Roger Waters: «Ακούτε το Radio K.A.O.S. και είστε στον αέρα»
Wednesday

16Jun

1986. Παρά το μαύρο αίμα που έχει αρχίσει να κυλά ανάμεσα στον ίδιο και τον David Gilmour, ο Roger Waters δεν έχει σταματήσει να οραματίζεται.
Σκοπός του παραμένει να μοιραστεί το απόθεμά του σε πολιτικό προβληματισμό με το κοινό, ιδίως το κοινό των Floyd το οποίο θεωρεί «δικό του». Μετά το εσωστρεφές όσο και ψυχοθεραπευτικό “The Pros And Cons Of Hitch-hiking” του ’84, η ματιά του ξαναγίνεται ευρυγώνια.
Αυτή τη φορά, επιδιώκει να προσεγγίσει καίριες σύγχρονες θεματικές. Το κόνσεπτ που διαμορφώνεται σταδιακά στο μυαλό του αφορά την επιρροή των ηλεκτρονικών Μ.Μ.Ε., τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτωχοποίηση, τις τελευταίες, δε, αυτές τις βλέπει ως ασθένειες σύμφυτες με τον καπιταλισμό καθώς και τον κίνδυνο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος, σ’ ένα διεθνές περιβάλλον όπου ο λεγόμενος «Πόλεμος των Άστρων», η πυραυλική ισορροπία μεταξύ Η.Π.Α. και Ε.Σ.Σ.Δ., μαίνεται.
Αφετηρία της έμπνευσης του Waters ο ραδιοφωνικός παραγωγός Jim Ladd, τον οποίο έχει γνωρίσει στο L.A. το ’79, τότε που τα ραδιοφωνικά talk show με συμμετοχή των ακροατών ήταν αναντικατάστατη μορφή επικοινωνίας, καθώς αναδείκνυαν κοινωνικές ζυμώσεις και διέπλαθαν τα αισθητήρια της κοινής γνώμης γύρω από αυτές.
Η ραγδαία μετάλλαξη τη μουσικής αγοράς στα μέσα της δεκαετίας του ’80 οδηγουσε με γοργό ρυθμό προς την συνολική τροποποίηση όλου του ραδιοφωνικού φορμάτ : φιξαρισμένο πλέϊ-λιστ, προαγορασμένο κάθε δευτερόλεπτο ραδιοφωνικού χρόνου για προϊοντική εκμετάλλευση, σπόνσορες σε εκπομπές, διαφημίσεις και διαγωνισμοί. Ακόμη και ο σταθμός στον οποίο εργαζόταν ο ίδιος ο Ladd, τον απέλυσε, αλλάζοντας το όλο ύφος του σύμφωνα με τα γούστα της εποχής και τα ανερχόμενα σε ζήτηση «διαφημιστικά πακέτα» από κάθε λογής μπίζνα για καταναλωτικά προϊόντα, από ραδιοκασετόφωνα μέχρι σερβιέτες. Η  δυναμική και η αμεσότητα του ραδιοφώνου έχει συνεπάρει τον Waters για καλά. Πάντα έχοντας υπ’ όψη του το τί συμβαίνει στη Θατσερική Βρεττανία, με τις κοινωνικές αναταραχές, την τιμωρητική ανεργία και τις μαραθώνιες απεργίες, μπόλιασε την μουσική του εμπνευση του με την ανάγκη του για κοινωνική παρέμβαση.



