώνυμο lpτων Isley Brothers για να αποδοθεί με τη ροκ διεισδυτικότητα που του αξίζει, ενώ στο 8ο και τελευταίο κομμάτι, “Still In Your Heart”,ο crooner που κατοικοεδρεύει στον Robert Palmer αφυπνίζεται και με τη βοήθεια ενός σπαρακτικού σόλο από το σαξόφωνο του Lenny Pickett, ολοκληρώνει το δίσκο σε ονειρικό τόνο (“Another place and day, now where's she gone? - You can't forget her face, or things you left undone”), με τον ακροατή να αποζητά περισσότερο και οπωσδήποτε την άμεση επανακρόαση ολόκληρου του δίσκου.



John Taylor: «Είναι πραγματικά παράξενο το να παίρνουμε καλές κριτικές. Δεν έχω πάρει ούτε μία μέχρι τώρα στην επαγγελματική μου ζωή. Όπως είναι φυσικό, οι κριτικοί είναι θετικοί τον Robert και είναι σα να θέλουν να του πούν “τί δουλειά έχεις εσύ μ’ αυτούς εκεί τους τύπους”. Η δική του αλληλογραφία μάλιστα, λένε, μειώθηκε. Απογοήτευσε τους φανς του με τη συνεργασία μας. Ας τους διαψεύσουμε». Στο αντίπαλο στρατόπεδο, η αποτίμηση του άλμπουμ διαφέρει.
Simon le Bon: «Αυτή η διάθεση, αυτός ο πιο σκληρός Αμερικάνικος ήχος, είχε ήδη τρυπώσει μέσα στη μπάντα. Στην τελευταία αμερικάνικη περιοδεία μας παρακολουθούσαμε διαρκώς MTV, όλο Billy Idol και Van Halen.
Περισσότερο ο John και o Andy, μπήκαν στη φάση “πάμε να κάνουμε το απόλυτο rock'n'roll”. Κι έτσι έβγαλαν αυτό το σπουδαίο lp».
Nick Rhodes: «Όταν το Σεπτεμβριο θα συναντηθούμε, θα έχουμε τον ήχο μιας καινούριας εκδοχής των Duran Duran – σε καμία περίπτωση αυτόν των Power Station, ή του άλλου σχήματος, που έχουμε εμείς οι τρεις». Στην κριτική παρουσίαση του δίσκου, τo βρετανικό περιοδικό “Smash Hits”, η πιο «ποπ» εκδοχή των NME και Melody Maker, γράφει:
«Όταν μια χούφτα σούπερ σταρ παιδιαρίζουν, είναι φυσικό να προκύψει η απωθητική κακοφωνία που πηγάζει από το πόσο κακομαθημένοι έχουν φτάσει να είναι. Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, που το άλμπουμ αυτό δείχνει φτιαγμένο κυρίως από τα ξεδιάντροπα σόλο του Andy Taylor, που εμποδίζονται να ξεχυθούν και να λερώσουν τα πάντα από ένα μίγμα hard και funky ρυθμών, αιχμηρών πνευστών και της γοητευτικά ελεγχόμενης ερμηνείας του Robert Palmer.
Ο μυώδης ήχος τους φανερώνει μια γοητεία ψυχαναγκαστική». Απρίλιος 1985. Γυρίζεται στο Παρίσι το βίντεο κλιπ του “A View To Α Kill”, που θα προωθήσει την ομώνυμη ταινία του James Bond, την τελευταία με τον Roger Moore στο ρόλο. To ενδιαφέρον του τύπου κοχλάζει, καθώς ποικιλία ειδήσεων και ακόμη περισσότερων φημών διαρρέει από το στρατόπεδο των Duran. Το project των Power Station, το τραγούδι για την καινούρια ταινία του Bond, ένα δεύτερο project που θα περιλαμβάνει τους «υπόλοιπους» τρεις Duran, το οποίο στο μεταξύ ανακοινώνεται. Ποιο το μέλλον της «μεγαλύτερης μπάντας του πλανήτη»;
John Taylor: «Το γύρισμα προέκυψε δύσκολη υπόθεση. Ήταν η χειρώτερη μέρα. Αναμενόμενο, αν λάβει κανείς υπ’ όψη του την πλήρη έλλειψη ύπνου επί μέρες ολόκληρες. Κάθε μέλος των Duran βρισκόταν όχι σε διαφορετικο πλανήτη, σε διαφορετικό σύμπαν. Γι’ αυτό και αν θα προσέξει κανείς, στα πλάνα του κλιπ δεν είμαστε ποτέ μαζί. Σε όλα είμαστε ο καθένας μόνος του».
Andy Taylor: «Συμφώνησα απρόθυμα να κάνω αυτό το βίντεο και αποφάσισα μετά να εξαφανιστώ. Το ποτό, τα ναρκωτικά και η κραιπάλη που περιέβαλλε τους Duran είχαν παραγίνει για μένα». Ta προβλήματα στο στρατόπεδο των Duran δε θα μπορούσαν να διαφύγουν της προσοχής του δαιμόνιου Robert Palmer:
«Όταν ο John και ο Andy πήγαν στο Παρίσι, τσίμπησα τον Tony και τον Bernard και τους έβαλα στο στούντιο για να δουλέψουν για το δικό μου δίσκο». Στις 4 Mαίου 1985 κυκλοφορεί το single “Get It On” και το περιοδικό “No 1” γράφει : «Μια βαριά κι ασήκωτη, άσχημη εκτέλεση. Ορισμένα τραγούδια πρέπει να τ’ αφήνεις ήσυχα». Στις 11 Μαίου κυκλοφορεί το single “A View To A Kill”. Την ίδια ημέρα, το “Some Like It Hot” μπαίνει θριαμβευτικά στο αμερικάνικο top-10 (US#6, 11/5/85). Εντελώς αναπάντεχα, στις 24 Μαίου σε εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού Ζ-100 της Νέας Υόρκης, John Taylor και Robert Palmer ανακοινώνουν ότι οι Power Station ετοιμάζονται για περιοδεία.

John Taylor: «Δεν είπαμε την αλήθεια ότι δε θα βγούμε στο δρόμο. Oι Duran δε θα κάνουν περιοδεία αυτό το καλοκαίρι. Εγώ κι ο Andy είμαστε οι φανατικοί με τις περιοδείες, οι άλλοι τρεις όχι και τόσο. Αφού λοιπόν όλοι μας δεν είχαμε κανονίσει τίποτε αυτό το καλοκαίρι, αποφασίσαμε να βγούμε σε περιοδεία, σαν διακοπές. Αν δεν ήμασταν φίλοι, δε θα είχε λειτουργήσει. Και θα γίνουμε πιο στενοί φίλοι μερτά απ’ αυτήν την περιοδεία».
Robert Palmer: «Έχουμε μια λίστα, ένα μίλι μακριά, από τραγούδια που θα παίξουμε στην περιοδεία αυτή. Μπορούμε να παίξουμε ότι μας αρέσει. Πιστεύω ότι το “Save A Prayer” θα το καταφέρω». Μάλιστα ανακοινώνεται ότι support θα είναι οι Spandau Ballet. Τα σχέδια όμως δείχνουν αν αντρέπονται όταν ο σαξοφωνίστας τους, Steve Norman, σπάει το πόδι του και το όνομά τους αποσύρεται από το σχέδιο. Στις 11 Ioυνίου η χολή του μουσικού τύπου για το θράσος να πειραχτεί το «κλασσικό» του Marc Bolan αποτρέπει το “Get It On (Bang A Gong)” να φτάσει πιο ψηλά από το Νο 22 των βρετανικών τσαρτ.



John Taylor: «Προς στιγμήν, η συμμετοχή σε διαφορετικά σχέδια έχουν ωφελήσει όλους μας. Τελευταία φορά που είδα τον Simon και τον Nick ήταν στο γύρισμα του βίντεο κλιπ “A View To A Kill” και πιθανότατα δεν θα τους ξαναδώ για τέσσερις μήνες ακόμη. Όποιος λέει ότι δεν υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ Power Station και Arcadia, λέει ψέματα. Πάντα υπήρχε. Όχι για το ποιός θα πουλήσει περισσότερο, αλλά ως προς το τί μπορούμε να πετύχουμε ο καθένας μας χωρίς τον άλλο». Ώσπου, απολύτως αιφνιδιαστικά, στις 20 Ιουνίου ο Robert Palmer δηλώνει ότι αποσύρεται από τα σχέδια για ζωντανές εμφανίσεις.
John Taylor: «Ασφαλώς και ήταν πλήγμα. Ο κόσμος είχε αγοράσει εισιτήρια και περίμενε να βγούμε να παίξουμε. Από την άλλη, ξέραμε ότι, στα χαρτιά, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκύψει. Ο Robert δεν ήταν μεγάλος φαν του να περιοδεύει. Συν τι ότι του είχαν τελειώσει τα χρήματα για να ολοκληρώσει το δικό του άλμπουμ και κάτι έπρεπε να κάνει για να βιαστεί.
Δεν μπορούμε να πούμε ότι η αφοσίωσή του στην ιδέα των Power Station ήταν ακλόνητη. Στην ουσία τον συμβούλευσαν να μας παρατήσει κι εκείνος υπάκουσε. Φέρεται μερικές φορές σαν παιδί. Αν τον ρωτήσεις ακόμη και τώρα, ο ίδιος δε θα μπορεί να σου απαντήσει γιατί έκανε πίσω. Του είπαν να το κάνει και τό’κανε». Με τις ημερομηνίες κλεισμένες για ολόκληρο το καλοκαίρι, ο άνθρωπος που θα αντικαταστήσει τον Palmer είναι επιτακτικά αναγκαίο να βρεθεί μέσα σε λίγες μέρες. Ο Paul Young αρνείται ευγενικά, καθώς έχει δικά του σχέδια.
Το όνομα του Michael Des Barres, κάποτε τραγουδιστή των ημιάσημων ρόκερ του ’70 Silverhead και Detective, πέφτει στο τραπέζι.
Ο 37χρονος γεννημένος στο Sussex επί του παρόντος είναι ο τραγουδιστής στους Chequered Past, ένα μικρής εμβέλειας super group, στην ουσία μιας ομάδας ξοφλημένων πρώην punk - μαζί του δύο πρώην μέλη των Blondie και ο Steve Jones των Pistols- που παίζουν όπου το μεσαίας εμβέλειας μάνατζμεντ που έχουν κατορθώνει να τους σπρώξει. Είχαν παίξει μαζί με τους Duran για μερικές εμφανίσεις στην Sing Blue Silver tour. Χρόνος για να το σκεφτούν είναι φανερό ότι δεν υπάρχει. Michael Des Barres: «Ήμουν στο Marshall του Texas, στη μέση του πουθενά, σε κάποια γυρίσματα με τον Don Johnson, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο ατζέντης μου.
Το κομμάτι “Obsession” που είχα γράψει με την Holly Knight κάτι χρόνια πριν, είχε καταλήξει στους Animotion, ένα pop group, που το είχαν κανει Νο1 σε όλο τον κόσμο. Περιμένοντας τις επιταγές με τα δικαιώματα δε διστάζω να πω ότι ήμουν ένας πολύ χαρούμενος τύπος. Μου είπαν: «Θέλεις να έρθεις στη Νέα Υόρκη; Μια μπάντα ζητάει τραγουδιστή. Δε μου είπαν για ποιούς πρόκειται, απλώς ότι αν δεχόμουν, ένα εισιτήριο στο όνομά μου ήταν έτοιμο να το παραλάβω και να πετάξω την επόμενη μέρα για Νέα Υόρκη. Προσγειώνομαι λοιπόν την επόμενη στη Νέα Υόρκη και βλέπω να με περιμένει μια λευκή εξάπορτη λιμουζίνα.
Με πηγαίνουν σ’ ένα γραφείο και εκεί βλέπω τον John Taylor και τον Tony Thompson αγχωμένους, λουσμένους στον ιδρώτα. Μου δίνουν το δίσκο χωρίς τα φωνητικά του Robert Palmer. Ειχα παίξει σαπόρτ στους Duran και με ήξεραν, τα είχαμε πάει καλά μεταξύ μας. Οπότε, μόλις ο Palmer έκανε πίσω – προφανώς δεν ήξερε αν θα μπορεί να τα καταφέρει να παίζει μπροστά σε χιλιάδες κορίτσια που τα πετάνε όλα έξω κάθε βράδυ- το μυαλό τους πήγε σε μένα. Εκείνες τις ημέρες βρισκόμουν σε μια από τις πιο συναρπαστικές περιόδους της ωής μου. Παίρνω το Κονκόρντ και βρίσκομαι σε στούντιο στο Λονδίνο, για να συναντήσω τον Andy Taylor. Εμφανίστηκε μετά από οκτώ ώρες με δύο σωματοφύλακες, βγαίνοντας κι οι τρεις τους μέσα από ένα σύννεφο μαριχουάνας. Ήθελε να ξεκινήσουμε από το “Get It On”, να δει πως μπορώ να το πω. Μετά από μια στροφή κι ένα ρεφραίν, με σταμάτησε και είπε με σιγουριά: “Εντάξει, φύγαμε για ψώνια”. Και πράγματι, πήγαμε μαζί έξω για ψώνια».
Michael Des Barres:«Γύρισα με το Κονκόρντ στη Νέα Υόρκη και εγκαταστάθηκα στο Carlyle Hotel. Θα αρχίζαμε πρόβες σε τρεις μέρες. Την επόμενη το πρωί, με παίρνει τηλέφωνο ο προσωπικό μου μάνατζερ, Danny Goldberg.
“Το πράγμα τσάκισε. Ο Robert είπε ότι θα την κάνει την περιοδεία”. Σπάστηκα. Ο φίλος μου ο Don Johnson έτυχε να βρίσκεται στην πόλη και το βράδυ πήγαμε να φάμε στο Indochine. Και ποιός τυχαίνει να βρίσκεται λες εκεί;
Ο John Taylor. O Don πήγε στο τραπέζι του και λίγο μετά τον πήρε έξω και μίλησαν ιδιατέρως. Δεν ξέρω τί του είπε. Επέστρεψα στο ξενοδοχείο και άρχισα να μαζεύω τα πράγματά μου για να επιστρέψω στην Καλιφόρνια. Στις 7 το πρωί χτυπάει το τηλέφωνο. Αυτή τη φορά ήταν ο δικός τους μάνατζερ. “Είσαι μέσα ξανά. Δώσαμε στον Robert ένα ποσοστό από το merchandise και θα έχουμε εσένα στην περιοδεία” Ανέπτυξα λοιπόν μια πολύ στενή και εντατική σχέση με το γουώκμαν μου. Έπρεπε να μάθω 16 τραγούδια σε ούτε δυό βδομάδες. Ήταν κάποια πρόκληση».
John Τaylor: «Ο Michael είναι πιο επικοινωνιακός από τον Robert πάνω στη σκηνή, οπότε ήταν βέβαιο ότι οι παραστάσεις μας θα ήταν πολύ πιο ροκ ’ν’ ρολ, όπως και τις ήθελα.
Ο Michael ανήκει στην παλιά σχολή του ροκ ‘ν’ ρολ, που θέλει να ξεσηκώνει το κοινό, κάτι που μας ταιριάζει πολύ. Πρέπει να υπάρχει και κάποιος σαν κι αυτόν στη μπάντα». 1η Ιουλίου 1985. H μπάντα εμφανίζεται ζωντανά για πρώτη φορά μπροστά σε κοινό, σε μια «μυστική» εμφάνιση στο club Ritz της Νέας Υόρκης. Ανταποκριτής του περιοδικού “Smash Hits” ήταν εκεί:
«Κρίνοντας από την προθέρμανση στο Ritz, ένα είναι βέβαιο: ο κόσμος θα ήταν αρκετά πιο βαρετός, αν οι Power Station δεν αποφάσιζαν να βγουν στο δρόμο.

