RATT: Round And Round (“Δε φτιάχνονται πια τέτοια κομμάτια”)
Friday

27Aug

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ: Φεβρουάριος 2009, πρώτη προβολή του “The Wrestler”. H σκηνή, ένα μικροέπος μέσα στο καταλυτικό έπος που είναι η ταινία του Darren Aronofsky.
Ο ξοφλημένος wrestler Ράντυ «Το Κριάρι» Ρόμπερτσον – με τον Μίκυ Ρουρκ σε μια ερμηνεία που ξεπερνά σε ψυχοσωματικό σπαραγμό τα μισά και παραπάνω του φιλμ του Μάρλον Μπράντο- καλεί «για μια μπύρα» τη γνώριμή του σιτεμένη στρίπερ με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Κάσσιντυ – εκπληκτική Mαρίζα Τομέϊ-, τη μόνη με την οποία νιώθεια οικειότητα, αφού κι αυτή, παρ’ ότι υποφέρει τσακισμένη απ΄το χρόνο και την ανάγκη και, όπως και κείνος για να βγάλει τα προς το ζην.
Στο μισοάδειο μπαρ, μέρα μεσημέρι, με το φως να μπαίνει δειλό απ’ τα τζάμια με το τυπωμένο λόγκο της Budweiser, από τα ηχεία ακούγεται να βγαίνει, χαμηλά, σα σιγόντο από μια άλλη εποχή, που σύρθηκε και χώιθηκε κάτω απ΄την πόρτα, το “Round And Round”.
Hell Yeah !”
Ο Ράντυ αρχίζει να κουνάει τον σαν κακοτράχαλο βουνό κορμό του χορεύοντας. Το σκαμμένο, παραμορφωμένο από τις πλαστικές πρόσωπό του πάει ν’ ανακτήσει μια ανάσα ξενοιασιάς. Το θυμάται το ρεφραίν, αφού το μόνο που δεν ξεχνιέται, το μόνο που μένει να τον κρατάει όρθιο είναι η μνήμη για τις μέρες τις ωραίες τις περασμένες. Η Κάσσιντυ μπαίνει στο ρεφραίν μαζί του.
“I knew right from the beginning, that you would end up winning
I knew right from the start, you’d put an arrow through my heart!”
«Δεν βγάζουνε πια τέτοια κομμάτια !»
«Τα eighties, man, η πιο γαμάτη εποχή ποτέ»
«GunsNRoses, οι αρχηγοί, γαμάγανε!»
«Crue
«Yeah
«Def Lep !!»
«Και μετά ήρθε αυτό το φλωράκι ο Κομπέϊν και τα γάμησε όλα…»
«Λες κι είναι αμαρτία να παρτάρεις, γαμώ το !!!»
«Να σου πώ την αλήθεια, τη μίσησα τη γαμημένη τη δεκαετία του ενενήντα…»
«Τα γαμημένα τα ‘90s ήτανε σκατά τελείως, αυτό σίγουρα !»

Και, φυσικά, πέφτει ανάμεσά τους το διστακτικό, πλην όμως καταλυτικό γλωσσόφιλο.



ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ : Ομήγυρη φρακοφορεμένων βροντοσαυρικών αριστοκρατών παίρνει το δείπνο της με όλας τας κομιλφώ επιταγάς: κεριά, άψογα παπιγιόν και μακιγιάζ (ο κωμικός και κονφερασιέ της δεκαετίας του ‘60 Milton Βerle, σε μια από τις προσφιλείς του μεταμορφώσεις, ανδρικό και γυναικείο), βαριά κοσμήματα, επαγγελματίας οσφυοκάμπτης μπάτλερ κοψιά Σερ Τζων Γκίλγουντ να σερβίρει τα εδέσματα και μια από τις δεσποσύνες, αυτή η λεπτή με το αδούλωτο βλέμμα (η 25χρονη μοντέλα Lisa Dean, γέννημα – θρέμμα του San Diego) να κρυφοασφυκτιά, να θέλει να τους φήσει σύξυλους γύρω από τα γκουρμέ πιατικά και και ν΄ανέβει στη σοφίτα, όπου ακούγεται μια μπάντα να βαράει γερά. Τόσο, που τρίζει η οροφή.
Cut στη σοφίτα : O 26χρονος Bobby Blotzer πίσω απ΄τη δίκαση να τιμωρεί τα πιατίνια. Ο 25χρονος με κουβάνικη φλέβα Juan Croucier με ψιλή περμανάντ, πόζα Bette Midler και το μπάσο ως χορογραφικό ραβδί. Ο μόλις 21 Απριλίων Warren De Martini, το παιδί - θαύμα απ’ το Σικάγο, κιθάρα μαύρη μ’ ένα τεράστιο κρανίο ζωγραφισμένο εκεί που πιανουν οι μαγνήτες. Ο γιγαντόσωμος 26χρονος Robbin Crosby με μαύρη flying V, μπλε ελεκτρίκ μάσκαρα, κόκκινη μπαντάνα κάτω απ’ την ξανθιά χαίτη και στρατιωτική μεταλλική ταυτότητα στο λαιμό. Και μπροστά τους, στη μ’ ένα ελαφρύ ψεύδισμα τραχιά φωνή, μ’ ένα κάρο χαϊμαλιά να κρέμονται απ’ τη ζώνη και τις γκέτες του, με τη μαύρη μπαντάνα ν’ αφήνει ένα κύμα από μαύρες μπούκλες να χύνεται κρύβποντας το αριστερό του μάτι, ο 28χρονος Stephen Pearcy από το San Diego, ερασιτέχνης των μηχανοκίνητων αγώνων ταχύτητας, που ένα ατύχημα τον μεταμόρφωσε από ακροατή σε μουσικό και μετέπειτα σε ιδρυτή του συγκροτήματος  που θα γινόταν τελικά η πεντάδα που ρόκαρε στη σοφίτα, κοντεύοντας να ρίξει το ταβάνι των κυριλέ βροντόσαυρων από κάτω. Οι Ratt.


ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ: 5 Αυγούστου 1984, Los Angeles Memorial Coliseum, πρώτη φορά που διεξαγεται Μαραθώνιος Γυναικών στην Ολυμπιάδα του Λος Άντζελες. Υπό θερμοκρασία 32 βαθμών κελσίου και με 90% υγρασία, η 39χρονη Gabriela Andersen – Schiess, Ελβετή δρομέας μεγάλων αποστάσεων μπαίνει παραπατώντας στο στάδιο.
Κατάκοπη από την υπερπροσπάθεια,
αρνείται να εγκαταλείψει.
Κάνει 5 λεπτά και 44 δευτερόλεπτα για να ολοκληρώσει τα 400 μέτρα του τελευταίου γύρου, με τους γιατρούς στο πλευρό της να ελέγχουν τα ζωτικά της όργανα.



Η Αντερσεν παραπαίει, υποφέρει, αλλά συνεχίζει να βαδίζει, ετοιμόρροπη προς τη γραμμή του τερματισμού, υπό την συγκινητική ενθάρρυνση 80.000 θεατών.
Τερματίζει 37η στις 44 αθλήτριες και αποθεώνεται.


Την ίδια μέρα, το single της μπάντας που παίζει στη σοφίτα, το “Round And Round”, έξι μήνες μετά την κυκλοφορία του και δύο μετά την είσοδό του μέσα στο Hot-100, θα μπει στα πρώτα 20. Είναι το καλοκαίρι της δεκαετίας που οι πωλήσεις μουσικών αλμπουμ και η εμβέλεια των σταρ που τα υπογράφουν φτάνουν παγκοσμίως στο ζενίθ. Το καλοκαίρι του “Purple Rain”, του “Footloose”, του “Ghostbusters”, Rebel Yell”, του “Born In The U.S.A.”, του Billy Idol, των ZZ TOP και των Pointer Sisters, ενώ Michael Jackson,  Cyndi Lauper, Lionel Ritchie, Glen Frey και Huey Lewis ακούγονται παντού.
Πίσω όμως από τα κορυφαία ονόματα, δεκάδες δεύτερα ή και ακόμη μικρώτερα ψάχνουν το πολυπόθητο ξέφωτο προς τη δόξα. Επίμονοι, ανυποχώρητοι, με καύσιμο την πείνα τους να πετύχουν, την οποία τροφοδοτούν με ικανές ποσότητες από παράνομες σκόνες, κάσες Budweiser και φιάλες Jack Daniels όσο και με τη φούρια τους πάνω στο σανίδι, οι από το San Diego ορμώμενοι εσωτερικοί μετανάστες στο L.A., έχοντας ζήσει τέσσερα χρόνια στο ηλιόλουστο, οξυζεναρισμένο, αδυσώπητο σε διστακτικές, ευαίσθητες μετριότητες, ηθικό πουθενά του Sunset Strip, δεν χαλιναγωγούντι με τίποτε.
Από την αρχή της χρονιάς έχουν βγει σε περιοδεία σε στάδια, support σε Ozzy Osbourne και Motley Crue, για να μεταβληθούν από αρχές Ιουνίου και μετά σε headliners, με ονόματα όπως η Lita Ford, o Eddie Money, οι Twisted Sister και οι Μama’s Boys να ανοίγουν πλέον εκείνοι γι’ αυτούς.
Βδομάδα τη βδομάδα, από σφιχτοδεμένη, αιχμηρή ομάδα με σκληρό ήχο αποκτούν τη στάση αγέλης πιστολέρο της Άγριας Δύσης που δε μασάει απέναντι σε κανενός τύπου πρόκληση.
“(…) Well, gun fighter, you think twice - Are you fast, you heed my advice
I drink whiskey, you say goodnight - I'll put an end, to this here fight”.

 

O πρώτος τους δίσκος για τον πολυεθνικό κολοσσό της Atlantic Records είχε κυκλοφορήσει από τις 27 Μαρτίου του ’84. Η συλλογή από δέκα κοφτερά, γκαζωμένα, χωρίς διαίτερη πρωτοτυπία, αλλά πλείστα ορμής κομμάτια, πήρε μορφή στα χέρια του επίσης νεαρού και φιλόδοξου ηχολήπτη Beau Hill, στον οποίο ο Doug Morris, το μεγάλο κεφάλι της Atlantic, έδωσε την ευκαιρία να υπογράψει την πρώτη του παραγωγή, «αφού δεν είχε και πολλά να χάσει». Έχει τον τίτλο “Out Of The Cellar” και στο εξώφυλλο έχει μια καλλονή να σέρνεται με τα χείλη μισάνοιχτα από έκσταση προς μια καταπακτή, απ΄όπου βγαίνει φως και ξηρός πάγος. Μια καταπακτή που όπως και η ασίγαστη φιλοδοξία, οδηγεί «Έξω απ’ το Κελλάρι».
Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η 25χρονη, που το ίδιο καλοκαίρι γίνεται η ονείρωξη εκατομμυρίων αρσενικών ως η νύφη του Tom Hanks στο “Bachelor Party” που σπάει ταμεία, είναι η highschool sweetheart του κιθαρίστα της μπάντας, Robin Crosby. Το όνομά της, Tawny Kitaen.
Την ίδια μέρα που η Gabriela Andersen περνά κατάκοπη τη γραμμή του τερματισμού στο L.A. Coliseum και αποθεώνεται, το “Out Of The Cellar” βγάζει για πάντα τους ποντικούς του San Diego απ’ το σκοτάδι της αφάνειας, καθώς με ώθηση από την εκτυλισσόμενη θριαμβευτικά περιοδεία τους, βρίσκεται μετά από 20 εβδομάδες ζωής στα τσαρτς, μέσα στο top-10 (US#7, 4/8/84).
Τo δε “Round And Round”, που παίζεται κατά κόρον από το MTV, θα φτάσει, τρεις βδομάδες αργότερα μια ανάσα από το αντίστοιχο επίτευγμα (US#12, 25/8/84). Μετά τους Van Halen, αδιαφιλονίκητους hard rock ηγέτες της δυτικής ακτής που με το “Jump” από την αρχή της χρονιάς σαρώνουν τα ποπ τσαρτ παγκοσμίως, στα χνάρια, δε, ενός άλλου σχήματος ανεπιθύμητων μαλλιάδων με το παράδοξο όνομα Quiet Riot που κατόρθωσε λίγους μήνες νωρίτερα να χτυπήσει κορυφή (“Metal Health”, US#1, 26/11/83) οι Ratt από το San Diego, ξεπερνώντας σε αντίτυπα ακόμη και τους ανερχόμενους δαίμονες της κραιπάλης Motley Crue (των οποίων το “Shout At The Devil” είχε φτάσει μόλις μέχρι το Νο 17 το Μάρτιο), θα γίνουν το πιο αναγνωρίσιμο σχήμα από τη λεγόμενη σκηνή «του Strip» που θα σημαδέψει το 1984 με τη στάμπα “heavy metal”, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό το πώς το περιεχόμενό της θα γίνεται αντιληπτό και ευχερώς κατηγοριοποιήσιμο στο εξής στην Αμερική.


ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ: Με το που βγήκαν απ’ το κελλάρι, η πρόσκληση σε αχαλίνωτο πάρτυ που οι Ratt προσωποποίησαν διήρκεσε έξι ολόκληρα χρόνια και κάτι. Με την επιβολή από τους δυσκογραφικές εταιρίες του τύπου που ο Ράντυ «Το Κριάρι» αποκάλεσε «εκείνο το φλωράκι», το hard rock που εκπροσωπούσαν είχε καταδικασθεί σε οξύ και επώδυνο θάνατο.
Έκανε κι ό,τι μπορούσε βέβαια κι ο φαινομενικά ακατανίκητος γίγαντας Robbin Crosby, ο οποίος εθισμένος στην ηρωίνη αχρήστευσε ολοκληρωτικά τον εαυτό του στις αρχές του 1991.
Χτυπημένος από aids, με 40 κιλά παραπάνω και ανίκανος να κάνει το μόνο πράγμα που είχε κάποιο νόημα γι΄αυτόν, πέθανε άρρωστος, απένταρος και αξιοθρήνητα μόνος τον Ιούνιο του 2002.
Οι υπόλοιποι Ratt, ιδίως οι Stephen Pearcy και Bobby Blotzer πέρασαν τις τρεις επόμενες δεκαετίες διεκδικώντας ο ένας από τον άλλον το όνομα της μπάντας, για να δικαιούνται αποκλειστικά να το εκποιούν περιοδεύοντας στην υγειά της παλιάς και αμετάκλητα περασμένης πια δόξας. Άδοξα, κανείς τους δεν τα κατάφερε όπως διάφοροι ιδιοτελείς παρατρεχάμενοι τους συμβούλευαν.


Η Lisa Dean, που σ΄εκείνο το βίντεο κλιπ φυσικά και παρατάει τους φρακοντυμένους κι ανεβαίνει να ροκάρει με τη μπάντα- έγινε εξώφυλλο του Vogue, meanstreak – σήμα κατετεθέν σε μια ντουζίνα πρώτης κλάσης προϊόντων ομορφιάς, διαφημιστικά και βίντεο κλίπ, με κορυφαίο το “Dirty Diana” του Michael Jacksonτα πιο ωραία πόδια του Hollywood») αποχαιρέτησε πρόωρα το μάταιο τούτο κόσμο το Δεκέμβριο του 2009.



Η Tawny Kitaen, η οποία τρία χρόνια και τρία βίντεο κλιπ των Whitesnake αργότερα αναγορεύθηκε ομοθυμαδόν σε υπέρτατο εικόνισμα θηλυκής θεότητας του hard rock στη δεκαετίας του ‘80, παντρεύτηκε και χώρισε τον David Coverdale και κεφαλαιοποίησε επί δεκαετίες όσο κανένα θηλυκό στην ιστορία της showbiz ένα σπαγγάτο πάνω σε λευκή τζάγκουαρ.  Αξιοθρήνητα αγνώριστη από μια σειρά επεμβάσεις στο πρόσωπο, η επαγγελματίας celebrity βρέθηκε νεκρή στις 7 Μαίου του 2021 από «φυσικά αίτια».
Η γεννημένη το 1945 Gabriela Andersen, παρέμεινε ενεργή και μετά τους Ολυμπιακούς του L.A. κέρδισε αγώνες ανωμάλου και  μαραθωνίους σε μικρώτερα εθνικά και διεθνή event και αποσύρθηκε ήσυχα κι ωραία, αξέχαστη για μια προσπάθεια που ισοδυναμούσε με δέκα Ολυμπιακά Μετάλλια.
Τόσο για τις μουσικές, όσο και για τις θεές των καλοκαιριών των περασμένων χρόνων, ισχύει παταγωδώς, αυτό που είπε, με πίκρα ανάμικτη με νοσταλγία, ο Ράντυ το «Κριάρι»: «Δεν φτιάχνονται πια τέτοια κομμάτια !»
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου