Μέσα της πρώτης προεδρίας Ρήγκαν στο Buckhead της Atlanta. Είναι Πέμπτη, δυόμισυ μετά τα μεσάνυχτα στo “Hedgen’s”, μια λέσχη με πάλκο για ζωντανή μουσική, απ' αυτές που θά’ θελαν σ΄ένα κανονικό κοσμοπολίτικο οδηγό πόλης να κατατάσσονται στα “men’s clubs”. ...>>

Την είχε πρωτοδεί το Νοέμβριο στο φροντιστήριο, δυό μέρες μετά από κείνο το πλασσεδάκι του Άνετου στο 1-0 την ΑΕΚ μεσ’ το Ολυμπιακό Στάδιο, τα θυμόταν καλά κάτι τέτοια. Την τύλιγε ένας αέρας από αλλού, κανένας δεν την είχε δει να σουλατσάρει στην αυλή των γειτονικών Λυκείων. ...>>

Στις 9 Οκτωβρίου του ’81 οι Rolling Stones ανέβηκαν στη σκηνή του Los Angeles Memorial Coliseum, με τα πλήθη από κάτω να παραληρούν. Από τα παρασκήνια, ένας 31χρονος λευκός από το Delaware παρακολουθούσε εκστατικός. Τί έχουν αυτοί που εκείνος δεν έχει; Ό,τι κι αν είναι, προσπαθούσε προσηλωμένος στη συναυλία να το οσμιστεί....>>

Με το που διαβάζω την είδηση, τρίβω τα μάτια μου. Οι φήμες των τελευταίων πολλών χρόνων ότι «έρχεται», πότε στην Κρήτη, πότε στην Αθήνα, «με χαρντ ροκ σχήμα, να παίξει τα παλιά» έχουν αφήσει για κουσούρι κάποια ανοσία. Το εγκατεστημένο στην ινιοβρεγματική χώρα ξενερουά πνεύμα της λογικής αρχίζει τις υπαγορεύεις: «Σύνελθε, blue collar απολειφάδι, μεγαλώνεις και δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί. Μάζευ'τα και πήγαινε να τον δεις κάπου στο εξωτερικό». ...>>

Aπόγευμα Ιουλίου του 1977 στο Δυτικό Βερολίνο. Σ’ ένα διάλειμμα των ηχογραφήσεων, ο David Bowie κοιτάει έξω απ’ το παράθυρο των Hansa Studios. Παρατηρεί ένα ζευγάρι ερωτευμένων. Στέκονται αγκαλιασμένοι και ψιθυρίζουν ο ένας στ’ αυτί του άλλου. Κάθε φιλί και πιο βαθύ, πιο δοτικό, ακόρεστο, πεισματικά αδιάφορο για τόπο και χρόνο. ...>>

Το “Unforgettable Fire” είναι ο πρώτος δίσκος που με έκανε να καταλάβω ότι υπάρχει και κάτι άλλο από τα χορευτικά χιτάκια της εποχής που “παλιώνανε” κάθε μήνα. ...>>

27 Μαρτίου του '88, αργάμισυ, πάνω στο κατάστρωμα του «Κνωσσός» που πάει για Κρήτη. Εν πλω για τις «πενταήμερες» (πολιτισμικά φορτισμένη ορολογία, μη διορθώσιμη). Λύκεια από παντού έχουν ανακατατευτεί σε παρέες της μιας βραδιάς. ...>>

Από τότε που οι έφηβοι των ‘80s αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι άλλο ροκ κι άλλο ποπ, ότι το ροκ έχει παρελθόν βαρύ και βαθύ και η ποπ είναι επιφάνεια, το όνομα των Lynyrd Skynyrd το συνόδευαν μια σειρά από αλληλένδετους συνειρμούς....>>

«Θα ξαναπαίξουμε, ρε, το πιστεύω !». Ο Ντίνος Κωστάκης, αδυνατισμένος, αλλά με τη φωτιά να καίει στα μάτια του, ξανασυναντά τον «αδερφό του», τον κιθαρίστα Ηλία Λογγινίδη και τον άνθρωπο που τους βρήκε και τους έβαλε στο χάρτη σαν μπάντα, το Γιάννη Κουτουβό. Σε μια βεράντα κάπου στη Ρόδο με εκπληκτική θέα. Με το εγγονάκι του να παίζει αμέριμνο. Και τον ίδιο να αγναντεύει καθηλωμένος στην από κατασκευής στενάχωρη αναπηρική του πολυθρόνα....>>

«Μην τους κοιτάς αυτούς. Είναι πεθαμένοι και δεν το ξέρουνε». Η σιγουριά του με τάραξε. Το εξώφυλλο του δίσκου, αφημένο πρώτο στη στοίβα, πάνω στο γκρενά βελούδινο κουβερλί της τραπεζαρίας έμοιασε ξαφνικά σαν σκηνή απ΄το «Ζαφείρι και Ατσάλι». Τέσσερις τύποι κοκκαλωμένοι, σ΄ένα διάδρομο κλειστοφοβικό, με ένα πιτσιρίκι ανάμεσά τους, να έχει γυρίσει ανάγωγα την πλάτη....>>