Ο Andy εκπλήσσει με το πόσο ικανός μουσικός είναι. Το μπάσο του John, στιβαρό ποτέ όμως υπέρβαρο. Δυναμικές διασκευές του “Dancing in the Street” και του “The Reflex” που αφήνουν το κοινό με ανοιχτό το στόμα. Όσο για τον κο Des Barres, είναι προφανές ότι η συμμετοχή του στο σχήμα είναι το πιο σημaντικό πράγμα που του έχει συμβεί ως και σήμερα. Μπορεί να χρειάζεται να παραχώσει διάφορα υλικά να γεμίσει φαρδιά παπούτσια του προκατόχου του, όμως υπάρχει μια αρμονική μουσικότητα στους Power Station, μακράν πιο ικανοποιητική από μια αναμενόμενη …Διακοπή Ρεύματος (“Power Failure”)».
John Taylor: «Κάναμε την περιοδεία για τα πάρτυ περισσότερο από κάθε τί άλλο. Όχι για τα λεφτά και σίγουρα όχι σαν μια κίνηση καρριέρας. Δεν ήταν μια παγκόσμια περιοδεία. Ωστόσο, ακριβως εκείνη την εποχή, ο δίσκος έμοιαζε να έχει γίνει το τέλειο άκουσμα για το αμερικάνικο ραδιόφωνο. Έπαιζαν εμάς, συνέχεια» . 2 Ιουλίου.
Η περιοδεία ξεκινά από το Jones Beach Amphiteater του Watagh της Νέας Υόρκης. Το playlist περιλαμβάνει τα 8 κομμάτια του δίσκου των Power Station συν διάφορες διασκευές, ανάμεσα στις οποίες τα “The Reflex” και “Hungry Like the Wolf”, το “Obsession” και το “Some Guys Have All the Luck”, το οποίο είχε πει πρώτος ο Robert Palmer, αλλά έκανε επιτυχία ο Rod Stewart λίγους μήνες πριν. Προσθέτουν και δύο νέα κομμάτια που έχει γράψει ο Michael Des Barres (τα οποία θα συμπεριληφθούν ένα χρόνο αργότερα στον προσωπικό του δίσκο “Somebody Up There Likes Me”).


