22 Mαίου 1975. Η τελευταία από τις 102 εμφανίσεις της περιοδείας των Genesis για την προώθηση του “The Lamb Lies Down On Broadway” ολοκληρώνεται στη Becancon της Γαλλίας. Το σουρεαλιστικό σινερομάντσο του Ραέλ, ενός χαμινιού με Πορτορικάνικες ρίζες, παιγμένο live στην ολότητά του, είχε ωθήσει το συγκρότημα των πέντε κολλεγιόπαιδων από το Surrey στα όριά του.
Για τον Peter Gabriel, τον 25χρονο εμπνευστή της περσόνας του Rael, που μόνος του σχεδόν έφτιαξε το περίγραμμα του θεατρικού prog στα ‘70s, με τα εξωφρενικά κοστούμια και τους ονειρικούς στίχους του, το πράγμα δεν είχε γυρισμό.
Έφυγε από τους Genesis, για μια σόλο καρριέρα που έμοιαζε αβέβαιη και φορτωμένη υπέρβαρες προσδοκίες.
Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει όσα θα ακολουθούσαν τα επόμενα 10 χρόνια. Ο Phil Collinsσηκώθηκε από το σκαμπώ του ντράμπερ και εξελίχθηκε σε frontman περιωπής και σύντομα (μεταξύ ’81 και ’86) σε έναν από τους πιο επιτυχημένους συνθέτες ραδιοφωνικής ποπ -με ροκ άλλοθι- που γνώρισε μέχρι σήμερα η δημοφιλής μουσική. Όσο για τον Gabriel, ο δρόμος ήταν δαιδαλώδης. Τουλάχιστον μέχρι τον Μάϊο του 1986... Μεταξύ 1977 και 1985 είχε κυκλοφορήσει τέσσερα προσωπικά στούντιο άλμπουμ.
Και τα τέσσερα έφεραν σαν τίτλο τους το όνομά του (“Peter Gabriel”), γι΄αυτό και διακρίνονταν από τα «παρατσούκλια» που έδωσαν κοινό και κριτικοί σε καθένα, με βάση τους συνειρμούς που δημιουργούσαν τα πολύ χαρακτηριστικά (όπως πάντα) εξώφυλλα της διάσημης καλλιτεχνικής ομάδας Hipgnosis (Wishbone Ash, Led Zeppelin, Bad Company, Pink Floyd, Scorpions).
To ντεμπούτο του (“Car", 1977), συγκέντρωσε θετικές κριτικές, παρ΄ότι πολύ πιο στρωτό από τα ιδιοφυώς χαοτικά άλμπουμ του με τους Genesis.
To δεύτερο ("Scratch”, 1978) τα πήγε λιγώτερο καλά σε καλλιτεχνικό και εμπορικό επίπεδο, όμως με το τρίτο (“Melt”, 1980) αναγνωρίστηκε ως αυτόφωτος progressive καλλιτέχνης.
Με τον αντιρατσιστικό παιάνα "Biko" και το κλασσικό πλέον αντιπολεμικό μαρς του "Games Without Frontiers", το τρίτο άλμπουμ του Gabriel σημάδεψε την αυγή των ‘80s, μιας δεκαετίας στην οποία τα άλμπουμ με υπογραφή μεγάλων σταρ της πρώτης και της δεύτερης γενιάς του rock θα γίνονταν καθεστώς. Με το τέταρτο lp ("Security”, 1982) καθιέρωσε τον μινιμαλιστικό, διαπεραστικό ήχο του, οδηγώντας και σε μια εκτεταμένη περιοδεία, από την οποία προέκυψε το ζωντανά ηχογραφημένο “Plays Live” του ’83. Το 1985 κέρδισε το Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβαλ Κινηματογράφου των Καννών, για το σάουντρακ στην (από πολλές πλευρές αξιοσημείωτη) ταινία του Alan Parker "Birdy" ("Ο ΄Ανθρωπος - Πουλί").
