Pink Floyd: Ο Πόλεμος Τελείωσε, Αλλά Οι Στρατιώτες Είναι Ακόμα Στην Μάχη (μέρος 4ο)

07/08/2014

Κατηγορία: Art Rock

5631

Συνeχίζουμε απτόητοι το 4ο μέρος του αφιερώματος στους Pink Floyd και καταγράφουμε την περίοδο που το συγκρότημα αρχίζει να χάνει την έμπνευσή του αλλά όχι την γοητεία του. Το www.rocktime.gr συνεχίζει την αναδρομή του σε ένα απο τα πιο επιδραστικά γκρουπ του κλασσικού και προοδευτικού ροκ.

 

Κεφάλαιο 9 -  Είμαι ο Σπάρτακος

Το ‘’The Final Cut’’ που είναι και  το δωδέκατο στούντιο άλμπουμ, κυκλοφόρησε στις 21 Μαρτίου 1983 από τη Harvest Records στο Ηνωμένο Βασίλειο και αρκετές εβδομάδες αργότερα από την Columbia Records στις Ηνωμένες Πολιτείες ή αλλιώς αν θέλετε το  A Requiem For The Post-War Dream από τον Roger Waters είναι και αυτό concept, και είναι η τελευταία στουντιακή δουλεία με τον Roger Waters και το πρώτο χωρίς να υπάρχει πουθενά ο Rickard Wright.
Πρόκειται επίσης για το μόνο άλμπουμ των Pink Floyd στο οποίο ο Waters και μόνο πιστώνεται κάθε σύνθεση τόσο στιχουργικά όσο και μουσικά, με τους περισσότερους από τους στίχους να ερμηνεύονται από τον ίδιο ενώ ο David Gilmour κάνει φωνητικά σε ένα μόνο τραγούδι του.
  Αρχικά, προοριζόταν να είναι το άλμπουμ soundtrack για την ταινία "The Wall Pink Floyd". Με την έναρξη όμως του πολέμου των Νησιών Φόκλαντ, ο  Waters το άλλαξε έτσι ώστε να είναι μια κριτική του πολέμου, αλλά και αυτό που θεωρούσε για τη προδοσία του πατέρα του. Έφτασε στην κορυφή των βρετανικών charts, αλλά έλαβε ανάμικτες κριτικές.
Μια συνοδευτική ταινία μικρού μήκους βγήκε αργότερα. Ο  Michael Kamen, επέβλεψε και εδώ τις ενορχηστρώσεις ήταν συμπαραγωγός και μεσολαβούσε μεταξύ Waters και Gilmour. Ο James Guthrie ήταν μηχανικός ήχου και συμπαραγωγός, ενώ τα τύμπανα του Mason συμπληρώθηκαν από τον Ray Cooper, και αντικαταστάθηκαν στο "Two Suns In The Sunset" από τον Andy Newmark όταν ο Mason δεν ήταν σε θέση να εκτελέσει τις σύνθετες αλλαγές χρονισμού. Ο Nick Mason ήταν επίσης υπεύθυνος για το επαναλαμβανόμενο chorus "Maggie, what have se done?". Ο Raphael Ravenscroft  έπαιξε σαξόφωνο και η ηχογράφηση έγινε κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1982 (Ιούλιο με Δεκέμβριο), με τη χρήση οκτώ στούντιο, συμπεριλαμβανομένων του home studio του Gilmour στο Hookend Manor, και του Waters το ‘’Billiard Room Studios’’ στο East Sheen, με τα υπόλοιπα να είναι τα Mayfair Studios, Olympic Studios, Abbey Road Studios, Eel Pie Studios, Audio International, και RAK Studios.

