Under the stars: Ροκ ταινίες και θερινό σινεμά

10/08/2016

Κατηγορία: Art Rock

7488

Kαλοκαίρι και θερινά σινεμά παραμένουν ακόμη έννοιες σιαμαίες σ΄αυτή τη γωνιά του κόσμου που γεννηθήκαμε. Ιεροτελεστία παμπάλαια, που όσο περνάνε τα χρόνια δε λέει να ξεθωριάσει. Το θερινό σινεμά άντεξε τις επιθέσεις της εποχής του βίντεο, της εποχής του dvd, αντέχει και τώρα, στην χειρότερη απ΄όλες, την εποχή της ευτέλειας.

 

Οι ταινίες που έχουμε δει σε θερινά, είτε για πρώτη, είτε για πολλοστή φορά (γιατί οπωσδήποτε στις σημαδιακές ταινίες δεν χωρούν τα τουριστικά, «α, ναι, την έχω δει» της μιας φοράς), εντυπώνονται καλύτερα. Νά’ ναι τα πατατάκια; Τα χαλίκια; Οι μπύρες σε μπουκάλι; Η παρέα, η πάντα πιο ξένοιαστη;
Τα τσιγάρα που φουμάρονται ελεύθερα; Ας το ομολογήσουμε, είναι όλα αυτά μαζί και πολλά περισσότερα. Έχει κάτι ο ουρανός που μας βλέπει από πάνω και βοηθάει, λες, την ταινία να διεισδύσει στα εσώψυχα, αβίαστα, αποτελεσματικά. Κάνει την πλοκή δείχνει ξεκάθαρη, το δράμα να σ’ αρπάζει πιο σφιχτά, το γέλιο να ξεπηδά χωρίς δεύτερη σκέψη. Κάπου εκεί, όταν κάτω απ’ τα αστέρια έρχεται το ροκ ως ηχητική επένδυση μιας ταινίας, η εμπειρία δυναμώνει. Υπενθυμίζουμε λοιπόν μερικές μόνον απ’ τις ταινίες που σημάδεψαν τα καλοκαιρινά βράδια μας με τη μουσική και τη ροκ αισθητική τους. 4... 3... 2... 1...



Woodstock (1970).
Απελευθερωτικό να παρακολουθείς το μοναδικό αυτό ντοκυμανταίρ καλοκαίρι, την εποχή που έγιναν όλα όσα δείχνει. Σε όποιο θερινό και να παίζεται τα τελευταία πάρα πολλά καλοκαίρια, χέρια σηκώνονται, στίχοι φωνάζονται δυνατά και κεφάλια κουνιούνται όταν ανεβαίνει στη σκηνή ο Hendrix, οι Ten Years After, ο Santana, οι Who, ο Sly & The Family Stone. H αυτόματη ανάταση του κοινού στο ξεκίνημα, με τον Richie Havens και προς το τέλος, με το “With A Little Help From My Friends” από τον εκστατικά μεθυσμένο Joe Cocker, αποδεικνύει από τί υλικό έχουν – δικαίως – φτιαχτεί οι ροκ μύθοι. Εκτελέσεις που μένουν αξέχαστες: Όλο το φιλμ, από τις λασπομαχίες μέχρι το “Star Spangled Banner”.



Zabriskie Point (1971).
Ο Αντονιόνι κινείται μαεστρικά ανάμεσα στο ντοκυμανταίρ και τη μυθοπλασία, τον νατουραλισμό και την ψυχεδέλεια. Ο μαγνητισμός των δύο πρωταγωνιστών, του αδικοχαμένου στα 27 Mark Frechette και της Daria Halprin, οι moody διάλογοι, η αντίστιξη μεταξύ παλαιών ηθών και νεανικού σφρίγους που ασφυκτιά γι’ ανατροπή και η έρημος που τυλίγει τα πάντα υπό τους ήχους των Pink Floyd, του Gerry Garcia (ακούγεται και το “You Got The Silver” από Stones). H σύγκρουση με το «σύστημα» και η φυγή έξω απ΄αυτό έρχονται τόσο φυσικά όσο ο έρωτας και η περιπλάνηση στο άγνωστο. Όλα τελειώνουν με μια έκρηξη συμβολισμού που λέει τα πάντα και που μόνον εκείνη η εποχή μπορούσε να γεννήσει. Must για κάθε θερινό, ειδικά από την επανακυκλοφορία της αυθεντικής κόπιας (2008) και μετά.  

The Song Remains The Same (1976).
Αιώνες πριν την reality tv, ένα κινηματογραφικό πλήρωμα ακολουθεί τους Zeppelin στην Αμερικάνικη περιοδεία τους το καλοκαίρι του ’73. Το χάος που προηγείται της εμφάνισής τους στο Madison Square Garden, οι φανς, οι αστυνομικοί, οι promoters, ο ηλεκτρισμός επί σκηνής. Παρεμβάλλονται ονειρικές σεκάνς, σαν από παράλληλες ταινίες, με πρωταγωνιστές τα τέσσερα μέλη : Ο Plant με την Maureen και τα δυό παιδιά τους στην εξοχή της Ουαλλίας. Ο John Paul Jones διαβάζει τον «Τζακ και τη Φασολιά» στις δύο κόρες του, υποδυόμενος τις διαφορετικές φωνές των ηρώων, προς μεγάλη τους ευχαρίστηση. Ο John Bonham παίζει ντραμς με τον μικρό Jason στη φάρμα του, τρέχει με αγωνιστικά αυτοκίνητα,  άλλοτε οργώνει ή φροντίζει τα ζώα του. Ο Jimmy Page άλλοτε αναπαύεται στο κάστρο του στο Sussex, γρατζουνώντας έγχορδα, άλλοτε σκαρφαλώνει σε όρη και βουνά ψάχνοντας να συναντήσει τον μυστηριώδη ερημίτη που απεικονίζεται στο εσώφυλλο του “IV”. Οι σκηνές του live είναι επικές, με το εφέ του καθρέφτη να προκαλεί πραγματικό vertigo. Παρακολουθείται ιδανικά συνοδεία Ιακώβου Δανιήλ, φιάλες του οποίου κάνουν αρκετά cameo στην ταινία.



The Buddy Holly Story (1978).
Όσο κι αν σήμερα φαίνεται δυσνόητο, τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ήταν ακόμη κοντινά με αυτά των απαρχών της ροκ ν΄ρολ εποχής, γι΄αυτό και οι βιογραφίες των συγχρόνων του Elvis σπάνιζαν. Ο έφηβος από το Τέξας με τα χοντρά μυωπικά γυαλιά που φτιάχνει το τρίο (μπάσο, ντράμς, κιθάρα), τους Crickets, η σχέση του με την διεκδικητική Μαρία, η αστραπιαία επιτυχία, οι έριδες με το συγκρότημα και το απροσδόκητο τέλος με το αεροπορικό ατύχημα το Φεβρουάριο του ’59, πάνω που έδειχνε ότι το μέλλον του ανήκε. Αξιόπιστη αναπαραγωγή της αισιοδοξίας της εποχής, με τον νέο, θυελλώδη ήχο να γεννιέται και να αφήνει πίσω του με κεκτημένη ταχύτητα country, polka, be-bop. Ρόλος ζωής για τον κατατερίστα Gary Busey που προτάθηκε για Όσκαρ πρώτου ανδρικού με την ερμηνεία του, αλλά παρέμεινε cult φιγούρα μέχρι το τέλος της ζωής του, σχεδόν πάντα στο ρόλου του «κακού» των b-movies. Προσεγγίζει τον 22χρονο Buddy Holly με μια αθωότητα  αφοπλιστική. Σκηνή που μένει: Παίζει στο Apollo μπροστά σ΄ένα ακροατήριο μαύρων, που αγνοούν το χρώμα του δέρματος της μπάντας που πρόκειται να δουν. Και κείνος καταφέρνει με την ενέργεια και το θάρρος του να διαλύσει τα στεγανά και να τους κερδίσει.