Παίζουν στις 5, 9 και 10 Ιουλίου και ετοιμάζονται για το γεγονός που ολόκληρος ο μουσικός πλανήτης προσμένει με κομμένη την ανάσα: Το “Live Aid”. 11 Ιουλίου. Andy και John βρίσκονται και προβάρουν και με τους Simon Le Bon, Nick Rhoades και Robert Taylor, καθώς οι Duran Duran είναι προγραμματισμένο να εμφανιστούν το Σάββατο 13 Iουλίου στο στάδιο JFK της Philadelphia και μάλιστα σε ζώνη υψηλής τηλεθέασης.
Οι μεταξύ τους σχέσεις δεν έχουν βελτιωθεί στο ελάχιστο και οι πρόβες τους βρίσκουν σκουριασμένους και ανόρεχτους. Σάββατο, 13 Ιουλίου 1985, ώρα 18:42. Μπροστά σε πάνω από 90.000 θεατές και κάτι εκατοντάδες εκατομμύρια τηλεθεατές ανά τον κόσμο, οι οποίοι παρακολουθούν μεσω δορυφόρου την μεγαλύτερη συναυλία που έγινε ποτέ, οι Power Station ετοιμάζονται ν’ ανέβουν στη σκηνή. Τους ανακοινώνει ο Don Johnson. Δε θα μπορούσε να υπάρχει μεγάλύτερη αβάντα, καθώς ο παλιόφιλος του Des Barres βρίσκεται στο απόγειο της αναγνωρισιμότητάς του, μετά την πρώτη σαιζόν του “Miami Vice”. Τεχνικά προβλήματα και κακός ήχος τους αναγκάζουν να παραλείψουν ένα κομμάτι. Ξεκινούν με το “Murderess” και τον Des Barres να μοστράρει μαύρισμα και οδοντοστοιχία, προσπαθώντας να γεμίσει τη σκηνή. Ολοκληρώνουν με μια γεμάτη δονήσεις εκτέλεση του “Get It On”, που ολοένα και ανεβαίνει στα τσαρτ.


Σε μια μέρα που όλη η μουσική πλάση είχε στραμμένο το βλέμμα της εκεί, όλοι ήθελαν να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους, βέβαιοι ότι, αν μη τί άλλο, θα απαθανατιστούν. Το περιοδικό “Smash Hits” θα γράψει για την εμφάνισή τους μια γραμμή που, παρά την ποπ οπτική, δεν απέχει και πολύ από την αλήθεια: «Οι Power Station ανέβηκαν γεμάτοι αφόρητα κιθαριστικά σόλο, πυρετώδη σκηνικά κόλπα και αστείρευτη αυτοπεποίθηση. Σε πλήρη αντίθεση, οι Duran αναφέρεται ότι πραγματοποίησαν «Μια διστακτική, καθόλου πειστική παρουσία».
Andy Taylor: «Λίγη ώρα αργότερα από το έντονο ξέσπασμά μας με τους Power Station, έζησα το απολύτως αντίστροφο με το “κανονικό” μου συγκρότημα. Ο κόσμος μας χειροκρότησε με ενθουσιασμό, ωστόσο δεν ήμασταν καθόλου σπουδαίοι. Με το που κατεβήκαμε από τη σκηνή, δεν υπήρξε ούτε αν χαμόγελο, ούτε ένα χτύπημα στην πλάτη μεταξύ μας. Την επόμενη μέρα έκοψα το ποτό για πάντα». Ήταν μια μέρα αν όχι καταξίωσης, οπωσδήποτε υπερπροβολής για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Ο Des Barres, μετά από δύο – τρεις ημιαποτυχημένους γύρους στην καρριέρα του, στάθηκε κι έπαιξε μπροστά στο μεγαλύτερο κοινό που θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Οι Taylor ανέβηκαν στη σκηνή και δεύτερη φορά, ως μέλη των Duran Duran. Οι τελευταίοι, την ίδια μέρα του θρυλικού event, βλέπουν το “A View To A Kill” να έχει καρφωθεί στην κορυφή του Bilboard Ηοt – 100 (US#1, 13 & 20/7/85) και έχουν εξασφαλίσει ότι θα εμφανιστούν μετά από κολοσσούς ονόματα όπως ο Clapton και οι Led Zeppelin, καθώς στην ουσία είναι τη δεδομένη στιγμή το πιο εμπορικό συγκρότημα στον κόσμο. Όσο για τον Tony Thompson είχε κι αυτός μια μοναδική τιμή:
κάθησε πίσω από τα τύμπανα ενώ οι Jimmy Page, Robert Plant και John Paul Jones επιχείρησαν μέσα σε πανζουρλισμό να αναβιώσουν κάτι από την παλιά μαγεία των Led Zeppelin, λόγω του ιδιαίτερου της ημέρας. Ο Thompson δεν ήταν βέβαια, μόνος. Είχε δίπλα του τον πανταχού παρόντα εκείνη την ημέρα Phil Collins, με τον οποίο είναι η αλήθεια ότι μαζί με τους σκουριασμένους τρεις θρύλους, ψιλοσακάτεψαν ενώπιον των ώτων της υφηλίου τα “Rock N’ Roll”, “Whole Lotta Love” και – ιδίως – το “Stairway To Heaven”.
Tony Thompson: «Τέσσερις μέρες πριν το Live Aid μου έγινε η πρόταση τηλεφωνικά. Πίστεψα ότι κάποιος μου έκανε πλάκα, ώσπου μίλησα με τον ίδιο τον Page. Λίγες ώρες πριν βγούμε, νοικιάσαμε ένα μικρό χώρο και μπήκαμε μέσα να κάνουμε πρόβα. Ευτυχώς που κάναμε και κείνην την πρόβα. Μεγάλωσα ακούγοντας Zeppelin, οι τύποι αυτοί ήταν η βίβλος για μένα από τότε που ήμουν μικρός. Και τώρα βρέθηκα να μπορώ να παίξω μαζί τους. Μ’ αυτούς τους ίδιους, που έγραψαν τα θρυλικά αυτά κομμάτια. Δε θα μπορούσα να πώ ποτέ όχι».
Phil Collins: «Όταν έφτασα με το Κονκόρντ από το Λονδίνο, μου ανακοίνωσαν ότι θα παίζαμε δύο ντράμμερ στο σετ των Zeppelin.
Μου φάνηκε υπερβολικό, αλλά δεν ήταν μέρα για διαφωνίες. Πάνω στη σκηνή ακολουθούσα επακριβώς τον Tony Thompsοn, δεν τον άφηνα από τα μάτια μου. Εγώ τον παρακολουθούσα, εκείνος είχε αναλάβει τα πιο βαριά lead, όμως ό,τι κι αν με νοήματα του συνιστούσα, εκείνος με αγνοούσε. Τον καταλαβαίνω. Στο μυαλό του θα σκέφτηκε “τώρα που δεν υπάρχει Bonham, η επανασύνδεση είναι μια ανάσα μακριά. Τί στο διάολο χρειάζομαι αυτόν τον κωλοάγγλο από δίπλα;». Δεν τον κατακρίνω, ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή του – ήταν καλό παιδί. Αν και πρέπει να πω ότι στη μέση του “Stairway To Heaven” αν μπορούσα, θα σηκωνόμουν και θα εφευγα από τη σκηνή». Την επόμενη της ιστορικής συναυλίας, η περιοδεία των Power Station συνεχίζεται με στάση στη Nashville.
Ο δίσκος Power “Station 33 1/3” κάνει θραύση στην Αμερικανική αγορά (US#6, 27/7/85). Θα παίξουν 29 ακόμη φορές μέχρι τις 28 Αυγούστου, ενώ τρεις εβδομάδες νωρίτερα, προφανώς και λόγω της εμφάνισής τους στο Live Aid, το “Get It On” έχει μπει στο top-10 του Billboard (US#9, 3/8/85), μία θέση ψηλώτερα από το αυθεντικό του 1972 των T-Rex. Ανταπόκριση για το περιοδικό “Magazine”, γράφει:
«Στόχος της κάθε βραδιάς είναι το πάρτυ, κι αυτό είναι ξεκάθαρο. Για να περιορίσουν τις κοπιαστικές αναχωρήσεις νωρίς το πρωί, οι Power Station αφήνουν τη μια πόλη για την επόμενη αμέσως μετά τις συναυλίες. Το ιδιωτικό τζετ είναι πάντα εύκαιρο, στοκαρισμένο με το πιο ακριβό φαγητό, την καλύτερη σαμπάνια και την προθυμώτερη συνοδεία. Φθάνουν στον επόμενο προορισμό τους μερικές ώρες αργότερα, κοιμούνται όλη την επόμενη ημέρα και ξυπνούν το απόγευμα. Και το πρόγραμμα επαναλαμβάνεται.
Ο Michael des Barres έχει ταιριάξει σ’ αυτό το σκηνικό αβίαστα, ενώ η απόδοσή του στη σκηνή είναι ιδιαίτερα ενεργητική. Ο John Taylor μας διαβεβαίωσε ότι δεν το παίρνουν σοβαρά, ότι απλώς προσπαθούν να διασκεδάσουν.
“Oι Duran Duran δεν μπορούν να είναι μια ροκ ’ν’ ρολ μπάντα, που να περνάς μαζί της καλά, ενώ εμείς μπορούμε να παίξουμε ακόμη και σ’ ένα μικρό μπαρ. Υπάρχει αυθορμητισμός, πάντα μου έλειπε αυτό στους Duran”».
Χρόνια μετά, στην αυτοβιογραφία του ο John Taylor θυμάται: «Μετά το Live Aid, η περιοδεία ξεδιπλώθηκε καταπονητικά ολόκληρο το καλοκαίρι Σιγά – σιγά άρχισα να βλέπω καθαρά το όλο project ως αυτό που παραγματικά ήταν: μια άσκηση στη ματαιοδοξία μου που πήγε μέχρι εκεί που ήταν να πάει και μετά ξέμεινε από έμπνευση. Ανεξάρτητα από το ότι γράψαμε μερικά θαυμάσια κομμάτια μαζί, στην ουσία ανυπομονούσα η περιοδεία να τελειώσει».
Τελευταία εμφάνιση στις 28 Aυγούστου, στο Meadowlands, New Jersey. Κατά τη διάρκεια του encore μια αναγνωρίσιμη φιγούρα ανεβαίνει πάνω στη σκηνή και κρατώντας ένα σκουπόξυλο, κάνει ότι τζαμάρει με τη μπάντα. Είναι ο Nick Rhodes, o οποίος με όλο το σαρκασμό για το αντίπαλο δέος που είχε μέσα στο ίδιο του στο συγκρότημα θυμάται:
«Έτυχε να βρίσκομαι στη Νέα Υόρκη και είπα να περάσω να δω τί κάνουν οι αντίπαλοι. Ήταν το τρόπος μου να αποτίσω φόρο τιμής στον Andy Taylor». Στις 4 Oκτωβρίου 1985 κυκλοφορεί στις αίθουσες η ταινία “Commando” με πρωταγωνιστή τον Arnold Schwarzenegger. Οι Power Station θα καταγράψουν τη μοναδική στουντιακή τους ηχογράφηση με τον Des Barres στα φωνητικά, στο γραμμένο μέσα σ’ ένα μισάωρο από τον Andy Taylor κομμάτι “We Fight For Love”, που ακούγεται στην τελευταία σκηνή και τους τίτλους τέλους. Την ίδια μέρα βγαίνει στον αέρα το επεισόδιο του “Miami Vice” με τίτλο “Whatever Works”.
Εμφανίζονται οι Power Station με τον Des Barres στη φωνή να παίζουν το “Get It On” σ’ ένα μπαρ όπου συχνάζουν κάτι παλιόμουτρα αστυνομικοί. Σκάει μύτη εκεί ο Crockett, κάνει τσαμπουκά και αρχίζουνε να πέφτουν οι μάπες σινεμασκόπ, ενώ η μπάντα συνεχίζει να παίζει.
John Taylor: «Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων είχα δύσπνοια και ζητούσα συνεχως οξυγόνο. Κόντεψα να τρελλαθώ. Σ’ όλη τη διάρκεια της περιοδείας είχα ταχυπαλμίες. Άρχισα να σκέφτομαι ότι δεν είμαι πια 21».  «Θυμάμαι ότι ο βοηθός σκηνοθέτης μας είπε ότι απαγορεύεται να φοράμε κόκκινα, έτσι ήταν το στυλ της σειράς. Τσακωθήκαμε χοντρά με την παραγωγή, καθώς τα ιαπωνέζικα Kansai που φορούσαμε ήταν όλα σε κόκκινες αποχρώσεις. Κοντέψαμε να σκοτωθούμε. Τελικά υποχωρήσαμε».
Στις 12 Οκτωβρίου το τρίτο single από το άλμπουμ, το “Communication” μπαίνει κι αυτό στο top-40 (US#34).