Το υλικό που προκύπτει παίρνει τη μορφή ενός κόνσεπτ άλμπουμ, το οποίο θέλει να έχει απήχηση στο μέσο σκεπτόμενο ακροατή και κάτι διαφορετικό σαν επίγευση, μετά το καθαρτήριο μαρτύριο του “The Wall” και το θρηνητικό “Final Cut”. Ένα αισιόδοξο μήνυμα. Στην πνευματική αυτή στροφή του Waters έχει παίξει κρίσιμο ρόλο και το “Live Aid”, το καλοκαίρι του ‘85.  Όπως αρκετοί από τους τραγουδοποιούς - οραματιστές της γενιάς του, ο Waters έχει ανάγκη να δει στην παγκοσμιότητα της μουσικής τη δυνατότητα να δοθούν λύσεις σε αρκετές από τις ανισότητες του κόσμου, ανισότητες όπως η φτώχεια και οι συνθήκες αξιοπρεπούς εργασίας, διακυβεύματα που έχουν διαμορφώσει βιωματικά τη δική του πολιτική του ταυτότητα. 
Το στόρυ του κόνσεπτ έχει ως εξής: Ο 23χρονος διανοητικά καθυστερημένος Billy ζει στη Νότια Ουαλλία, καθηλωμένος σε αναπηρική καρέκλα, μaζί με την οικογένεια του δίδυμου αδελφού του, Benny -την γυναίκα του Molly και τα παιδιά του. Ένα βράδυ ο Benny, ανθρακωρύχος, απολυμένος εξαιτίας των βίαιων ανακατατάξεων στην αγορά εργασίας, σπάει από απόγνωση μια βιτρίνα καταστήματος ηλεκτρικών συσκευών και κλέβει ένα ασύρματο τηλέφωνο, την ώρα που οι ανοικτές τηλεοράσεις στην βιτρίνα αναμεταδίδουν διάγγελμα της Θάτσερ.
Ο Benny συλλαμβάνεται, ανακρίνεται και φυλακίζεται, έχει όμως προλάβει να κρύψει το τηλέφωνο στην αναπηρική καρέκλα του Billy. Ανήμπορη να τον φροντίσει με τον Benny στη φυλακή, η Molly στέλνει τον Billy να μείνει στο L.A., μαζί με τον θείο David, ο οποίος είχε μεταναστεύσει εκεί χρόνια πριν, για να δουλέψει για την κατασκευή της ατομικής βόμβας που έπεσε στη Χιροσίμα.
Ζώντας στο L.A., ο Billy εξερευνά το τηλέφωνο και ανακαλύπτει ότι μέσα απ’ αυτό μπορεί να «πιάσει» τα ραδιοκύματα, να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο και να επέμβει σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Μέσω αυτού αρχίζει και επικοινωνεί με τον dj του “RADIO K.A.O.S.”, ενός ραδιοσταθμού που προσπαθεί να πάει κόντρα στο ρεύμα της άκρατης εμπορευματοποίησης, γι’ αυτό κι εξακολουθεί να βγάζει ακροατές να μιλούν στον αέρα. Μιλώντας μέσα από ένα συνθεσάϊζερ, με φωνή που προσομοιάζει με ενός ρομπότ, ο Billy διηγείται την ιστορία του και προχωρά παραπέρα. Νιώθει κι αυτός, όπως ο έγκλειστος αδελφός του, η φτωχή γυναίκα του, ο εξόριστος θείος David και χιλιάδες άλλοι, θύμα της αδυσώπητης οικονομικής κατάστασης, που τον έχει διώξει από την πατρίδα και τους αγαπημένους του.
Ο περιθωριακός, αδικημένος από τη ζωή Billy αναπτύσει τη διαίσθησή του και τις ικανότητές του σε τέτοιο βαθμό, ώστε με τη βοήθεια της τεχνολογίας παρεμβαίνει σ’ έναν στρατιωτικό δορυφόρο και μέσα απ΄ αυτόν ξεγελά τα διεθνή ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, διαδίδοντας ότι επίκειται παγκόσμια καταστροφή από την εκτόξευση πυρηνικών πυράλων μεταξύ των υπερδυνάμεων. Καθώς η υφήλιος αναμένει το μοιραίο, σε ένα συγκινησιακά φορτισμένο φινάλε, βγαίνει στην επιφάνεια η ανάγκη για να επαναπροσδιοριστεί η σημασία των αξιών : οικογένεια, φιλία, ειρήνη, αλληλεγγύη, απέναντι και κόντρα στην ισχύ των επίπλαστων προτύπων:  διαφημίσεις, καταναλωτισμός, επίπλαστη σύγχυση με ειδήσεις που στοχεύουν να τρομοκρατήσουν.