Ήδη από το ’78, είχε φτιάξει ένα χαμηλού προφίλ στούντιο, σαν προέκταση του σπιτιού που διατηρούσε σε ένα κτήμα στα βορειοανατολικά του Bath. Δύο δωμάτια, ένα για να ηχογραφεί τα φωνητικά του και να δουλεύει τους στίχους και ένα για να ηχογραφείται και να δοκιμάζεται η μουσική.
Καθώς το άτιτλο ακόμη πέμπτο άλμπουμ ετοιμαζόταν, ο Gabriel ζήτησε από τον παραγωγό του “Birdy”, Daniel Lanois (με φρέσκες τις δάφνες από την αναμόρφωση των U2 στο “Unforgettable Fire”) να εγκατασταθεί στο Ashcombe για όσο καιρό ήθελε και να τον κατευθύνει στο επόμενο άλμπουμ του. Τα αρχικά session αποτελούνταν από τον ίδιο τον Gabriel, τον Lanois και τον κιθαρίστα David Rhodes. Οι πειραματισμοί τους απέκτησαν σχήμα αβίαστα, καθώς δεν υπήρχε χρονοδιάγραμμα, ούτε είχαν να σκεφτούν τις υποχρεώσεις και τις ανάγκες που γεννά η συνύπαρξη πολλών μουσικών με διαφορετικές ανάγκες σε ένα στούντιο. Στην πορεία, πάντως, συνεισέφεραν σημαντικά, μεταξύ άλλων, ο ηχολήπτης Kevin Killen, o μπασίστας Tony Levin (μαζί του από το ‘77), ο τεράστιος περκασσιονίστας Manu Katché (μετέπειτα στην μπάντα του Gabriel, αλλά και σε Sting, Jeff Beck, Al Di Meola, Dire Straits και δεκάδες άλλους) και ο συνήθης ύποπτος Stewart Copeland (των διαλυμένων τότε Police).
Στο αρχικό στάδιο, ο εξοπλισμός ήταν υποτυπώδης. Δύο αναλογικά 24κάναλα κασσετόφωνα και ένα τρίτο, τροποποιημένο από έναν ντόπιο μάστορα στα ηλεκτρονικά.
Κυριώτερο στουντιακό όπλο υπήρξε το πρωτοποριακό για την εποχή Fairlight CMI synthesizer, για το οποίο ο ίδιος ο Gabriel δήλωσε αργότερα ότι κατέστησε εφικτό το να εμπλακεί «περισσότερη ανθρώπινη φαντασία» στο όλο πρότζεκτ, κάνοντας έτσι «τη διαδικασία των αποφάσεων σχετικά με τη μουσική δημιουργία πολύ πιο σημαντική από την ίδια την τεχνική». Να θυμίσουμε ότι με τον ήχο των τυμπάνων στο “Melt” (1980), φτιαγμένον με τη βοήθεια των Hugh Padgham και ... Phil Collins, ο Gabriel είχε ήδη ορίσει τον «φουσκωμένο», ηλεκτρονικά επεξεργασμένο («χωρίς πιατίνι») ρυθμικό ήχο που θα κυριαρχούσε σε όλη σχεδόν τη δεκαετία.
Αφού ξεπέρασε αρκετές δυσκολίες στο να ολοκληρώσει τους στίχους του (ο ηχολήπτης υποχρεώθηκε να απομονώσει τμήματα φωνητικών του από δεκάδες διαφορετικές εκτελέσεις και να προσθέτει διαρκώς καινούρια, καθώς οι στίχοι σβήνονταν και γράφονταν διαρκώς, ενώ ο Daniel Lanois έφθασε σε κάποια φάση των ηχογραφήσεων να κόψει το τηλέφωνο και να τον κλειδώσει στο στούντιο για να πιεστεί και να συγκεντρωθεί), ο Gabriel ανεπτυξε μια εμμονή με τη σειρά που θα έπρεπε να έχουν τα κομμάτια. Έφτασε μέχρι το να φτιάξει μια κασσέτα με την έναρξη και το τέλος κάθε κομματιού και να τ’ ακούσει συνέχεια, για να δει πώς δένουν σαν σύνολο το ένα μετά το άλλο.
