Trevor Rabin: "Live in LA"

02/10/2024

Κατηγορία: Art Rock

1935

Γεννημένος στις 13 Ιανουαρίου του 1954 στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής, ο Trevor Rabin με βαθιές καλλιτεχνικές ρίζες από την οικογένεια του αφού η μητέρα του, Joy, ήταν ζωγράφος, χορεύτρια μπαλέτου, ηθοποιός και εξαιρετική πιανίστρια.

 

Παράλληλα ο πατέρας του, Godfrey, ήταν δικηγόρος, μουσικός, μαέστρος και ο βασικός βιολονίστας στη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Γιοχάνεσμπουργκ ενώ σύμφωνα με τον ίδιο τον Rabin, η οικογένεια του είχε ταχθεί επίσημα κατά του απαρτχάιντ .
Οπότε με τέτοια κληρονομιά ο Trevor Rabin ασχολήθηκε πολύ νωρίς με το πιάνο σε ηλικία έξι ετών με αποτέλεσμα στα δώδεκα να διδάσκει μαθαίνοντας παράλληλα και κιθάρα χρησιμοποιώντας βιβλία ασκήσεων πιάνου αν και δεν είχε ποτέ επίσημο μάθημα στο συγκεκριμένο όργανο. Ένα χρόνο αργότερα έπαιξε με τους The Other ξεκινώντας ένα κύκλο συμμετοχής σε εφηβικές μπάντες δημιουργώντας με τον αδελφό του στη ηλικία των 17 ετών, τους Conglomeration πραγματοποιώντας αρκετές τοπικές συναυλίες.
Αργότερα εντάχθηκε στους Freedom's Children για ένα χρόνο περίπου μέχρι το 1973 και έγραψε το τραγούδι τους "State of Fear" και περιόδευσε στη χώρα του εκτενώς με μια ομότιτλη περιοδεία. Επιπρόσθετα για αρκετούς μήνες ο Rabin σπούδασε, ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας με δάσκαλο τον Walter Mony, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Γιοχάνεσμπουργκ προετοιμάζοντας να γίνει μαέστρος, αλλά τελικά το όνειρο τους ήταν να ακολουθήσει καριέρα στη ροκ μουσική και τελικά τα κατάφερε.
Η πορεία του φρέναρε προσωρινά διότι έπρεπε να εκπληρώσει την στρατιωτική του θητεία και αφού τελείωσε κερδίζοντας χρόνο όπως λέει για να μελετήσει περισσότερη κιθάρα  σχημάτισε τους RABBITT με πρώην συνεργάτες του από τους Conglomeration και με τον περίφημο τραγουδιστή Duncan Faure μετέπειτα στους Bay City Rollers.
Με τους RABBITT κυκλοφόρησε μαζί τους δύο δίσκους τα, "Boys Will Be Boys!" (1975) που περιλαμβάνει και μία διασκευή στο "Locomotive Breath" των Jethro Tull και έπειτα ακολούθησε το άλμπουμ "A Croak and a Grunt in the Night" (1977) όπου έκαναν σχετική επιτυχία ιδιαίτερα στην χώρα τους κερδίζοντας πολλά βραβεία. Όμως η συνεργασία του δεν συνεχίστηκε με αποτέλεσμα ο Rabin να αποχωρήσει.
