Judas Priest: Φυλή αρματωμένων με Βρετανικό Ατσάλι

13/06/2020

Κατηγορία: Old Time Rock

5697

"Στην αρχή όλοι πίστεψαν πως ήταν ένα παροδικό μουσικό κίνημα. Το πήραν στ' αστεία. Αποκλείστηκε από τα μέσα ενημέρωσης σα να ήταν χολέρα. Πυροβολήθηκε από απόσταση 2 μέτρων. Θάφτηκε από την κυριαρχούσα Εμπορική Χορευτική Μουσική. Κι όμως ζούσε μέσα στον τάφο του...".

 

- Γιάννης Κουτουβός, Οκτώβριος 1987.

H μουσική προσήλωση με τα γνωρίσματα θρησκείας προϋπήρχε. Στην Ελλάδα του ’80, όταν άρχισε να εντοπόζεται από τα ραντάρ της κοινωνικομουσικής ευπρέπειας, αντιμετωπίστηκε σαν ένα καταγέλαστο ήθος, ένας δακτύλιος συμπεριφορών που ’ρχόταν από τα τσαλακωμένα προάστια και τις απομακρυσμένες επαρχίες. Άξεστος,  εσωστρεφής, απρόβλεπτος και γι’ αυτό αποδιοπομπαίος, ανεπιθύμητος. Καθώς η μια χρονιά διαδεχόταν την άλλη, οι πιστοί της, παρ’ ότι υπό διωγμό, πλήθaιναν. Οι κρυφoί ναοί της, επίσης.
Οι αρχιερείς, πάντως, έρχονταν μέσα απόν ξηρό πάγο της προηγούμενης δεκαετίας και είχαν κάτι σαν ονοματεπώνυμο, βεβαρυμένο με αμφισημία αιώνων. Μια προσφώνηση που για την απόλυτη εξουσία των ρωμαϊκών χρόνων παρέπεμπε σ’ έναν ακόμη απόκληρο, έναν ακόμη ψευδοπροφήτη, έναν στοχοποιημένο αντιρρησία. Αιώνες αργότερα, δε, για για το πενιχρό λεξιλόγιο των πιστών, η προσφώνηση έγινε -με μια κεκαλυμμένη παρήχηση- ένα χρηστικό επιφώνημα, υποκατάστατο για το όνομα του ίδιου του Ιησού, προκειμένου να μην αναγκάζονται να χρησιμοποιούν «το όνομα του Κυρίου επί ματαίω»:
Αντί ν’ αναφωνούν “Jesus Christ”, πιο αποδεκτό το JUDAS PRIEST.
Σε αυτιά πεινασμένα για ταύτιση με ήχους μακριά κι έξω από τον εκμοντερνισμένο χυλό της εξευγενισμένης ράτσας ακροατών που επιχειρούσε να φτιάξει ο εγχώριος περιοδικός μουσικός τύπος, καίρια σημασία έπαιξε μια βινυλιακή κυκλοφορία με επίσημη ημερομηνία ευρωπαϊκής γένεσης την 14η, aμερικανικής, δε, 19η Απριλίου του 1980.
Τότε, οι Judas Priest, οι ως τότε δευτεροκλασσάτοι κήρυκες του βαρέως ροκ ευαγγελίου από τα αζήτητα του Birmingham, θέλησαν για πρώτη φορά συνειδητά, με το 5ο στούντιο άλμπουμ τους, να σφραγίσουν με τη μουσική τους την καινούρια δεκαετία. Απ’ έξω, η φωτογραφία με τα δάχτυλα ενός χεριού που φοράει περικάρπιο να πιάνουν άφοβα απ’ τις κόψεις του το τεράστιο ξυράφι. Σπάνια έχει απεικονιστεί με τέτοια πιστότητα σε εξώφυλλο το μουσικό περιεχόμενο ενός δίσκου. Κάθε κομμάτι του στέκει αυτόνομα, δρομολογώντας φαντασιώσεις ισχύος και απόδρασης από την πραγματικότητα, πάνω σ' ένα χωρίς προηγούμενο σετ από ύμνους ετοιμοπαράδοτους για μια γενιά που ανέπνεε με ράδιο και τρεφόταν με κασσέττες.
Η επίδραση του “British Steel” μεγιστοποιείται στην πρωτότυπη βινυλιακή εκδοχή, που ξεκινά με το καταιγιστικό "Rapid Fire". Από την πρώτη στιγμή ξεχωρίζει η μοντέρνα παραγωγή του Tom Allom. Ο ήχος είναι πολύ πιο καθαρός σε σύγκριση με τα προηγούμενα άλμπουμ, μια επιτομή μεταξύ βάρους, όγκου και χώρου ανάμεσα στα όργανα. Ένα ευκίνητο γρύλισμα με τις κιθάρες μπροστά, συμπηγμένες, αγκαθωτές στα ριφ, με τα σόλο των Tipton και Downing να εξαπολύονται από τα ηχεία σα μυδράλια από το χέρι παρανοημένου χειριστή, ενώ τα τύμπανα του –καινούριου- ντράμερ Dave Holland υπηρετούν την υψηλή ταχύτητα ακόμη και χωρίς δεύτερη μπότα.