Quadrophenia (1979).
Ο 16άρης Jimmy ψάχνει να βρει την ταυτότητά του στο Λονδίνο του 1963. Είναι ένας “mod” (μπλουζάκια “Fred Perry”, φαρδιά Μοντγκόμερυ, σακκάκια και γραβάτες), λατρεύει το σκούτερ του, συγκρούεται με τους “rockers” στο Brighton, παλεύει με τα χάπια, την κατάθλιψη, τον ανεκπλήρωτο έρωτα, το προβληματικό σπίτι, τους φίλους. Νεανική βία, νεύρο και η μουσική του ομώνυμου άλμπουμ των Who (έχει βγει από το ’73 και μετά ήρθε η ταινία), που παρ΄ότι δεν ακούγεται πολύ, ούτε καθαρά, χρωματίζει το συναίσθημα της ταινίας αρκετά για να καταλάβουμε τί είχε μέσα του ο Pete Townshend και τί θέλησε να ξορκίσει με την ιστορία αυτή. Κι αν το πρώτο που παραπέμπει κινηματογραφικά στους Who είναι το αβανταδόρικο μιούζικαλ “Tommy”, η πραγματικά καλή ταινία με την οποία συνδέονται, είναι αυτή η ιστορία εφηβικής απόγνωσης, ημιαυτοβιογραφική, νοσταλγική, οργισμένη και φορτωμένη απ΄αυτά τα ιερά, συγκεχυμένα όσο και άλυτα ερωτήματα που κατατρέχουν τους πάντες στα 16. Σκηνές που μένουν αξέχαστες: Ο πλακωμός στο Brighton, ένα όρθιο στο στενό, ο υστερικός χορός με το “My Generation” στο πάρτυ, τα σκούτερ, το τελικό άλμα και η λύτρωση από το νερό.

Εξόριστος Στην Κεντρική Λεωφόρο (1979).
Η φιλμογραφία του Νίκου Ζερβού ανέκαθεν βρισκόταν σε διασταυρούμενα πυρά, από τους «σοβαρούς» κινηματογραφικούς κριτικούς κάθε συνωμοταξίας. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξε ό,τι πιο κοντά είχαμε στην Ελλάδα σ΄αυτό που αργότερα έγινε γνωστό ως «ανεξάρτητο» σινεμά. Για χρόνια προσβάσιμη μόνο σε καλοκαιρινά αφιερώματα με περιθωριακές ελληνικές ταινίες, είναι μια beat ταινία, με εικόνες από την Αθήνα του 1979 που συναρπάζουν τα ιστοριοδιφικά ρετάλια του σινεμά, κυρίως, για να πούμε την αλήθεια, αυτά που δεν έζησαν την εποχή εκείνη. Ένας σαραντάρης της γενιάς του Μάη του ‘68 (παίζει ο σκηνοθέτης Κώστας Φέρρης) περνάει υπαρξιακή κρισάρα και περιφέρεται στην Αθήνα καπνίζοντας, πίνοντας, φιλοσοφώντας, αναζητώντας δεσμούς με το παρελθόν. Συναντά έκπτωση, αδιαφορία, αφασία, ενώ ξανασμίγει με την παλιά του φιλενάδα. Οι αναφορές στο ροκ των μεγάλων ονομάτων των ‘60s συνεχείς, τα πλάνα από την Αθήνα κανονικά λαογραφικά ντοκουμέντα. Από τις ταινίες τις ειδικά φτιαγμένες για να τις παρακολουθήσει κανείς υπό την καλοκαιρινή ανοιχτωσιά της έρημης πόλης. Σκηνές που μένουν : Το πέσιμο σε μπάζο σ΄ένα παρακμιακό μπαράκι (πιο αντισεξουαλικό «καμάκι», never filmed again), το ξύπνημα με “Roadhouse Blues” σε ένα κοινόβιο, τα καθηλωτικά γαλανά μάτια της Μαρίλλης Τσοπανέλλη.


The Blues Brothers (1980).
Δεν γίνεται να συλλάβει κανείς την ψυχή τριών – τεσσάρων δεκαετιών rhythm & blues, soul και ηλεκτρικού blues, αν δε δει υπό το φως των αστεριών αυτή την μνημειώδη ταινία - τζαμάρισμα. Οι σκηνές των συναυλιών και της εύρεσης των μουσικών της μπάντας είναι τεχνητή αναπνοή στο χειλάκι του κάθε πικραμένου, ο Belushi (που έχει μόλις δύο χρόνια πριν ορίσει φιλμικά την αφασία με το “Animal House”) είναι η ενσάρκωση του ροκ ν΄ρολ, ασχέτως είδους και εποχής, ο Aykroyd το καλύτερο άλτερ έγκο συμπρωταγωνιστή μετά τους «Χοντρό - Λιγνό», η παρέλαση μουσικών τιτάνων (Aretha, Ray Charles, James Brown, J. L. Hooker, η ίδια η μπάντα) κάνει το σενάριο γιορτή, το αυτοκινητοκυνηγητό είναι η καλύτερη αφορμή να χαθείς μέσα στα ποπ κορν και η διακωμώδηση των ναζί (“I hate Illinois’ Nazis” - σωστό φλασάκι από το μέλλον) το πιο εύγλωττο σχόλιο για κάθε μορφής ολοκληρωτισμό, τον οποίο, βέβαια, πετάει η μουσική να πνιγεί. Δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα να πει κανείς γι΄ αυτό το διαχρονικό μουσικό φαινόμενο, αφού ο καθένας έχει τις δικές του αναμνήσεις. Αρκεί ότι στο «Σινέ Παρί» στην Πλάκα (ανέκαθεν στο τοπ-5 των καλύτερων θερινών σινεμά της Αθήνας) παιζόταν επί χρόνια κάθε καλοκαίρι και μερικοί – μερικοί είχαν μάθει και όλες τις κρίσιμες ατάκες. Ατάκα που μένει αξέχαστη : “We’re In A Mission From God”.
 
 
The Wall (1982).
Μακράν ο πιο δόκιμος τρόπος να δεις το The Wall, να μην υποκύψεις στη σκοτεινιά του και να νιώσεις την καθαρτήρια λειτουργία του : κάτω από τ΄αστέρια. Τί σημασία έχει αν τα θερινά δεν έχουν «το τέλειο ηχοσύστημα»; Έχουν τη μεγάλη οθόνη. Κι εδώ, για να υποβληθείς στα εφιαλτικά κινούμενα σχέδια του Gerald Scarfe, τη χρειάζεσαι. Σκηνές αξέχαστες : H μητέρα - σαρκοβόρο λουλούδι (“Mother”) και το αποκαλυπτικό όραμα της «δίκης» (“The Trial”). Η δε σκηνή με το flashback στα παιδικά χρόνια του του ενηλίκου rock star “Pink”, με το μικρό κατοικίδιο και το βύθισμα στο overdose που νιώθει ότι γίνεται ένα με τα σκουλήκια, την ώρα που παίζει το “Comfortably Numb”, σε σβήνει απ΄το χάρτη.

This Is Spinal Tap (1984).
Βάση της ψευδοντοκυμανταιρίστικης φάρσας του Rob Reiner μια ακολουθία από inside jokes για όσους παρακολουθούν τον κόσμο του heavy rock. Για το σενάριο παρακολουθήθηκαν στενά επί δύο χρόνια περιοδείες από τα πιο γνωστά ονόματα «βαρέων βαρών» (μ.α. Sabbath, Priest, Blue Oyster Cult). Η ρηχότητα των ροκ σταρ, οι ντράμερ που ανατινάζονται, τα μεγαλειώδη σκηνικά που από λάθος έρχονται σε μέγεθος ίντσας, οι ενισχυτές που φθάνουν ως το «11», οι διαλύσεις και επανασυνδέσεις «στο όνομα της παλιάς χημείας» είναι όλα εδώ. Σχεδόν τόσο κωμωδία όσο και το “Top Secret” (προβλήθηκε την ίδια εποχή), απευθυνόμενη κυρίως σε όσους έχουν τις ροκ παραστάσεις για να «πιάσουν» το αστείο, προχωρώντας μετά σε ολονύχτιες συζητήσεις για το ποιά σκηνικά βασίζονται σε αληθινές ιστορίες συγκροτημάτων και πότε συνέβησαν.