Οι εντάσεις σύντομα έγιναν προφανείς, και ενώ οι Waters και Gilmour αρχικά δούλεψαν μαζί, παίζοντας το βίντεο παιχνίδι Donkey Kong στον ελεύθερο χρόνο τους, επέλεξαν να εργαστούν τελικά χωριστά. Ο μηχανικός ήχου Andy Jackson συνεργάστηκε με τον Waters στα φωνητικά, και ο Guthrie συνεργάστηκε με τον Gilmour στις κιθάρες. Συναντιόντουσαν κατά διαστήματα να συζητήσουν για την πρόοδο των ηχογραφήσεων. Οι Kamen και Gilmour άρχισαν να αισθάνονται πίεση, ώστε μερικές φορές ο Dave, να διατηρεί μετά βίας την ψυχραιμία του. Αποτέλεσμα αυτού, ο Waters παρατήρησε τον Kammen να γράφει διαρκώς σε ένα σημειωματάριο και χάνοντας την ψυχραιμία του, απαίτησε να μάθει τι κάνει... για να διαπιστώσει ότι είχε γράψει "I Must Not  A Fucking Sheep" (δεν είμαι ένα γαμημένο πρόβατο) κατ 'επανάληψη. Μετά από μήνες κακών σχέσεων, και μετά από μια τελική διαμάχη, ο Gilmour αφαιρέθηκε από τα credit ως παραγωγός, με δική του επιμονή. Ο Mason κράτησε τον εαυτό του μακριά και ασχολήθηκε με τα προβλήματα του γάμου του. Ο Waters αργότερα παραδέχθηκε ότι ήταν επίσης κάτω από άσχημη πίεση, και ότι στα πρώτα στάδια της παραγωγής του ‘’The Final Cut’’ πίστευε ότι ποτέ δεν θα ηχογραφούσε με τους Gilmour και Mason ξανά. Είχε απειλήσει να κυκλοφορήσει το album σαν σόλο, αν και η συμφωνία με την ΕΜΙ καθιστούσε μια τέτοια κίνηση απίθανη.  Αλλά για να λέμε και την άλλη πλευρά, είχε ρωτήσει προηγουμένως αν θα ήταν καλύτερο να το κυκλοφορήσει σαν σόλο δίσκο ή κάτω από το όνομα Pink Floyd και αρνήθηκαν.
  Το ‘’The Final Cut’’ είναι ένας αντιπολεμικός δίσκος, με τους στίχους να διερευνούν τι θεωρούσε ο Waters σαν προδοσία των νεκρών βρετανών στρατιωτών, όπως ο πατέρας του, οι οποίoι κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου θυσίασαν τη ζωή τους στο πνεύμα του μεταπολεμικού ονείρου. Αυτό το μεταπολεμικό όνειρο ήταν ότι η νίκη τους θα οδηγήσει σε έναν πιο ειρηνικό κόσμο, οι ηγέτες των οποίων δεν θα είναι πλέον τόσο πρόθυμοι για την επίλυση των διαφορών με προσφυγή σε πόλεμο. Οι στίχοι του άλμπουμ είναι κριτικές για τη Margaret Thatcher, της οποίας οι πολιτικές και οι αποφάσεις, ο Waters τις χρησιμοποιούσε σαν παράδειγμα αυτής της προδοσίας. Έτσι λοιπόν αναφέρεται ως "Maggie" σε όλο το άλμπουμ.
 Το εναρκτήριο κομμάτι, "The Post War Dream", ανοίγει ένα ηχογραφημένο μήνυμα ότι η αντικατάσταση του "Atlantic Conveyor" ένα πλοίο που χάθηκε κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, θα κατασκευαστεί στην Ιαπωνία. Αναφέρεται επίσης στο νεκρό πατέρα του, στους Ιάπωνες, και στην Margaret Thatcher, για να προχωρήσουμε στο ‘’Your Possible Pasts’’, που είναι ένα τραγούδι που απορρίφθηκε από το ‘’The Wall’’, επανεπεξεργασμένο. Ακολουθεί το "One Of The Few" , (επίσης απομεινάρι του ‘’The Wall’’), παράλληλα επιστρέφει ο δάσκαλος σαν βασικός χαρακτήρας και παρουσιάζεται ως ήρωας πολέμου που επέστρεψε στην πολιτική ζωή ο οποίος δεν είναι σε θέση να μοιραστεί τις εμπειρίες του με τη σύζυγό του, και στο  "The Hero's Return", βασανίζεται από την απώλεια ένα μέλους του αεροπληρώματός του. Το ‘’The Hero's Return’’ είχε το τίτλο ‘’Teacher, Teacher’’, στη demo έκδοση του, επίσης από το ‘’The Wall’’. Στη συνέχεια, στο "Τhe Gunner's Dream" συζητά τo μεταπολεμικό όνειρο ενός ελεύθερου κόσμου απαλλαγμένου από την τυραννία και την απειλή της τρομοκρατίας, συμπεριλαμβανομένης της αναφοράς στη βομβιστική επίθεση στο Hyde Park, δίνοντας τη σκυτάλη στο "Paranoid Eyes" με τον δάσκαλο να πέφτει θύμα του αλκοολισμού και εδώ ολοκληρώνεται η πρώτη πλευρά του άλμπουμ. Το δεύτερο μισό του, επίσης καταπιάνεται με διάφορα θέματα που σχετίζονται με τον πόλεμο. Το ‘’Get Your Filthy Hands Off My Desert’’ ασχολείται με τα συναισθήματά τους για τον πόλεμο και την εισβολή, ενώ το ‘’The Fletcher Memorial Home" (ο τίτλος είναι ένα νεύμα για τον χαμό του πατέρα του Waters) αντανακλά τη φαντασία του να συναθροίζονται πολιτικοί ηγέτες, συμπεριλαμβανομένων τους Leonid Brezhev, Menachem Begin και Margaret Thatcher εφαρμόζοντας την "τελική λύση" σε αυτούς. Στη συνέχεια το ‘’Southampton Dock’’ είναι μια ελεγεία για την επιστροφή των ηρώων του πολέμου, αλλά και για τους στρατιώτες που οδηγήθηκαν σε πιθανό θάνατο ενώ το ‘’The Final Cut’’ ασχολείται με τις συνέπειες της απομόνωσης ενός άνδρα και τη σεξουαλική καταπίεση, καθώς ο ίδιος σκέφτεται την αυτοκτονία και αγωνίζεται να επανασυνδεθεί με τον κόσμο γύρω του. Λίγο πριν κλείσει ο δίσκος στο "Not Now John" αντιμετωπίζει την άγνοια της κοινωνίας προς την πολιτική και τα οικονομικά προβλήματα που ολοκληρώνεται με το "Two Suns In The Sunset", ένα τραγούδι που απεικονίζει ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα, που είναι και το τελικό αποτέλεσμα ενός κόσμου που έχει εμμονή με τον πόλεμο και τον έλεγχο.
  Το εξώφυλλο για το "The Final Cut" δημιουργήθηκε από τον Waters, χρησιμοποιώντας φωτογραφίες που ελήφθησαν από τον γαμπρό, Willie Christie. Αυτό δείχνει μια "αναμνηστική παπαρούνα" και τέσσερις κορδέλες μετάλλια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου που ορίζονται με μαύρο φόντο. Από αριστερά προς τα δεξιά τα μετάλλια είναι τα 1939-1945 Αστέρι, το Αστέρι Της Αφρικής, το Μετάλλιο Άμυνας, και ο Διακεκριμένος Ιπτάμενος Σταυρός.  Η παπαρούνα είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα σχεδιασμού. Το εσωτερικό έχει τρεις φωτογραφίες, η πρώτη απεικονίζει ένα τεντωμένο χέρι που κρατά τρεις παπαρούνες, και έναν στρατιώτη που στέκεται στη μέση ενός πεδίου μακριά στο παρασκήνιο.  Δύο ακόμη φωτογραφίες δείχνουν έναν οξυγονοκολλητή εν ώρα εργασίας, με τη μάσκα του να ζωγραφίζεται με την Ιαπωνική Σημαία, και μια πυρηνική έκρηξη, με σαφή αναφορά στο "Two Suns In The Sunset" και τους στίχους να αναγράφονται  σε αυτό. Η πρώτη πλευρά του βινυλίου έχει την εικόνα ενός τμήματος της παπαρούνας, ενώ στη δεύτερη πλευρά απεικονίζει έναν στρατιώτη με ένα μαχαίρι στην πλάτη του να είναι πεσμένος μεταξύ των παπαρούνων, με ένα σκύλο δίπλα του. Το οπισθόφυλλο, έχει μια φωτογραφία ενός στρατιώτη πάλι, που στέκεται όρθιος κρατώντας ένα μεταλλικό κάνιστρο από φιλμ, με ένα μαχαίρι να προεξέχει από τη πλάτη του.
  Για το "The Final Cut" γυρίστηκε επίσης και  μια ταινία 19 λεπτών βασισμένη στο άλμπουμ τους με το ίδιο όνομα.  Γυρίστηκε το 1982 και την σκηνοθεσία την ανέλαβε ο Willie Christie. Το φιλμ, παρουσιάζεται μέσα από τα μάτια ενός βετεράνου του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που παίζεται από τον Alex McAvoy ο οποίος εμφανίστηκε και στο "The Wall" ως δάσκαλος. Ξεκινά με την εισαγωγή του album κα κάνει μετάβαση μέσα από διάφορους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ωστόσο, αντί για το "The Post War Dream" (όπως στο άλμπουμ), το "The Gunners Dream"  σβήνει παρακάμπτοντας τέσσερα κομμάτια και δείχνει τον βετεράνο να οδηγεί κάτω από ένα άδειο αυτοκινητόδρομο. Καθώς περνά κάτω από μια γέφυρα, βλέπει έναν άλλο βετεράνο του πολέμου να κάθεται στη γέφυρα. Σταματάει το αυτοκίνητο και γυρίζει πίσω να δει. Η κάμερα εστιάζει σε ένα κομμάτι γκράφιτι που γράφει «Go on Maggie», μια αναφορά στην πρωθυπουργό (κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή που γυρίστηκε), Μάργκαρετ Θάτσερ. Αντί για τον βετεράνο όμως, υπάρχει μια γυναίκα που κάθεται και του χαζό χαμογελά.  Η σκηνή αλλάζει πηγαίνοντας σε ένα σπίτι όπου παρακολουθεί τηλεόραση με τη σύζυγό του. Μπαίνει στην κουζίνα και βγάζει ένα πιστόλι. Η χαμογελαστή γυναίκα στη συνέχεια φαίνεται να περπατά μπροστά από το σπίτι. Το τραγούδι αλλάζει και παίζει τώρα το ‘’The Final Cut’’. Στη συνέχεια, εμφανίζονται πλάνα του Roger Waters να τραγουδά, με το πρόσωπό του κρυμμένο από μια σκιά εκτός από το στόμα του, με τα πλάνα να εναλλάσσονται μεταξύ αυτού και ενός ψυχίατρου. Το επόμενο τραγούδι είναι το ‘’Not Now John’’. Συνεχίζει με τις σκηνές ενός νεαρού γιαπωνέζου, να περπατά γύρω από ένα εργοστάσιο με αναμεμιγμένα πλάνα των άλλων εργαζομένων και με πλάνα από γκέισες. Στο τέλος του βίντεο, ο παλιός βετεράνος του πολέμου, τρέχει να προσπαθήσει να σώσει τον γιαπωνέζο από το θάνατο. Ο γέρος φαίνεται, πίσω στο σαλόνι του, βλέποντας τηλεόραση. Το βίντεο του "Not Now John" παίζεται από την τηλεόραση. Αλλάζει το κανάλι και ξεκινά το επόμενο τραγούδι. Το "The Fletcher Memorial Home" δείχνει δικτάτορες και πολιτικούς να περπατάνε γύρω από το άσυλο. Αυτοί οι πολιτικοί, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν και τους Μάργκαρετ Θάτσερ,  Ουίνστον Τσόρτσιλ, Ναπολέων Βοναπάρτη και Αδόλφο Χίτλερ. Ο βετεράνος του πολέμου περπατάει προς αυτούς, βγάζει το όπλο που είδαμε νωρίτερα και τους πυροβολεί. Αμέσως μετά, περπατά προς το παράθυρο του ασύλου και τους βλέπει καλά και ζωντανούς μέσα. Εκεί η ταινία τελειώνει.
  Σχέδια να το στηρίξουν με κάποια περιοδεία δεν υπήρχαν και έτσι, μετά την κυκλοφορία του,  κάθε μέλος αφοσιώθηκε στη σόλο καριέρα του και ο Waters στη συνέχεια ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει τη μπάντα, ενώ αργότερα, προσπάθησε να σταματήσει τους Gilmour και Mason να  χρησιμοποιούν το όνομα Pink Floyd.
  Το 1985, ο Waters ανακοίνωσε ότι αποχώρησε από την μπάντα, και πίστευε ότι οι Pink Floyd ήταν μια "δαπάνη δύναμης’’ και ζήτησε από το High Court να αποτρέψει το όνομα Pink Floyd να χρησιμοποιηθεί ξανά ποτέ. Οι δικηγόροι του, ανακάλυψαν ότι η εταιρική σχέση δεν είχε επιβεβαιωθεί επισήμως, και ο Waters επέστρεψε στο High Court, σε μια προσπάθεια να κερδίσει ένα βέτο για την περαιτέρω χρήση του ονόματος της μπάντας. Η πλευρά του Gilmour απάντησε εκδίδοντας ένα δελτίο τύπου που επιβεβαιώνει ότι οι Pink Floyd θα συνεχίσουν να υπάρχουν, ωστόσο, ο ίδιος είπε αργότερα σε έναν δημοσιογράφο της Sunday Times, ότι  ο Roger είναι ένα σκυλί στη φάτνη και πως πρόκειται να τον πολεμήσει. Ο Waters έγραψε στις EMI και Columbia δηλώνοντας την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την μπάντα και ζητώντας τους, να απαλλαχθεί από τις συμβατικές υποχρεώσεις του. Με μια νομική υπόθεση να εκκρεμεί, θα τα σπάσει με τον manager Steve O'Rourke και θα προσλάβει τον Peter Rudge για να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του.
Το "The Final C ut" θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σόλο άλμπουμ του Waters  μιας και οφείλεται στο συνδυασμό της μερικής διάλυσης των Pink Floyd και την "κυριαρχία" του στο έργο.
 