Κάτι σαν κεραυνός σε βαρύ μουντό ουρανό προαναγγέλει για δύο δευτερόλεπτα την έλευση, ως ερπυστριοφόρου σε βομβαρδισμένη πόλη, του ριφ του "Metal Gods", μακροσκοπικά, ενός από τους πλέον σημαντικούς -μη καταγεγραμμένους σε επίσημες στατιστικές- παράγοντες μαζικής πρόκλησης αυχενικών συνδρόμων για τη γενιά ακροατών που αυτοπροσδιορίζεται όχι ως «rock», αλλά ως ευθέως και αποκλειστικά χεβυμεταλλική. Μια γενιά που, από το να ποδηγετηθεί από αυθεντίες, προτιμά τη διαφυγή σ’ ένα σύμπαν με έντονη εικονοπλασία, όπου μπορεί η ίδια να διαγράψει τα σχήματα του καλού και του κακού από το μηδέν.
“We've taken too much for granted and all the time it had grown
From techno seeds we first planted, evolved a mind of its own”
“Hiding underground, knowing we'd be found
Fearing for our lives, reaped by robot's scythes”

 
…Kαι να εκτονώσει την ενέργεια, το θυμό, την ανάγκη της να συναντήσει την έκσταση, αφήνοντας τον ήχο να την διαπεράσει. Κάτι που όλοι γνωρίζουμε ότι συμβαίνει, ειδικά όταν μετά τα τριάμισυ λεπτά το ριφ αναδιπλασιάζεται κι ακούγεται ο στρατός των ρομπότ που προχωρά ακάθεκτος, επιβλητικά αναίσθητος, μέχρι την τελική επικράτηση. Άκουσμα το οποίο, ω του βρετανισμού, δεν είναι παρά συρτάρια με μαχαιροπήρουνα που ο Rob Halford, με τη σύσταση του εφευρετικού Allom, ανακινούσε επί ώρες, ώστε να επιτευχθεί το συγκεκριμένο ηχητικό εφέ. Μια στέκα του μπιλιάρδου κι ένα καλώδιο από αχρησιμοποίητο μικρόφωνο ακούγονται σαν κεραυνοί στην εισαγωγή και σα μαστίγια και δρεπάνια που σκίζουν τον αέρα στη μέση, ντύνοντας το κομμάτι με μια τρισδιάστατη sci-fi ποιότητα που γίνεται οργανικό μέρος του, όσο σχεδόν το μονόχρωμο, οπερατικό του ρεφραίν.
 
Σα να μην έφτανε το “Metal Gods” ως πιστοποητικό μεταλλοσύνης, ακολουθεί το μοχθηρό "Grinder", με το κοφτό, απειλητικό ριφ του Tipton να κρατάει απ’ τα γκέμια το ογκώδες μπάσο του Ian Hill. Μετά τα “Cheater”, “Dreamer Deceiver”. “Ripper”, “Tyrant”. “Sinner”, “Dissident Aggressor”, “Exciter”, “Invader”, “Savage”, ένας ακόμη αρσενικός χαρακτήρας σκιαγραφημένος με οξυμμένη μεταλλική πένα ανεβαίνει τα σκαλοπάτια προς τη fantasy διάσταση που οι Priest έχουν οικοδομήσει για τους πιστούς τους και αυτοπαρουσιάζεται:
 