Η δοκιμιακού τύπου φαντασίωση περικλείει, όπως είναι φανερό, προσεγγίσεις σε θέματα που διαρκώς επανακάμπτουν στα μουσικά έργα του Waters μεταξύ 1977 και 1992. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι το σχεδόν προφητικό για το 1987 εφεύρημα της πλοκής : η έννοια διαδίκτυο ανήκε τότε επιστημονική φαντασία. Η πρόσβαση σε αυτό μέσω του «κινητού» τηλεφώνου, ένα εφεύρημα πλοκής που παραπέμπει – τηρουμένων των αναλογιών- σε Νταίνικεν, αν όχι σε Ιούλιο Βερν καθώς και το hacking, ένα τρικ που χλευαζόταν ως σεναριακή απιθανότητα όταν περνούσε μέσα από teen movies όπως το “War Games”, δείχνουν το πόσο φιλόδοξος και προχωρημένος ήταν ο Waters σε ζητήματα οικουμενικής επαγρύπνισης.  


Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε μέσα σε μόλις τρεις μήνες στα τέλη του ’86 στο στούντιο Billiard Room του Waters στο Λονδίνο, από μια ανανεωμένη σύνθεση της “Bleeding Heart Band”, του γκουπ που είχε συλλέξει να τον συνοδεύει σε περιοδείες και ηχογραφήσεις. Τα ονόματα μιλούν από μόνα τους: Andy Fairweather – Low (κιθάρα, φωνητικά), Paul Carrack (πλήκτρα, φωνητικά), Mel Collins (σαξόφωνο), Graham Broad (τύμπανα και κρουστά), συν ένα κουαρτέτο από τρομερές γυναικείες φωνές (Rhatigan, Tory, Chanter, Kissoon).
Το όλο project αποτελείτο στην αρχική του εκδοχή από 16 τραγούδια και είχε συνολική διάρκεια πάνω από μία ώρα. Τελικά, περικόπηκαν εισαγωγές, ηχητικά κολλάζ και μελωδικά περάσματα που χρησίμευαν στη διήγηση και απέμειναν μόνον 8 κομμάτια σε 41 λεπτά βινυλιακού χώρου.
Έχοντας σκόπιμα επιλέξει ένα στιλπνό, μοντέρνο, πριμαριστό ύφος ήχου που υπερτονίζει την παντοδύναμη και οικεία ραδιοφωνική μπάντα των fm που διαφεντεύει στις συνήθειες του πώς ακούγεται η μουσική εν έτει 1987, το μουσικό περιεχόμενο του δίσκου έχει καταφέρει να κρατήσεις τις συναισθηματικές και μουσικές διακυμάνσεις πυκνές, σε σημείο που να υποχρεώνουν τον ακροατή να παρακολουθήσει την πλοκή μέσα από τους στίχους.
Ta τραγούδια προλογίζονται από τη φωνή του ραδιοφωνικού dj (ακούγεται ο ίδιος ο Jim Ladd) και τα «κινηματογραφικά» ηχητικά εφέ προκύπτουν μελετημένα. Το “Radio Waves” ξεκινά τη διήγηση με μια φαινομενικά ανώδυνη uptempo διάθεση.
Ένα σαρδόνιο μουσικό δόλωμα, απόλυτα ταιριαστό με την ταπετσαρία των ρηχών hits της εποχής, καίριο σχόλιο για την δύναμη του ραδιοφώνου, τόσο εμψυχωτική, τόσο διαβρωτική. Το “Who Needs Information”, έχει αφετηρία μια πραγματική είδηση, αυτή του τυχαίου θανάτου ενός οδηγού ταξί που μετέφερε ανθρακωρύχους στον τόπο της απεργίας, από ένα τούβλο που εκτόξευσε συνάδελφός τους και συνοδεύει το επεισόδιο της πλοκής όπου ο απολυμένος αναθρακωρύχος Benny σπάει τη βιτρίνα (“Who needs information, when youre living in constant fear?”).