Στις 19 Οκτωβρίου οι Simon Le Bon, Nick Rhoads και Roger Taylor κυκλοφορούν, ως Arcadia, το single “Election Day”, πρόγευση για ενα high tech πειραματικό pomp αλμπουμ, αποτελούμενο από μακρόταλα κομμάτια που τιτλοφορείται “So Red The Rose” και στο οποίο παίζει guest κιθάρα ο David Gilmour. Στις 21 οι Duran Duran σε απαρτία μαζί με τους Culture Club εμφανίζονται σε press conference και ανακοινωνουν ότι θα δώσουν ένα ειδικό show στην Καλιφόρνια με τίτλο 'Super Concert 1', το οποίο θα αναμεταδοθεί δορυφορικά σε κινηματογράφους και club στις 27 Δεκεμβρίου. Μέσα σε τρεις εβδομάδες, το σχέδιο καταρρέει. Στις 27 Δεκεμβρίου, απλώς ο Simon Le Bon παντρεύεται το μοντέλο Yasmin Parvaneh. Στο μεταξύ, στις 9 Νοεμβρίου 1985, κυκλοφορεί το άλμπουμ του Robert Palmer, “Riptide”. Στη Βρετανία, δεν κάνει καμία αίσθηση. Τα δύο πρώτα singles αποτυγχάνουν παταγωδώς (“Discipline of Love” [UK#68 , Οκτώβριος του 1985] και “Riptide” [UK#85, Ιανουάριος του 1986]).
Θα μείνει στα τσαρτ μόνο για δύο εβδομάδες. Δύο μήνες αργότερα όμως, όταν θα κυκλοφορήσει το single “Addicted To Love” στην Αμερική, το πράγμα θα αλλάξει ολοκληρωτικά. Θα γίνει μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της χρονιάς και της δεκαετίας, δίνοντας άλλα 15 χρόνια καρριέρας στον Robert Palmer. Είναι ίσως περιττό να υπομνησθεί ότι κιθάρα έχει συνεισφέρει, μεταξύ άλλων, ο Andy Taylor, παραγωγή έχει κάνει ο Bernard Edwards και μίξη ο Jason Corsaro. Πριν το ημερολογιaκό τέλος του 1985, της χρονιάς του Live Aid και της γιγάντωσης της βιομηχανίας των μουσικών ειδώλων, οι Power Station ανήκαν ήδη στην ιστορία.

Andy Taylor: «Οι Power Station με έκαναν ιδιαίτερα χαρούμενο για ένα χρονικό διάστημα πολύ μεγαλύτερο από την ύπαρξή τους. Δεν πιστεύω ότι συνέβη το ίδιο και με τον John, καθώς είχε να παλέψει με πολλούς προσωπικούς του δαίμονες και δεν κατάφερε ν’ αναπτύξει την ίδια δημιουργική σχέση που απέκτησε εγώ με τον Bernard».



Michael Des Barres: «Βγήκαμε σε περιοδεία και όταν ολοκληρώθηκε, το ήξερα ότι το πράγμα είχε φτάσει στο τέρμα. Ήταν μια παράξενη μίξη, σαν οι Sex Pistols να συναντάνε τους Chic - και να πω την αλήθεια δεν ήταν το ύφος μουσικής που προτιμώ. Μ’ αρέσει το bluesy rock ’n’ roll, και πέραν αυτού, ήμουν καθαρός από ουσίες. Ξυπνούσα νωρίς το πρωί και πήγαινα για τρέξιμο. Το τί έκανα μετά από κάθε συναυλία και το τί έκαναν εκείνοι ήταν τελείως διαφορετικό. Η τελευταία πάντως συναυλία ήταν, θυμάμαι, καταπληκτική. Μέχρι και ο Prince ήταν εκεί!
Όταν τελείωσε η περιοδεία ήμασταν όλοι κατάκοποι και εξαφανιστήκαμε προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Έμαθα πολλά από την όλη υπόθεση και ειδικά τον John τον έχω κρατήσει στη ζωή μου μέχρι και σήμερα. Ποιά συναισθήματα ανακαλώ από την εποχή των Power Station; Ευγνωμοσύνη, ευχαρίστηση και μια επιταγή με γραμμένο πάνω της ένα τεράστιο ποσό».

Andy Taylor: «Έπρεπε να απομακρυνθώ και να δουλέψω στους δικούς μου ρυθμούς, να προσπαθήσω να παίξω κιθάρα διαφορετικά, λόγος για τον οποίο και είχα μπει στους Duran εξαρχής, πριν τα πράγματα ξεφύγουν από κάθε έλεγχο.
Τους τελευταίους δώδεκα μήνες έμαθα περισσότερα, απ’ όλα τα υπόλοιπα χρόνια μου μέσα στη δουλειά. Οι Duran Duran κατέληξαν ένας γαμοσυμβιβασμός. Έχω γυναλικα και παιδί και θέλω να μπορώ να τους βλέπω. Όταν είσαι σε μια μεγάλη μπάντα, ο πιο εύκολος τρόπος τρόπος να σε προστατεύσει η μουσική βιομηχανία είναι να βάλει στη μέση τους μουσικούς, να κτίσει ένα μεγάλο τείχος γύρω τους και μέσα του να ρίξει τα πάντα : γυναίκες, ναρκωτικά, όλα τα ρίχνει εκεί μέσα και δεν μπορεί κανείς να σ’ αγγίξει – ούτε όμως μπορείς και να βγεις έξω απ’ το τείχος αυτό. Τον Αύγουστο, ο Simon πήγε με το σκάφος κρουαζιέρα και κατά λάθος βυθίστηκε επειδή όσοι ήταν στο κατάστρωμα, κυρίως άνθρωποι της εταιρίας και παρατρεχάμενοι, ήταν λιώμα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Εμείς γυρνάμε τον κόσμο για να πουλήσουμε δίσκους, τους κάνουμε δηλαδή πλούσιους, κι αυτοί ανεβαίνουν σε σκάφη και γίνονται λιώμα, κοντεύοντας να πνιγούν. Όταν έχεις παιδιά, πράγματα όπως αυτά σε κάνουν να σκέφτεσαι. Και οπωσδήποτε, σου ρίχνουν τη διάθεση για χημικές απολαύσεις. Το κενό που θα δημιουργηθεί θα το γεμίσει η γυναίκα μου και το παιδί μου».