“Been inclined to wander – Off the beaten track –
That’s where the thunder and the wind shouts back”
I 've h
eld my license - It came with birth - For self reliance on this earth”

Στο δε χωρίς ρεφραίν “Steeler”, ένα ακόμη αρσενικόμορφο προφίλ, ο «Ατσαλωτής», ακονίζει τα όπλα του για ν’ αντιμετωπίσει, διάφορα τσακάλια – «ανδρείκελα», «απατεώνες», «προδότες», «Ιούδες», «αλαφροχέρηδες», «λύκους με προβιά» - καθώς οι κιθάρες των Tipton και Downing αφήνονται να δώσουν το ηχητικό στίγμα του τίτλου, μ’ ένα πατρόν από διαδοχικά ριφ και σόλο που θα ανοίξει το δρόμο για εκατοντάδες ακολούθους, μαθητές και μιμητές.
 

Λίγο πριν, έχει προηγηθεί το “The Rage”. Ένα πείραμα με reggae εισαγωγή  που εξελίσσεται σε μια στομφώδη απαγγελία του Halford, υπό βαριά ανοιχτά αρπίσματα, με τον πληθυντικό του στίχου ν’ απευθύνεται άρρητα αλλά άμεσα στην αγέλη των βυθισμένων στην ακρόαση μεταλλάδων, υπενθυμίζοντάς τους ότι η οργή είναι και αυτή δικαίωμα: When we talk about amendwe see red and thendeep inside our blood begins to boillike a tiger in the cagewe begin to shake with rage”.
Και βέβαια, υπάρχει κι αυτό το κομμάτι το μικρώτερο από τρία λεπτά.
Η βασική ιδέα για το οποίο γεννήθηκε στο μυαλό του Glenn Tipton μια γκρίζα μέρα με ψιλόβροχο στο σπίτι του στην εξοχή, κάπου στο Staffordshire. Που μορφοποιήθηκε όταν ο Tipton το παρουσίασε στους Downing και Halford, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του ’79, με το που συγκεντρώθηκαν στο παλιό σπίτι του Ringo Starr στο Tittenhurst Park του Ascot, το οποίο εκμεταλλευόταν σα εκμισθούμενο στούντιο - τα Startling Studios. Το γρήγορο tempo και η απλή, τόσο εύστοχη κιθαριστική μελωδία ήταν ήδη έτοιμα. Όμως το τραγούδι απέκτησε πρόσωπο, όταν ο Halford, επικαλούμενος τη συνειρμική του μούσα, έγραψε στο χαρτί τον τίτλο και την πρώτη στροφή :
“There I was completely wasted, out of work and down
All inside it’s so frustrating as I drift from town to town
 Feel as though nobody cares if I live or die
So I might as well begin to put some action in my life”

 
«Όλοι στη μπάντα προερχόμαστε από περιβάλλον εργατικής τάξης. To Walsall και το West Bromwich ήταν πολύ σκοτεινά, καταθλιπτικά μέρη, όταν εμείς μεγαλώναμε. Γι’ αυτό και νιώθαμε ότι μιλά μέσα μας αυτή η ανάγκη να σπάσεις τα δεσμά, να ξεφύγεις από τον ασφυκτικό κύκλο των πραγμάτων που σε περιβάλλει», θα εξηγήσει ο Halford, ο οποίος, στη δεύτερη στροφή μπαίνει συνειδητά στη θέση του χαρακτήρα του τραγουδιού, όχι πια μονολογώντας. Αλλά απευθυνόμενος με τον τελευταίο στίχο στους ακροατές σα να στέκονται δίπλα του, εκλογικεύοντας την ορμή του θυμού, την οποία εκτρέφει η απογοήτευση, η διάψευση, η καταπίεση:
So much for the golden future I can't even start I 've had every promise broken, there's anger in my heart”. Οπλίζοντας τα μυαλά και, εν ανάγκη, τα χέρια τους με τα απαιτούμενα για το ξέσπασμα του ρεφραίν.
 