Sid & Nancy (1986).
Όλα τα φώτα στον 28χρονο Gary Oldman, που κατορθώνει να προσδώσει συναισθηματικό βάθος και γοητεία στον Sid Vicious, ένα junkie που δεν πρόλαβε καλά - καλά να ζήσει έναμισυ χρόνο ροκ ζωής. Όπως συμβαίνει σε κάθε βιογραφία που καταφέρνει να γίνει συγκινητική, η εξωτερική ομοιότητα του εικονιζομένου προσώπου παραμερίζεται από την εκπληκτική εμβάθυνση του πρωταγωνιστή στην κίνηση, την ομιλία και σε μια σειρά από ανεπαίσθητες εκφραστικές λεπτομέρειες που συμπληρώνουν τον πραγματικό χαρακτήρα. Η σχέση του με την Nancy Spungen αποδίδεται από τον Alex Cox ως συνειδητά αυτοκαταστροφική. Δύο άνθρωποι που εξαρτήθηκαν ο ένας από τον άλλο για να μπορέσουν να μοιραστούν λίγη τρυφερότητα, αυτό που όλοι οι άλλοι τους είχαν στερήσει (ιδανικό «παλιόσκυλο» η Chloe Webb, σε μια επίσης δυνατή ερμηνεία). Σε κάθε πλάνο ο Oldman κυριαρχεί (ειδικά στο πώς παίζει τον λιωμένο Vicious αναρίθμητους τρόπους), όμως το ανεξίτηλο highlight είναι το “My Way”, κοπιαρισμένο με τέτοια ακρίβεια από το κλιπ του “The Greatest Rock N’ Roll Swindle” που πείθει τον θεατή ότι ο Oldman είναι ο Vicious.


Hail! Hail! Rock NRoll! (1987).
Όσο κι αν ακούγεται κάπως επίπεδο το να παρελαύνει ενώπιον της κάμερας μια «μικτή κόσμου» του ροκ και του blues για να αποδώσει φόρο τιμής στον Chuck Berry, επ΄ευκαιρία των 60ων του γενεθλίων του, με δύο συναυλίες στο Fox Theater του St. Lewis, πρόκειται για ντοκυμανταίρ με ρυθμό. Ο Taylor Hackford («Ιπτάμενος & Τζεντλμαν», “Against All Odds”, ”White Nights”) ξέρει όσο λίγοι να χτίζει ταινίες σε μαεστρικά, εύγλωττα, γκρο-πλαν. Κι εδώ αφήνει το σεβασμό και τον θαυμασμό για τον μεγάλο Chucκ Berry να λάμπει στα πρόσωπα των Bruce Spingsteen, Keith Richards, Eric Clapton, Etta James, Roy Orbison, Bo Diddley, μεταξύ πολλών άλλων. Με τις ιστορίες τους γι΄αυτόν, τις σύντομες αλλά περιεκτικές αναφορές του στην προσφορά του, την προσπάθειά τους να τον παρακολουθήσουν στις πρόβες και να σταθούν δίπλα του πάνω στη σκηνή. Την παράσταση βέβαια κλέβει ο ίδιος ο τιμώμενος. Με τις πατενταρισμένες κινήσεις και το κιθαριστικό του πάθος πάνω στη σκηνή, με τα streetwise αποφθέγματά του και με την προσήλωσή του σ΄ένα work ethic που αναδεικνύει την μοναδικότητά του.



Rattle & Hum (1988).
Ένα road movie για το κορυφαίο, εκείνη τη χρονική στιγμή, συγκρότημα στον κόσμο. Εκπληκτικές εκτελέσεις (“Running To Stand Still”, “Bullet The Blue Sky”), ιστορικά ταιριάσματα (B.B. King, gospel χορωδίες), οι U2 νέοι και δυνατοί, τοπία και πόλεις που πείθουν ότι ένα τέτοιο ταξίδι στην Αμερική χρειάζεται και αρκεί για ν’ αλλάξει η ζωή σου, είτε είσαι μουσικός, είτε μουσικόφιλος, είτε απλώς ταξιδευτής. Καλοκαίρι ’89, στα θερινά της Κυψέλης, των Πατησίων και των Εξαρχείων, όταν ακόμη η έννοια “rockumentary” ήταν ακόμη άγνωστη. Εκτελέσεις που μένουν αξέχαστες : Το “Where The Streets Have No Name” και το “All Along The Watchtower”, αλλά όποιο και να διαλέξει κανείς, μέσα θα πέσει.



The Commitments (1991).
Η γέννηση και η σύντομη πορεία μιας φοβερής σόουλ μπάντας στο Δουβλίνο. Η αντίστιξη της up-tempo, αισθαντικής soul με τον συννεφιασμένο ουρανό και την ανεργία της Ιρλανδίας, οι γρήγορες ατάκες, οι φυσιογνωμίες των νεαρών της μπάντας και η αγάπη τους για τη μουσική, μέσα από την οποία βιώνουν τη συντροφικότητα, το όραμα, τη ζήλεια και την αυτοκαταστροφή. Αξέχαστη κομεντί που συνδέει το μεγαλείο της soul με την εργατική τάξη και το σερβίρει με το γνωστό δρεπανηφόρο ιρλανδέζικο χιούμορ. Άλλη μια θριαμβευτική μουσική αποστολή του Alan Parker (“Fame”, “The Wall”, “Birdy”) που επιλέγοντας να βάλει τα μέλη του γκρουπ να πετάνε καυστικά σχόλια για τα μισά ονόματα των κολοσσών της μουσικής σκηνής, αποδεικνύει ότι οι παρέες που ξέρουν από μουσική περνάνε πάντα καλύτερα. Μορφή ο 16χρονος τότε Andrew Strong, με τη συγκλονιστική φωνή μαύρου bluesman και το στυλ του μακαρίτη του John Belushi, που σε κάνει να πιστεύεις ότι στις μουσικές ταινίες υπάρχει μετεμψύχωση. Εκτέλεση που μένει αξέχαστη : “Try A Little Tenderness”.

Airheads (1994).
Καταμεσίς στην εποχή του grunge, μια ταινία που υπενθυμίζει την ακατάβλητη ενέργεια του ροκ ν΄ρολ. H πιο τραγελαφική συμμορία κακοποιών μετά τους Dalton (Brendan Fraser, Steve Buscemi στα παρανοϊκά του και Adam Sandler πριν γίνει σταρ) μπουκάρουν σε ραδιοφωνικό σταθμό με πλαστικά αυτόματα και παίρνουν τους πάντες ομήρους, απαιτώντας να παιχτεί το demo του συγκροτήματός τους (“The Lone Rangers” [“… that’s not right, it can’ be. You’re three. You can’t be …lone?!”) στον αέρα. Screwball παρεξηγήσεις ακολουθούν. Δεύτεροι ρόλοι (Joe Mantegna, Judd Nelson, Michael McKean [ο «κιθαρίστας/ τραγουδιστής» των Spinal Tap]), cameo (θεϊκή εμφάνιση Lemmy) και ατάκες για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του ροκ προκαλούν απανωτά κύματα ευφορίας. Soundtrack με Motorhead (“Born To Raise Hell” feat. Ice T & Whitfield Crane), 4 Non Blondes, White Zombie, Primus, Anthrax, Ramones. Σκηνή – αποκορύφωμα : η live εκτέλεση του καταιγιστικού demo στη φυλακή (αφού έχουν γίνει όλα λαμπόγυαλο). Βγαίνεις από το θερινό και θέλεις να το ξημερώσεις, άνετα.


Detroit Rock City (1999).
Μια παρέα παιδιών που έχουν είδωλα τους Kiss κάνει τα πάντα για να πάει στη συναυλία τους στο Detroit, το 1978. Ταινία που πιάνει την υστερία της εποχής και παρ’ ότι ελαφριά, δεν ξεπέφτει στη φτήνια. Γρήγορο μοντάζ και ξύπνιες ατάκες, μουσικές εποχής και καλές ερμηνείες ιδίως από τους τέσσερις νεαρούς πωρωμένους φανς, με καλύτερο τον Edward Furlong (“Exterminator II”). Ατάκα που μένει αξέχαστη : “Disco sucks ! Kiss will never make a disco song, man!” 


Almost Famous (2001).
Έζησε τη ροκ ζωή στο δρόμο το 1973 σαν δημοσιογράφος του Rolling Stone, έστω εξαπατώντας για την ηλικία του. Έχει πραγματικά συμβεί. Από κει κράτησε τις σημειώσεις του για το σενάριο ο σκηνοθέτης Cameron Crowe, ο οποίος έζησε την χρυσή εποχή των seventies παίρνοντας συνεντεύξεις και ζώντας δίπλα με κάποιους από τους μυθικούς ρόκερ της επιοχής. Συνδιάζοντας πραγματικά επεισόδια από τη συνύπαρξή του με τους Zeppelin, τους Allmans, τους Bad Company, τους Eagles και τους Skynyrd, έφτιαξε μια νοσταλγική ταινία ωρίμανσης με όχημα το φευγαλέο όνειρο του να ζεις σε απόσταση αναπνοής με τους ήρωές σου. Ταινία γεμάτη μουσική (Όσκαρ soundtrack το 2001), με «ειδικού σκοπού» τρακς από Rod Stewart, Lynyrd Skynyrd, Bowie, Yes, Cat Stevens, Zeppelin και με 2 κομμάτια του fiction γκρουπ “Stillwater”. Αξέχαστη groupie : Kate Hudson. Αξέχαστη σεκάνς (μεταξύ πολλών) η σκηνή στο λεωφορείο με το “Tiny Dancer”.



Headwig And The Angry Inch (2001).
Αντίθετα με το ελαφροίσκιωτο και παραπλανητικό “Velvet Goldmine”, αυτή η λίγο γνωστή ταινία, που πρωτοπροβλήθηκε το καλοκαίρι του 2001 στη Δεξαμενή, δεν αναλώνεται σε μια κλειστή οπτική για την ομοφυλοφυλία και τη σχέση της με το ροκ. Φτιαγμένη (σενάριο, σκηνοθεσία, πρωταγωνιστής) από τον John Cameron Mitchell είναι η προκλητική και συχνά ενοχλητική για το μέσο θεατή ιστορία μιας Ανατολικογερμανίδας τρανσέξουαλ που εν μέσω κωμικοτραγικών flashback – και καταιγιστικών ζωντανών εμφανίσεων - μας διηγείται τη ζωή της και το πώς κατέληξε να φτιάξει την πανκ μπάντα της, παίζοντας “for all the misfits of the world”, για να της κλέψει το στυλ και τα κομμάτια ένα νεαρό ροκ είδωλο. Το σάουντρακ είναι πρωτότυπο και δυνατό και το σενάριο κερδίζει, με μερικές πολύ εύστοχα ειπωμένες αλήθειες που υπερβαίνουν σεξουαλικούς προσανατολισμούς. Χαρακτηριστικό κομμάτι : “Tear Me Down”.


The Future Is Unwritten (2007).
Δεν υπάρχει ταινία που να μπορεί εύκολα να περικλείσει το τί σήμανε ο Joe Strummer για το ροκ ν΄ρολ, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι και σήμερα. Εκτός αν την έχει φτιάξει ο Julien Temple (“The Greatest Rock N’ Roll Swindle”, “Absolute Beginners”, “The Filth & The Fury”). Ξεκινάει από τα παιδικάτα του Strummer, τον γνωρίζουμε ανέμελο πιτσιρίκι, μετά οργισμένο νεαρό με μαλλιά και μούσια, τον παρακολοθούμε αψηφά τον διπλωμάτη πατέρα του και να μεταλλάσσεται από “hippy” στην πιο δυνατή φωνή της πανκ εξέγερσης στη Βρετανία. Η ιστορία της “only band that matters”, όπως ονόμασε ο τύπος τους Clash, περνά μέσα από τη βιογραφία αυτού του ανθρώπου και τα πλάνα με τον ίδιο να χτυπάει τις χορδές με απόγνωση και το συγκρότημα να τα δίνει όλα καταλαμβάνουν τη μνήμη αμαχητί. Οι φίλοι του γύρω από μια φωτιά τον θυμούνται με χαμόγελα, δάκρυα και μικρές ιστορίες. Σχεδόν κάθε πλάνο που ο Strummer μιλάει φτύνοντας στραβά τις λέξεις είναι από ιστορικό έως κατανυκτικό, όμως κλασσικό μένει το συγκλονιστικό μονόλεπτο voice-over που ολοκληρώνει την ταινία, από κάποια ραδιοφωνική εκπομπή του.

Ως γνωστόν, ο καθένας έχει να θυμάται τις δικές του βραδιές κάτω απ΄τα άστρα, με το μεγάλο πανί να προβάλει τα ροκ όνειρα, όπως πρέπει, widescreen, διάπλατα και επιβλητικά. Άλλωστε, αυτή δεν είναι η μαγεία ;
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου