The Clash: Παμμουσική προσφώνηση αντίστασης: Sandinista!
Monday

14Dec

Στην ταινία “Rude Boy” που βγαίνει στις βρετανικές αίθουσες στις 15 Μαρτίου του 1980, ο Joe Strummer πλένει στο νιπτήρα ένα κόκκινο μπλουζάκι.
Γράφει πάνω με λευκά γράμματα “Brigade Rosse” κι έχει στη μέση του το αστέρι. Πάνω στο αστέρι το καλάσνικοφ και πάνω στο καλάσνικοφ τα αρχικά “R.A.F.”.
«Τί γράφει πάνω;» τον ρωτάει ο Ray, ένα χαμίνι που από φαν γίνεται στην πορεία roadie των Clash και μέσα απ’ τα δικά του μάτια ο θεατής παρακολουθεί μια σειρά από δραματοποιημένα στιγμιότυπα από την περιοδεία του 1979.
Ο Strummer του απαντά καγχάζοντας:
«Είναι το όνομα μιας πιτσαρίας». Για να του εξηγήσει, σοβαρεύοντας, ότι πρόκειται για τις ιταλικές «Ερυθρές Ταξιαρχίες» και τη «Φράξια Κόκκινος Στρατός» της Γερμανίας. «Κάτι κομμουνιστικό είναι, ε; Αφού έχουνε το κόκκινο…» παρατηρεί oόχι και τόσο ευφραδής Ray.
«Δεν ξέρω», απαντά ο Strummer. «Δε μπορεί να είναι, αφού τους πυροβολούν τους κομμουνιστές. Είναι πάντως από τα αριστερά…». «Αριστερά και κομμουνιστές, εμένα το ίδιο μου κάνει», συνοψίζει αμήχανα ο Ray.
Ο Strummer εξετάζει σχολαστικά αν το σήμα έχει ξεβάψει, το σηκώνει και το δείχνει σαν έμβλημα στον νεαρό και στo επόμενο πλάνο τον βλέπουμε να έχει ανέβει στην σκηνή φορώντας το και να ξεκινάει με οργή το “Tommy Gun”. 
H σκηνή συμπυκνώνει μια αλήθεια που κοχλάζει.
Ποιοi. Pink Floyd και Pretenders και Madness;
Τους πρώτους μήνες της νέας δεκαετίας, οι Clash είναι η πραγματικά επικίνδυνη ροκ-εν-ρολ μπάντα. Με το διπλό “London Calling” ζεστό ακόμη στα ράφια των δισκοπωλείων, χρησιμοποιούν το πολυεθνικό βάθρο της δισκογραφικής εταιρίας και την ολοένα και μεγαλύτερη επιτυχία τους σαν εφαλτήριο για να καταδείξουν, να στιγματίσουν, να εξεγείρουν, ν’ αναθεωρήσουν το στερεότυπο του πλούσιου και χαρωπού ποπ σταρ που το βουλώνει και κάνει τη δουλειά του.
Γι’ αυτός – το λένε με κάθε ευκαιρία - το ροκ-εν-ρολ δεν είναι μόνο για να σε κάνει να ιδρώνεις, χωρίς να τολμά να πει κάτι με νόημα.  
Μπαίνοντας στα Wessex Studios του Λονδίνου τον Αύγουστο του ’80, οι Clash έχουν καταλάβει ένα πράγμα.
Αν πετύχουν με το τέταρτο άλμπουμ τους που ετοιμάζονται να ηχογραφήσουν να καταφέρουν το καταλυτικό χτύπημα στην αμερικανική αγορά εκπληρώνοντας τις προσδοκίες που έχει δημιουργήσει το “London Calling”, η ανταμοιβή τους θα είναι γενναία.  
Από την άλλη, οι άνθρωποι της CBS, για να βεβαιωθούν ότι ο καινούριος δίσκος δε θα εκτραπεί σε τίποτε ανεπιθύμητα ρίσκα, καλούν μέσα στο μήνα, στα κεντρικά της εταιρίας στην πλατεία του Soho τον έμπιστο ηχολήπτη τους, τον επικεφαλής του Wessex στούντιο, 36χρονο Bill Price. Με πληθώρα παρασήμων, από Moody Blues ως και Sex Pistols, ο Price δέχεται την αναπόφευκτη ερώτηση:
«Εντάξει, τουλάχιστον αυτή τη φορά, Bill δε νομίζουμε να ετοιμάζουν πάλι κανένα διπλό άλμπουμ, έτσι;» 
«Όχι, μην ανησυχείτε. Αυτή τη φορά δεν θα’ ναι διπλό. Θά’ ναι τριπλό».  
Τα δολλαριολάγνα στελέχη ξεκαρδίζονται «με το αστείο». Λογικό. Κανείς στο μουσικό κόσμο δεν είναι προετοιμασμένος για τις έξι πλευρές βινυλίου συνολικής διάρκειας 144 λεπτών που θα κυκλοφορήσουν οι Clash μετά από τέσσερις μήνες.
Για τα 36 τραγούδια που αυτές περιλαμβάνουν την χωρίς προηγούμενο μουσική πανσπερμία, την προσανατολισμένη λες ν’ αποδείξει ότι το “London Calling” ήταν απλώς η αρχή.
Funk, rap, pop, rock ‘n’ roll, gospel,  jazz, reggae/dub, musique concrète, όλα ριγμένα σ’ ένα τολμηρό, αναβράζον ηχητικό μπλέντερ, μέσα απ’ το οποίο ξεπηδούν επικίνδυνα ακονισμένες αιχμές για την αέναη μάχη ισχυρών και αδυνάμων που μαίνεται σε διάφορές γωνιές του πλανήτη, απανθισμένες από τα πιο αναγνωρίσιμα και επικηρυγμένα πολιτικά μανιφέστα.
Καλλιτεχνική επιλογή της «μοναδικής μπάντας που μετράει», όπως θα την αποκαλέσει το Rolling Stone, η οποία πηγάζει από άκρατη αυτοπεποίθηση, αψηφά εμπορικές νόρμες και απηχεί μια προσέγγιση – καμικάζι, που όμοιά της δύσκολα βρίσκεται στη ροκ εποχή : θα παίζουμε ό,τι θέλουμε, όπως θέλουμε και θα λέμε πάντοτε αυτά που θέλουμε.  
Η πρόθεσή τους να απεκδυθούν του πανκ ιματισμού και να τον τσαλαπατήσουν επικυρώνεται με το μπαίνει το 1980. Στη δεύτερη πλευρά του 12ιντσου single “London Calling” (UK#11, 19/1/80), βάζουν μια εννιάλεπτη dub εκδοχή στο κομμάτι τους “Armagideon Time”. Στις 2 Φεβρουαρίου η μπάντα μπαίνει ξανά στο Pluto Studios του Μάντσεστερ και ηχογραφούν το με βαρύ dub υπόβαθρο και folk στίχο “Bankrobber”.  

“My daddy was a bank robber - But he never hurt nobody
He just loved to live that way - And he loved to steal your money 

Some is rich, and some is poor - And that's the way the world is
But I don't believe in laying back - Sayin' how bad your luck is”. 


Κύριος υπεύθυνος για τη στροφή αυτή ο Τζαμαϊκάνος dj Mickey Dread, που τους συνοδεύει στην περιοδεία “16Tons Tour”.
«Δεν είχα ακούσει πανκ ροκ πριν συναντήσω τους Clash. Κι όταν τους γνώρισα, σχεδόν τους λυπήθηκα. Ήταν άπλυτοι, φορούσαν βρώμικα παλιόρουχα, τρύπια. Ήθελα όμως να προωθήσω τη reggae, να τη δω να γίνεται μουσική διεθνής, κι όπως διαπίστωσα, το ίδιο ήθελαν κι εκείνοι. Τους υποστήριξα 100%».  
Αργότερα μέσα στη χρονιά, τον Αύγουστο, τις μέρες που οι Clash βρίσκονται στο Wessex Studios, το κομμάτι θα κυκλοφορήσει σε single (UK#12, 6/9/80)και θα γίνει o άτυπος πρόλογος του τριπλού “Sandinista!”, χωρίς όμως να περιληφθεί σ’ αυτόν. 


Flashback στα μέσα Μαρτίου 1980. Μόλις ολοκληρώνεται το σύντομο αμερικάνικο σκέλος της περιοδείας “16Tons”, η μπάντα προσγειώντεται στη Τζαμάϊκα και καταλύουν στο Channel One Studioτου Kingston.
Ο Joe Strummer, τραγουδιστής, συνθέτης, κιθαρίστας και ιδεολογικός εκπρόσωπος των Clash, έχει κάνει δικό του το παραδοσιακό “Junco Partner” ήδη από τις μέρες του ’75, όταν το έπαιζαν με το πρώτο του συγκρότημα, τους 101’ers.
Θα το ηχογραφήσει αξιοποιώντας το ξεκούρδιστο πιάνο του στούντιο. Μένουν όμως εκεί μόνο μια βδομάδα, καθώς οι μούρες του γκέττο μυρίζονται ότι κάτι ασπρουλιάρηδες με «ακριβά πράματα» έχουν έρθει στο νησί και κυκλώνουν το στούντιο επικίνδυνα. Είναι η εποχή του ακραίου πολιτικού διχασμού και της βίας στη Τζαμάϊκα, με τις δύο αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις το «Εργατικό Κόμμα της Τζαμάϊκα» και το «Εθνικό Λαϊκό Κόμμα» να επιχειρούν με κάθε μέσο να παρουσιάσουν τον Bob Marley ως «δικόν τους». 
Μετά την αναχώρηση από τη Τζαμάϊκα, ο μπασίστας Paul Simonon ανακοινώνει ότι παίρνει άδεια έξι εβδομάδων και πετάει για Βανκούβερ. Έχει εισπράξει μια καλή μπροστάντζα για  να συμμετάσχει σ’ ένα φιλμ που γυρίζεται εκεί, στο οποίο θα εμφανίζεται ως μέλος μιας ροκ μπάντας, αποτελούμενης από τους Ray Winstone –o Κevin του Quadrophenia- Steve Jones και Paul Cook των Sex Pistols (τo “Ladies And Gentlemen, The Fabulous Stains” θα ξεχαστεί σε μηδέν χρόνο, καθώς, όπως και να το κάρουμε, δεν είναι και “Tommy”).  
Γοητευμένοι από τις περιοδείες του ’79 στην Αμερική, οι υπόλοιποι τρεις Clash αποφασίζουν να μπουν στο στούντιο, συμφωνώντας ότι το καινούριο υλικό θα πρέπει να πάρει μορφή αυτή τη φορά στη Νέα Υόρκη. Η CBS προβάλλει σθεναρή αντίσταση, καθώς το κόστος οπωσδήποτε θα εκτοξευθεί, ενώ συγχρόνως δε θα είναι εύκολο να επιτηρήσει κανείς τους τέσσερις ταραξίες και την κουστωδία τους.
Όμως και μόνο το ότι το πιο ελπιδοφόρο και ριζοσπαστικό βρετανικό ροκ συγκρότημα αποφασίζει να εκτεθεί στη Μητρόπολη - ομφαλό της γης, αποτελεί μια τρομερή περιπέτεια. Ο ακούραστος άνθρωπος πίσω από τα τύμπανα, Tοpper Headon, συνοψίζει, χρόνια μετά, τις συνθήκες αυτής της κρίσιμης απόφασης.  

«Ήταν η εποχή που επειδή ακριβώς περιοδεύαμε χωρίς διακοπή, δεν είχαμε και τόσο χρόνο για να γράψουμε τραγούδια ή να προβάρουμε. Άρχισα να κάνω περισσότερα ναρκωτικά, περνώντας σταδιακά από το speed στην ηρωίνη. Ο Mick ήθελε διακαώς να ηχογραφήσουμε στη Νέα Υόρκη για να είναι κοντά στη φίλη του. Τέσσερα σκληρά καρύδια, τέσσερις εγωϊστές, βρεθήκαμε να πρέπει να φτιάξουμε ένα δίσκο, κι ο καθένας ήθελε να κάνει το δικό του. Ξέραμε πάντως ότι ακόμη κι αν μπαίναμε στο στούντιο χωρίς τίποτε έτοιμο, από το παίξιμό μας μπορούσε να προκύψει στη στιγμή τέτοια σπίθα που ήταν ικανή να γεννήσει όσο υλικό χρειαζόμαστε και παραπάνω».  

Έτσι, χάρις την επιμονή τους, οι Clash θα βρεθούν μόνοι και ανεπιτήρητοι στη Νέα Υόρκη, τέλη Μαρτίου του 1980. Κλείνουν δωμάτια στο ξενοδοχείο Iroquois που προτιμούσε ο James Dean και ξεκινούν να τζαμάρουν στο στούντιο Power Station, στην 53η οδό. Είναι η εποχή που το hip – hopαρχίζει να κάνει αισθητή την παρουσία του.
Το “Rapper’s Delight” των Sugarhill Gang δίνει τη σκυτάλη στο “The Breaks” του Kurtis Blow, ενώ Grandmaster Flash & The Furious Five, Jimmy Spicer και SpoonieG & The Treacherous Three ακούγονται τόσο από παιδιά με ghetto blaster στους ώμους που σουλατσάρουν στον υπόγειο και χορεύουν στους δρόμους του Queens, όσο και από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς WBLS και KISS FM.
O Mick Jones, κιθαρίστας, συνθέτης, τραγουδιστής και alter ego του Strummer, πάντα ανοικτός σε εξωτικές επιρροές, θα σαγηνευτεί απ’ αυτό το ρυθμικό παραλήρημα. «Αν είναι να πεις κάτι, πρέπει να το πεις με το ρυθμό του σήμερα».  
Στο στούντιο, το ωρολόγιο πρόγραμμα είναι 10:00 με 22:00, όμως μετά από μερικές μέρες, πέρα από μια σειρά ρυθμικών βάσεων –το μπάσο έχει αναλάβει προσωρινά ο Jones– δεν προκύπτει κάτι αξιοσημείωτο.  




Ο Bill Price βάζει τα δυνατά του για να βρεθεί ένα περιβάλλον διαφορετικό, που θα ανανεώσει την έμπνευση, προσφέροντας συγχρόνως τις βέλτιστες τεχνικές δυνατότητες.
Τα Electric Lady Studios στην 8η οδό, το πανάκριβο στούντιο που είχε φτιαχτεί από τον μάνατζερ του Jimi Hendrix, έχει φιλοξενήσει, στα δέκα χρόνια της ύπαρξής του, όλους τους κορυφαίους.
«Η Columbia δε μας έδινε λεφτά για το στούντιο και χρειάστηκε να τους πιέσουμε να καταφέρουν να μας στριμώξουν για τρεις βδομάδες στο Electric Lady. Εκείνες τις μέρες, στον πάνω όροφο, οι Stones ηχογραφούσαν το “Emotional Rescue”, θυμάται ο Strummer.
Ο Price γνωρίζει την απέχθεια των Strummer και Jones για το πρωϊνό ξύπνημα και κανονίζει τα sessions να ξεκινούν μεσημέρι και να κρατούν ως τις 06:00 το πρωί. Πρώτες μέρες του Απριλίου, με τον Simonon ακόμη απόντα στο Βανκούβερ, καλούνται από το Λονδίνο μουσικές ενισχύσεις. Τα πλήκτρα -Mick Gallagher- και το μπάσο –Νorman Watt-της μπάντας του Ian Dury, φίλοι κι οι δύο των Clash και δοκιμασμένοι στο στούντιο μουσικοί, μανατζάρονται κι αυτοί από την εταιρία Blackhill και δεν έχουν την περίοδο αυτή υποχρεώσεις.  
«Πάμε Νέα Υόρκη να βοηθήσουμε τους Clash να βγάλουν άκρη. Να στρώσουμε τα κομμάτια τους. Έχουν κολλήσει, Norm!».  
Πετάει στο Λονδίνο και τους συνοδεύει στη Νεα Υόρκη ο Topper Headon. Το ότι φοράει τη ρεπούμπλικα του Strummer είναι ένα σημάδι ενότητας, αν μη τί άλλο. Με το που φτάνουν στο Iroquois, μαθαίνουν ότι ο σκηνοθέτης Martin Scorsese έχει καλέσει τη μπάντα σε συνάντηση. Σκέφτεται να τους χρησιμοποιήσει σε πρωταγωνιστικό ρόλο στην επόμενη ταινία του, που θα την ονομάσει «Οι Συμμορίες της Νέας Υόρκης».
Οι πρώτες οκτώ μέρες δουλειάς σημαδεύονται από μια απεργία στα μέσα μεταφοράς. Οι δύο Blockheads αναγκάζονται να περπατήσουν μέσα σε καταρρακτώδη βροχή για να φτάσουν στα Electric Lady.


Δεν αργούν να διαπιστώσουν ότι δεν υπάρχουν «κομμάτια» που «απλώς θέλουν στρώσιμο». Υπάρχουν μόνο κάποια σκόρπια σχήματα ηχογραφημένα πρόχειρα, ενώ τα μέλη της μπάντας δεν βρίσκονται καν όλα στο στούντιο την ίδια στιγμή. Αφού καθημερινά απλώσουν τις βρεγμένες κάλτσες τους πάνω στα καλοριφέρ για να στεγνώσουν, οι δύο Blockheads τζαμάρουν κυρίως με τον Topper Headon στα τύμπανα.
Ο Bill Price, που βλέπει τους Jones και Strummer να έρχονται από προχωρημένο απόγευμα έως και μετά τα μεσάνυχτα, ηχογραφεί τα jam, βάζοντάς τους το playback κι αφήνοντάς τους να συνεισφέρουν αργότερα ό,τι νομίζουν.
Τα sessions εξελίσσονται σε μια ανοικτή, ολοήμερη άσκηση. Όποιος θέλει μπαίνει, γράφει, τζαμάρει με όποιους τυχαίνει να έχουν έρθει πρώτοι ή δε βαριούνται να παραμείνουν μέχρι αργά. Τη δεύτερη βδομάδα, μια υποτυπώδης ρουτίνα έχει αρχίσει να τηρείται. Τα “The Magnificent Seven”, “Lightning Strikes”, “Hitsville UK”, “Something About England”, “Charlie Don’t Surf” γράφονται μ’ αυτό τον τρόπο. 
«Ήξεραν όλοι ότι είχαμε έρθει στη Νέα Υόρκη. Πέρασαν από το στούντιο μουσικοί απ’ όλη την περιοχή. Είχαμε φτιάξει μια ολόκληρη σκηνή στην πόλη».  

Ο άνθρωπος που έμαθε τον Strummer τα πρώτα του ακκόρντα, ο παλιόφιλος Tymon Dogg θα γράψει και θα τραγουδήσει –με φαλσέτο που θυμίζει David Surkamp- το “Lose This Skin”. O Ιvan Julian που έχει μόλις φύγει από τους The Voivods του Richard Hell παίζει επί μιάμισυ ώρα συνέχεια κιθάρα στο “The Call Up”, jam από το οποίο θα κρατηθούν πέντε λεπτά και θα γίνουν τραγούδι. Μόλις το πράγμα αρχίζει να ρολλάρει, το ηθικό ανεβαίνει.
Ο ιστορικός χώρος των Electric Lady βοηθά με τους πλατινένιους δίσκους, τα παχιά χαλιά και τις αυθεντικές φωτογραφίες των μουσικών ηρώων που έχουν πατήσει το πόδι τους εκεί μέσα. «Περιμένω να φανεί το φάντασμα του Hendrix απ΄τη γωνία» λέει ο Strummer αποδίδοντας το κλίμα στα Electric Lady. 
Το Μάϊο, ο χρόνος τους στη Νέα Υόρκη έχει τελειώσει κι επιστρέφουν στην Αγγλία. Περιοδεύουν –μαζί με τον Simonon που στο μεταξύ έχει επιστρέψει από τα γυρίσματα- κάνουν τηλεοπτικές εμφανίσεις και παίρνουν off ολόκληρο τον Ιούλιο. Ώσπου έρχεται ο Αύγουστος του 1980 και η ώρα να μπουν στα Wessex Studios του Λονδίνου όπου και «πρέπει» επιτέλους, η δουλειά να μπει στην τελική ευθεία.
Ολοκληρώνουν τα φωνητικά και γράφουν περισσότερα κομμάτια.
Μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου, θα ζησουν έξι ολόκληρες εβδομάδες πυρετού. 

«Μέρα νύχτα ήμασταν εκεί μέσα. Πολλές φορές κοιμόμουν κάτω απ’ το πιάνο. Δε μας έβγαζες απ’ το στούντιο ούτε σηκωτούς». 
«Έπρεπε να συναντάμε κόσμο, να μιλάμε, να ανταλλάσσουμε ενέργεια, ιδέες. Αλλιώς κλείνεσαι σε μια γυάλα και δεν καταλαβαίνεις τί συμβαίνει γύρω σου. Δε γίνεται βέβαια να έχεις δίπλα σου άτομα που μπορεί να χύσουν το κρασί τους πάνω στην κονσόλα, τέτοια συμπεριφορά δεν επιτρέπεται. Έτσι επινοήσαμε το Spliff Bunker, ένα κουβούκλιο από κιβώτια πτήσεων, στην απέναντι πλευρά από τον κυρίως χώρο του στούντιο όπου μπορούσαμε να φουμάρουμε. Στο control room υπήρχε πειθαρχία, ησυχία, οι ήχοι περνούσαν από επεξεργασία, ενώ στο Spliff Bunker γεννιούνταν οι ιδέες. Θα το πάμε έτσι, θα στήσουμε τα μικρόφωνα έτσι, πάμε τώρα αμέσως, έχω αυτή την ιδέα…». 

Με τον Mickey Dread πάντα παρόντα να παρέχει γερές δόσεις dub γράφονται τα “Washington Bullets”, “Silicon On Sapphire” και “Living In Fame”, ενώ αρχίζουν πλέον να κρατάνε κάθε ηχογράφηση, από μισοτελειωμένα πειράματα, διαφορετικές εκδοχές των τραγουδιών που έχουν ήδη ετοιμάσει, instrumental γέφυρες, ως και τα δυό αγοράκια του Mickey Gallagher –δεν έει που να τ’ αφήσει και τα έχει φέρει μαζί του «στη δουλειά»- να τραγουδάνε το “Career Opportunities”, από τον πρώτο δίσκο.



Ο Topper Headon, παρ’ ότι παραμένει εντυπωσιακά ευέλικτος και ακριβής –δεν έχει αρχίσει ακόμη να παίρνει το πάνω χέρι η σκόνη- εκφράζει αντιρρήσεις για την κατεύθυνση που παίρνει το πράμα, όμως ο Mick Jones δηλώνει αλαζονικά: «Θέλω αυτό να γίνει ένα τριπλό άλμπουμ!». Έτσι, αποφασίζουν όχι μόνο να κρατήσουν, αλλά και να χρησιμοποιήσουν ο,τιδήποτε έχουν ηχογραφήσει και να επιμείνουν –αποφασισμένοι να μη δεχτούν κουβέντα από την CBS- να μπουν στον καινούριο δίσκο όλα. Τα πάντα.  
Ο Mick Jones προτιμά να βρίσκεται μέσα στο control room δίπλα στον Price, ενώ ο Strummer, πνεύμα ανήσυχο με συναίσθηση του ότι η πολιτική σημασία της μπάντας είναι ευρύτερη από το μουσικό τους στίγμα, αποσύρεται στο «οχυρό» πολύ πιο συχνά.
Εκεί μέσα θα γράψει μεγάλο μέρος των στίχων. Κι οι δύο έχουν αρχίσει να περιστοιχίζονται από την προσωπική του ο καθένας κουστωδία, που κάνει και τους δύο να πιστεύουν ότι «εσύ, κι όχι ο άλλος, είσαι το πιο σημαντικό μέλος των Clash», Προς το παρόν, ο ανομολόγητος συναγωνισμός αποβαίνει μόνο προς όφελος του υλικού. Ένας πακτωλός από ιδέες ηχογραφείται και μπαίνει σε σειρά, χωρίς ιδιαίτερες διαφωνίες, αφού «μπαίνουν μέσα όλα».  
Στις 10 Σεπτεμβρίου κι ενώ οι ηχογραφήσεις ολοκληρώνονται, οι Blockheads έχουν εμφανιστεί στην τηλεοπτική εκπομπή “Τop of the Pops” για το κομμάτι τους “I Want To Be Straight”, για τις ανάγκες τη ςσκηνικής παρουσίας του οποίου είναι ντυμένοι αστυνομικοί.
Αποφασίζουν να πεταχτούν μέχρι να Wessex για μια φάρσα. Η οποία και πετυχαίνει. «Ακίνητοι όλοι! Συλλαμβάνεστε!» φωνάζει ο Mick Gallagher από την κορυφή της σκάλας και βλέπει τον Mick Jones να παγώνει, καθώς περιφέρεται κρατώντας ένα τεράστιο τζόϊντ, το οποίο προσπαθεί να παραχώσει στις τσέπη του, με αποτέλεσμα να κοντεύει ν’ αναφλεγεί το παντελόνι του.
Ένα εικοσάλεπτο αργότερα, ανάλογη αντίδραση έχει και ο Strummer, ερχόμενος από τα ιδιαίτερα του bunker, όπου φυλάει το δικό του απόθεμα. Για μερικά δευτερόλεπτα τρομοκρατείται, προσπαθεί να καταλάβει αν η τζαμαϊκάνικη gunga τον έχει βαρέσει στο κεφάλι, ή αν, τελικά, την πάτησε χοντρά και θα τον συλλάβουν για δεύτερη φορά μέσα στη χρονιά, μετά από το επεισόδιο το Μάϊο στο Αμβούργο, όταν κοπάνησε την κιθάρα του στο κεφάλι ενός σκίνχεντ στις πρώτες σειρες.
Πώς γίνεται ο τόπος νά’ ναι γεμάτος μπάτσους, ένας από τους οποίους όμως να παίζει σαξόφωνο; Ακουφίζεται μόνον όταν διαπιστώνει ότι είναι ο Davy Payne των Blockheads και γελώντας άγρια, αρπάζει την Telecaster και μπαίνει στο jam.  
Οι ηχογραφήσεις ολοκληρώνονται σε ανεβασμένη διάθεση. Πιστεύοντας όμως ότι η εταιρία θα κόψει ή θα «χάσει» κάποια από τα κομμάτια, οι Clash πείθουν τον Bill Price, πριν παραδόσουν το υλικό, να τους κάνει ένα αντίγραφο από τα master και να το κρύψει στο σπίτι του, στο καλυβάκι του κήπου, ώστε να κρατήσουν αποδεικτικά στοιχεία για ν’ αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε τυχόν λογοκριτική επέμβαση στο έργο τους. 
Οι αντιδράσεις της CBS απέναντι στην κυκλοφορία ενός ήδη «πανάκριβου» δίσκου είναι αναμενόμενα έντονες. Προτείνουν να επιλεγούν κομμάτια για έναν κανονικό, μονό δίσκο. Αδυνατούν, δε, να πιστέψουν ότι στο υλικό που ακούνε τίποτε σχεδόν δε μοιάζει «με πανκ» και δεν υπάρχουν κομμάτια που θα τολμούσε ο οποιοσδήποτε ραδιοσταθμός στην Αμερική να παίξει. Washington Bullets”; “Ivan Meets G.I. Joe”; “It’s up to you, not to hear the The Call Up”; Είστε τρελλοί;
Ακόμη και το ίδιο τους το κοινό θα τους γυρίσει την πλάτη, ισχυρίζονται με απόγνωση. Διαισθανόμενοι την εμπορική αυτοκτονία που κρατούν στα χέρια τους, φτιάχνουν μια επιλογή από 12 κομμάτια και τη στέλνουν στους ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Η μπάντα επιμένει ότι θέλει να διατεθεί το άλμπουμ για 5.99 λίρες, στην τιμή μονού δίσκου. Για να γίνει όμως αυτό, υποχρεώνονται να αποποιηθούν των συνθετικών τους δικαιωμάτων, μέχρι να πωληθούν 200.000 αντίτυπα στην Αγγλία.
Υπερβολική αυτοπεποίθηση, αλαζονεία ή συνειδητή περιφρόνηση στους κανόνες του παιχνιδιού; Θα αποδειχθεί ένα λάθος μοιραίο, που θα επιταχύνει τους επόμενους μήνες την ανώμαλη προσγείωσή τους στην πραγματικότητα και θα οδηγήσει μέσα σε δύο χρόνια και κάτι στην κατάρρευσή τους. Η απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία σε μια βιομηχανία με σκληρά κεφαλαιουχικούς μηχανισμούς έχει βαρύ τίμημα.  
Πάντως, θα πολεμήσουν για να προστατεύσουν την καλλιτεχνική τους ακεραιότητα   μέχρι τέλους. Στην υπέρτατη, δε, κίνηση μουσικοπολιτικού ακτιβισμού, θα τιτλοφορήσουν το άλμπουμ “Sandinista!”.
Έτσι αποκαλούνται οι «άνδρες του Sandino», οι ένοπλοι αντάρτες της Νικαράγουα που από τη δεκαετία του ’30 αντιστάθηκαν στον αμερικανό εισβολέα και άλλα τόσα αργότερα οργανώθηκαν και αντιστάθηκαν στην αμερικανοκίνητη δικτατορία του αιμοσταγούς Somoza.




Άντεξαν το διωγμό, τους εκβιασμούς και τις ωμότητες που το χουντικό καθεστώς επέβαλε στον φτωχό και κατατρεγμένο λαό τους και μεθοδικά, ανυποχώρητα, τον οδήγησαν στην επανάσταση. Το 1979 πήραν την εξουσία και τελικά στις 17 Σεπτεμβρίου 1980 με ειδικό κλιμάκιο κομμάντος έστησαν επιχείρηση και εκτέλεσαν και τον ίδιο το δικτάτορα που είχε στο μεταξύ διαφύγει στην –επίσης χουντοκρατούμενη- Παραγουάη.
Ο δε κωδικός κυκλοφορίας του δίσκου είναι FSLN-1, ευθεία αναφορά στο «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο των Σαντινίστας» (Frente Sandinista de Liberación Nacional). Πιο άμεση και διεθνοποιημένη πολιτική πρόκληση από το να έρχεται ένα μουσικό γκρουπ, ίσως το πιο ραγδαία ανερχόμενο της νέας δεκαετίας και να υποστηρίζει ανοιχτά τον αντιαμερικανισμό, να ξεσκίζει τα σάπια, μίζερα βρετανικά ήθη –όχι με παραμάνες στη μύτη και παραποιήσεις του εθνικού  ύμνου, αλλά- μιλώντας για τη φτώχεια, την αδικία του καπιταλιστικού συστήματος σε βάρος των αδυνάμων και για το δικαίωμα αντίστασης των λαών απέναντι στην κατάσταση αυτήν, δύσκολα μπορεί να γίνει αντιληπτή, σε μια χρονιά που κλείνει με πετρελαϊκή κρίση, ταραχές στην μέση ανατολή, τον Ρήγκαν καινούριο Πρόεδρο των Η.Π.Α. και τον Τζων Λέννον νεκρό από τις σφαίρες ενός φανατικού.  
Το “Sandinista!”, με εξώφυλλο μια ακόμη φωτογραφία της φωτογράφου Pennie Smith, όπως και στο ‘London Calling”, θα κυκλοφορήσει στις 12 Δεκεμβρίου 1980. Ο βρετανικός τύπος, μην μπορώντας να το χωνέψει, αλλά και για όλους τους παραπάνω λόγους, το κατακρεουργεί. Μεγάλο μέρος του κοινού δεν θα κάνει τον κόπο να δώσει ούτε τις 5.99 λίρες, επιφυλάσσοντάς του μια αναπάντεχα σύντομη -μόλις εννέα εβδομάδων- διαδρομή στα τσαρτ (UK#19, 20/12/80, δέκα θέσεις κάτω από το “London Calling”). 
Μέχρι το Μάρτιο του ’81 που θα φτάσει στις Η.Π.Α. μέχρι το Νο 24 του Billboard, οι Clash παρουσιάζουν σημάδια αποσύνθεσης. Είναι χρεωμένοι μέχρι τα μπούνια και αδυνατούν να οργανωθούν, χωρίς τη βοήθεια κάποιου τρίτου.
Ο δαιμόνιος Bernie Rhodes, από τον οποίον είχαν με ανακούφιση απαλλαγεί ένα χρόνο πριν, εκμεταλλεύεται την ευκαιρία και επανακτά τη θέση του μάνατζερ και του σχεδιαστή της πορείας τους.
Πρώτα, διπλαρώνει τον Strummer και τον πείθει ότι «αυτός είναι που πρέπει να κάνει κουμάντο».
Κάπου εκεί, η επανάσταση, μαστουρωμένη, χρεωμένη και ματαιωμένη αποσύρεται στο πίσω κάθισμα.  
«Έχω συζητήσει μ΄ένα δισεκατομμύριο διαννοούμενους ανά τον κόσμο και δεν μπορούν … δεν ξέρουν να μου πουν από ποιά πλευρά βρίσκονται οι ίδιοι», θα πει οργισμένος ο Strummer στον Alan Lewisτου Sounds, τον Ιούνιο του ’81, όταν θα απαίξουν 17 ημέρες στο Bonds International Casino της Νέας Υόρκης.
«Υπάρχουν καιροί για ευγένειες και άβολα συναισθήματα καιροί που πρέπει πραγματικά να αποφασίσεις σε τί πιστεύεις. Κι εγώ πιστεύω στο δρόμο του σοσιαλισμού. Από προσωπική εμπειρία μπορώ να πώ ότι δεν πιστεύω στις δεξιές καπιταλιστικές ομάδες πίεσης, τις κυβερνήσεις. Δεν πιστεύω σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής».
 
«Φυσικά και δεν θέλαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο ή να προκαλέσουμε παγκόσμια επανάσταση», θα δηλώσει πολλά χρόνια αργότερα ο Strummer. «Εδώ δεν τα κατάφερε ο Καρλ Μαρξ ο ίδιος, δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρουν τρεις τύποι με κιθάρες απ’ το Λονδίνο».  
Η αλήθεια είναι ότι με τον αέρα του σκληροτράχηλου πάνκη που ζούσε στα κοινόβια, που έπαιζε για πενταροδεκάρες, αψήφησε κάθε μόδα κι έφτιαξε τα σάπια από την κακουχία μπροστινά του δόντια μόλις λίγους μήνες πριν την κυκλοφορία του τέταρτου δίσκου του, το να προκαλέσει ρήγματα που θα μπορούσαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, το προσπάθησε. Το πίστεψε με τον ρομαντισμό του άγουρου ιδεολόγου που δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια στην αδικία. Με τον κωλοπαιδαρισμό του εφήβου που για πρώτη φορά του δίνεται η ευκαιρία να ξεφουσκώσει τα λάστιχα απ’ το αμάξι του μισητού του καθηγητή χωρίς να τιμωρηθεί.
Η αλήθεια επίσης είναι ότι στο τριπλό αυτό άλμπουμ, με το σα σεντόνι εφημερίδας εσώφυλλο με τους στίχους χειρόγραφους, ο ακροατής συναντά τους Clash πιο ελεύθερους και αδέσμευτους από ποτέ.  
 «Έχω συζητήσει με πάρα πολλούς ανθρώπους μέσα στα χρόνια. Για το τί θα έπρεπε και τί δε θα έπρεπε να βρίσκεται σ΄αυτό το άλμπουμ. Υπάρχουν εκεί μέσα κάποια θαυμάσια κομμάτια και κάποια ανόητα. Όμως, είναι σαν τα φύλλα που έχει το κρεμμύδι. Δεν μπορείς ν’ αφαιρέσεις κάποιο, χωρίς να χαλάσεις τον ίδιο τον καρπό. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο πιο ικανοποιημένος είμαι για τον πώς είναι φτιαγμένο αυτό το άλμπουμ».  
Τί αποκομίζει όμως κανείς όταν αναλαμβάνει να προσεγγίσει το τριπλό φορτίο του επαναστάτη “Sandinista!” ; 
Έχοντας ξεκινήσει από το άγριο, επιθετικό punk και μέσα σε λιγώτερο από τρία χρόνια άφοβα περιηγηθεί σε reggae, ska, dub και rockabilly οι Clash ξεκινούν τον δίσκο με το ακαριαία εθιστικό groove του The Magnificent Seven(UK#34, 2/5/81). “(…) Gimme Honda, Gimme Sony - So cheap and real phony - Hong Kong dollars and Indian cents - English pounds and Eskimo pence / You lot! What? - Don't stop! Give it all you got!” 




Με το μπάσο του Simonon να οδηγεί  το επιτηδευμένα ζαχαρωτό Hitsville UK(UK#56, 31/1/81) τα πρώτα δηλητηριώδη βέλη φεύγουν με στόχο την αποβλακωτικά αιμοσταγή μουσική βιομηχανία. «Ένα γρήγορο, σκληρό επάγγελμα, εργοστασίου – Χωρίς εξοδολόγιο, ούτε εκπτώσεις για δείπνα εργασίας – ούτε προμοτάρισμα στα τσαρτ – Η μπάντα μπήκε μέσα και τους άφησε ξερούς σε δύο λεπτά και πενηνταεννέα δεύτερα». Η 29χρονη Ellen Foley που ακούγεται στα πρώτα φωνητικά είναι γνωστή από το κινηματογραφικο και θεατρικό καστ του Hair.
Είναι η βασική ταγουδίστρια του Meat Loaf, έχει κυκλοφορήσει ένα σόλο δίσκο και σαγηνεύσει τον Mick Jones. Η παθιασμένη σχέση τους θα αποφέρει το “Should I Stay Or Should I Go”, ένα χρόνο αργότερα.  
Στο πυρετώδες ενάμισυ λεπτό psychobilly του “The Leader” φτύνουν κατάμουτρα την υποκρισία και την εν κρυπτώ διαστροφή της ηγεσίας, που είναι πιασμένη χέρι -χέρι με τον κιτρινισμό των ταμπλόϊντ. «Φοράει δερμάτινη μάσκα για τους προσκεκλημένους του – Εντελώς γυμνός και με βαθύ σέβας – Σηκώνει το ποτήρι στην υγειά των ψήφων – Στην αίσθηση της δύναμης και τη σκέψη του σεξ - Κι ο κόσμος έχει κάτι καλό να διαβάσει – Τις Κυριακές». 
Στο “Something About EnglandJones και Strummer, μέσα από μια τζαζ υπόκρουση που μετατρέπεται προοδευτικά σ’ ένα power pop μόρφωμα με πνευστά, μιλούν μέσα από την αφήγηση ενός γέρου πεταμένου στην άκρη του δρόμου. Ξεδιπλώνουν μια ανασκόπηση της αγγλικής ιστορίας του 20ου αιώνα για να καταλήξουν «Σου μάθανε πώς το φλυτζάνι ν’ ακουμπάς – όμως το κενό ανάμεσα σε απεργίες, πείνα, πολέμους κι ειρήνη – Η Αγγλία δεν το έκλεισε ποτέ». 
Η δεύτερη πλευρά ξεκινά με το “Rebel Waltz” ένα ρομαντικό ψευδοβαλσάκι – κάλεσμα στα όπλα (“A voice began to call, stand till you fall - The tune was an old rebel one”).
Το “Look Here” είναι μια  jazz διασκευή στο κομμάτι του Mose Alison με τον ανήσυχο για το μέλλον στίχο, ενώ με το “Crooked Beat” o Simonon χάνεται για πεντέμισυ λεπτά σε μια βόλτα με τ΄αμάξι στο Νότιο Λονδίνο, ακούγοντας τον “latest hi-fi sound of bass, guitar and drum - Seeking out a rhythm that can take the pressure off.”  
Το “Somebody Got Murdered” με τη φωνή του Jones, λέγεται ότι γράφτηκε όταν ο περίφημος παραγωγός κι ενορχηστρωτής Jack Nitzsche τους προσέγγισε αναζητώντας ένα τραγούδι για την ταινία του William Friedkin “Cruising” («Το Ψωνηστήρι», με τον Al Pacino), αφήνοντας όμως στη συνέχεια την προσφορά του μετέωρη, καθώς το εμπορικό πακέτο της ταινίας βρισκόταν στα τελευταία του στάδια.
Η power pop δυναμική του τραγουδιού έρχεται σε αντίστιξη με το σκληρό στίχο (Somebodys dead forever - Ibeen very hungry - but not enough to kill). Tα “One More Time” και “One More Dub” αφήνουν εφτά λεπτά συνολικά χώρο στον Mickey Dread να οδηγήσει το ρυθμό σε άλλο κόσμο, αυτόν του Watt Town της Τζαμάϊκα, εκεί που You dont need no silicon to calculate poverty”. 
O δεύτερος δίσκος ξεκινά με το funk Lightning Strikes (Not Once But Twice)”, πάνω στο οποίο ο Strummer γαυγίζει beat street φλασιές από τους δρόμους της Νέας Υόρκης: «Τυχαίο ωτοστόπ μεσ΄την απεργία των μεταφορικών – Ανέβα ρόλλερ σκέϊτ, πάρε ποδήλατο – τρεις στο αμάξι, Γεφυρα Μπρούκλυν – προνομιούχε, δε θα πας μακριά – Ο Τζακ κάνει γκράφφιτι με μαύρο σπρέϊ – Ο Άγγλος ανάποδα να το διαβάσει δε μπορεί - Ο Τζο Ντέλι όμως θα μπορεί – έχει τη συμμορία κάτω στην οδό Παστράμι – Απεργία ! Απεργία Αστραπή !».
Το “Up In Heaven (Not Only Here)” μας ξαναφέρνει στο Λονδίνο με μια ταχεία ποπ νεύρωση και στίχο που ξεγυμνώνει την ταξική μιζέρια, τη βασισμένη στη μισαλλοδοξία και την οπισθοδρόμηση αγγλική κοινωνία όπου «Οι γυναίκες μισούν τους άντρες τους κι οι άντρες τους δε νοιάζονται – ενώ τα παιδιά τους σκαρφίζονται σλόγκαν για ν΄αποδείξουν ότι ζουν».
«Ο φόβος εδώ πέρα είναι κι αυτός εμπόρευμα – Μας πουλάνε κλειδαρότρυπες να ρίχνουμε καμιά ματιά όσο υπακούμε».
 


Το soul / reggae αμάλγαμα Corner Soulτάσσεται στο πλευρό των διωκωμένων και θέτει το ερώτημα is the music calling for a river of blood?”, ενώ η καρναβαλική calypso του “Lets Go Crazy” ντύνει ένα ακόμα αντιεξουσιαστικό memorandum για την κατάχρηση της αστυνομικής βίας, που σβήνει μέσα στην jazz/reggae θαλπωρή του If Music Can Talk, με το σαξόφωνο ου Davey Payne των Blockheads και τους στίχους που μπαινοβγαίνουν διαλογικά από τα ηχεία.
Σε απολύτως απροσδόκητο τόνο, η πρώτη πλευρά κλείνει με το gospel/ska του “Sound Of The Sinners”, τη βρετανική παρωδία της θρησκοληψίας, τόσο λεπτή που περνά για εξαγνισμός. 
Αισίως, η τέταρτη πλευρά μουσικής γυρίζει σε οικεία εδάφη, καθώς το πόδι είναι στο γκάζι με τη διασκευή στο κομμάτι των The Equals, της παλιάς μπάντας του Eddy Grant, Police On My Back”.
Τα κοφτά ακκόρντα παραπέμπουν στον πρώτο δίσκο, ενώ η κιθάρα του Jones ακούγεται σα σειρήνα, σ΄ένα κομμάτι με την ταχυκαρδία ενός κυνηγητού από περιπολικά. Το αγχωτικό σα μουσική γέφυρα “Midnight Log” προλαβαίνει να χαστουκίσει και πάλι με την αμίμητη ευφυία του στίχου υποκρισία και συστημικές παγίδες πριν έρθει το σκληρό, παραισθησιογόνο dub του “The “Equaliser”.
Το The Call Up είναι μια διακήρυξη υπέρ της άρνησης στράτευσης, απάντηση στην ανακοίνωση των Η.Π.Α. ότι μετά την εισβολή των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν, επεξεργάζονται σχέδιο γενικής επιστράτευσης.“Its up to you not to heed the call up – Ν’ you must not act the way you were brought up δηλώνει με σταθερότητα ο Strummer, πάνω σ’ ένα μυστηριακό, μεταλλασσόμενο reggae υπόβαθρο. Θα κυκλοφορήσει ως το πρώτο single από το δίσκο στη Βρετανία (UK#40, 6/12/80). 




Το “Washington Bullets”, το πιο μεστό πολιτικό σχόλιο των τριών δίσκων, πάνω σ’ ένα reggae/ska ρυθμό με χρώμα από μαρίμπα και πλήκτρα από τον Mickey Gallagher. Από τις ταραχές στη Τζαμάϊκα, τον Κάστρο, την επανάσταση στη Νικαράγουα, τον Κόλπο των Χοίρων, τον Βίκτωρ Γιάρα και τον Αλλιέντε, τα κομβικά γεγονότα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής σταχυολογούντι μέσα σε λιγώτερο από τέσσερα λεπτά.
Όλες οι επιλεγμένες πολιτικές ανωμαλίες, ισχυρίζεται ξεκάθαρα ο Strummer, έχουν τον ίδιο παρονομαστή:
τις σφαίρες της Ουάσινγκτον.
Ωστόσο, οι αναφορές στους βρετανούς μισθοφόρους, τους αντάρτες του Αφγανιστάν «που δεν τους πήραν τα σκάγια της Μόσχας» και τους μοναχούς του Θιβέτ «όσους απ’ αυτούς δε φάγαν οι Κινέζοι», προσδίδει στο κατηγορώ έναν οικουμενικό χαρακτήρα. Στο δε νυχτερινό, γεμάτο υγρασία, βλέμμα του “Broadway” που κλείνει το δεύτερο δίσκο, ο Strummer ξαναγυρίζει σε προσωπικό επίπεδο.
Μοναξιά, ανέχεια, λαχτάρα για την άνετη ζωή, μέσα απ΄τα μάτια ενός πυγμάχου with no coins to burn”.  
Θα μπορούσε το “Sandinista!” να είχε ολοκληρωθεί εκεί, όμως το πάθος της μπάντας να ξεπεράσει τον εαυτό της, οδηγεί στον τρίτο δίσκο που ξεκινά με το ‘Lose This Skin”, και περνά σ’ ένα ακόμη σημαντικό του κομμάτι, το Charlie Dont Surf.
Με τον τίτλο του παρμένο από τη φράση του Αντισυνταγματάρχη Kilgore στο «Αποκάλυψη Τώρα», το υπνωτιστικά μελωδικό doo-wop κάνει την χαρακτηριστική για το ύφος των Clash αντίστιξη με το σκληρό στίχο για τον πολιτισμικό, αυτή τη φορά ιμπεριαλισμό:
«Η βασιλεία των υπερδυνάμεων πρέπει να τελειώσει – Τόσοι στρατοί δε γίνεται να ελευθερώσουν τη γη – Σύντομα ο βράχος θα κυλήσει καταπάνω τους – την ώρα που η Αφρική θα πνίγεται στην Κόκα Κόλα τους». Κάπου εκεί σώνονται τα «κανονικά» κομμάτια, όμως ο δίσκος συνεχίζει. Το μισοψημένο Junkie Slipείναι ένας χαοτικός Strummer που απανθίζει ρυθμικά τη ρουτίνα ενός πρεζάκια.
Το “Kingston Advice”, ένα παράπονο για την ανέχεια, φανερό ότι ηχογραφήθηκε στο πόδι, ενώ το “The Street Parade” είναι από τα jam που δεν είχαν καταλήξει ακόμη ποιά μορφή θα πάρουν.
Η τελευταία πλευρά εκπλήσσει, καθώς ξεκινά με μια φωνητική μίμηση ενός crooner για να μεταμορφωθεί στο “Version City”, που με τους Strummer και Jones σε διφωνία μιλάει για το τραίνο της έμπνευσης που περνάει από τα μέρη των μεγάλων bluesmen, υπό τη φυσαρμόνικα του Lew Lewis των Eddie & The Hot Rods.
To “Living In Fame” είναι μια dub εκδοχή του “If Music Could Talk” που τα χώνει στα συγκροτήματα της εταιρίας 2-tone όπως οι Madness και οι Specials, για την επιτηδευμένη μίξη ροκ και ρέγκε που έχουν κάνει μόδα.
Το “Mensforth Hill” είναι το “Something About England” ηχογραφημένο ανάποδα με τον τίτλο του να παραπέμπει στην αμερικάνικη στρατιωτική βάση στο Yorkshire, ενώ το instrumental εξόδιο του “Shepherds Delight” είναι η dub εκδοχή του “Police And Thieves”, με ηχητικά εφέ από βελάσματα προβάτων.
Όμως προτελευταίο κομμάτι, με τους μικρούληδες Luke και Ben Gallagher να τραγουδάνε το “Career Opportunities” με διαφορετική, ψευδοεμβατηριακή ενορχήστρωση που δίνει την τελική υπογράμμιση.
«Μου δώσανε δουλειά, μου δώσαν μαγαζί – Μού’ πανε καλά θα κάνω ό,τι μου δίνουνε να παίρνω– Ευκαιρίες για καρριέρα – αυτές που δεν έρχονται ποτέ – κάθε δουλειά που σου πασσάρουνε είναι για να σε κρατάν δεμένο – Μισώ τους κανόνες του σχολείου – Γι’ άλλον ένα βλάκα με περνάνε».



Οι Clash, έχοντας παραγεμίσει τις έξι πλευρές τριών δίσκων τους με το υλικό που οι εργοδότες τους αποστρέφονται σαν τον διάολο -επιλογές από το προσωπικό τους τζουκ μποξ, ηχητικά και ρυθμικά πειράματα και στίχο που φτύνει κατάμουτρα το διεθνές ανελεύ​θερο οικονομικό, πολιτικό καθεστώς- καταλήγουν να βάζουν στο στόμα της επόμενης γενιάς, αυτής με την ηλικία των γιων του Gallagher, ότι η κοροϊδία τελείωσε και ότι αυτό που «πρέπει» να συμβεί είναι να ξεσηκωθούν οι νέοι, οι πεινασμενοι και οι αδικημένοι και με μια γροθιά να μαυρίσουν το μάτι σ’ αυτό το καθεστώς.  
Πρώτοι, δε, δίνουν οι ίδιοι το παράδειγμα, καθώς εμπρός στο σκοπό τους, αδιαφορούν για το ότι πετούν την «ευκαιρία για καρριέρα» που οι ίδιοι με ιδρώτα και αίμα απέσπασαν, στα άχρηστα.  
Έχοντας, όμως, πρώτα, όπως έγραψε ο John Piccarella στο τεύχος της 5ης Μαρτίου 1981 του Rolling Stone, «θέσει και απαντήσει τις σωστές ερωτήσεις για τη βία και τη μη βία, την ιστορία, το μέλλον, το έγκλημα το νόμο, την επανάσταση, το φασισμό, την παγκόσμια απόγνωση και την ελπίδα».  

Παναγιώτης Παπαϊωάννου.

// Old Time Rock

// Live Favorites