Ο δίσκος τελικά ολοκληρώθηκε το Φεβρουάριο του ΄86 και κόστισε 200.000 λίρες, ποσό ιδιαίτερα μικρό για την εποχή (ιδίως για την ποιότητα της ηχογράφησης).
Τα overdubs έγιναν στο διάσημο στούντιο Power Station της Νέας Υόρκης και το τελικό mastering έγινε στα Townhouse studio του Λονδίνου. Λεπτομέρεια: προτάθηκε στον Gabriel να στείλει το υλικό στη Νέα Υόρκη -χωρίς να πάει- μέσα από ένα δορυφορικό τηλέφωνο – υπολογιστή (τεχνολογία αιχμής τότε), αλλά εκείνος δίστασε. «Δεν είναι εντυπωσιακό πάντως; Να μπορείς να στείλεις τις μουσικές σου ιδέες μέσω δορυφόρου;», σχολίαζε την Άνοιξη του ‘86. Το διαδίκτυο απείχε τουλάχιστον δέκα χρόνια από τότε και ο πάντοτε πρωτοπόρος Gabriel επρόκειτο να γίνει από τους καλλιτέχνες που θα το αξιοποιούσαν στο μέγιστο τις επόμενες δεκαετίες. Ο τίτλος του άλμπουμ («Λοιπόν») ήταν ένας σαρδόνιος ελιγμός του Gabriel στην πίεση της Geffen Records, που ήθελε πεισματικά ένα άλμπουμ με «τίτλο» και όχι με το όνομά του πάνω σε διαφορετικό εξώφυλλο, όπως τα τέσσερα πρώτα.
Μέχρι τότε, πίστευε ότι οι τίτλοι στα άλμπουμ «αποσπούν» από το να προσέξει κανείς το εξώφυλλο και τους απέφευγε. Επέλεξε, «λοιπόν» έναν «μη-τίτλο», που δεν παρέπεμπε πουθενά, κάτι που έκανε και στα επόμενα άλμπουμ της καρριέρας του (“Up”, “Us” κ.λ.π.), γνωρίζοντας όμως, όπως είπε αργότερα, ότι το ευσύνοπτο, σχεδόν σαν σλόγκαν, του τίτλου θα βηθούσε στο μάρκετινγκ. «Η μόνη παραχώρηση που έκανα», θα πει αργότερα «ήταν στο εξώφυλλο, δεχόμενος να φωτογραφηθώ (στο μαυρόασπρο ρετρό μοτίφ) του Peter Saville, καθώς μου έλεγαν ότι τα σκοτεινά μου εξώφυλλα απωθούσαν μέχρι τότε το γυναικείο κοινό». Ποιά ήταν όμως η μουσική προσφορά του “So” : Σε μια συνέντευξή του το 2011, ο Gabriel δήλωσε: «Είχα χορτάσει για καιρό από instrumental πειραματισμούς, ήθελα να γράψω κανονικά ποπ κομμάτια, αλλά με τους δικούς μου όρους». Η παραγωγή του Daniel Lanois ζεστή αλλά διακριτική, πλουσιοπάροχη σε ambient λεπτομέρειες, χωρίς όμως να αποσπά την προσοχή. Το προσωπικό του ύφος διατρέχει και αυτό το πέμπτο του άλμπουμ, όμως, ξεκάθαρα σε σχέση με τις προηγούμενες προσπάθειές του, η έμφαση στη σύνθεση των 8 κομματιών δόθηκε στη μελωδία και στο δέσιμο με αυτήν στοχείων soul και “ethnic” (πολύ πριν γίνει γνωστός και καθιερωθεί ο όρος), προερχόμενων από βραζιλιάνικη και αφρικανική ρυθμολογία. Επειδή ακριβώς τα στοιχεία αυτά αφορούν κυρίως τη ρυθμική βάση ήταν δομικά στα τραγούδια και δεν γίνονταν αισθητά απλώς ως εξωτικά «περάσματα».
Η μοναδικότητα του άλμπουμ, χωρίς υπερβολή, γίνεται αντιληπτή από τα πρώτα δευτερόλεπτα. Ο Gabriel ήθελε να το πρώτο κομμάτι να ανοίγει με πάταγο και παρ΄ότι δεν συμπαθούσε τον «μεταλλικό ήχο» στα τύμπανα, πείσθηκε από τον Lanois να αναθέσει στον Stewart Copeland των Police να παίξει κρουστά στο "RedRain". Οδηγούμενο από μια στοιχειωμένη, «πολιτική» ερμηνεία, το κομμάτι, μ΄έναν διάπλατο, οικουμενικό ήχο, μεταφέρει εικόνες ενός πλανήτη που υποφέρει, αποτελώντας την πιο αντιπροσωπευτική μουσική υπογραφή του Gabriel στο μέσο μιας δεκαετίας που αποθέωνε τον ατομικισμό και την υποκρισία.
Η αντίστιξη είναι το μεγάλο όπλο του “So”.
To συνοφρυωμένο “Red Rain” εξαϋλώνεται με την είσοδο του "Sledgehammer". Την ώρα που οι μουσικοί ήταν έτοιμοι να πακετάρουν και αφήσουν το στούντιο, ο Gabrielτους κάλεσε να κάνουν μια «γρήγορη» ηχογράφηση πάνω σε μια «εύκολη» ιδέα του. Έχοντας ως βασική έμπνευση τη δυναμική soul προσέγγιση του Otis Redding, ο Gabriel έψαξε και βρήκε ειδικά για το κομμάτι τον Wayne Jackson, τον μάστορα των πνευστών που είχε δει ο ίδιος να περιοδεύει με τον Redding στα ‘60s.
Και πράγματι, το soul / funk αμάλγαμα, ξένο με ο,τι δήποτε είχε συνδέσει ο Gabriel το όνομά του μέχρι τότε, με την πρίμα φωνή του να αθλείται μεταξύ γυναικείων φωνητικών και μιας μυστήριας λικνιστικής ρυθμικής βάσης -κάτι ανάμεσα στο “Superstition” του Stevie Wonder και το “Fame” του Bowie- έγινε τελικά από τα χαρακτηριστικά κομμάτια όλης της δεκαετίας. Στις 19/7/1986 το “Sledgehammer” έφθασε στην κορυφή του Billboard, εκθρονίζοντας το “Invisible Touch” των ... Genesis του Phil Collins.
H τεράστια επιτυχία του single κατά μεγάλο ποσοστό οφείλεται στο εντυπωσιακό και πρωτοποριακό βίντεο, γυρισμένο από την ομάδα της Aardman Animations με την τεχνική του “stop motion”, όπου το πρόσωπο του Gabriel, σαν ομιλούσα κεφαλή, γινόταν το επίκεντρο χιλιάδων μικρών σκετς και σημειολογικών παιχνιδιών με πηλό, ζωγραφική και ψηφιακή αναπαράσταση. Παρ΄ότι η τεχνική είχε χρησιμοποιηθεί ξανά στο παρελθόν (βλέπε “Road To Nowhere” των Talking Heads), ήταν η πρώτη φορά που γνώρισε τέτοια επιτυχία.
Το “Sledgehammer” κατόρθωσε χάρις το βίντεο κλιπ του να παρουσιάσει ως εντελώς καινούριο καλλιτέχνη τον άλλοτε «βαρύ» και σκοτεινό Gabriel σε μια εντελώς καινούρια γενιά καταναλωτών, αυτής του MTV. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία είναι το πιο πολυπαιγμένο βίντεο στην ιστορία του MTV (2011) και το No 4 μεταξύ των «100 πιο σημαντικών μουσικών βίντεο που έχουν γυριστεί ποτέ» (1999). Τα βραβεία αντίστοιχου βεληνεκούς υπήρξαν πάμπολλα για το κομμάτι αυτό, με ξεκίνημα τα 9 συνολικά MTV Music Awards τον Φεβρουάριο του ’87, ρεκόρ που παραμένει ακατάρριπτο μέχρι σήμερα, 29 χρόνια μετά.
