John Cougar Mellencamp : Το Σκιάχτρο της Συνείδησης
Friday

29Jan

John Cougar Mellencamp : Το Σκιάχτρο της Συνείδησης

Δημοσιεύθηκε από:

29/01/2021

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

5343
«Ένα ήταν το μεγάλο λάθος σε ολόκληρη την καριέρα μου», θα πει το 2019 στο ντοκυμανταίρ με θέμα την καριέρα του, ο 88χρονος Clive Davis, ο επικεφαλής του δισκογραφικού κολοσσού της Columbia/CBS, ο μόνος μη μουσικός που έχει ενταχθεί στο Rock ’N’ Roll Hall Of Fame.
«Πίστεψα ότι δε χρειαζόμουν στο ρόστερ της εταιρίας τον John CougarMellencamp. Είχα ήδη τον Bruce Springsteen και θεώρησα ότι δεν υπήρχε λόγος να έχω και κάτι τόσο παραπλήσιο. Φυσικά, η ξεχωριστή του πορεία του μου απέδειξε ότι η εκτίμησή μου ήταν τουλάχιστον επιπόλαιη».
Πράγματι, ο γεννημένος στις 7 Οκτωβρίου του ‘51 στο ταπεινό Seymour της Indiana John Mellencamp χρειάστηκε πολύ κόπο για να ξεχωρίσει και μια περιπετειώδη, τεθλασμένη διαδρομή. Γιος γερμανών -με βαυαρική ρίζα- μεταναστών οι οποίοι είχαν περάσει τον Ατλαντικό στα μέσα του 19ου αιώνα, εγκατασταθεί στην Indiana και καταπιαστεί με τη γη και μετά την κρίση του ’29 με οικοδομικές εργασίες, ο John μεγάλωσε σε μια οικογένεια με πέντε παιδιά σε μια πολιτεία καταγεγραμμένη στο χάρτη των Η.Π.Α. για την αγροτική παραγωγή και φημισμένη μόνον χάρις όσους ξέφυγαν από κει για να γίνουν διάσημοι συγγραφείς (Lew Wallace, Theodore Dreiser), ποιητές (James Riley) ή και τραγουδοποιοί (Cole Porter, Hoagy Carmichael). Πλην της οικογένειας, η επίσημη πνευματική καθοδήγηση των νεαρών μελών της οικογένειας ερχόταν από την υπερσυντηρητική λουθηρανική εκκλησία –ιδρυτής της ο προπάππους Mellencamp- και η οικογενειακή ζωή είχε ως κεφαλή τον Richard Mellencamp, έναν πατέρα που επέβαλε το ήθος της εργασίας και την πειθαρχία στους τρεις γιους του, συχνά προκαλώντας, ιδιαίτερα τον απείθαρχο John σε αναμέτρηση με γυμνές γροθιές.
«Για να βρω ποιός είμαι και να περάσω το δικό μου απέναντι στο δικό του έπρεπε να τον αντιμετωπίσω σε αυτό το πρωτόγονο επίπεδο. Κάποια στιγμή, κουράστηκα να τις τρώω και σταμάτησα να επικοινωνώ μαζί του εντελώς».
Το σχολείο υπήρξε πραγματικό βάσανο για τον έφηβο John. Τα ατέλειωτα μοναχικά απογεύματα στο Seymour είχαν μόνο ένα παράθυρο προς τον έξω κόσμο : την πανσπερμία ρυθμών και σκοπών που διέσπειρε και καλλιέργησε η αμερικανική ραδιοφωνία, από τα μέσα του ’50 ως και τα μέσα του ’60.
Η επιρροή της οποίας σε εκατομμύρια νεαρά μυαλά όπως του John και μεγεθύνθηκε, χάρις την τηλεόραση. Με εκπομπές όπως το “Sammy Davis’ Junior Show” του ΝBC που έπαιζε κάθε Παρασκευή βράδυ, παρουσιάζοντας εντυπωσιακές μαύρες φωνές και μπάντες που δεν μπορούσε κανείς να δει αλλού, το “American Bandstand” του Dick Clark με την pop ποικιλία και τo “Shindig” τις καθημερινές το βράδυ (και τα δύο από το κανάλι ABC), το εφηβικό “Where The Action Is” και το “Hullabaloo” του NBC.
«Εκείνη την εποχή το να μπορείς να παρακολουθήσεις, λ.χ., τη Martha Reeves, τους Temptations και τις Shangri-Las στην ίδια τηλεοπτική εκπομπή, ήταν μια αποκάλυψη».
Mπλέκει από τα 15 του με άτομα που θέλουν να «φτιάξουν μπάντες». Παίζει σε γκαράζ, σε υπόγεια, σε δωμάτια συμμαθητών, σε κήπους και χορούς του σχολείου, προσπαθώντας να μιμηθεί –όπως όλοι- τους μεγάλους της βρετανικής εισβολής και τους μεγάλους της Motown εξίσου. Έξι μήνες μετά την αποφοίτησή του από το Seymour High, οδηγεί στη γειτονική κωμόπολη του Brownstown που έχει δημαρχείο και παντρεύεται την φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Μίτσιγκαν και κόρη εργοδηγού σ’ ένα τοπικό εργοστάσιο, Priscilla Esterline. Από το Δεκέμβριο του ’70 γίνεται πατέρας της μικρής Michelle και δύο χρόνια αργότερα ξεκινά να παρακολουθεί το δημόσιο Κολλέγιο της Vincennes της Indiana, κάτι σαν τεχνική σχολή διετούς φοίτησης. Όμως το μόνο που καταλήγει να κάνει είναι ν’ αναζητά μπάντες για να παίξει, να φτιάχνει κεφάλι και να ακούει αραχτός δίσκους.
«Με το χόρτο έκανα τέτοιο κεφάλι που δεν μπορούσα να σηκωθώ από τον καναπέ. Άκουγα τον ένα δίσκο Roxy Music μετά τον άλλο δίπλα στο πικ-απ, για να μη χρειάζεται καν να σηκωθώ όρθιος για να γυρίσω τo δίσκο από την άλλη πλευρά. Και περνούσαν οι μέρες μου έτσι. Τέσσερις, πέντε συνεχόμενες».
Το ’75, μπουχτισμένος από το να κυνηγάει την ουρά του στο μικροσκοπικό δίκτυο των bar με ζωντανή μουσική στην πολιτεία της Indiana, παίρνει ένα δάνειο 2.000 δολλαρίων από την Αγροτική Τράπεζα και μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, στην πρώτη του σοβαρή προσπάθεια «να τα καταφέρει».
«Ήμουν 22 χρόνων, παντρεμένος με παιδί, δεν είχα μπει ποτέ σε αεροπλάνο, ούτε σε κτίριο που να έχει παραπάνω από τέσσερις ορόφους. Ήμουν μια καταστροφή έτοιμη να συμβεί, που χτυπούσε την πόρτα της μουσικής βιομηχανίας».



Εκεί θα τον ψαρέψει ο διαβόητος Tony DeFries, πρώην μάνατζερ του David Bowie. Επιχειρώντας να θάψει τις hillbilly καταβολές κάτω από μια εκμοντερνισμένη περσόνα “James Dean που θέλει να γίνει Springsteen” φοράει στον John το καλλιτεχνικό όνομα "Johnny Cougar" και τον πειθανaγκάζει να το δεχθεί, αλλιώς «δίσκος με όνομα σαν το δικό σου, δεν το κυκλοφορούμε». Το πρώτο του lp, Chestnut Street Incident”, με τα μισά κομμάτια διασκευές από τα ’50 και τα ‘60s κυκλοφορεί, αλλά αποτυγχάνει παταγωδώς. Ο DeFreis βάζει βέτο στην κυκλοφορία του επόμενου δίσκου, “The Kid Inside”, παρ’ ότι μέσα στο 1977 έχει ήδη ηχογραφηθεί.
Η κόντρα του με τον Mellencamp γίνεται πλέον ολομέτωπη. Το δισκογραφικό συμβόλαιο με την MCA σπάει, όμως o John παραμένει φορτωμένος μ’ ένα καλλιτεχνικό όνομα που ο DeFreis εξακολουθεί να θεωρεί εν μέρει δικό του, δικαιούμενος των ωφελημάτων από ο,τιδήποτε αυτό θα αποφέρει για τα επόμενα χρόνια.
Ο Mellencamp αναθέτει την εκπροσώπησή του στον Billy Gaff, μάνατζερ του Rod Stewart και διευθυντή της μικρής Riva Records. Σ’ αυτήν κυκλοφορεί το Μάρτιο του ’78  τον ηχογραφημένο στο Λονδίνο δίσκο "Α Βiography” στον οποίο γράφει όλα τα τραγούδια και τον Ιούλιο του ’79 τον ηχογραφημένο στο Μαϊάμι τρίτο δίσκο “John Cougar", όπου για πρώτη φορά το όνομα από Johnny ωριμάζει σε John, ακόμη βέβαια κουβαλώντας το αιλουροειδές προσωνύμιο του DeFeis σα ρετσινιά (US#64, 5/1/80).
Είναι αυτό που θα τον βάλει για πρώτη φορά στο χάρτη, με το κομμάτι "I Need a Lover" (US#28, 15/12/1979), το οποίο υπήρχε και στο αγνοημένο “A Biography”. Η ανοδική πορείa συνεχίζεται με το lp “Nothing  Matters And What If It Did” (US#37, 23/5/81), στο οποίο συνεργάζεται με τον κιθαρίστα Steve Cropper, τον άνθρωπο που είχε παίξει σε δεκάδες δίσκους της Stax Records για να γίνει γνωστός στο ευρύ κοινό ως ο μουσάτος κιθαρίστας των Blues Brothers, από την ομώνυμη ταινία. Με τον γάμο του με την Priscilla να έχει λυθεί σε πολιτισμένο κλίμα το ’81, ο δίσκος “American Fool”, που κυκλοφορεί τον Απρίλιο του ’82 θα τον φέρει αγκαλιά με την μεγάλη επιτυχία, όχι όμως χωρίς να αντιμετωπίσει σοβαρές αντιξοότητες.
Oι άνθρωποι της Riva έχουν σκοπό να τον παρουσιάσουν ως τον νέο Neil Diamond και αρχικά απορρίπτουν το μουσικό περιεχόμενό του ως αντιεμπορικό, ενώ παράλληλα επιχειρούν επίμονα να αντικαταστήσουν τον παραγωγό Don Gehman, έναν άνθρωπο με τον οποίο ο Mellencamp έχει ήδη χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης από το ‘80. Δε θα υποχωρήσει και θα δικαιωθεί. Μετά από τέσσερις μήνες κυκλοφορίας, ο δίσκος καρφώνεται στο Νο 1 του Billboard για 9 συνεχόμενες εβδομάδες (11/9 – 6/11/82), με οδηγό δύο τεράστιες επιτυχίες (“Hurts So Good” [US#2, 7/8/82] και “Jack And Diane” [US#1, 2/10/82]). Είναι πλέον ένας μουσικός αστέρας πρώτης γραμμής.
To μουσικό ύφος του Mellencamp –που ακόμη έχει να υποφέρει το “Cougar” αντί για το κανονικό του επώνυμο- είναι αυτό ενός ικανού folk-rock τραγουδοποιού, ο οποίος όμως δεν έχει πίσω του μια υπερηχητική μπάντα σαν του Springsteen, έναν έμπειρο παραγωγό σαν τον Jimmy Iovine του Tom Petty ή το ραδιοφωνικό και φωτογενές λούστρο του ήχου του νεαρού ανερχόμενου Καναδού Bryan Adams. Έχοντας για πρώτη φορά καθιερωθεί στη μουσική βιομηχανία, είναι πάντως σε θέση να επιβάλει, για πρώτη φορά, τη προσθήκη του πραγματικού του ονόματος στη μαρκίζα.
Είναι πια ο John Cougar Mellencamp.
Στα τέλη του ’83 κυκλοφορεί το δίσκο “Uh – Huh” (US#9, 28/1/84), όπου πλέον συνειδητά εκαταλείπει κάθε ροκ μεγαλοϊδεατισμό. Δεν θα έχει καμία τύχη, αν συνεχίσει να επιχειρεί να βελτιώσει τα αρχέτυπα των Stones ή του Bowie.
Η πρώτη ύλη για τα τραγούδια του έχει πλέον συνειδητοποιήσει ότι βρίσκεται εκεί, στη μεσοδυτική του μικρή αυλή. Συνθέτει με την ακουστική του κιθάρα και με τα απλά λόγια που ένας ανορθόγραφος μαθητής του τελευταίου θρανίου όπως αυτός μπορεί να σκαλίσει. Γράφει για τις δικές του εμμονές, τους δικούς του φόβους, αγγίζοντας έτσι τον ψυχισμό του απλού, εύπλαστου αμερικάνου ακροατή, μ’ ένα ηχόχρωμα που φέρνει προς rockabillyποιημένους The Band με καθαρά φωνητικά και τραγούδια όπως τα “Pink Houses” (US#8, 11/2/84) και “Authority Song” (US#15, 19/5/84).
Στον απόηχο της παγκόσμιας επιτυχίας του Bruce Springsteen και της επανεκλογής για δεύτερη τετραετία ως Προέδρου του Ρόναλντ Ρήγκαν το Νοέμβριο του ’84, o Mellencamp προετοιμάζει τον όγδοο δίσκο του. Ο δεύτερος γάμος του με την άσημη ηθοποιο και από χρόνια αφοσιωμένη fan του Victoria Granucci (η κάπως nerdie ξανθιά που εμφανίζεται μαζί του στο βίντεο κλιπ του “Jack And Diane”) έχει προσθέσει ήδη άλλες δύο κόρες στην οικογένεια, την Teddy Jo και την Justice, όμως το γεγονός που έχει αλλάξει εντελώς την ψυχική του διάθεση έχει συμβεί στις 26 Δεκεμβρίου του 1983.
Πεθαίνει στα 79 του από καρκίνο στον πνεύμονα ο παππούς του, ο άνθρωπος που για μια ζωή υπήρξε ο αντίποδας στην σκληρή, αποξενωτική συμπεριφορά του πατέρα του, Richard. Ο Harry Perry Mellencamp, που όλοι τον φώναζαν με το παρατσούκλι “Speck” για τις έντονες φακίδες που είχε στο λευκό του δέρμα. Ο John έμεινε στο νεκροκρέβατό του μέχρι το τέλος, παρακολουθώντας αυτόν τον αγέρωχο, εσωστρεφή γέροντα να λιώνει μέρα με τη μέρα. Στωϊκός απέναντι στην ασθένεια, όσο και ξεροκέφαλα περήφανος για να φανερώσει τόσο φόβο απέναντι στο θάνατο όσο και πίστη στην μετάνοια. 
«Είναι κρίμα για οποιονδήποτε να παγιδεύει σε τέτοια μοναξιά τον εαυτό του.
Από μικρός ένιωθα πολύ κοντά μου τον παππού και τη γιαγιά μου. Ήταν τα πρόσωπα που πάντα με υποστήριζαν, αυτοί που αναλάμβαναν να εξηγούν στον πατέρα μου ότι τα έκανα όλα αυτά επειδή ήμουν… διαφορετικός. Αυτοί που ήταν στο πλαϊ μου σε όλες τις επιλογές μου. Στο να μπω στη μουσική, στο να φύγω και να πάω στη Νέα Υόρκη.
Μεγαλώνοντας έμαθα ν’ αγαπώ τους γονείς μου, όμως μέχρι να φύγω στη Νέα Υόρκη, ήμασταν στα μαχαίρια. Το να δω τον παππού μου να φεύγει μ’ αυτόν τον επώδυνο τρόπο ήταν συντριπτικό τόσο για μένα, όσο και για τον πατέρα μου, αλλά και τον θείο μου, τον
Joe. Γίναμε όλοι πολύ διαφορετικοί άνθρωποι μετά το χαμό του. Σαν οι άντρες της οικογένειας Mellencamp να ωρίμασαν απότομα, να κατάλαβαν ότι είναι μάταιο να περνάνε τις μέρες τους πολεμώντας διαρκώς όλο τον κόσμο και ταυτόχρονα ο ένας τον άλλον».