Robert Palmer: «Δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε μια δουλειά που μ’ έφτιαξε οικονομικά για τα γεράματά μου. Εγώ ήμουν που έδωσα στους Power Station αυτόν τον ήχο κι όχι εκείνοι σε μένα». Ο δίσκος των Power Station συνοψίζει τη φρενίτιδα της μουσικής παραγωγής του 1985, της χρονιάς που η μοντέρνα ποπ και ροκ πραγματοποίησε το μεγαλύτερο ξεπούλημα της ιστορίας υπό το εφεύρημα “Feed The World” για τα παιδιά της Αφρικής. Συγχρόνως, αποτελεί ένα από τα ιδανικά δισκογραφικά υποδείγματα για το πώς δημιουργήθηκε αυτός ο συμπαγής, άθραυστος από το χρόνο ήχο που έχουν οι κλασσικοί δίσκοι των ‘80s: χρήμα, ταλέντο, ματαιοδοξία, άπλετη χημική επιρροή και αξιοποίηση της στουντιακής τεχνολογίας από μουσικούς, ηχολήπτες και παραγωγούς, όλους δοσμένους στην παρασκευή και τελειοποίηση του μουσικού τους αισθητηρίου. Εξ ου και το τί συνέβη έκτοτε σε καθέναν από τους πρωταγωνιστές της οικοδόμησης και της κατεδάφισης του μοναδικού αυτού Σταθμού Ισχύος, έχει τη σημασία του.

Jason Corsaro: Συμμετείχε ως ηχολήπτης – παραγωγός, σύμβουλος ηχογράφησης σε περισσότερα από 400 άλμπουμ για ονόματα όπως η Madonna, ο Paul Simon ο Moby, ακόμη και οι Duran Duran στο άλμπουμ επιστροφή τους το 1995. Πέθανε τον Αύγουστο του 2017 στα 58. Στην κηδεία του, ο Nile Rogers απευθύνθηκε στον καίριο συνεργάτης του σε δεύτερο πρόσωπο: «Ό,τι και να κάνεις στον παράδεισο, ξέρω ότι το κάνει ν’ ακούγεται τόσο δυνατά όσο η κόλαση!».

Bernard Edwards: Ο συνιδρυτής και μπασίστας των Chic συνέχισε να κάνει παραγωγή σε καλλιτέχνες πρώτης γραμμής, από την Diana Ross ως τον Rod Stewart. Στη σύντομη επανασυνδεση των Power Station μεταξύ 1994-96, έγινε και πλήρες μέλος τους, αναλαμβάνοντας το μπάσο μετά την αποχώρηση του John Taylor. Βρισκόταν σε περιοδεία με τους Chic, όταν τον Απρίλιο του 1996 πέθανε στο Τόκυο, από πνευμονία. Ήταν μόλις 43.

Andy Taylor: Μετά τους Power Station δεν έμελλε να «φτιάξει ακόμη καλύτερη μουσική» με τους Duran Duran, καθώς, έχοντας κατά νου μια πιο ροκ πορεία, τα βρόντηξε κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων για το άλμπουμ “Notorious”, το ’86, την ώρα που η εμφάνισή του στο soundtrack του ανεκδιήγητου σπορ-δράματος “American Anthem” του έδωσε μια μεγάλη επιτυχία με το “Take It Easy” (US#17, 2/8/86). Ακολούθησε το lp “Thunder” (US#46, 9/5/87) σε συνεργασία με τον Steve Jones και στη συνέχεια μανατζάρισε βρετανικά σχήματα με πιο γνωστά τους Almighty και τους Thunder. Συμμετείχε κι αυτός στην άδοξη επανασύνδεση των Power Station καθώς και στην πρώτη φάση αυτής των Duran Duran (2001-2006).

John Taylor: Συνέχισε με τους Duran Duran, οι οποίοι όμως μετά το ’85 έχασαν έδαφος από τις «μπάντες με πολιτική ευαισθησία, που έγιναν αμέσως μετά το Live Aid η νέα μόδα, όπως οι U2».
Με την επιστροφή του John, το άλμπουμ “Notorious”, κι αυτό σε παραγωγή Nile Rodgers, κινήθηκε σε διαφορετικό, πιο ουσιαστικό μουσικό ύφος (μοντέρνο funk/λευκή soul), όμως πράγματι έμειναν με το μισό περίπου κοινό που είχαν τρία χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας περιοδείας που οδήγησε στο “Arena”. Μέσα του ’90 κατάφερε να ξαναφτιάξει τους Power Station, αλλά πριν ηχογραφηθεί το δεύτερο άλμπουμ τους αποσύρθηκε από την επικείμενη περιοδεία, εκείνος αυτή τη φορά και όχι ο Robert Palmer, για «προσωπικούς λόγους» (επιτακτική ανάγκη για αποτοξίνωση κι ένα εξοντωτικό διαζύγιο τον είχαν γονατίσει). Συμμετείχε σε όλες τις επανασυνδέσεις των Duran και κυκλοφόρησε ορισμένα προσωπικά άλμπουμ με ευρύτερη ροκ διάθεση. Εδώ και 20 χρόνια ζει με τη σχεδιάστρια μόδας αμερικανίδα σύζυγό του Gela Nash στην Καλιφόρνια.
Roger Taylor: Ο ντράμερ των Duran Duran, έναν περίπου χρόνο αφ’ ότου χτύπησε εκείνα τα Octabans, στα τέλη του ’85, αφού μάλιστα συμμετείχε κανονικά στο lp “So Red The Rose” που κυκλοφόρησαν οι υπόλοιποι Duran υπό το όνομα “Arcadia”, εγκατέλειψε πρώτος το σκάφος, αγοράζοντας μια φάρμα στους λόφους του Gloucestershire και μένοντας μακριά από το χάος της μουσκής βιομηχανίας. Συμμετείχε πάντως πρόθυμα στην επανένωση του 2001 και σε όλους τους επιτυχημένους δίσκους που ακολούθησαν.
Tony Thompson: Έφτασε πράγματι πάρα πολύ κοντά στο να γίνει ο ντράμμερ των τριών Zeppelin, στην επανασύνδεση που κτιζόταν από διάφορες ορεγόμενες βουνά από δολλάρια πλευρές, μετά και παρά την – κατά τεκμήριο κακή – εμφάνισή τους στο Love Aid. ΄Ώσπου, το καλοκαίρι του ’86, εξαιτίας και ενός απροσδόκητου τραυματισμού του Tony σε αυτοκινητικό ατύχημα, το σχέδιο ματαιώθηκε ολοσχερώς. Συνεργάστηκε έκτοτε με διάφορα σχήματα, ποτέ όμως δεν έφθασε στο επίπεδο αναγνωρισιμότητας που πέτυχε το ‘85, μετά το άλμπουμ στα studio Power Station και την εμφάνισή του στο Live Aid. Πέθανε από καρκίνο στα νεφρά, στις 12 Νοεμβρίου 2003, στα 48.
Robert Palmer: Παίρνοντας τα συστατικά του ήχου των Power Station ηχογράφησε το “Riptide” και το 1986 γνώρισε τεράστια επιτυχία με το “Addicted To Love”. Το πανάκριβο κοστούμι μπρος από έναν ξερό ροκ ήχο έγινε για τα ‘80s σημείο στυλιστικής αναφοράς που δεν στάθηκε εύκολο να αντιγραφεί από κανέναν. Συνέχισε να έσημειώνει επιτυχία μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’90, παραλλάσσοντας πάντα στυλ και διατρέχοντας το ένα μουσικό ύφος μετά το άλλο. Ξανατραγούδησε τα κομμάτια των Power Station στην ατυχή επανένωσή τους, μεταξύ 1994-1996, ενώ ήδη από τα τέλη του ’80 οι άπειρες συλλογές από την πολυσχιδή δισκογραφία του εξακολούθησαν να ουλούν περισσότερο από τα σποραδικά του νέα άλμπουμ. Ώσπου, το Σεπτέμβριο του 2003, πέθανε από καρδιακή προσβολή, στα 54.
Michael Des Βarres: Μετά την ολιγόμηνη εμπλοκή του στους Power Station, έγραψε μαζί με τον John Taylor το single “I Do What I Do” που ακούστηκε στο soundtrack του “9 ½ Weeks”. Κυκλοφόρησε το ’86 ένα A.O.R. album που πήγε άπατο, το “Somebody Up There Likes Me”, στο οποίο συμμετέχουν οι Andy Taylor και Steve Jones στις κιθάρες. Από το 1987 και μετά έπαιξε σε σποραδικά τον «κακό» Murdoc στην cult τηλεοπτική σειρά McGyver και συνέχισε να εμφανίζεται στη μεγάλη οθόνη σε μικρούς ρόλους (βλέπε, μ.α. “Pink Cadillac” το ’89, “The Man From Elysian Fields”, “Mullholland Drive” το 2001). Καθαρός από ουσίες ήδη από το 1981, ο Des Barres – που μέχρι το ’91 ήταν παντρεμένος με τη διαβόητη Pamela, την κορυφαία groupie της δεκαετίας του ’70 - εξακολουθεί να δουλεύει σαν dj, να παίζει με τους παλιούς – SteveJones, Clem Burke - και να κυκλοφορεί καινούρια μουσική όποτε γουστάρει.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Π Η Γ Ε Σ:

  1. Κασσέττα ΕΜΙ παραγωγής 1985, “The Power Station 33 1/3” και L.P. με αυτοκόλλητο «περιέχει τις επιτυχίες “Some Like It Hot” και “Get It On”».
  2. Andy Taylor, “Wild Boy: My Life In Duran Duran – Autobiography”, Grand Central Publishing; First Edition edition (September 9, 2008), pgs 195 – 220.
  3. John Taylor, “In The Pleasure Groove : Love, Death And Duran Duran – The Autobiography”, Plume; Reprint edition (September 24, 2013).
  4. Phil Collins : Not Dead Yet – The Memoir, Crown Archetype, 1st ed., Oct. 2016, pgs 203-216.
  5. Εφημερίδα “The Guardian”, 16 Νοεμβρίου 2003, συνέντευξη σε άρθρο του Peter Martin.
  6. Εφημερίδα “Record Mirror”, 16 Mαρτίου 1985, άρθρο ‘Talking 'bout my generator’.
  7. Περιοδικό “Just Seventeen”, τ. 20 Mαρτίου 1985.
  8. Περιοδικό “Just Seventeen”, συνέντευξη στον Ian Birch, 23 Οκτωβρίου 1985
  9. Περιοδικό “No 1”, άρθρο ‘Action Station’, 30 Μαρτίου 1985.
  10. Περιοδικό “No 1”, singles review, 17 Μαίου 1985
  11. Περιοδικό “No 1”, 1986, σε youtube doc.
  12. Περιοδικό “Smash Hits”, άρθρο ‘Welcome to the Power Station’, τ. Φεβρουαρίου 1985
  13. Περιοδικό “Smash Hits”, κριτική παρουσίαση του “Power Station 33 1/3”. τ. 28 Maρτίου 1985.
  14. Περιοδικό “Smash Hits”, Ritz live review, Suzan Colon, τ. 8 Ιουλίου 1985.
  15. Περιοδικό “Smash Hits”, ειδικό τεύχος Ιουλίου 1985, άρθρο “Live Aid”.
  16. Περιοδικό “Music Radar”, 13 Απριλίου 2015 (συνέντευξη MichaelDes Barres).
  17. Περιοδικό “Rolling Stone”, τ. Μαρτίου 1985.
  18. Περιοδικό “Rolling Stone”, τ. Μαίου1985.
  19. Περιοδικό “Guitarist”, τ. Μαίου 1985.
  20. Περιοδικό “The Face”, άρθρο ‘The Pop Dream Come True’, τεύχος Δεκεμβρίου1985.
  21. Περιοδικό “Modern Drummer”, τεύχος Δεκεμβρίου 1985 (συνέντευξη Tony Thompson).
  22. Περιοδικό “Modern Drummer”, 2002 (συνέντευξη Tony Thompson στον Billy Amendola).
  23. Περιοδικό “Q”, τ. Φεβρουαρίου 2008 (συνέντευξη Michael Des Barres).
  24. Περιοδικό “Mojo”, τ. Αυγούστου 2014.
  25. Ραδιοφωνική συνέντευξη στο Z-100 Radio, 24/5/1985.
  26. Ραδιοφωνική εκπομπή “Good Morning America”, συνέντευξη, 26 Αυγούστου 1985.
  27. The Quietus (thequietus.com), άρθρο του Simon Price με τίτλο “Coke & Wet: The Power Station Versus Arcadia”, αναρτημένο στις 26 Μαρτίου 2015
  28. Sonic Scoop, ιστοσελίδα του David Weiss, 19 Αυγούστου του 2017.  
  29. Συνέντευξη στη διαδικτυακή Fan page “Ask Katy”, 20 Ιουνίου 2007.
  30. Συνέντευξη του Michael Des Barres στο Cherry Lipstick, 26 Φεβρουαρίου 2018.
 

// Old Time Rock

// Live Favorites