“You don't know what it's like, you don't have a clue
If you did, you'd find yourselves doing the same thing too”
 

Όποιος επιδιώκει να αναλύσει κοινωνιολογικά το φαινόμενο της εξάπλωσης του metal στη γενιά των εφήβων του ’80, θα πρέπει να ξεκινήσει από ακριβώς αυτόν τον στίχο, όπως ακριβώς θα έπρατε σωστά, δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα για τη γενιά του ’60 με το P-p-people try to put us downjust because we get aroundαπό το “My Generation” των Who, ή τρία χρόνια νωρίτερα με το No future, no future, no future for you των Pistols.  Μια αιτιολογική σύζευξη της λύτρωσης που κομίζει ο δυνατός σα γροθιά ήχος με το δικαίωμα στην αντίδραση εναντια στο ασφυκτικό πλαίσιο ζωής, με τη δύναμη χίλιων κηρυγμάτων αστικής ανυπακοής.
Με καταλύτη την ατσάλινη φωνή του Rob Halford που κεντρίζει ακριβώς εκεί που οι κιθάρες γκαζώνουν και μπαίνει από το ένα ηχείο το τρελλό μαρσάρισμα μιας μηχανής, ο ήχος από γυαλιά να συντρίβονται κι ακολουθεί κατά πόδας η σειρήνα του περιπολικού που, για να βγουν και να εξαφανιστούν απ’ το άλλο.
Επίσης βρετανικώ τω τρόπω, κανένα από τα εφέ αυτά δεν έχει προέλθει απ’ ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Τα γυαλιά που σπάζουν είναι φιάλες από γάλα που πετιούνται σ’ έναν από τους γυμνούς από ηχομόνωση τοίχους του  στούντιο κι η μηχανή με τη σειρήνα είναι οι κιθάρες των Tipton και Downing μέσα από ένα συνδυασμό παραμορφώσεων. Η ουσία είναι ότι σε λιγώτερο από τρία λεπτά, το ριφ αυτό σε έχει πείσει ότι θα μπορούσε να διαρκεί για πάντα.

Στο δε βίντεο κλιπ, οι Downing και Τipton μεταμφιεσμένοι σε πάστορες, συναντούν έξω από την τράπεζα τον Halford, που καταφθάνει κι αυτός ντυμένος στα μαύρα, μέσα σε μια ξεσκέπαστη λιμουζίνα, τόσο παράταιρη με τον γκρίζο ουρανό και με όπλο τις κιθάρες τους ληστεύουν μια Τράπεζα, βουτάροντας από το χριματοκιβώτιο αντί για δεσμίδες χαρτονομίσματα χρυσούς δίσκους, ενώ ο φύλακας αστυνομικός που παρακολουθεί από το μόνιτορ, συναρπάζεται τόσο από την εισβολή, ώστε, αντί να πατήσει το κουμπί του συναγερμού επιδίδεται σε μια ακατέργαστη ως γελοία κρίση air guitar.

Ο σκηνοθέτης Julian Temple, καθόλου άγνωστος στα μουσικά φαινόμενα της Γηραιάς Αλβιόνας ως παιδί του πανκ, επιδιώκοντας να φτιάξει ένα κωμικό gag επιπέδου Benny Hill, αγνοεί ότι θα δημιουργήσει ένα από τα πλέον επιδραστικά βίντεο κλιπ για τις denim & leather ορδές των επερχόμενων ετών.
Το μήνυμα ενδυνάμωσης της metal κοινότητας μέσα από το νεαρό ασυμβίβαστο mindset υπογραμμίζεται ακόμη περισσότερο από το "You Don't Have Τo Βe Old Τo Βe "Wise", ένα εξωστρεφές, αμερικανόηχο track όλο attitude, με δύο νευρώδη σόλο από Tipton και Downing, που, σαν ομοζυγωτικοί δίδυμοι, σ’ ολόκληρη την έκταση του δίσκου, ολοκληρώνουν ο ένας τη φράση του άλλου.
“The years are flying by - and it's time I got high
Took a sample of the good things in life
This is a chance
I' m gonna take
Gonna get out trouble and strife”

 
Όταν οι άνθρωποι της Columbia ακούνε ολοκληρωμένη τη συλλογή των εννέα τραγουδιών, συμφωνούν το “Breaking The Law” να γίνει το δεύτερο single του άλμπουμ, μετά το “United”, όμως τα πλάνα αλλάζουν. Τελικά, είναι το “Living After Midnight” που θα προλογίσει (UK#12, 12/4/80) τον ερχομό του “British Steel”. Το ξερό τέσσερα τέταρτα εμβατηριακό τρακ που ξεκινά με το ρεφραίν, είναι μια σπάνιας αμεσότητας συνθετική στιγμή στη δισκογραφία τους. “Living After Midnight – Rockin’ to the dawn – Lovin’ ‘til the morning – Then I’m gone”. Μια αγκωνιά στη μύτη του “Rock N’ Roll All Nite” των KISS, με το στίχο να τονίζει ότι όχι μόνο μπορείς να ροκάρεις και να κρεπαλοδρομείς όλη νύχτα, αλλά να το κάνεις κ α ι φτιαγμένος: “Loaded - loaded”. Δύσκολα βρίσκεται ριγμένος και θυμωμένος έφηβος που να χρειάζεται κάτι περισσότερο από μια τέτοια επαγγελία.
 
«Το κομμάτι προέκυψε από jam. Δε μας άρεσε ο ήχος του κανονικού στούντιο και γρήγορα εξαπλωθήκαμε σε διάφορα δωμάτια της βίλλας του Ringo. Ξεκινούσαμε να παίζουμε στο σαλόνι μετά τα μεσάνυχτα, μην αφήνοντας τον Rob Halford να κλείσει μάτι. Από κει βγήκε ο τίτλος. Kαι πήρε την, ας το πούμε έτσι, εμπορική του φόρμα, συνειδητά, για να μπορεί ν’ ακουστεί και από ακροατές που δεν ανήκουν στους κύκλους του μέταλ», θα ομολογήσει χρόνια αργότερα ο Tipton.
 
Κι έτσι θα συμβεί. Μ’ ένα φθηνό concert βίντεο να το υποστηρίζει, το τελευταίο όπου ο Halford εμφανίζεται με μαλλί που φτάνει στη βάση του λαιμού, στο οποίο για πρώτη φορά μπορεί να δει κανείς τους τρελλαμένους οπαδούς να επιδίδονται σε ανελέητο air guitar με χάρτινες κιθάρες, το κομμάτι περνά ακόμη και στο δύστοκο αμερικάνικο ραδιόφωνο.
 

 
Βοηθούμενο σημαντικά από τη χαμηλή του τιμή – 3,99 λίρες Αγγλίας - το British Steelθα γίνει σε μια μόλις εβδομάδα κυκλοφορίας το πρώτο άλμπουμ των Priest που θα μπει στο βρετανικό top (UK#4, 19/4/80), ενώ λίγους μήνες αργότερα θα μπει για πρώτη φορά και στο αμερικανικό Hot-200 (US#34, 12/7/80), ξεπερνώντας το ένα εκατομμύριο πωλήσεων μέχρι το τέλος του 1980.
Η  περιοδεία των Priest έχει ξεκινήσει από τη Βρετανία με support τους Iron Maiden και συνεχίζεται με προορισμό την Αμερική, για πρώτη φορά με τόσο ευοίωνες προοπτικές. Τότε, θα κυκλοφορήσει στην Αγγλία σε single το "United" (UK#26, 13/9/80), με το εσκεμμένα γηπεδικό ρεφραίν του, μια βελτιωμένη εκδοχή του “Take On All The World” από το “Killing Machine”. Με τις μισές μητροπόλεις της Αγγλίας να έχουν μια ποδοσφαιρική ομάδα που καλείται United,  είναι μια ακόμη προγραμματισμένη κίνηση για να φτάσουν ν’ ακουστούν εκεί που πολλοί οπαδοί τους καταφεύγουν: στην ποδοσφαιρική κερκίδα και τη Σαββατιάτικη έκρηξη αδρεναλίνης που τους προσφέρει.
Δεν θα το καταφέρουν μόνον εστέτ Queen, πίσω από τους Priest και γύρω τους, αναπτύσσεται σε δεκάδες μικρές και μεγάλες πόλεις της Βρετανίας το Νέο Κύμα του Βρετανικού Heavy Metal: Maiden, Saxon, Angelwitch, Diamond Head, Tygers Of The Pan Tang, Def Leppard.
Μια διψασμένη μουσική κοινωνία, που όσο κι αν την απωθούν, αυτή παίρνει φόρα και ορμάει μουντάρει με μεγαλύτερη δύναμη.
 

Μιλώντας για εξατομικευμένες επιφοιτήσεις, ο καθένας έχει τη δική του όταν έχει να κάνει με κλασσικά άλμπουμ όπως το “British Steel”. Στην Ελλάδα, οι αρχηγοί της φυλής – σίγουρα θα αυτοσυστηθούν σήμερα περισσότεροι απ’ όσοι πραγματικά υπήρξαν σε πραγματικό χρόνο – πιθανότατα το απέκτησαν πριν τελειώσει χρονολογικά το 1980, καθώς η CBS το έφερε και σε ελληνική εκτύπωση – χωρίς βέβαια μέσα τίποτε, ούτε στίχους ούτε κάτι βοηθητικό. Για κάμποσους αλλους από μας του μικρώτερους, η αφορμή ήταν κάποιο περίεργο παιδί με ραφτά που δεν τό’κανε κανείς παρέα. Μια φωτογραφία του Halford πάνω στη Harley. Μια κασσέττα που είχε μέσα το “Breaking The Law” ή το “Metal Gods”. Σίγουρα δε θα ξεχάσω πώς ήρθε στα δικά μου χέρια.
Πριν μπει το καλοκαίρι του ’87 βρίσκεται στα χέρια μου από μια σπάνιας τυχαιότητας καραμπόλα ένα –πλέον συλλεκτικό- e.p. με έξι singles των Priest, αγγλικής εκτύπωσης του 1981, μάλιστα σε δισκάκι μικρό, σαν τα παλιά σαρανταπεντάρια. “Exciter (live)”, “Sinner”, “Green Manalishi (live)” στην πρώτη πλευρά, “Hot Rockin’”, “Ripper”, “Hell Bent For Leather” στη δεύτερη. Μετά το πολύ ελαφρύ “Turbo”, τον πρώτο δίσκο τους που πήρα σε πραγματικό χρόνο, έχω ήδη αρχίσει να γίνομαι fan.
Με μια αγκαλιά δίσκους δανεικούς, έχω πείσει με τα χίλια ζόρια κάποιον -το πιο βαρύ ακουσμα του οποίου ήταν Toto και Ε.L.O., τζάμπα το MK-ΙΙ και ο Roadstar πού’χε στο σαλόνι- να μου γράψει σε 60άρα ΤDK το “British Steel”, γεμίζοντας σχεδόν όλη τη δεύτερη πλευρά με 6 από τα 10 κομμάτια ενός μυστήριου picture disc με τίτλο «Judas Priest - Best Of», μια γαλλική έκδοση, με κομμάτια μόνο από τους πρώτους δύο δίσκους.
Ακούω στο γουώκμαν την πρώτη πλευρά της κασσέττας – αυτής με το “British Steel” - ένα στείρο Σάββατο βράδυ, όπου όλα έδειχναν να πηγαίνουν στραβά, πριν την πέσω για ύπνο.
Tο “Breaking The Law” με βαράει στα μηνίγγια και αναστατωμένος, λες και κάτι πρωτόγνωρο εισχώρησε στον οργανισμό μου, πατάω τρεις φορές το rewind να το ξανακούσω, ειδικά στο σημείο που ο Halford ουρλιάζει “you don’t know what’s li-i-i-i-ike !!!” με την κραυγή του να πνίγεται σε γκαζιές, στριγγλίσματα φρένων και σειρήνες, σαν μια εικόνα από έργο χωρίς έργο.
Όπως και όποτε και να σε συναντήσει, το “British Steel” φτιάχτηκε για ν’ ανακινεί τα μέταλλα στην αιμοσφαιρίνη του τσαντισμένου εφήβου κάθε ηλικίας, εθνικότητας και γεωγραφικής προέλευσης.

“Might look a little young
So what's wrong
You don't have to be old to be wise”


Παναγιώτης Παπαϊωάννου



// Old Time Rock

// Live Favorites