Οι κιθάρες άλλοτε δυναμώνουν, άλλοτε θάλπουν αναπόληση, πίκρα, ειρωνεία, πνευστά υπογραμμίζουν πλούσιες γκόσπελ μελωδίες. Η αίσθηση της αποξένωσης (“Home”), της αντικαταστατότητας (“Me Or Him”), της ανίκητης ματαιοδοξίας της πλειοψηφίας (“Sunset Strip”), του τρόμου της πυρηνικής καταστροφής, έστω και εικονικού, όπως τον θέλει το νήμα της αφήγησης (“Four Minutes”), όλα καταλήγουν σ’ ένα μεγαλειώδες “The Tide Is Turning (After Live Aid)”, με τον Waters να εκθέτει την πεποίθησή του ότι η τεχνολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για καλό σκοπό.
“Now the satellite’s confused ‘cos on Saturday night  
the airwaves are full of compassion and light
… I’ m not saying that the battle is won  
But on Saturday night all those kids in the sun
Wrested technology’s ward from the hands of the warlords”.


To single “Radio Waves” κυκλοφορεί στις 11 Μαίου του ’87 προκαλώντας κάποιο σχετικό ενδιαφέρον (UK#74 και κατά τραγική ειρωνεία, US#12 στα ... «ειδικά» Mainstream Rock Charts) ενώ τα δελτία τύπου της EMI κάνουν λόγο για μια «επερχόμενη rock opera». Το άλμπουμ κυκλοφορεί στις 15 Ιουνίου και η μεγαλύτερη μέχρι τότε περιοδεία του Waters προγραμματίζεται να ξεκινήσει στα μέσα Αυγούστου. Τo set list περιελαμβάνει ολόκληρο το καινούριο άλμπουμ, μερικά κομμάτια από αυτά που ενώ βοηθούν στην πλοκή έμειναν εκτός βινυλίου, συν κλασσικά κομμάτια των Pink Floyd. Τα σκηνικά περιλαμβάνουν μια τεράστια στρογγυλή οθόνη προβολής βίντεο, φωτιστικά τελευταίας τεχνολογίας και τον ίδιο τον Jim Ladd, επί σκηνής να μεταφέρει ανάμεσα στα τραγούδια live ερωτήματα από το κοινό. Ένας Waters αποφασισμένος να μοιράσει τα μηνύματά του χωρίς περικοπές.



Η περιοδεία του Waters στις Η.Π.Α. ξεκινά από το Rhode Island στις 14 Αυγούστου του 1987. Ο ίδιος, με μαύρα γυαλιά, σακκάκι και λευκό φανελλάκι, στεγνός και νευρώδης, πολύ νεώτερος από τα 44 χρόνια του, συγχρόνως όμως ύποπτα κοντά στον μανιακό δικτάτορα που σκιαγράφησε ο ίδιος στο «Τείχος».
Τα κλασσικά των Floyd παίζονται δίπλα στα καινούρια σ’ ένα σετ που υπερβαίνει τις τρεις ώρες. Εκπληκτικά ακριβής ήχος, μπάντα επιλέκτων μουσικών, βίντεο προβολές με ψευδοδιαφημιστικά μηνύματα ανάμικτα με σκηνές καταστροφής, προεκλογικά μηνύματα της πρώτης εκστρατείας του Ρήγκαν και αυθεντικά ερωτήματα των θεατών που γράφονται σε σημειωματάριο και μεταφέρονται στη σκηνή στα χέρια του Ladd, ο οποίος τα εκφωνεί, προσδίδοντας στη συναυλία χαρακτήρα διαδραστικού happening, πριν καν ο όρος καθιερωθεί.