Την ίδια περίοδο, άλλη μια συλλογή κάνει την εμφάνισή της, το ‘‘Works’’.Το εξώφυλλο του, είναι εμπνευσμένο από το μία αφίσα  με τίτλο "Nederland industrialiseert" και  σχεδιασμένο από τον Ολλανδό γραφίστα Wladimir Flem. Τα κομμάτια είναι συνολικά 10 με τα 6 από αυτά, να προέρχονται ατόφια από προηγούμενους δίσκους, ενώ τα υπόλοιπα από  singles remixes. Το κομμάτι "Embryo", που συναντήσαμε παλαιότερα, θα κάνει την εμφάνισή του για πρώτη φορά και επίσημα, κλείνοντας έτσι άλλο ένα κεφάλαιο της ένδοξης ιστορίας τους .
 
Κεφάλαιο 10: Το Ξεκίνημα Μιας Νέας Εποχής

Το ‘’A Momentary Lapse Of Reason’’ είναι το δέκατο τρίτο στούντιο άλμπουμ των Pink Floyd. Κυκλοφόρησε στη Βρετανία και στις Η.Π.Α. το Σεπτέμβριο του 1987. Δημιουργήθηκε μετά την απόφαση του David Gilmour να συμπεριλάβει νέο υλικό, που έγραψε για το τρίτο solo album του, σε ένα νέο άλμπουμ των Pink Floyd, λόγω του ότι η καριέρα του δεν πήγαινε τόσο καλά όσο πίστευε ότι θα πήγαινε. Οι  Nick Mason και  Richard επέστρεψαν στο γκρουπ αν και για νομικούς λόγους ο Wright δεν μπορούσε να γίνει εκ νέου δεκτός στη μπάντα. Ο Mason και ο Gilmour βοήθησαν να γίνει το πρώτο άλμπουμ των Pink Floyd μετά την αποχώρηση του Roger Waters το Δεκέμβριο του 1985 και ο Gilmour, πλέον ανέλαβε να κινεί τα νήματα πίσω από το σχήμα
  Δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στον τίτλο του άλμπουμ.  Οι υποψήφιοι αρχικοί τίτλοι ήταν "Signs Of Life", "Of Promises Broken", και "Delusions Of Maturity". Δεν κρύβει κάποιο concept από πίσω και τα τραγούδια  του είναι γραμμένα κυρίως από τον Gilmour και τον Anthony Moore. Παρά το γεγονός ότι έλαβε τις μικτές αναθεωρήσεις και χλευάστηκε από τον Waters, με τη βοήθεια μιας εξαιρετικά επιτυχημένης παγκόσμιας περιοδείας εύκολα ξεπέρασε σε πωλήσεις το προηγούμενο άλμπουμ τους "The Final Cut" και έγινε τέσσερις φορές πλατινένιο στις Η.Π.Α.
  Η απειλή μιας δίκης από τους Gilmour, Mason και τη CBS Records, είχε ως στόχο να υποχρεώσει  τον Waters να γράψουν και να παράγουν ένα άλλο άλμπουμ των Pink Floyd με τα δύο εναπομείναντα μέλη. Η μήνυση άφησε στον Waters μία μόνο διαφορετική επιλογή: να παραιτηθεί επισήμως από τους Pink Floyd, προκειμένου να προστατεύσει τον εαυτό του από μια δίκη που θα τον εξαφάνιζε τελείως. Ο Gilmour ισχυρίστηκε ότι του είπε πριν φύγει, αν μας εγκαταλείψεις, φίλε, εμείς θα συνεχίσουμε. Να μην κρυβόμαστε, εμείς θα συνεχίσουμε και σύμφωνα με τον Gilmour, ο Roger απάντησε: «ποτέ δεν θα το γαμώ - κάνετε». Σε συνδυασμό με τα προηγούμενα άφησε τους Gilmour και Mason, κατά την άποψή τους, ελεύθερους να συνεχίσουν με το όνομα Pink Floyd. Με τον Waters να απουσιάζει, ο Gilmour προσέλαβε μουσικούς για το νέο project. Κάλεσε τον Bob Ezrin ο οποίος έφθασε στην Αγγλία το καλοκαίρι του 1986. Ο Gilmour αργότερα παραδέχθηκε ότι η απουσία του Waters ήταν ένα πρόβλημα και ότι το νέο σχέδιο ήταν δύσκολο χωρίς την παρουσία του. Πειραματίστηκε με διάφορους συνθέτες, όπως ο Eric Stewart και ο Roger McGough, αλλά τελικά κατέληξε στον Anthony Moore με τον οποίο έγραψαν τα "Learning To Fly" και "On The Turning Away".
Το "A Momentary Lapse Of Reason" ηχογραφήθηκε σε πολλά διαφορετικά στούντιο, με επίκεντρο το πλωτό σπίτι του Gilmour στην Astoria. Το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο στον Τάμεση, και η ρυθμός του ποταμού σύμφωνα με τον Ezrin, επιβλήθηκε τελικά σε όλα τα τραγούδια. Δουλεύοντας εκεί ήταν απλά μαγικά και εμπνευσμένα. Παιδιά να παίζουν κάτω από τον ποταμό, χήνες να πετούν. Ο Andy Jackson (ένας συνάδελφος του James Guthrie) ανέλαβε μηχανικός ήχου. Το άλμπουμ, ηχογραφήθηκε με ένα αναλογικό υπολογιστή 24 καναλιών, και περάστηκε από μία 32κάναλη Mitsubishi ψηφιακή συσκευή εγγραφής. Η τάση των νέων τεχνολογιών συνεχίστηκε με τη χρήση του MIDI συγχρονισμού, με τη βοήθεια ενός υπολογιστή Apple Macintosh.  Στη συνέχεια πήρε επιπλέον session μουσικούς, συμπεριλαμβανομένων των Carmine Appice και Jim Keltner. Και οι δύο drummers  αργότερα αντικαταστάθηκαν από τον Mason στα περισσότερα τραγούδια του άλμπουμ. Ο Mason εξέφρασε την ανησυχία ότι απείχε πολύ από την πρακτική εκτέλεση του δίσκου, και αντί αυτού απασχολήθηκε με τα ηχητικά εφέ του. Μερικά από τύμπανα πραγματοποιήθηκαν επίσης από drum machines. Ο Gilmour ήρθε σε επαφή με τη νέα σύζυγό του Wright, Franka, ρώτησε αν ο Richard θα μπορούσε να συμβάλει στο νέο album και εξέτασε το ότι είχε εγκαταλείψει το συγκρότημα το 1979. Υπήρχαν όμως ορισμένα νομικά εμπόδια για την επανεισοδό του, αλλά μετά από μια συνάντηση στο Hampstead επανήλθε άμεσα. Αργότερα παραδέχτηκε σε μια συνέντευξη ότι η παρουσία του Wright θα τους έκανε πιο δυνατούς. Αναγκαστικά λοιπόν, δούλεψε σαν μισθωτός και η συμβολή του ήταν ελάχιστη.
 
Τα περισσότερα από τα πλήκτρα είχαν ήδη γραφτεί και έτσι από τον Φεβρουάριο του 1987, έπαιξε κάποια backgrounds σε ένα όργανο Hammond, και σε ένα πιάνο Fender Rhodes, μαζί με πολλές φωνητικές αρμονίες. Επίσης έπαιξε ένα σόλο στο "On The Turning Away", το οποίο απορρίφθηκε, επειδή δεν ταίριαζε. Ο Gilmour ήταν νευρικός για το πώς το album θα μπορούσε να εκληφθεί. Οι στίχοι του "Learning To Fly", προήλθαν από τα μαθήματα αεροπλοΐας του Gilmour, που ενίοτε συγκρούονταν με το  καθήκοντά του στο στούντιο, ενώ περιλαμβάνει και στοιχεία από το φαινόμενο που ονομάζεται ‘’αστρική προβολή’’. Το κομμάτι περιέχει επίσης μια καταγραφή της φωνής του  Mason, που έγινε κατά την απογείωση. Πειραματίστηκαν με δείγματα ήχου και ο Ezrin κατέγραψε τον ήχο του βαρκάρη του Gilmour (Langley Iddens) να κωπηλατεί πέρα από τον Τάμεση. Ο Iddens ήταν παρόν στις συνεδριάσεις και είναι ζωτικής σημασίας όταν σε μία περίπτωση, η Astoria άρχισε να κλίνει πάνω στο ταχέως αυξανόμενο ποταμό, ο οποίος πίεζε το σκάφος κατά την προβλήτα στο οποίο ήταν αγκυροβολημένο. Το  "Dogs Of War", αναφέρεται σε φυσικούς και πολιτικούς μισθοφόρους και είχε επηρεαστεί από ένα ατύχημα κατά τη διάρκεια της εγγραφής. Ένα ηχογραφημένο τμήμα άρχισε να παίζει ένα δείγμα γέλιου, το οποίο ο Gilmour σκέφτηκε πως ακουγόταν σαν γαύγισμα σκυλιού.  Το "Terminal Frost" ήταν ένα από τα παλαιότερα demos  του Gilmour, στο οποίο προσπάθησε για κάποιο χρονικό διάστημα να προσθέσει στίχους, αλλά τελικά αποφάσισε να το αφήσει ως instrumental . Αντίθετα, οι στίχοι για το "Sorrow" γράφτηκαν πριν τη μουσική με το σόλο που ανοίγει το κομμάτι, να ηχογραφήθηκε στο Los Angeles Memorial Sports Arena. Χρησιμοποιήθηκε ένα 24καναλιών κινητό στούντιο για να διοχετεύει τα κομμάτια του Gilmour μέσα από ένα σύστημα αναγγελιών, και το προκύπτον μίγμα στη συνέχεια να καταγράφεται σε ήχο surround.
  Παρά το γαλήνιο περιβάλλον που προσφέρει η Αστόρια, οι συνεδρίες συχνά διακόπτονταν από την κλιμακούμενη διένεξη μεταξύ Waters και Pink Floyd για το ποιος έχει τα δικαιώματα για το όνομα της μπάντας. Ο O'Rourke, πιστεύοντας ότι η σύμβασή του με τον Waters είχε περατωθεί παράνομα, τον μήνυσε τον για προηγούμενες προμήθειες £ 25.000.  Τέλη του 1986 σε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της Pink Floyd Music Ltd, ο Waters έμαθε ότι ένας νέος τραπεζικός λογαριασμός είχε ανοιχτεί για να ασχοληθεί αποκλειστικά με όλα τα χρήματα που σχετίζονται με «το νέο σχέδιο Pink Floyd».  Ζήτησε αμέσως στο Ανώτατο Δικαστήριο να εμποδιστεί το όνομα Pink Floyd να χρησιμοποιηθεί και πάλι, αλλά οι δικηγόροι του ανακάλυψαν ότι η εταιρική σχέση δεν είχε επιβεβαιωθεί επισήμως. Ο Waters επέστρεψε στο High Court, σε μια προσπάθεια να κερδίσει ένα βέτο για την περαιτέρω χρήση του ονόματος της μπάντας, επισκέφθηκε δύο φορές την Astoria και με τη σύζυγό του, είχαν συνάντηση τον Αύγουστο του 1986 με τον Ezrin. Όμως εξακολουθούσε (ο Waters) να είναι μέτοχος και διευθυντής της μουσικής των Pink Floyd και ήταν σε θέση να εμποδίσει τυχόν αποφάσεις που λαμβάνονται από μέλη του πρώην συγκροτήματός του. Έτσι λοιπόν, οι ηχογραφήσεις, μετακινήθηκαν στο Mayfair Studios τον Φεβρουάριο του 1987, και από το Φεβρουάριο έως τον Μάρτιο, σύμφωνα με τους όρους του Ezrin να συνεχίσουν κοντά στο σπίτι του, στα A & M Studios στο Λος Άντζελες. Εν κατακλείδι, οι νομικές διαφορές επιλύθηκαν από το τέλος του 1987.
  Για πρώτη φορά μετά το "Animals" του 1977 ο σχεδιαστής Storm Thorgerson επιλέχθηκε για το εξώφυλλο του άλμπουμ. Επειδή ήθελαν η φωτογράφηση να είναι ρεαλιστική, ενοικίασαν 800 κρεβάτια τα οποία προοριζόντουσαν για νοσοκομεία της Αγγλίας. Το τελικό σχέδιο του, ήταν ένα μεγάλο ποτάμι των νοσοκομειακών κλινών που διατεταγμένα σε μια παραλία, εμπνευσμένα από μια φράση του "Yet Another Movie" και αόριστα υποδείχτηκαν από ένα σχέδιο του Dave Gilmour που περιελάμβανε ένα κρεβάτι σε ένα μεσογειακό σπίτι, καθώς τα απομεινάρια των σχέσεων που έχουν εξατμίζονται, αφήνοντας πίσω μόνο ηχώ.  
Το εξώφυλλο δείχνει εκατοντάδες των νοσοκομειακών κλινών, να τοποθετούνται στο Saunton Sands στο Devon, όπου μερικές από τις σκηνές για τη ταινία Pink Floyd The Wall γυρίστηκαν επίσης εκεί. Τα κρεβάτια ήταν τοποθετημένα από τον συνάδελφο του Thorgerson, Colin Elgie. Μπορεί να δει κανείς  ένα ανεμόπτερο στον ουρανό, με σαφή αναφορά στο "Learning To Fly". Το μήνυμά του, είναι μια μεταφορά που αναπαριστά τη τρέλα που υπάρχει στα φρενοκομεία και συμπληρώνεται από τον τίτλο του σαν στιγμιαία απομάκρυνση της λογικής (A Momentary Lapse Of Reason).  Ο φωτογράφος, Robert Dowling, κέρδισε χρυσό βραβείο στην Ένωση Βραβείων Φωτογράφων για την εικόνα, η οποία διήρκεσε περίπου δύο εβδομάδες για να δημιουργηθεί. Για να περάσουν το μήνυμα ότι ο Waters είχε εγκαταλείψει το συγκρότημα, μια φωτογραφία της μπάντας, τραβήχτηκε από τον David Bailey και ήταν η πρώτη μετά το "Meddle" του 1971 που περιλαμβάνεται στο εσώφυλλο. Ο Richard Wright εμφανίζεται μόνο στην λίστα με τα credits.
  Η απόφαση να γίνει περιοδεία για την υποστήριξη του άλμπουμ είχε παρθεί πριν ακόμη ολοκληρωθεί. Οι πρόωρες πρόβες ήταν χαοτικές. Οι  Mason και Wright απείχαν εντελώς από πρακτική άποψη, και συνειδητοποιώντας ότι είχαν αναλάβει πάρα πολύ δουλειά, ο Gilmour ζήτησε από τον Bob Ezrin να αναλάβει την ευθύνη.
Τα πράγματα ήταν περίπλοκα όταν ο Waters ήρθε σε επαφή με πολλούς promoters των Η.Π.Α., και απείλησε να τους μηνύσει αν χρησιμοποιούσαν το όνομα Pink Floyd. Ο Gilmour και ο Mason χρηματοδότησαν τις δαπάνες για το νέο ξεκίνημα  και ο Mason, χώρισε από την γυναίκα του επειδή χρησιμοποίησε τη Ferrari 250 GTO του ως ενέχυρο. Μερικοί promoters, προσβλήθηκαν από την απειλή του Waters και μερικούς μήνες αργότερα 60.000 εισιτήρια κόπηκαν για πώληση στο Τορόντο, ξεπουλώντας μέσα σε λίγες ώρες. Φυσικά στην πορεία είχαμε και μερικά εξελίξεις...
  Δεδομένου ότι το νέο line-up με τον Wright περιόδευσε σε όλη τη Βόρεια Αμερική, η Radio KAOS περιοδεία του Waters ήταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε κοντινή απόσταση. Ο μπασίστας είχε απαγορεύσει σε οποιαδήποτε μέλη των Pink Floyd να παρακολουθούν τις συναυλίες του, οι οποίες ήταν γενικά σε μικρότερους χώρους από εκείνους που στέγαζαν τις παραστάσεις της πρώην μπάντας του. Εξέδωσε επίσης μια διαταγή για τα τέλη των πνευματικών δικαιωμάτων προκειμένου  να μην χρησιμοποιήσει η μπάντα τα "ιπτάμενα γουρούνια", ενώ οι Pink Floyd απάντησαν επισυνάπτοντας μια τεράστια σειρά αρσενικών γεννητικών οργάνων στο κάτω μέρος για να ξεχωρίζει από το σχεδιασμό του Waters. Έως το Νοέμβριο του 1987 ο Waters φαίνεται να έχει παραδεχτεί την ήττα του, και στις 23 Δεκεμβρίου ο δικαστικός συμβιβασμός επιτεύχθηκε τελικά σε μια συνάντηση στο Astoria.  Επετράπη λοιπόν οι Mason και Gilmour να χρησιμοποιούν το όνομα Pink Floyd στο διηνεκές, και στον Waters θα έπρεπε να χορηγηθούν μεταξύ άλλων και τα δικαιώματα του The Wall. Ωστόσο, οι διαπληκτισμοί συνεχίστηκαν, με τον Waters να μηνύει περιστασιακά τούς πρώην φίλους του, και οι Gilmour και Mason να ανταποκρίνεται τονίζοντας, τη δήλωση του Waters ότι θα αποτύχουν χωρίς αυτόν.  Η εφημερίδα ‘‘The Sun’’ εξέδωσε μια ψεύτικη ιστορία για τον Waters, όπου  ισχυρίστηκε ότι είχε πληρώσει έναν καλλιτέχνη να δημιουργήσει με 150 ρολά χαρτιού τουαλέτας το πρόσωπό του Gilmour σε κάθε φύλλο. Ο Waters αργότερα διέψευσε αυτή την ιστορία, τονίζοντας απλά  πόσο βαθιά διχασμένες έγιναν οι δύο πλευρές.
Η περιοδεία του δίσκου είχε τεράστια επιτυχία, καθιστώντας την ως τη πιο επιτυχημένη περιοδεία στις ΗΠΑ από οποιαδήποτε μπάντα εκείνο το έτος. Συναυλίες από Αυστραλία, Ιαπωνία, Ευρώπη ενώ σύντομα η μπάντα επέστρεψε για δύο φορές ακόμα στις Η.Π.Α.. Σχεδόν κάθε χώρος ήταν sold out. Από εδώ, προήλθε και το διπλό live άλμπουμ, ‘’Delicate Sound Of Thunder’’, όπου βγήκε  στις 22 Νοεμβρίου 1988, ενώ τον Σεπτέμβρη του 1989 κυκλοφόρησε και το αντίστοιχο video της συναυλίας. Λίγες μέρες αργότερα, το άλμπουμ παίχτηκε σε τροχιά, επί του σκάφους ‘Soyuz TM-7’’.
  Ένα μεγάλο, χαμηλωμένο πλοίο που βρίσκονταν αγκυροβολημένο στην όχθη του νερού. Το κατώτερο κατάστρωμα ήταν κατασκευασμένο από ξύλο, ενώ είχε αρκετά μεγάλα παράθυρα. Το ανώτερο κατάστρωμα ήταν φτιαγμένο από μεταλλικά διακοσμητικά, και καλύπτεται με μία μεγάλη ποτηρένια τέντα.  Η περιοδεία τελικά ήρθε στο τέλος με το κλείσιμο της συναυλίας στο Silver Clef Award Winners, του Knebworth Park στις 30 Ιουνίου 1990, μετά από 200 παραστάσεις, ένα μεικτό ακροατήριο 5 εκατομμύριων οπαδών, και με καταγεγραμμένες εισπράξεις πάνω από £ 60 εκατομμύρια χωρίς αυτά του merchandising. Στις 31 Μαΐου 1989, οι Pink Floyd, επισκέφτηκαν την χώρα μας για πρώτη και τελευταία φορά έως σήμερα, κάνοντας το κατάμεστο ανοιχτό γήπεδο ποδοσφαίρου του Ο.Α.Κ.Α. να παραμιλά.
  Το 1992, βγήκε ένα box set τους, με τίτλο "Shine On" και  μαζί με ένα bonus cd το "The Early Singles", το οποίο δεν ήταν διαθέσιμο παντού. Το δισκάκι αυτό, υπάρχει και σαν αυτόνομη κυκλοφορία διαθέσιμο, ανεξάρτητα από το box set.
  Η παράδοση στο να ντύνουν ταινίες, συνεχίστηκε και το 1992 μέσα από το βίντεο του "La Carrera Panamericana" που αφορά αγώνες αυτοκινήτων για την διοργάνωση Carrera Panamericana του Μεξικό το 1992. Η ταινία σκηνοθετήθηκε από τον Ian McArthur, και περιελάμβανε ένα soundtrack εξ ολοκλήρου από τη μουσική του συγκροτήματος των Pink Floyd. Οι David Gilmour, Nick Mason και ο μάνατζερ Steve O'Rourke αγωνίστηκαν στον αγώνα το 1991.  Κατά τη διάρκεια του αγώνα ο Gilmour τράκαρε και ενώ  αυτός ήταν σώος, ο O'Rourke που ήταν συνοδηγός, απέχτησε ένα σπασμένο πόδι. Ο Mason τερμάτισε στην έκτη θέση με συνοδηγό τον Valentine Lindsay.
  Η μουσική που συνοδεύει την ταινία, είναι ένας συνδυασμός με υλικό από το παρελθόν των Pink Floyd  σε re-edited μορφή. Τα πέντε κομμάτια τους που αποτελούν το βίντεο είναι οι πρώτες ηχογραφήσεις που έγιναν μετά την επιστροφή του Richard Wright το 1988. Οι νέες ηχογραφήσεις παρήχθησαν από τον Gilmour και τα τραγούδια "Pan Am Shuffle" και "Carrera Slow Blues" είναι αξιοσημείωτα σαν τα πρώτα κομμάτια που γράφτηκαν από τον Wright μετά το Wish You Were Here. Η ταινία δεν έχει κυκλοφορήσει σαν soundtrack άλμπουμ, αλλά μπορεί κανείς να τα βρει στη bootleg ηχογράφηση "A Tree Full Οf Secrets".

Κεφάλαιο 11ο: Καθώς Η Καμπάνα Ακόμα Χτυπάει
 
Έχοντας αφήσει πλέον πίσω τη σκιά του Waters και μετά από μια επιτυχημένη παγκόσμια περιοδεία, ακολούθησε ένα μικρό διάλειμμα μέχρι το 1993. Τον Ιανουάριο λοιπόν, οι Gilmour, Mason και Wright άρχισαν να ασχολούνται με το  νέο υλικό, στο ανακαινισμένο Britannia Row Studios. Αν και η μπάντα ήταν αρχικά ανήσυχη σχετικά με το να γράψουν μαζί, μετά την πρώτη ημέρα, η εμπιστοσύνη τους βελτιώθηκε και σύντομα, ο μπασίστας Guy Pratt κλήθηκε να συνεισφέρει. Σύμφωνα με τον Mason, ένα ενδιαφέρον φαινόμενο συνέβη, το οποίο ήταν ότι o  Pratt έτεινε να αλλάξει τη διάθεση της μουσικής που είχανε δημιουργήσει μόνοι τους. Χωρίς πλέον νομικά προβλήματα να υπάρχουν ήταν ελεύθεροι να κάνουν ότι θέλουν. Σε ένα σημείο ο Gilmour ηχογράφησε κρυφά τον Wright να παίζει πλήκτρα, και το υλικό αυτό αργότερα αποτέλεσε τη βάση για τρία μουσικά κομμάτια. Οι αυτοσχεδιασμοί βοήθησαν να ωθήσει η δημιουργική τους διαδικασία, και μετά από περίπου δύο εβδομάδες είχαν περίπου 65 μουσικά κομμάτια. Με μηχανικό τον Andy Jackson και τον Bob Ezrin ως συμπαραγωγό, η παραγωγή μεταφέρθηκε στο στούντιο ηχογράφησης στο πλωτό σπίτι του Gilmour στην Astoria.
  Η μπάντα άκουσε και ψήφισε κάθε κομμάτι, και κατέληξαν σε 27 μουσικά κομμάτια περίπου. Η έλλειψη κάποιων κομματιών, και η συγχώνευση άλλων, μείωσε και άλλο τη λίστα σε περίπου 15 δυνατά κομμάτια, πριν καταλήξουν σε 11. Η επιλογή έγινε βάσει ενός συστήματος σημείων, σύμφωνα με την οποία τα τρία μέλη θα μοριοδοτούσαν με βαθμό δέκα κάθε υποψήφιο τραγούδι, ένα σύστημα κάπως ασύμμετρο με την απόφαση του Wright να δώσει σε άλλα τραγούδια 10 πόντους και σε άλλα μηδέν.
  Ο Richard, δεν ήταν συμβατικά πλήρες μέλος της μπάντας, μια κατάσταση η οποία σαφώς τον αναστάτωνε και αργότερα είπε: «Ήρθε πολύ κοντά στο να μη κάνω το άλμπουμ, γιατί δεν είχα την αίσθηση ότι αυτό που είχαμε συμφωνήσει ήταν δίκαιο». Παρά την απογοήτευσή του όμως, επέλεξε να παραμείνει, και έλαβε τα πρώτα song writing credits του μετά από το 1975 και το ‘’Wish You Were Here’’.
  Η νέα σύζυγός του Gilmour, Polly Samson, έγραψε επίσης κάποια τραγούδια και βοήθησε. Αρχικά, ο ρόλος της περιορίστηκε στο να ενθαρρύνει τον άντρα της, αλλά αργότερα βοήθησε τον Gilmour να γράψουν  το "High Hopes". Ο ρόλος της επεκτάθηκε συνυπογράφοντας επιπλέον έξι τραγούδια, κάτι το οποίο δεν κάθισε καλά στον Ezrin. Οι κιμπορντίστες Jon Carin και Gary Wallis κλήθηκαν να ολοκληρώσουν το συγκρότημα, πριν από την έναρξη της ηχογράφησης. Επίσης, πέντε τραγουδιστές για backing vocals προσλήφθηκαν (Sam Brown, Durga McBroom, Carol Kenyan, Jackie Sheridan, και Rebecca Leigh-White). Η μπάντα στη συνέχεια μετακόμισε στο Olympia Studios και έγραψε τα περισσότερα κομμάτια σε διάστημα μιας εβδομάδας. Μετά από ένα διάλειμμα το καλοκαίρι, επέστρεψαν στην Αστόρια να συνεχίσουν.
  Ο Ezrin, εργάστηκε σε διάφορες ήχους τυμπάνων και ο  Michael Kamen ανέλαβε τα ορχηστρικά μέρη του άλμπουμ. Ο Dick Parry έπαιξε σαξόφωνο στο "Wearing The Inside Out", και ο Chris Thomas ανάλαβε την τελική μίξη. Μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου η ηχογράφηση και μίξη πραγματοποιήθηκαν στα Metropolis Studios στο Chiswick, και στα Creek Recording Studios στο Λονδίνο. Τον Σεπτέμβριο, έκαναν μια φιλανθρωπική συναυλία στο Cowdray House, στο Μίντχερστ και στη συνέχεια έγινε το mastering του άλμπουμ στο Mastering Lab στο Λος Άντζελες, από τους Doug Sax και James Guthrie. Με τη βοήθεια του τεχνικού κιθάρας του Gilmour, Phil Taylor, ο Carin κατάφερε να εντοπίσει ορισμένα από τα παλαιότερα πλήκτρα της μπάντας στην αποθήκη που είχαν φυλαχθεί, συμπεριλαμβανομένου ενός οργάνου Farfisa. Μερικοί από τους ήχους του, ακούγονται μέσα από τα "Take It Back", και "Marooned". O Gilmour, χρησιμοποίησε διάφορα στυλ στο άλμπουμ. Το "What Do You Want From Me", επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τους Chicago Blues,  το "Poles Apart" περιέχει λαϊκούς αρμονικούς ήχους. Αυτοσχεδίασε με σόλο στο "Marooned" χρησιμοποιώντας ένα πεντάλ Digi Tech Whammy για να μετατοπίζει τις νότες σε πλήρη οκτάβα. Στο "Take It Back", χρησιμοποίησε μια EBow ( ηλεκτρονική συσκευή που προσομοιώνει τον ήχο ενός τόξου στις χορδές), σε μια κιθάρα Gibson J-200 μέσω συσκευής εφέ ζουμ.
 
Για να αποφευχθεί ο ανταγωνισμός έναντι άλλων κυκλοφοριών άλμπουμ, όρισαν σαν προθεσμία τον Απρίλιο του 1994, όπου θα ξεκινούσε και η νέα περιοδεία για την υποστήριξή του. Μέχρι τον Ιανουάριο του ίδιου έτους, η μπάντα δεν είχε ακόμη αποφασίσει τίτλο για το άλμπουμ. Σε ένα δείπνο ένα βράδυ, ο συγγραφέας Douglas Adams, ωθούμενος από την υπόσχεση μιας πληρωμής £ 5.000 για την αγαπημένη φιλανθρωπία του, στον Οργανισμό Περιβαλλοντικών Ερευνών, πρότεινε το "The Division Bell", που χρησιμοποιείται και στους στίχους του "High Hopes" και έμεινε.
Ο Storm Thorgerson δημιούργησε για άλλη μια φορά το εξώφυλλο. Έστησε δύο μεγάλα μεταλλικά κεφάλια, με ύψος το καθένα όσο ένα διώροφο λεωφορείο, σε ένα χωράφι κοντά στο Ely. Τα γλυπτά τοποθετήθηκαν κοντά μεταξύ τους, και φωτογραφήθηκαν στο προφίλ, για να δώσουν την ψευδαίσθηση όχι μόνο ότι κοιτάνε πρόσωπο με πρόσωπο ή μιλάνε το ένα στο άλλο, αλλά και του ότι  παρουσιάζονται επίσης στον θεατή με ένα τρίτο πρόσωπο. Τα γλυπτά επινοήθηκαν από τον Keith Breeden και κατασκευάστηκαν από τον John Robertson. Ο Καθεδρικός ναός Ely διαφαίνεται στον ορίζοντα. Τα γλυπτά αυτά, βρίσκονται τώρα στο Rock And Roll Hall Of Fame στο Cleveland του Οχάιο. Το άλμπουμ βγήκε σε cd, βινύλιο, και κασέτα, το καθένα με τη δική του μορφή και ειδικό σχεδιασμό και επίσης ήταν διαθέσιμο σε μορφή mini-disc. Δύο 7,5 μέτρων πέτρινα γλυπτά έγιναν από τον Aden Hynes για τη κασέτα, και φωτογραφήθηκαν στο ίδιο στυλ, όπως τα μεταλλικά κεφάλια. Το έργο τέχνης μέσα στο ένθετο του cd,  περιστρέφεται γύρω από ένα παρόμοιο θέμα, με την εικόνα των δύο κεφαλιών που σχηματίζονται από διάφορα άλλα αντικείμενα, όπως εφημερίδες (A Great Day For  Freedom), χρωματιστό γυαλί (Pole Aparts) και γάντια πυγμαχίας (Lost For Words). Οι σελίδες δύο και τρία, απεικονίζουν μια εικόνα από το Chilean La Silla της Χιλής. Η θήκη του cd είχε το όνομα Pink Floyd εκτυπωμένο στην αριστερή μπροστινή πλευρά.
  Μεγάλο μέρος του άλμπουμ ασχολείται με θέματα επικοινωνίας, όπως η ιδέα ότι η συζήτηση μπορεί να λύσει τα περισσότερα από τα προβλήματα της ζωής.  Ωστόσο, ο Gilmour αρνήθηκε ότι το άλμπουμ είναι μια αλληγορία για τη διάσπαση τους. Κατά τη κυκλοφορία του, δήλωσε: «Οι άνθρωποι μπορούν να εφεύρουν  και να σχετίσουν ένα τραγούδι στο δικό τους  προσωπικό τρόπο, αλλά είναι λίγο αργά σε αυτό το σημείο για μας να ξυπνήσουμε εικόνες του Roger».  Το γενικό θέμα της επικοινωνίας αντικατοπτρίζεται και στην επιλογή του τίτλου για τον δίσκο "The  Division Bell" (Η Καμπάνα Της Διαίρεσης), το οποίο εμπνεύστηκε εμπνευσμένη από τον ήχο του "διαιρετικού" κουδουνιού που χτυπά  στο βρετανικό κοινοβούλιο για να δείξει ότι η ψηφοφορία θα λάβει χώρα, με τον Nick Mason δίνει επέκταση λέγοντας ότι: « Έχει κάποιο νόημα. Σχετίζεται με τις επιλογές των ανθρώπων και με το ναι ή όχι».
  Το "The Division Bell", ανοίγει με το instrumental, "Cluster One" και μπορεί κανείς να διακρίνει το θόρυβο από τα μυνήματα του τηλεφωνητή. Οι ακτίνες του ήλιου που ακούγονται σαν ηλεκτρομαγνητικός θόρυβος από τον ηλιακό άνεμο, είναι πρακτικά, η πηγή όλης της ζωή στη γη, της οργάνωσης, της ανθρωπότητα, της τέχνης, κ.λπ. που ακολουθούν.  Το "What Do You Want From Me", αφορά την επικοινωνία της μπάντας με το κοινό. Σε βάζει σε ένα "εικονικό περιβάλλον", το οποίο είναι το μόνο μέρος που μπορείς να έχεις τον πλήρη έλεγχο. Στη συνέχει στο "Poles Apart", όπου οι πόλοι διασπώνται, περνά το μήνυμα ότι πλέον το συγκρότημα έχει χωριστεί σε δύο ομάδες και είναι μια δήλωση πως η μουσική τους χτίστηκε γνωρίζοντας πως οι άνθρωποι θα ανταποκριθούν στα μηνύματα. Το ορχηστρικό "Marooned" με τον ήχο της θάλασσας, θέλει να περάσει το μήνυμα της γαλήνης που επικρατεί μετά τον διαχωρισμό τους και να δώσει το μήνυμα στο κόσμο ότι τα "πνεύματα έχουν ηρεμίσει" και πως είναι ακόμα εδώ. Τραγούδια σαν αυτό αλλά και τα "Lost For Words"  και "A Great Day For Freedom" ερμηνεύονται σαν αναφορές στην μακρόχρονη αποξένωση μεταξύ των Pink Floyd με τον  Roger Waters. Ειδικότερα  μέσα από το ’’A Great Day For Freedom’’  (On the day the wall came down, they threw  the locks onto the ground and with glasses high we raised a cry for freedom had arrived. On the day the wall came down, the Ship of Fools had finally ran aground, promises lit up the night like paper doves in flight
- Την ημέρα που έπεσε το τείχος έριξαν τις κλειδαριές στο έδαφος και με ψηλά τα γυαλιά, υψώσαμε μια κραυγή για την ελευθερία είχε φτάσει. Την ημέρα που έπεσε το τείχος. Το Πλοίο των Τρελών είχε τελικά προσαράξει και οι υποσχέσεις φωτίζονται τη νύχτα σαν  χάρτινα περιστέρια χαρτί που πετούν. 
Στο ίδιο τραγούδι, οι στίχοι του αντιπαραθέτουν τη γενική ευφορία, για παράδειγμα, στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου, με τους επόμενους πολέμους και την εθνοκάθαρση, ιδιαίτερα στη Γιουγκοσλαβία. Επίσης εδώ αντανακλάται ένα νέο φως, στο προβληματισμό με τη σχέση μπάντας και κοινού. Επικοινωνούν με το μήνυμα, ότι δεν ξέρουν κάτι που δε ξέρετε και ότι δεν έχουν τις απαντήσεις. Στο "Wearing The Inside Out" τα ανθρώπινα όρια έχουν επεκταθεί και μετασχηματίζονται, σε αυτό το τραγούδι με βαριές κυβερνητικές εικόνες δηλώνοντας πως είμαστε όλοι σε αυτό το περιβάλλον, και όλοι είμαστε σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται μέσω ηλεκτρονικών και ψηφιακών τηλεπικοινωνιών και επικοινωνιών. Αν έχετε δει το βίντεο για το "Take It Back" που παίρνει τη σκυτάλη, είναι αρκετά προφανές ότι μιλά για την κακοποίηση μας στη μητέρα γη, αλλά αυτή εξακολουθεί να μας κρατά ζωντανούς. "And I push her to the limit to see if she will break".
Το ‘’Coming Back To Life’’ είναι ένα φυσικό,  πνευματικό, πολιτικό ταξίδι σιωπής, κατάθλιψης, απελπισίας, απώλειας, χωρισμού (τόσο εσωτερικά μεταξύ του μυαλού και της ψυχής, όσο και με το Τείχος του Βερολίνου). Καταλήγει στην εύρεση μια νέας φωνής, χαράς, ελπίδας, νέας ανακάλυψης και επανενοποίησης  του εαυτού και της Ανατολής / Δύσης. Ακούγεται πολύ σαν προδοσία και αναγέννηση κατά μία έννοια., λέει για μια κακή σχέση, όπου ένα άτομο ζει στον απόηχο κάποιου ή σε ψέματα και τις ενέργειες ενός φίλου και λόγω του ότι είχε κάνει ο φίλος του, ένιωθε προδομένος και μόνος του. Αναφέρεται σε μια βαθιά σκέψη και τον προβληματισμό που έρχεται όταν κάποιος εξετάζει μια σημαντική αλλαγή της ζωής του, γιατί είχε δει ότι η σχέση αυτή δεν θα μπορούσε να διασωθεί και η επιθυμία να προχωρήσει ήταν παρούσα, κάνοντας μια κίνηση προς τα εμπρός στη ζωή του και στο λαμπρό μέλλον. Με το "Keep Talking" δείχνουν ότι η επικοινωνία είναι μια βασική ανάγκη και τη βούληση των ανθρώπων και αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο των σχέσεων, της ανθρώπινης προόδου, κλπ. Περιέχει ηχητικά αποσπάσματα από το προφορικό λόγο του Καθηγητή Stephen Hawking. Ο Gilmour είχε πρώτο ακούσει τον λόγο του καθηγητή σε μια βρετανική τηλεοπτική διαφήμιση, και ήταν τόσο συγκινημένος όταν ο Hawking επικοινώνησε με την εταιρεία που έκανε η διαφήμιση για να πάρει την άδεια να χρησιμοποιήσει τις ηχογραφήσεις για το άλμπουμ. Υπογραμμίζοντας το γενικό θέμα της κακής επικοινωνίας, στο τέλος του άλμπουμ ο θετός γιός του Gilmour, Charlie ακούγεται να κλείνει το ακουστικό του τηλεφώνου στο μάνατζερ O'Rourke, που παρακαλούσε να του δοθεί άδεια να συμμετάσχει στο άλμπουμ των Pink Floyd. Ενώ το "Lost For Words", σε ένα επίπεδο μπορεί απλά να ερμηνευθεί από την άποψη της επικοινωνίας και τις αποτυχημένες σχέσεις.