Ακολουθεί η πλέον πολιτική θέση του άλμπουμ, το "Don'tGiveUp", γραμμένο σαν απάντηση για την ραγδαία αύξηση της ανεργίας στην Θατσερική Βρεττανία. Ο διάλογος ενός άνεργου ("a man whose dreams have all deserted (...) ‘cause nobody wants you when you lose") με την αγαπημένη του να τον θάλπει και να τον παρηγορεί. Μια ιδανική σύμπραξη υποδώριων ρυθμικών και μελωδικών στοιχείων, επιτρέπει στο ντουέτο με την νηρηίδα Kate Bush να λάμψει. Κάθε φορά που ο τσακισμένος πρωταγωνιστής δείχνει να παραδίδει τα όπλα, έρχεται σε απάντηση ένας συγκινητικά πειστικός στίχος (“Don't give up 'cause you have friends / you're not the only one / no reason to be ashamed / you still have us/ we're proud of who you are / you know it's never been easy / 'cause I believe there's a place where we belong”).
Η πρώτη πλευρά συμπληρώνεται με το "ThatVoiceAgain", στο οποίο ο Gabriel επιχειρεί να εξερευνήσει το θέμα της συνείδησης «αυτής της πατρικής φωνής μέσα στο κεφάλι μας που είτε μας βοηθά, είτε μας κατανικά».
Κυριολεκτικά ιδιόρρυθμο το "InYourEyes", ανοίγει τη δεύτερη πλευρά (αν και ο Gabrielτο ήθελε να κλείνει το δίσκο, κάτι που αποκαταστάθηκε αργότερα, στην εποχή των remastered cd). To πυρετώδες ερωτικό κομμάτι έκανε γνωστό τον Σενεγαλέζο Youssou N’ Dour (εμφανίζεται και τραγουδάει στη γλώσσα του) και πέρασε στην ποπ μυθολογία από τη σκηνή του Say Anything (1989) που ο John Cusack σηκώνει το κασετόφωνο ψηλά και κάνει «καντάδα» στην (αρκούντως ξενέρωτη) Ione Skye.
Το υποβλητικό “MercyStreet” βασίζεται (σε μια ακόμη) ιδιαίτερη ρυθμική βάση και μια διττή αρμονική γραμμή φωνητικών (ψιλή και χαμηλή με διαφορά μιας οκτάβας). Με στίχο που εξετάζει ελλειπτικά τη σύνδεση μεταξύ θρησκείας και σεξ, το κομμάτι πρωτογράφτηκε σαν demo στο Rio De Janeiro και η τελική ηχογράφηση έγινε σε πιο αργό τέμπο από το κανονικό, δίνοντας έμφαση στα κύμβαλα και τις ψιθυριστές κιθάρες.
Το φαινομενικά επιφανειακό φανκ του "BigTime" έρχεται και πάλι να αναταράξει την περίσκεψη. Με στόχο να σατυρίσει τον άκρατο καταναλωτισμό της γιάπικης κουλτούρας των ’80s, κατόρθωσε να υποσκάψει όλο το mainstream της εποχής (έφτασε στο Νο 7 του Billboard την Άνοιξη του ‘87). Κάτω από το «εύθυμο, χορευτικό κομμάτι», η ειρωνεία των στίχων μαστίγωνε (“The place where I come from is a small town - They think so small, They use small words – But not me - I'm smarter than that - I worked it out - I've been stretching my mouth - To let those big words come right out”).
Το κλείσιμο του άλμπουμ έρχεται με το ατελές και δυσοίωνο ηχητικό τοπίο του "WeDoWhatWe'reTold (Milgram's 37)" (για το οποίο γράφτηκε ότι τα ντραμς ακούγονται σαν «χτύπο καρδιάς μέσα από την μήτρα»). Ήταν μια ιδέα που είχε πρωτοδουλευτεί την εποχή του “Melt” και η στιχουργική έμπνευσή του προέρχεται από τα πειράματα του Αμερικάνου ψυχολόγου Stanley Milgram για προσδιορισμό των παραγόντων που καθορίζουν την «υπακοή» των πολιτών σε αυταρχικούς ηγέτες σε συνθήκες πολέμου. Επιμύθιο : Τελικά, κάνουμε ό,τι μας λένε.
Το “So” έφθασε στο Νο1 στη Μεγάλη Βρεττανία (το δεύτερο άλμπουμ του Gabrielπου το κατάφερνε) ενώ στην Αμερική παρέμεινε στο τσαρτ για 92 συνεχείς εβδομάδες με υψηλώτερη θέση το Νο 2 (Μάϊο – Ιούνιο του ’86), ελέω Whitney Houston. Στην τελετή των 29ων Βραβείων Grammy, το “So” ήταν υποψήφιο για «Άλμπουμ της Χρονιάς», χάνοντας τελικά από το “Graceland” του Paul Simon. Όσο το εμπορικό προφίλ του Gabrielβρισκόταν στο απόγειο, τόσο περισσότερο ο ίδιος φρόντιζε να αναδεικνύει τις πρωτοβουλίες τις πιο συμβατές με την πραγματική καλλιτεχνική του φυσιογνωμία. To καλοκαίρι του ’86, επ΄ευκαιρία της συμπλήρωσης 25χρόνων της Διεθνούς Αμνηστίας, συμμετείχε στη σειρά συναυλιών “A Conspiracy of Hope”, μαζί με δεκάδες πρώτα ονόματα (μ.α. U2, Sting, Lou Reed, Bryan Adams, Neville Brothers, Jackson Browne και Joan Baez) προκειμένου να ευαισθητοποιήσει το (αμερικάνικο) κοινό για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ σε ανάλογες συναυλίες φιλανθρωπικού (εντός και εκτός εισαγωγικών) χαρακτήρα εμφανιζόταν επί δύο χρόνια και πλέον. Ας μην ξεχνάμε το ότι εμφανίστηκε στις 3 Οκτωβρίου 1988 μαζί με Sting, Springsteen, Tracy Chapman και Youssou N’ Dourστο Ο.Α.Κ.Α. (σε μια μεγάλη βραδιά, για όσους ήταν εκεί). Συγχρόνως, από το Φθινόπωρο του ’86 είχε ξεκινήσει την παγκόσμια περιοδεία 93 συνολικά εμφανίσεων για την προώθηση του “So”, η οποία ολοκληρώθηκε στο ... Θέατρο Λυκαβηττού με τρεις αλησμόνητες συναυλίες.
Το DVD “Live In Athens ‘87” κυκλοφόρησε το 2013 και αποτελεί αδιάψευστο τεκμήριο του ότι υπήρξαν από τις μεγαλύτερες συναυλίες που είδαμε ποτέ σε ελληνικό έδαφος.
Το άκουσμα του “So” είναι -κατά σπάνιο τρόπο- απροκατάληπτο όσο και ο τίτλος του, αποκαλύπτοντας ωστόσο δύο διαφοετικά επίπεδαμ, στα οποία λειτουργεί εξίσου καλά. Το πρώτο αφορά τον ανύποπτο ακροατή. Παραγωγή φιλική στο αυτί με καθαρές μελωδικές γραμμές και μια δόση φανκ που το περιβάλλει με –διαχρονικά παραπλανητική- εξωστρέφεια. Το δεύτερο επίπεδο αποκαλύπτει πολλά περισσότερα. Λεπτούς χρωματισμούς που ταιριάζουν με τις συναισθηματικές αποχρώσεις των τραγουδιών, τους οποίους ξεκλειδώνει η ελεγχόμενη, σχεδόν «κλινική», φωνή του Gabriel, αφήνοντας να δώσει ο ίδιος ο ακροατής νόημα στο κομμάτι, «μπαίνοντας» σ΄αυτό, πιο βαθιά και διαφορετικά με κάθε ακρόαση.
Το “So” περιλαμβάνεται σε όλες τις λίστες με τα πλέον χαρακτηριστικά άλμπουμ των ‘80s καθώς και σ΄αυτές με τα σημαντικότερα άλμπουμ όλων των εποχών. Το «δικαίως» μοιάζει πενιχρό επίρρημα.