Όμως καμία απ’ τις αίθουσες απ’ όπου η περιοδεία περνά δεν είναι γεμάτη. Το μεγαλύτερο κοινό που συγκεντρώνεται είναι οι 16.000 θεατές στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης, στις 24/8/1987. Ήταν μια παράσταση που οδηγούσε τον παριστάμενο θεατή να σκεφθεί, όμως το ημερολόγιο έδειχνε  1987.
Ο Ρήγκαν στο Λευκό Οίκο, η ποπ επιφάνεια κανόνας στη μαζική επικοινωνία και τα πολιτικά μηνύματα, δυσκολοχώνευτα και κουραστικά, ιδίως από έναν «γέρο» ρόκερ, είναι μοιραίο να αποβούν άσφαιρα. Το μεγαλύτερο μέρος του αμερικάνικου κοινού δεν είναι και σίγουρο αν ήθελε ή αν μπορούσε να σκεφτεί περισσότερο απ’ όσο ο τότε ηγέτης του.
Μπορεί χωρίς υπερβολή να ειπωθεί ότι τα αντικαταναλωτικά μηνύματα του Waters στην ουσία απώθησαν το αμερικανικό κοινό, μέρος του οποίου σκεφτόταν βγαίνοντας απ’ την αίθουσα μήπως πέταξε τα δολλάριά του στη συναυλία κανενός «κομμουνιστή». Όσο κι αν ο Waters δήλωνε δημόσια ότι «η ποιότητα του κοινού αντισταθμίζει την ποσότητα», σύντομα θα καταλάβει ότι έχασε τη μάχη.
«Πιθανολογώ ότι 10.000 παραπάνω θα παρακολουθήσουν απόψε τους πρώην συναδέλφους μου, λόγω του ονόματος. Καλή τους τύχη. Είμαι στο δρόμο και ανταγωνίζομια τον εαυτό μου. Το φοβερό είναι ότι έρχομαι δεύτερος» θα πει πικρόχολα το Νοέμβριο του ’87. Η περιοδεία του σύντομα υπερχρεώθηκε και τα σχέδια για επέκτασή της ματαιώθηκαν οριστικά.
Την ίδια ακριβώς περίοδο, φθινόπωρο του ‘87, η περιοδεία των «υπόλοιπων» τριών Pink Floyd, Gilmour, Mason και Wright για την προώθηση του “Momentary Lapse Of Reason”, του άλμπουμ που ο ίδιος ο Waters χαρακτήρισε μια «πολύ καλή πλαστογραφία» του ήχου των Pink Floyd, κυριολεκτικά θριάμβευε στα ταμεία των συναυλιών και των δισκοπωλείων τόσο στις Η.Π.Α., όσο και παντού.
«Ο δίσκος αυτός ήταν ένας αισχρός συμβιβασμός», θα ισχυριστεί αργότερα ο δημιουργός του, με την αναγνωρίσιμη, κυνική σχεδόν, τάση αυτοαμφισβήτησης για το πώς υλοποιεί το καλλιτεχνικό του όραμα.
Εξάλλου, δεν είναι εύκολο να τα βάζεις με τους δυνατούς, όταν αυτοί έχουν ήδη τους τρόπους να κρατούν καλά τους πολλούς αδύναμους, απρόθυμους να σε καταλάβουν. Αυτά όμως τα γνώριζε ήδη καλά ο Roger Waters. Γι’ αυτό κι εξακολούθησε και μετά το “Radio K.A.O.S.” να χτυπάει τον απάνθρωπο Λεβιάθαν της ισχύος με στίχους και μουσικές. Την επόμενη ιδέα για το πώς, του την έδωσε μετά το ραδιόφωνο, μια άλλη, πολύ πιο επιδραστική και χειριστική των ηθών οικιακή συσκευή. Αυτή που σε «διασκεδάζει μέχρι θανάτου».

Παναγιώτης Παπαϊωάννου