Το "High Hopes" ολοκληρώνει το concept, υπό το πρίσμα της καθολικής επικοινωνίας, της προόδου και της εντροπίας, τα θέματα εφαρμόζονται ευρέως στους Pink Floyd ως συγκρότημα, στην τεχνολογική πρόοδο, στην πρωτοπορία του διαδικτύου, στον ανθρώπινο πολιτισμό, στη ζωή στη γη… Επίσης μιλά για τη παιδική ηλικία του Gilmοur και τη πρόωρη ζωή του στο Cambridge. Το θέμα κλείνει περνώντας  το σκεπτικό ότι είμαστε απλά δίνεις σε ένα ποτάμι με ολοένα και τρεχούμενο νερό. Δεν είμαστε πράγματα που μένουν, αλλά πρότυπα που διαιωνίζουμε  οι ίδιοι. Ένα πρότυπο... μήνυμα, και μπορεί να μεταδοθεί ως μήνυμα. Το νερό που ρέει.. Το απέραντο ποτάμι.. Για πάντα..
  Το "The Division Bell" είναι το δέκατο τέταρτο στούντιο άλμπουμ τους και βγήκε στο Ηνωμένο Βασίλειο από την EMI στις 28 Μαρτίου 1994, και στις Η.Π.Α. από την Columbia Records στις 4 Απριλίου.  Κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο από την EMI Records στις 28 Μαρτίου 1994, και στις Η.Π.Α. στις 4 Απριλίου, πήγε κατευθείαν στο # 1 και στις δύο χώρες.  Έγινε ασημένιο και χρυσό στο Ηνωμένο Βασίλειο την 1η Απριλίου 1994,  πλατινένιο ένα μήνα αργότερα και 2 φορές λευκόχρυσο την 1η Οκτωβρίου. Στις Η.Π.Α., έχει γίνει χρυσό, δύο φορές πλατινένιο στις 6 Ιουνίου 1994 και 3 φορές λευκόχρυσο στις 29 Ιανουαρίου 1999. Παρά τις ισχυρές πωλήσεις το άλμπουμ έλαβε κακές κριτικές, παρ 'όλα αυτά, ήταν υποψήφιο στα βραβεία Brit 1995 για την  κατηγορία "Καλύτερο Άλμπουμ Από Βρετανό Καλλιτέχνη" αλλά έχασε λόγου του ‘’Parklife’’ των Blur. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους το συγκρότημα τιμήθηκε με βραβείο Grammy στη κατηγορία ‘‘Best Rock Instrumental’’ για το "Marooned". Αργότερα τα σχόλια έγιναν θερμότερα προς το άλμπουμ.
  Δύο ημέρες μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, ξεκίνησε η περιοδεία από το Joe Robbie Stadium,  προάστια του Μαϊάμι., με όλα τα μέλη που συμμετείχαν και στον δίσκο να δηλώνουν το παρόν και τραγούδια από όλη τη καριέρα τους. Συνεχίστηκε στις Η.Π.Α. μέχρι τον Απρίλιο, Μάιο και μέσα Ιουνίου, πριν πάει στον Καναδά, και στη συνέχεια επιστρέψει στις Η.Π.Α. τον Ιούλιο. Καθώς η περιοδεία έφτανε στην Ευρώπη στα τέλη Ιουλίου, ο Waters κλήθηκε να παίξει με τη μπάντα, αλλά αρνήθηκε, και αργότερα εξέφρασε την ενόχληση του ότι κάποια τραγούδια είχαν πραγματοποιηθεί και πάλι σε μεγάλους χώρους. Την πρώτη νύχτα του βρετανικού σκέλους της περιοδείας στις 12 Οκτωβρίου, έναν δάπεδο χωρητικότητας 1.200 ατόμων κατέρρευσε, αλλά χωρίς σοβαρούς τραυματισμούς, η συναυλία συνεχίστηκε. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας ένα ανώνυμο πρόσωπο που ονομάζεται Publius δημοσίευσε ένα μήνυμα σε μια ομάδα συζήτησης στο διαδίκτυο, καλώντας τους οπαδούς να λύσουν ένα γρίφο που υποτίθεται ότι κρύβεται μέσα στο νέο άλμπουμ. Η ειλικρίνεια του μηνύματος φάνηκε όταν τα λευκά φώτα στο μπροστινό μέρος της σκηνής σε μια παράσταση στο East Rutherford έγραφαν τις λέξεις Αίνιγμα Publius. Κατά τη διάρκεια μιας τηλεοπτικής συναυλία στο Earls Court τον Οκτώβριο του 1994, η λέξη αίνιγμα είχε προβληθεί με μεγάλα γράμματα πάνω στο φόντο της σκηνής. Ο Mason αργότερα ανακάλυψε ότι το Publius Enigma υπήρχε, και ότι είχε υποκινηθεί από τη δισκογραφική εταιρεία και όχι από την μπάντα. Η περιοδεία έκλεισε στο Earls Court στις 29 Οκτωβρίου 1994 και ήταν η τελευταία  συναυλία τους μέχρι το Live 8 του 2005. Ένα live album γυρίστηκε στις 20 Οκτωβρίου 1994, κυκλοφόρησε σαν ηχητικό ντοκουμέντο και σε video της συναυλίας, το ‘’P.U.L.S.E.’’ και είδε τα φώτα της δημοσιότητα τον Ιούνιο του 1995.  Συνολικά, έχει 24 τραγούδια με το πρώτο set, να περιλαμβάνει 11 κομμάτια από όλες τις εποχές τους ενώ το δεύτερο το "The Dark Side Of The Moon’" στην ολότητά του συν τρία ακόμα από το δεύτερο encore.
  Από το 1994, το ‘’The Division Bell’’ έχει επανεκδοθεί δύο φορές. Η πρώτη το 2011 με remastered από τον Andy Jackson και ως αυτόνομο cd και σαν μέρος του συνόλου box set "Oh, By The Way" που έχει και τα 14 στούντιο άλμπουμ μαζί για πρώτη φορά. Η δεύτερη επανέκδοση ήταν στις 30 Ιουνίου 2014 που κυκλοφόρησε στo box set "20th anniversary deluxe edition’’, μαζί με την επανέκδοση του διπλού βινυλίου με  surround 5.1 remix από τον Andy Jackson, τον δίσκο σε βινύλιο 180g, ένα κόκκινο 7’’  για το ‘’Take It Back’’ ένα διάφανο 7" ‘για το ‘’High Hopes / Keep Talking’’, ένα μπλε χαραγμένο με λέιζερ 12’’ για το single ‘’High Hopes’’ και ένα βιβλίο με ανάμικτες κάρτες τέχνης. Οι επανεκδόσεις του 2014 ήταν η πρώτη έκδοση του πλήρους δίσκου σε βινύλιο, καθώς το 1994 βγήκαν μόνο τροποποιημένες εκδόσεις των τραγουδιών για να σταθεί σαν μονό βινύλιο.
  Ακολούθησε η κυκλοφορία του EP ‘’London ’66-‘67’’,  που περιλαμβάνει δύο "χαμένα" κομμάτια-μια εκτεταμένη εκδοχή του ’’Interstellar Overdrive’’ και ένα ακυκλοφόρητο κομμάτι το ‘’ Nick's Boogie’’. Αυτά τα κομμάτια γράφτηκαν αρχικά για την ταινία "Tonight Lets All Make Love In London" του Peter Lorrimer Whitehead  το 1967, που εμφανίστηκε σε edit μορφή στο soundtrack. Αρχικά κυκλοφόρησε στο ακέραιο, το 1990  από τη‘’See For Miles Records’’ στην επανέκδοση του soundtrack album και είναι οι πρώτες πρώιμες ηχογραφήσεις των Pink Floyd που διατίθενται στο εμπόριο. Πρωτοεμφανίστηκε από την Snapper Music (SMACD924X, 2005) στις 13 Σεπτεμβρίου 2005, σε οπτικοακουστικό ντοκουμέντο cd και dvd, με ολόκληρη την ταινία καθώς και αποσπάσματα από την αρχική . Θεωρείται ως ένα πρώιμο παράδειγμα του είδους jazz fusion, ενσωματώνοντας τις αυτοσχέδιες επιρροές τζαζ σε ψυχεδελικές συνθέσεις τους.
  Για την συμπλήρωση 30 χρόνων της μπάντας, το Δεκέμβριο του 1997, είδε τα φώτα της δημοσιότητας η συλλογή "The First Three Singles", με 6 κομμάτια στα οποία επί τω πλείστων, ερμηνεύονται από τον Syd Barrett.
Πολύ σύντομα, κοντά σας το 5ο και τελευταίο μέρος του αφιερώματός μας..

Γιώργος Βαλιμίτης

// Old Time Rock

// Live Favorites