Το 1977, ο Rabin ηχογράφησε και κυκλοφόρησε το πρώτο του σόλο άλμπουμ, με τίτλο "Beginnings", για την RPM Records και δεν μπορούσε να περιοδεύσει στο εξωτερικό λόγω της διεθνούς αποδοκιμασίας των πολιτικών του απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής και των περιορισμών στην απόκτηση βίζας από τους Νοτιοαφρικανούς.
Η κατάσταση έγινε καταλύτης για να φύγει ο Rabin από τη χώρα πηγαίνοντας στο Λονδίνο ενώ εκείνη τη στιγμή είχε γράψει τη μουσική για την ταινία "Death of a Snowman" (αργότερα επανακυκλοφόρησε ως Soul Patrol).
Το 1979, ο Rabin κυκλοφόρησε το δεύτερο σόλο άλμπουμ του, "Face to Face" και προώθησε το άλμπουμ με μια περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο ενώ την ίδια χρονιά, κάνει τη παραγωγή του  ντεμπούτου άλμπουμ των Wild Horses στο οποίο συμμετείχαν μέλη των UFO, Thinlizzy, Dio.
Το 1980, ο Rabin έπαιξε κιθάρα και έκανε τη παραγωγή στο άλμπουμ "Chance" των Manfred Mann's Earth Band.
Το "Wolf", είναι το τρίτο σόλο άλμπουμ του Rabin από το Chrysalis, που κυκλοφόρησε το 1980, σε συμπαραγωγή με τον Ray Davies (Kinks). Ηχογραφημένο στα Konk Studios στο Λονδίνο, ο Rabin παρείχε κύρια φωνητικά, κιθάρες και πλήκτρα ενώ χρησιμοποίησε διάφορους μουσικούς για να συνεισφέρει, όπως ο ντράμερ Simon Phillips, οι μπασίστες Jack Bruce και Mo Foster, οι κιμπορντίστες Mann, John Bundrick και οι Chris Thompson  Μετά την κυκλοφορία του, ο Rabin διέκοψε τους δεσμούς του με τη Chrysalis καθώς ένιωθε ότι η εταιρεία έκανε πολύ λίγα για την προώθηση του άλμπουμ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Rabin έπαιξε κιθάρες στο "Runner" και μια διασκευή του "Redemption Song" από τον Bob Marley για το άλμπουμ των Manfred Mann's Earth Band με τίτλο "Somewhere in Afrika" (1983).
Στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα ο Rabin μετακομίζει στο Los Angeles, και γνωρίζεται με τον μπασίστα Chris Squire (YES) που έψαχνε για κιθαρίστα για το νέο του συγκρότημα, το οποίο εκείνη την εποχή ονομαζόταν Cinema ενώ παράλληλα ο Rabin δοκιμαζόταν για τους Asia με τους οποίους τελικά δεν συνεργάστηκε.
O Rabin λοιπόν είχε κυκλοφορήσει μερικά καλά σόλο άλμπουμ κάτι που είχε τσεκάρει ο μπασίστας των Yes, Chris Squire μαζί με τον ντράμερ Alan White που δούλευαν εκείνο το διάστημα με το όνομα ΧΥΖ (καμία σχέση με τους αμερικανούς hard rockers) και στη συνέχεια μετεξελίχθηκαν στους Cinema με σκοπό να κυκλοφορήσουν το 1983 το πρώτους τους δίσκο. Στη πορεία όμως συναντήθηκαν οι δρόμοι τους ξανά με τον πληκτρά Tony Kaye και τον τραγουδιστή Jon Anderson, οι οποίοι δήλωσαν ενθουσιασμένοι από τον υλικό των Cinema και συμφώνησαν να συμμετάσχουν στο άλμπουμ που συνθετικά αποτελείται κυρίως από ιδέες του Trevor Rabin, ο οποίος μάλιστα ήταν αρνητικός αρχικά να συμμετάσχει στους επανασυνδεδεμένους Yes.
Παρότι ο T. Kaye ήταν έτοιμος να ενεργοποιηθεί δεν ήθελε τον T.Horn να συμμετέχει  λόγω πικρής προηγούμενης εμπειρίας και χρησιμοποιήθηκε ο Eddie Jobson (UK, Roxy Music, Jethro Tull) στα πλήκτρα που σημειωτέον είναι και στην αρχική έκδοση του video clip, “Owner of a Lonely Heart”. Όμως στη συνέχεια τα βρήκε η μπάντα με τον Kaye (λόγω νομικού κολλήματος για το όνομα) και ο E. Jobson αρνήθηκε να μοιράζεται τα keyboards μαζί του και αποχώρησε οριστικά.
Έτσι λοιπόν αφού στην ουσία οι Cinema ήταν τα 4/5 των YES  και ξεπερνώντας τις ενστάσεις του Rabin, αποφάσισαν να μην κυκλοφορήσουν το “90125” με το νέο τους όνομα αλλά με το θρυλικό όνομα των YES που τους έκανε τεράστιους στην classic & progressive rock κοινότητα. Την παραγωγή αναλαμβάνει ο τρομερός Trevor Horn, που βοηθάει και στα δεύτερα φωνητικά ενώ ο τίτλος “90125” προκύπτει από τον αριθμητικό κατάλογο της ATCO Records αφού αυτό ήταν το νούμερο που τους έδωσε η εταιρία τους για την κυκλοφορία του άλμπουμ.
Η συμβολή του Νοτιοαφρικανού κιθαρίστα στις συνθέσεις και στις ενορχηστρώσεις του άλμπουμ είναι καθοριστική αφού χάριν στις μουσικές του ιδέες  γνώρισαν την μεγαλύτερη τους εμπορική επιτυχία.
Στη συνέχεια κυκλοφόρησε ακόμη τρία στούντιο άλμπουμ με τους Yes τα "Big Generator" (1987), "Union" (1991), "Talk" (1994) και δύο live δίσκους ενώ μετά την αποχώρησή του επικεντρώθηκε στη συγγραφή μουσικής για κινηματογραφικές ταινίες με μεγάλη εμπορική αποδοχή όπως τα "Armageddon" (1998), "Deep Blue Sea" (1999), "Rock Star" (2001), "Bad Boys II" (2003) και πολλές άλλες ακόμη.
Ερχόμενοι στο 1989 κυκλοφορεί το τέταρτο σόλο δίσκο του ο σπουδαίος κιθαρίστας με τίτλο "Can't Look Away" και ξεκινά μία σειρά συναυλιών για την προώθηση του άλμπουμ του από το οποίο προέκυψε  ζωντανός ηχογραφημένος δίσκος, ο οποίος κυκλοφόρησε αρκετά χρόνια αργότερα το 2003 με τίτλο "Live in LA".
 
 
                                              "Live in LA"
Το "Live in LA" ηχογραφήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου του 1989 στο Roxy Theatre του Los Angeles με τον Νοτιοαφρικανό κιθαρίστα να πραγματοποιεί ένα εξαιρετικό σόου μπροστά σε ένα ενθουσιώδες και εκδηλωτικό κοινό με την βοήθεια ταλαντούχων μουσικών όπως του ντράμερ Lou Molino III ( Cock Robin,μετέπειτα Yoso), του μπασίστα Jim Simmons (Diana Lee,,Mark Mitchell) και του πληκτρά Mark Mancina (Hans Zimmer).
Ο δίσκος περιλάμβανε κυρίως συνθέσεις από το σόλο δίσκο "Can't Look Away" και τρεις συνθέσεις από την περίοδο με τους Yes.
Συγκεκριμένα περιλαμβάνει το φοβερό “Changes” όπου παντρεύεται σε μοναδικό επίπεδο το progressive και το aor με τις εναλλαγές να είναι απρόβλεπτες και συναρπαστικές.
To κλασικό “Owner of a Lonely Heart” σε μία άκρως αποθεωτική live εκδοχή, με το κοινό να τραγουδά σχεδόν σε όλο το κομμάτι και την μπάντα του Rabin παρά τα δεξιοτεχνικά της κόλπα να έχει ουσιαστικά δεύτερο ρόλο ενώ από το άλμπουμ "Big Generator" (1987) επέλεξε το υπέροχο και μελωδικό "Love Will Find A Way".
Όσο για τα υπόλοιπα κομμάτια ξεκινάμε με:
Το εναρκτήριο "Cover Up" που είναι αρκετά ατμοσφαιρικό και δυναμικό έχοντας ως εισαγωγή ένα ορχηστρικό μέρος το οποίο αργότερα συμπεριλήφθηκε στο τραγούδι "Lift Me Up" των YES από το άλμπουμ "Union" (1991) με τις κιθάρες του Rabin να είναι εκρηκτικές σε διάφορα σημεία και τα δεύτερα φωνητικά να εντυπωσιάζουν.
Ακολουθεί το "Sorrow" (Your Heart)" το οποίο έχει αφρικανικές μουσικές επιρροές θυμίζοντας τη μουσική του Paul Simon από το άλμπουμ του "Graceland".
To μοναδικό τραγούδι που υπάρχει από το άλμπουμ "Wolf" είναι το "Heard You Cry Wolf" το οποίο αναδεικνύει το συνθετικό και ερμηνευτικό ταλέντο του Trevor Rabin.
Το ορχηστρικό "Eyes of Love" το συνυπογράφει με τον διάσημο Καναδό παραγωγό Bob Ezrin (Alice Cooper, Aerosmith, Kiss, Pink Floyd, Deep Purple) με την heavy κιθάρα να κυριαρχεί όπου σόλα, μελωδίες και ριφ εναλλάσσονται αριστοτεχνικά. Εδώ η φωνή του Rabin άλλοτε γίνεται λυρική και άλλοτε αγριεύει...
Tο "Sludge" είναι ένα βαρύ ορχηστρικό κομμάτι με έντονες prog & jazz-rock επιρροές με πολύ καλά ντραμς από τον Lou Molino III (κάνει ένα μικρό απίθανο σόλο) και την κιθάρα του Rabin να σε καθηλώνει.
Το "Can't Look Away" αποτελεί ένα μικρό rock-pomp κομψοτέχνημα για τον σπουδαίο δημιουργό όπου καταφέρνει να συνδυάζει τον περφεξιονισμό, την αρμονία και την όμορφη μελωδία χωρίς να ακούγεται τετριμμένος σε μία δωδεκάλεπτη επική εκτέλεση.
Ο Trevor Rabin σε αυτό το κομμάτι και ειδικά από το 6.40 και για ένα λεπτό συνεχώς, πραγματοποιεί έναν ατελείωτο κιθαριστικό οργασμό πουέ πεται μέχρι και το τέλος της σύνθεσης. Πραγματικά απίστευτος!!!
To άλμπουμ κλείνει με το θαυμάσιο "Something to Hold on To" το οποίο έκανε μικρή επιτυχία το 1990 φτάνοντας στο Νο. 3 στο αμερικανικό Billboard Mainstream Rock chart ενώ το μουσικό του βίντεο ήταν υποψήφιο για το καλύτερο βίντεο κλιπ, μικρού μήκους στα βραβεία Grammy του 1990.
Γενικά το "Live in LA" είναι ένα αξιόλογο live album που δείχνει πόσο μοναδικός και εξαιρετικός μουσικός, κιθαρίστας και συνθέτης είναι ο Trevor Rabin και αποδεικνύει την μεγάλη του αξία τους πάνω στην σκηνή.
 
Υ.Γ.1: Εικάζεται και μάλλον είναι αληθές ότι αρκετά σημεία του "Live in LA" (δεύτερα φωνητικά, επιμέρους πλήκτρα) ήταν προηχογραφημένα για την καλύτερη απόδοση του κουαρτέτου ενώ στην επανέκδοση του 2014 υπάρχει και ένα επιπλέον κομμάτι το κιθαριστικό "Solly's Beard".
 
Υ.Γ.2: Η καριέρα του Rabin επίσης περιελάμβανε δύο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν την δεκαετία του '70 με το ψευδώνυμο Trevor Terblanche, με  παραγωγό τον Rob Schroder (The Tee Cee's, Slang και Disco Rock Machine) ενώ έχει κυκλοφορήσει ακόμη δύο σόλο δίσκους τα "Jacaranda" (2012) και "Rio" (2023).
 
Φώτης Μελέτης