Η πορεία ζωής του “Speck”, που παράτησε γρήγορα το σχολείο για να γίνει ξυλουργός, που δούλεψε σαν αγρότης και στη συνέχεια χτίστης, φτιάχνοντας τουλάχιστον 40 σπίτια στο Seymour για τους στρατιώτες που επέστρεφαν από το μέτωπο στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που έκανε έξι παιδιά κι έχασε τον πρωτότοκο γιο του στα 15, όταν στο ποδήλατό του επέπεσε ένας μεθυσμένος με μοτοσυκλέτα, έφερε τον διάσημο πλέον τραγουδοποιό εγγονό του μπροστά από μια γραφομηχανή, αντιμέτωπο με τις αναμνήσεις και τις σκέψεις του.
Οι κοπιώδεις προσπάθειες των Mellencamp να δαμάσουν τη γη και να ζήσουν απ’ αυτήν, οι αδήριτες καθημερινές ανάγκες με τα πολλά στόματα που έπρεπε να τραφούν, και ελλείψει άλλων αγαθών, αυτό να πρέπει να συμβεί με πειθαρχία, λιτότητα και όνειρα, οι πενιχροί πόροι της ενδοχώρας που τους καθήλωναν στον χειρωνακτικό μόχθο, ο συγγενικός και κοινωνικός τους περίγυρος που βασιζόταν στην αγροκαλλιέργεια και την κτηνοτροφία, έχοντας κύριο εχθρό του την άκρατη φιλελευθεροποίηση της πολιτικής Ρήγκαν και τα μονοπώλια που ευνοούσε. Όλα αυτά τον οδήγησαν στο να γράψει τους πρώτους στίχους του υλικού που θα γινόταν λίγο καιρό μετά το «Σκιάχτρο».
Στο στούντιο που είχε φτιάξει ο ίδιος στo Βelmont της Indiana, η μπάντα του Mellencamp πέρασε ένα περίπου μήνα, αρχές Άνοιξης του ’85, κάνοντας πρόβες. Δεν ήταν ένας χαλαρός μήνας. Μπροστά στους Kenny Aronoff (τύμπανα), Larry Crane, Mike Wanchic (κιθάρες) και Toby Myers (μπάσο), ο John εμφανίζεται την πρώτη κιόλας μέρα κρατώντας στα χέρια παρτιτούρες από καμιά εκατοστή vintage ροκ ’ν’ρολ κομμάτια της δεκαετίας του ’50 και του ’60, αναθέτοντάς τους να τα μάθουν «με μαθηματική ακρίβεια, νότα προς νότα» πριν μπουν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν «τα καινούρια». Η προπαίδεια αυτή είχε το στόχο της. Το νεύρο και η φυσικότητα των αυθεντικών ηχογραφήσεων ήθελε να ποτίσουν το παίξιμό τους.
Ο Kenny Aronoff στην αυτοβιογραφία του χρόνια αργότερα αναφέρει ότι ο Mellencamp, όπως συνήθιζε, επέβαλε στη μπάντα ένα πολύ αυστηρό ημερήσιο χρονοδιάγραμμα. 11:00 με 17:00 πρόβα. Διάλειμμα δύο ωρών και μετά εξάσκηση από τις 19:00 ως τις 23:00. Μέσα Ιουνίου, οι ηχογραφήσεις έχουν ολοκληρωθεί.
Το “Scarecrow ολοκληρωμένο συνθετικά μετά από μια περίοδο περίσκεψης από πλευράς Mellencamp και μουσικής πειθαρχίας από πλευράς της μπάντας του, θα κυκλοφορήσει τελικά τον Αύγουστο του 1985. Μετά από δέκα εβδομάδες κυκλοφορίας θα φτάσει στα τέλη του φθινοπώρου μια ανάσα από την κορυφή του Hot-200 του Billboard (US#2, 16/11/85, πίσω από το compilation με τη μουσική από την τηλεοπτικη σειρά “Miami Vice”).
O τραχύς, λιτός ήχος του δίσκου τονίζει το στιχουργικό περιεχόμενο. Για πρώτη φορά ο John Mellencamp εστιάζει στο πώς νιώθουν και σκέφτονται οι συντοπίτες του, οι αγρότες και οι βιοπαλαιστές της επαρχίας. Θέλει να μιλήσει μέσα από μάτια των ανθρώπων της γενέτειράς του, που βλέπουν το κύμα της ύφεσης να ετοιμάζεται να τους σαρώσει, την εμπορευματοποίηση αγαθών και υπηρεσιών να τους απομονώνει κοινωνικά με απάνθρωπα ταχείς ρυθμούς, τα εμπορικά κέντρα να κλείνουν τις μικρές επιχειρήσεις και τις τράπεζες να τους παίρνουν τα κτήματα, καθώς η καλλιέργεια δε φτάνει για να ξεπληρωθούν τα δάνεια.
