Paradise Lost: "Ascension"
Είναι αλήθεια πως έχουν περάσει ανεπιστρεπτί οι εποχές που οι Paradise Lost ήταν οι ηγέτες της metal καινοτομίας και έβγαζαν επαναστατικά άλμπουμ που «έτρεχαν» ολόκληρο το είδος. Τότε που έφτασαν πολύ κοντά στο να γίνουν οι Ευρωπαίοι Metallica και αντί να ακολουθήσουν την πετυχημένη συνταγή έβγαλαν ένα άλμπουμ (Host) που σόκαρε τους πάντες, με συνέπεια να τους κράζουν όλοι οι true metallers!!!
Πως γίνεται τώρα ένας 50plus τύπος που λατρεύει το hard rock και μπάντες όπως οι Europe, Def Leppard, Bon Jovi κ.ά.), να λατρεύει και τους Paradise Lost; Προφανώς βιωματικά. Κάπου εκεί στα late 90’s και στα early 00’s, αναθερμάνθηκε το metal ενδιαφέρον μου, το οποίο είχε ατονήσει από την επιτηδευμένη επαναστατική βαρεμάρα της Grunge αισθητικής. Άσε που όποιον έχουν κράξει κατά καιρούς οι οι true metallers, εγώ τον συμπαθώ. Μπάντες όπως οι Paradise Lost και οι Dream Theater ήταν αυτές που επανέφεραν τον σκληρό ήχο στις εργοστασιακές του ρυθμίσεις, παρόλο που δεν έπαιξαν ποτέ κλασικό metal. Πριν ξεκινήσω την κριτική στο "Ascension", θα πρέπει να πω ότι αγαπώ την ενδιάμεση περίοδο των Paradise Lost (One Second, Host, Believe in Nothing, Symbol of Life, Paradise Lost), δηλαδή την πιο «ευρωπαϊκή» και ατμοσφαιρική φάση τους, όπου το συγκρότημα αναζητούσε ισορροπία μεταξύ μελωδίας, συναισθηματικού βάρους και ηλεκτρονικού ήχου, χωρίς να χάνει τη σκοτεινή του ταυτότητα. Θεωρώ πως το "Ascension" συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε το Paradise Lost, γι’ αυτό κατά την γνώμη μου είναι ένα από τα καλύτερα (αν όχι το καλύτερο) άλμπουμ των Paradise Lost τα τελευταία χρόνια μην πω τις τελευταίες δεκαετίες και φανώ υπερβολικός. Όπως στο "One Second" ή στο "Symbol of Life", έτσι και στο "Ascension" το doom στοιχείο είναι παρόν, αλλά «καλλιγραφημένο» με αρμονίες, πλήκτρα, πολυεπίπεδη παραγωγή. Η κιθάρα του Mackintosh δεν είναι απλώς ρυθμικό εργαλείο… Ζωγραφίζει… Τεχνικά ανέβηκε επίπεδο. Εκεί που άλμπουμ όπως το "Draconian Times" ή το "Obsidian" προβάλλουν περισσότερο τη βαρύτητα, το Ascension επιστρέφει στο «σκοτεινό ρομαντισμό» της περιόδου One Second – Paradise Lost (τα δύο αγαπημένα μου άλμπουμ). Ειδικά κομμάτια όπως "Lay A Wreath Upon the World" ή "The Precipice" θυμίζουν το αργό, λυρικό ύφος του Paradise Lost (2005). Εδώ οι Paradise Lost ακούγονται περισσότερο «Γοτθικοί» παρά «Death Doom». Το αίσθημα που εκπέμπουν είναι βρετανικό, μελαγχολικό, σχεδόν «post-industrial» σε στιγμές — όπως τότε που επηρεάζονταν από Depeche Mode και 80s synth-rock. Το "Ascension" αποφεύγει τα synth-driven στοιχεία που χαρακτήριζαν Host ή Believe in Nothing. Αντίθετα, όλα τα ατμοσφαιρικά στρώματα προέρχονται από κιθάρες και ρυθμό. Είναι πιο «οργανικό», λιγότερο πειραματικό ηλεκτρονικά. Ας πάμε όμως να κάνουμε μια track-by-track προσέγγιση:
“Serpent On The Cross”: Ανοίγει το άλμπουμ δυναμικά με σχεδόν 6:12 διάρκεια. Η εισαγωγή έχει μεγάλο «τελετουργικό» αίσθημα, βαρύ riffing, σχεδόν doom-φόρμα που όμως συνδυάζεται με μελωδικές γραμμές. Καλό opener που σε βάζει αμέσως στην ατμόσφαιρα του άλμπουμ, βαρύ, δυναμικό, σκοτεινό, με κάποια μεγαλοπρεπή στοιχεία. Το «μείον» του είναι τα φωνητικά. Τραγούδα κανονικά ρε άνθρωπε. Μεγαλώσαμε και δεν αντέχουμε τα brutal… Δεν τα αντέχαμε και ποτέ…
“Tyrants Serenade”: Συνεχίζει με πιο uptempo ρυθμό. Κριτικές λένε ότι έχει «Type O Negative-esque creep» αίσθηση. Προσωπικά διέκρινα μια Dragonian-One Second αισθητική. Έχει πιο έντονη κιθάρα, πιο «επιθετική» μορφή, χωρίς να χάνει τη μελωδία. Είναι ένα τραγούδι που πιάνει άμεσα τον ακροατή, με τις μελωδίες του στα φωνητικά. Για κάποιον που προτιμά τα «hook/riff τραγούδια θα το βρει αρκετά ελκυστικό. Και ναι παραδέχομαι, ότι η εναλλαγή καθαρών/brutal φωνητικών, εδώ μου αρέσει.
"Salvation": Με διάρκεια περίπου 7 λεπτά, είναι ένα από τα πιο εκτεταμένα κομμάτια του άλμπουμ. Με βαριά, doom/gothic στοιχεία, «τελετουργικού» χαρακτήρα. Σε όποιον αρέσουν τα «μεγάλα» κομμάτια που αναπτύσσονται, με αύξουσα ένταση και ατμόσφαιρα — το συγκεκριμένο έχει όλα αυτά τα στοιχεία. Δύσβατο και εσωστρεφές κομμάτι, το οποίο θα ήταν πολύ καλύτερο αν είχε εντελώς καθαρά φωνητικά, θυμίζοντας μου στις αργές του στιγμές τα ΥΠΕΡΟΧΑ World Pretending και Over the Madness.
“Silence Like The Grave”: Και αισίως φτάσαμε στο πρώτο single του άλμπουμ. Αρκετά άμεσο αλλά με το σκοτεινό στυλ της μπάντας. Έχει αυτό ημί-Metallica groove που είχε και η Dragonian εποχή αλλά εξακολουθεί να είναι μελαγχολικό. Είναι ένα κομμάτι που μπορεί να αποτελέσει πόλο εισόδου για όσους δεν είναι hardcore οπαδοί της μπάντας. Δείχνει ξεκάθαρα την ισορροπία ανάμεσα σε μελωδία και σκοτάδι που επιδιώκεται σε ολόκληρο άλμπουμ. Έχει πολύ ωραίες ιδέες, θα μπορούσε να γίνει hit, αλλά δεν το απογείωσαν…
“Lay A Wreath Upon The World”: Ξεκινάει με ακουστική κιθάρα (σπάνιο για Paradise Lost). Πολυποίκιλη σύνθεση, με ωραία ατμόσφαιρα, ακουστικές διαβαθμίσεις, έγχορδα και κάπου εκεί «μεγαλοπρεπώς» ξεκινάει το κύριο μέρος. Οφείλω να ομολογήσω πως το κομμάτι είναι πολύ διαφορετικό, σε σχέση με οποιαδήποτε περίοδο των Paradise Lost και αυτό όχι απλά μου άρεσε. Με ενθουσίασε. Αυτό δείχνει ότι η μπάντα δεν επαναλαμβάνει απλώς «βαριά riffs + φωνή». Παίζει με διαφορετικά και άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία. Για εμένα που πάντα έχω όρεξη για κάτι λίγο πιο «δύσκολο», αλλά πλούσιο σε μελωδία και ατμόσφαιρα — είναι ένας χαμένος παράδεισος, που τελικά δεν φυλακίστηκε…
“Diluvium”: Κάποιες κριτικές το χαρακτηρίζουν ως «vintage Celtic Frost crawl». Δηλαδή, πιο αργό, πιο «βαρύ» κι ατμοσφαιρικό, με τα doom στοιχεία να γίνονται πιο εμφανή. Αν σου αρέσουν οι στιγμές που «κατεβάζεις ταχύτητα», ακούς το rhythm section να δουλεύει και νιώθεις τον χώρο — αυτό το κομμάτι το κάνει καλά. Εμένα πάντως μου άρεσαν οι συνεχείς αλλαγές ρυθμού και η κιθαριστική δουλειά του Greg Mackintosh.
“Savage Days”: Σίγουρα πρόκειται μια από τις πιο μελωδικές συνθέσεις που βρίσκουμε στο "Ascension". Τα φωνητικά είναι εντελώς καθαρά και θα μπορούσε να βρίσκεται εύκολα στο Host ή στο Believe in nothing. Θετική έκπληξη συνολικά το γεγονός ότι οι Paradise Lost δεν έχουν ξεχάσει την συγκεκριμένη περίοδο. “Sirens” Συνεχίζει στο ίδιο «καθαρό» μοτίβο με το Savage Days, αλλά ενώ είναι πιο heavy, είναι παράλληλα και λιγότερο ατμοσφαιρικό. Κι εδώ έχει περάσματα που δεν είναι κλασικά Paradise Lost, αλλά η γενικότερη αισθητική του μου αρέσει, αφού ξεφεύγει από τα τετριμμένα.
“Deceivers”: Κλασική Symbol of life σύνθεση με πιο «καθαρό» riffing και πιο ευθύ ρυθμό. Μπορείς εύκολα να αναγνωρίσεις την ικανότητα της μπάντας να μην επαναπαύεται και να την ψάχνει με ήχους, στυλ, εναλλαγές.
"The Precipice”: Το κλείσιμο (στη βασική έκδοση) του άλμπουμ. Όμορφο και μελαγχολικό. Ένα κομμάτι που αφήνει εντύπωση πως δεν είναι αυτό που θα διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία. Δεν θα την διεκδικήσει καν. Είναι εκεί για να δημιουργήσει μια αίσθηση «απολογισμού» ή «τελικής στάσης». Ιδανικό για να το ακούσεις με ακουστικά, μετά το άλμπουμ, να «κατεβάσεις» την ένταση, να νιώσεις την ατμόσφαιρα. Μπορεί να μην σε κάνει να χορέψεις, αλλά σίγουρα σε βάλει σε σκέψη. Οφείλω να ομολογήσω πως τα συγκεκριμένα τραγούδια που κλείνουν ατμοσφαιρικά ένα άλμπουμ τα λατρεύω. Όπως και αυτό.
“This Stark Town”: Είναι ένα up-tempo τραγούδι με τεχνικά κιθαριστικά lead, τα οποία κυριαρχούν σε όλο το άλμπουμ. Η αλήθεια είναι πως γενικά η τεχνική βελτίωση του Mackintosh, με εξέπληξε. Τόσο καλά δεν έπαιζε ποτέ. Μπορεί αυτόνομα να μην μου άρεσε τόσο πολύ σαν τραγούδι, αλλά ως μέρος του άλμπουμ (έστω ως bonus track) είναι μια χαρά. Έχει πολύ ωραία background ατμόσφαιρα.
“A Life Unknown”: Νοσταλγικό θυμίζοντας έντονα την In Requiem εποχή. Όλα τα bonus track των Paradise Lost βρίσκονται πάντα στο ίδιο ή και καλύτερο επίπεδο συνθετικά. Το ίδιο ισχύει και γι’ αυτό το κομμάτι.
Ωστόσο θα μου άρεσε πολύ περισσότερο αν βρισκόταν κάπου στην μέση και το άλμπουμ να έκλεινε με το The Precipice!!! Συμπερασματικά το "Ascension" μου άρεσε πολύ περισσότερο απ’ όλα τα τελευταία άλμπουμ των Paradise Lost. Θεωρώ πως πρόκειται ως φυσική «ωρίμανση» της ενδιάμεσης εποχής, δηλαδή ένα άλμπουμ που ξαναπιάνει το συναίσθημα και τη μελωδία του 1997-2005, της καλύτερης και πιο ώριμης εποχής του Βρετανικού συγκροτήματος. Μπορεί να είναι ένα συγκρότημα με Doom-Death βάσεις, αλλά αυτό που τους έκανε ξεχωριστούς είναι ότι υπήρξαν καινοτόμοι και πατεράδες του Gothic metal!!!
Αριστοτέλης Βασιλάκης
Ροή
Hartmann: "Twenty Times Colder’’
Civil Daze: "Once in a Blue Moon"