Θελει να μιλήσει γι’ αυτούς που ενώ από ανάγκη ή και συναισθηματισμό έχουν επιλέξει να μην αφήσουν τα πάτρια εδάφη, αλλά να μεγαλώσουν τα παιδιά τους σ’ αυτά, αντιμετωπίζουν ως επιτακτική μια βίαιη εσωτερική μετανάστευση, για να κυνηγήσουν πενιχρά μεροκάματα, σε κοινωνικά περιβάλλοντα φτιαγμένα να αγνοούν την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη μέσα στην οποία εκείνοι γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και άντεξαν, κρατώντας τες ως αρχές της ζωής τους.
Ο δίσκος ξεκινά με το σκυθρωπό "Rain on the Scarecrow”, όπου η πίκρα των στίχων καταστρέφει σχεδόν τη μουσικότητα.
«Μεγάλωσα όπως κι ο μπαμπάς μου – Τούτη τη γη την καθάριζε ο παπούς μου – Στα πέντε μου περπάτησα το φράχτη αυτόν, το χέρι μου εκείνος μου το κράταγε (…). Απ’ το καλοκαίρι η σοδειά δεν έφτασε να ξεπληρωθούν τα δάνεια – Ν’ αγοράσουμε δε μπορέσαμε σπορά για τούτη την Άνοιξη – Κι η Αγροτική Τράπεζα, κατάσχεσε, αμέσως – Πήρα τηλέφωνο τον Σέπμαν τον παλιόφιλο, ν’ ακυρώσει τον πλειστηριασμό – “Μού’πε Τζων, δουλειά μου είναι, ελπίζω να με καταλαβαίνεις” - Το ότι είναι δουλειά σου, κύριέ μου, δε το κάνει και σωστό – Αλλά, αν θες, μια προσευχή για την ψυχή σου το βράδυ απόψε θα την κάνω».
Το «Σκιάχτρο», ένα σαν κι αυτό αυτό που φαίνεται στο μαυρόασπρο εξώφυλλο, θαμπό, με τα χέρια ανοιχτά πίσω από έναν Mellencamp, ο οποίος με τα τζην ως φόρμα της εργατιάς κι όχι ως υπόκριση μόδας, αποποιείται την εμπορική του υπόσταση σε μια πόζα κόπωσης, συστολής, παραίτησης από το ζαχαρωτό κόσμο της ποπ, τον ίδιο που τον έχει αποδεχθεί και αναδείξει. Και γίνεται σύμβολο της υπομονής και της ανθεκτικότητας του ταπεινού γεωργού που μαστίζεται από την οικονομία μιας εποχής που δεν τον λογαριάζει. Θα γίνει το τέταρτο επιτυχημένο single από το δίσκο (US#21, 14/6/86).
Στη μονόλεπτη a capella ερμηνεία του παραδοσιακού In The Baggage Coach Ahead("Grandma's Theme") η γιαγιά Laura ακούγεται να τραγουδά έναν σκοπό που της τον είχε μάθει ο δικός της πατέρας, πίσω στο 1913. Μιλάει για μια οικογένεια πιονιέρων, που τράβηξε στα δυτικά, στη «Γη Της Επαγγελίας», για να βρει χρυσάφι, επέστρεψε όμως μερικά χρόνια μετά, με τη γυναίκα νεκρή από τις κακουχίες του ταξιδιού, με το φέρετρο να κουβαλά το άψυχο κορμί της στην καρότσα ενός τραίνου από τα ανατολικά και τον άντρα να παρηγορεί τα ορφανά στις στενάχωρες θέσεις των επιβατών.
«Το πρόσωπο ενός μωρού φέρνει τις εικόνες μιας ελπίδας λατρεμένης, που όμως ξεψύχησε. Ο John βρήκε ένα δυνατό μήνυμα σ’ αυτούς τους στίχους», θα συνοψίσει η ίδια η γιαγιά.
Η γραφομηχανή, δώρο της γυναίκας του Vicky πριν μερικά χρόνια, αποδείχθηκε μεγάλος μπελάς. Την είχε παραγγείλει με αυτόματη διόρθωση, γνωρίζοντας πώς ο Jοhn δεν τα πήγαινε καλά με την ορθογραφία, όμως εκείνος τα είχε βρει σκούρα ακόμη και με το βιβλιαράκι με τις οδηγίες χρήσης. «Μπάφιασα στο τέλος, έβαλα μέσα ένα φύλλο χαρτί κι άρχισα να γράφω έτσι στην τύχη, χωρίς διόρθωση. Απογοητευμένος κάποια στιγμή μονολόγησα “Well, I guess I'm just a stupid hillbilly. What do I know? I was born in a small town". Με τον καιρό, τα κατάφερα και βρήκα τον τρόπο να κάνω τη μηχανή να τα διορθώνει. Όμως η φράση μου κόλλησε. Πήρα λοιπόν την Gibson μου, τη φόρεσα και καθιστός, άρχισα να παίζω και να γράφω τους στίχους, χτυπώντας τα πλήκτρα. Αργά στην αρχή, κάπως πιο γρήγορα στη συνέχεια. Έτσι βγήκε το "Small Town". Το αφοπλιστικής ειλικρίνειας ροκάκι («Δεν ξεχνώ ποιο είν’ το μέρος απ’ όπου έρχομαι – Δεν ξεχνώ τους ανθρώπους που μ’ αγάπησαν – Μπορώ να είμαι αυτός που θέλω στην Μικρή μου Πόλη»), με φυσαρμόνικα από τον ίδιο να το διατρέχει, θα γίνει το δεύτερο hit single του δίσκου, τελευταίες μέρες του 1985 (US#6, 28/12/85).


Στo συγκινητικό "Minutes to Memories" μιλάει σα να είναι ο παππούς του, ο ίδιος ο “Speck”. Καβάλα στο άλογό του συναντά στα περίχωρα της Jonestown έναν νεαρό καβαλάρη και του λέει την ιστορία του.
«Γέρασα και νιώθω κάπως πολυφορεμένος κι από μέσα μου – Όλη μου τη ζωή δούλεψα στου Gary τα χαλυβουργεία – Ο δικός μου ο πατέρας βόηθησε και φτιάχτηκε τούτη η γη – Τώρα είμαι εβδομήντα εφτά και μάρτυράς μου ο  Θεός – κάθε δολλάριο που πέρασε απ’ τα χέρια μου το δούλεψα – Το καλύτερο που γνώρισα, η φαμίλια και οι φίλοι– Κι από το μάτι της καρφίτσας θα πέρναγα μαζί τους, αν λάχαινε σε μένα να πρέπει να τους γυρίσω σπίτι/ Οι μέρες γίνονται λεπτά και τα λεπτά, θύμησες – Τα σαρώνει η ζωή τα όνειρα κι ό,τι έχουμε βάλει σχέδιο να κάνουμε – Είσαι νέος, εσύ ’σαι το μέλλον – άρπαξέ το λοιπόν και ξεζούμισέ το – Γίνε ό,τι καλύτερο μπορείς». 
Το “Lonely OlNight”, η πρώτη κατά χρονική σειρά μεγάλη single επιτυχία του δίσκου (US#6, 12/10/85) έρχεται κατευθείαν από το βίωμα. Οι ατέλειωτες νύχτες μέσα στην νεκρική σιγή του Seymour, με το ράδιο να παίζει «κάποιου τραγουδιστή το θλιμένο τραγούδι» και μόνο την προσμονή για μια αγκαλιά ικανή να σπάσει τη μοναξιά.
Τραγούδι το τραγούδι ο ακροατής δε μπορεί παρά να νιώσει τη εγκαρδιότητα της ενορχήστρωσης, την ενότητα της μπάντας, τα ψυχωμένα τύμπανα του Aronoff και τα αλτρουιστικά ακκόρντα των Crane και Wanchic.


Στο "The Face of the Nation" με την έξυπνη μπασογραμμή του Toby Myers και το ωραίο σόλο στο πιάνο του John Cascella ο John υπόσχεται ότι «θα προσπαθήσει μέχρι τέλους να τα διορθώσει όλα», στο "Between a Laugh and a Tear" με το τόσο όμορφα διακριτικό χάδι από την τεράστια Rickie Lee Jones στα δεύτερα φωνητικά («Ανάμεσα στο Γέλιο και στο Δάκρυ – Χαμογέλα στον καθρέφτη σαν περνάς – Είν’ ό,τι καλύτερο μπορούμε – όχι ότι θα πάψουμε όμως να προσπαθούμε κι άλλο») συμφιλιώνεται με την ανάγκη για να ζήσεις τη στιγμή, ακόμη κι όταν νιώθεις επιβάτης στην πίσω θέση ("Rumbleseat" – το τελευταίο single, US#28, 16/8/86), ενώ στο "Justice and Independence '85" κάνει ένα λογοπαίγνιο με τα ονόματα των μελών μιας οικογένειας, για να καταλήξει ότι «Έθνος», «Δικαιοσύνη» και «Ανεξαρτησία» πρέπει να ζήσουν κάτω από την ίδια στέγη ξανά.
 
Η πιο δυνατή ροκάρια ερχεται με το άλμπουμ τρακ "You've Got to Stand for Somethin'. «Δεν είχα σκοπό να πω συγκεκριμένα για ποιό πράγμα πρέπει να παίρνεις θέση, τί ακριβώς εννοώ ότι πρέπει να στηρίζεις», προσπαθεί να εξηγήσει ο Mellencamp σε συνέντευξή του στο περιοδικό Creem, το Δεκέμβριο του ’85. «Γιατί αυτό που θέλω να πω –και νομίζω ακούγοντας όλο το δίσκο, ο κόσμος θα το καταλάβει- είναι ότι πρέπει να υποστηρίζεις την προσωπική σου αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή, να μην αφήνεις κανέναν να σε κοροϊδέψει υποδεικνύοντάς σου τί να πιστέψεις. Ο κόσμος πρέπει ν’ ανακαλύψει τον εαυτό του και να πιστέψει σ’ αυτόν, να μην αφήσει να τον σέρνουν από δω κι από κει με τις δικές τους “αλήθειες” οι άλλοι».
 
«Είδα τους Rolling Stones – Ξέχασα τον Johnny Rotten
Είδα τους Who το ’69 – Και τον Bobby Seal να λέει στους Μαύρους Πάνθηρες
Τί είχε στο μυαλό του
Είδα τον Marlon Brando πάνω στη μοτοσυκλέτα - Να το παίζει επανάσταση
Είδα το Rocky Stallone σε μια τσόντα – που τη λέγανε “O Ιταλός Επιβήτορας”
Έχω δει πράγματα πολλά – Και δεν έχω δει ποτέ μου άλλα τόσα»

 
Στο τελευταίο κομμάτι, ο Mellencamp βγάζει τη δική του αλήθεια από τη θήκη, τη φοράει στον ώμο και ξεχύνεται στο μόνο ακραιφνώς εξωστρεφές κομμάτι του δίσκου. Το "R.O.C.K. in the U.S.A. (A Salute to 60s Rock)" είναι αυτό που λέει ο τίτλος, νέτα – σκέτα. Με δεύτερα φωνητικά που παραπέμπουν σε Motown, μέλλοτρον και ονομαστική αναφορά σε Jackie Wilson, Martha & The Vandelas, James Brown, Young Rascals και Mitch Ryder, η δωδεκάμετρη ροκιά θα γίνει και ημεγαλύτερη επιτυχια του “Scarecrow” (US#2, 5/4/86).


 
Με τον τρόπο αυτόν ολοκληρώνεται αισιόδοξα ένας στιχουργικά αντιεμπορικός δίσκος όπου το άδοξο, απαξιωτικό ξέφτισμα του αμερικάνικου ονείρου προ της εταιρικής απληστίας, επανέρχεται διαρκώς με τον γλυκόπικρο, στοχαστικό τόνο του συνθέτη του. Ένας δίσκος απολύτως κόντρα στην επίφαση ευημερίας και τον ιδεολογικοποιημένο ατομικισμό των μέσων της δεκαετίας του ’80. 
Όπως και ο συνειδητοποιημένος συνθέτης του. «Δεν υπάρχει τίποτε πιο λυπηρό και συγχρόνως πιο ένδοξο από τις γενιές που αλλάζουν χέρια», σημειώνει στο οπισθόφυλλο. Για τον Mellencamp ο φόρος τιμής στους προγόνους του δεν είναι απλώς λόγια και πριν ακόμη ο δίσκος κυκλοφορήσει, θα το αποδείξει. Στο περιβόητο “Live Aid”, τη μεγαλύτερη συναυλία όλων των εποχών που γίνεται με όλη την οικουμένη να παρακολουθεί δορυφορικά στις 13 Ιουλίου 1985, με τα περισσότερα από τα μεγαλύτερα ροκ και ποπ ονόματα να δίνουν το παρών, ο John “Cougar” Mellencamp είναι απών. Όχι γιατί δεν του προτάθηκε να συμμετέχει, κάθε άλλο. Αλλά γιατί αρνήθηκε.
«Τέτοιες συναυλίες – έρανοι δε μου φαίνονται καλή ιδέα. Γιατί δε λύνουν το πρόβλημα, απλώς το καλμάρουν προσωρινά και μάλιστα με τρόπο ελάχιστα ικανοποιητικό», θα δηλώσει στο Rolling Stone, κόντρα στην ψευδεπίγραφη ευφορία ολόκληρου του μουσικού κόσμου.
Τα λόγια του Dylan, από τη σκηνή του σταδίου JFK την ημέρα του Live Aid εις επήκοον χιλιάδων θεατών και εκατομμυρίων τηλεθεατών («Ελπίζω να παίρναν λίγα από αυτά τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν για τους λαούς της Αφρικής, όχι πολλά, ένα-δύο εκατομμύρια μόνο, και να τα έδιναν για να ξεπληρωθούν οι υποθήκες σε κάποια απ’ αυτά τα κτήματα»), μπορεί ο «Σερ» Bob Geldof να τα χαρακτήρισε «χοντροκομμένα, ανόητα και εθνικιστικά», όμως σε καλλιτέχνες όπως ο Willie Nelson και ο Neil Young έδωσε μια πολύ δυνατή ιδέα.
Ο Mellencamp δε δίστασε στιγμή να συμπράξει μαζί τους, στην πρωτοβουλία τους να ενώσουν τις μουσικές τους δυνάμεις για να διοργανώσουν μια εκδήλωση με απτό αντίκρυσμα: να σώσουν όσα περισσότερα από τα κατασχεμένα αγροκτήματα των κατοίκων από τις ηπειρωτικές πολιτείες μπορούσαν. Και βοήθησε να κάνουν την ιδέα αυτή, πράξη.
Το πρώτο “Farm Aid” θα λάβει χώρα στις 22 Σεπτεμβρίου του 1985 στο Champaign του Illinois. Πάνω από 75.000 θεατές προσέρχονται να παρακολουθήσουν έναν 14ωρο μουσικό μαραθώνιο με 50 καλλιτέχνες, ανάμεσα στους οποίους οι Bob Dylan, Johnny Cash, Ry Cooder, Charlie Daniels, John Denver, Neil Young, Don Henley, Beach Boys, John Fogerty, Bonnie Raitt, Lou Reed, Roy Orbison, Tom Petty, Kenny Rodgers, Jimmy Buffet.
Εννέα εκατομμύρια δολλάρια συγκεντρώνονται, τα οποία πηγαίνουν κατευθείαν σε μια επιτροπή που τα μοιράζει σε αγρότες με ακίνητα που είναι βεβαρυμένα με δυσβάσταχτα τραπεζικά δάνεια ή που βρίσκονται ήδη υπό εκπλειστηρίαση. «Αφήστε κατά μέρος τα ποσά. Είμαστε εδώ για να ξυπνήσουμε τον κόσμο», δηλώνει ο Mellencamp, όμως το εγχείρημα θα βρει ανταπόκριση πολύ μακροβιώτερη του Live Aid. Στην πορεία των επόμενων 35 χρόνων, ο Mellencamp καθιερώνοντας το “Farm Aid” ως ετήσιο συναυλιακό event, θα βοηθήσει στο να συγκεντρωθούν πάνω από 60 εκατομμύρια δολλάρια, που διατέθηκαν για σκοπούς ενίσχυσης της αγροτικής οικονομίας της αμερικάνικης ενδοχώρας και του πληθυσμού που ζεί απ’ αυτήν.
Η κυκλοφορία του “Scarecrow” και η δραστηριοποίηση του Mellencamp ως η φωνή της συνείδησης των απλών ανθρώπων που δε ζουν ούτε καν στα στα προάστεια, αλλά στις ξεχασμένες αμερικάνικες επαρχίες, υπήρξε κομβική για όλη τη μετέπειτα καλλιτεχνική πορεία του.
Στις 10 Μαρτίου του 2008, πολλά εκατομμύρια αντίτυπα δίσκων και χιλιάδες συναυλιών αργότερα, ο λόγος που εκφώνησε κατά την τελετή εισαγωγής του στο “Rock ‘N’ Roll Hall Of Fame”, με τους γονείς του να παρακολουθούν συγκινημένοι από το θεωρείο, τελειώνει μέσα σε χειροκροτήματα, με αυτές τις κουβέντες:
«(…) Ήμουν μια ζωντανή αντίφαση σε ολόκληρη την καρριέρα μου. Δε μ’ ένοιαξαν ποτέ τα λεφτά – όμως πάντα ήθελα να πληρώνομαι. Δε μ’ ένοιαξε ποτέ να κάνω επιτυχίες – όμως πάντα ήθελα ν’ ακούω τα τραγούδια μου στο ραδιόφωνο.
Δε μ’ ενδιέφερε ποτέ τί θα έλεγαν οι κριτικοί για τη δουλειά μου - όμως διάβαζα προσεκτικά το τί έγραφαν.
Μετά από 32 χρόνια που είχα την ευκαιρία να παίξω σ’ όλα τα μπαρ, τα καταγώγια, τους σταύλους, να αποκτήσω τη γνώση κοντά στους αγρότες, τους εργάτες, να παρακολουθώ το μόχθο των ανθρώπων που ζουν μακριά από τις κεντρικές λεωφόρους, εκεί που η δημοσιότητα δεν κάνει τον κόπο κοιτάξει, των ανθρώπων που, αφού έχτισαν αυτή τη χώρα με τον ιδρώτα τους, εκείνη, αργά και σιωπηλά τους ξέχασε, νιώθω ότι είμαι ο τύπος που ιδρώνει όλη μέρα για να ανεβάσει το βράχο στην κορυφή του βουνού, μόνο και μόνο για να δει το επόμενο πρωί ότι αυτός έχει ξανακυλήσει πίσω – ναι, αυτός ο τύπος νιώθω ότι είμαι.
Για όσο όμως θ’ ακούω κάπου – κάπου ένα τραγούδι που θα μου φέρνει ένα δάκρυ στα μάτια ή έναν κόμπο στο λαιμό, θα ξέρω ότι υπάρχει ακόμη ελπίδα. Ότι υπάρχει ακόμη δουλειά που χρειάζεται να γίνει. Γιατί, το σπαθί, ξέρετε, είναι ένα όπλο ισχυρό, κι όμως δεν είναι τίποτε μπροστά στα τραγούδια και τα λόγια που βρίσκονται μέσα στα τραγούδια που όλοι μας τραγουδάμε».

Όσο για το «Σκιάχτρο», «εκεί που βρήκα για πρώτη φορά, τελικά τα πατήματά μου σαν τραγουδοποιός», όπως λέει ο ίδιος, ήδη από το 1989, το περιοδικό Rolling Stone to συμπεριλαμβάνει ανάμεσα στους 100 σημαντικότερους δίσκους της δεκαετίας του ’80.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites