Oι Εγγλέζοι Barclays James Harvest, παρά την πλούσια προσφορά τους στη σύγχρονη μουσική σκηνή με σπουδαία άλμπουμ και τραγούδια και παρά την ύπαρξη πολύ σκληροπυρηνικών θαυμαστών τους δεν είχαν την ανάλογη αναγνώριση που του άξιζε.
Ουδέποτε συμπεριελήφθησαν από τους μουσικοκριτικούς και άλλους ''ειδικούς'' στο Top 5 ή ακόμα και στο Top 10 των κορυφαίων συγκροτημάτων του ''δύσκολου'' για το πολύ ευρύ κοινό είδους του λεγόμενου progressive rock, όπως άλλοι του ''χώρου''(Genesis, Yes, Pink Floyd, Rush κ.ά.)
Ωστόσο υπήρξαν και είναι, και δικαίως, εξαιρετικά δημοφιλείς, τα άλμπουμ τους είχαν πολύ αξιόλογες πωλήσεις και οι fan τους κατέκλυζαν κυριολεκτικά τις συναυλίες τους, οι οποίες ήταν sold out στη δεκαετία του 70.Σκεφτείτε μάλιστα ότι είχαν υπογράψει στην ΕΜΙ την ίδια εποχή με τους Pink Floyd, καθώς και ότι μια δισκογραφική εταιρεία, η Harvest Records υπό την αιγίδα της ΕΜΙ, πήρε αυτό το όνομα προς τιμήν τους.
Η αρχική, ιδρυτική σύνθεση της μπάντας είχε τους Les Holroyd (φωνητικά-μπάσο), John Lees (φωνητικά-κιθάρα), Mel Pritchard (drumms)και τον Stuart''Wooly'' Wolstenholme (φωνητικά-πλήκτρα). Ξεκίνησαν επισήμως τον Σεπτέμβριο του 1966 στο Oldham της Μ. Βρετανίας και το πρώτο, ομότιτλο άλμπουμ τους, υπό την αιγίδα του συνθέτη-πιανίστα Robert John Godfrey, είχε παταγώδη αποτυχία τόσο εμπορικά όσο και καλλιτεχνικά, παρά τις υψηλές προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί.
O ήχος τους χαρακτηριζόταν από αρμονικά υπέροχες μελωδίες, επηρεασμένοι από τη folk μουσική, αλλά και από τις μελωδίες των πρώιμων Moody Blues. Έδιναν δε ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση του πρωτοποριακού τότε μουσικού οργάνου που ονομαζόταν mellotron(ηλεκτρομηχανικό όργανο που αναπτύχθηκε για πρώτη φορά το 1963 στο Birmingham της Αγγλίας).
Παρά ταύτα, δεν το έβαλαν κάτω, και ήδη με την κυκλοφορία του τέταρτού τους άλμπουμ ''Baby James Harvest'' είχαν τέτοια απήχηση που τους ανάγκαζε εκ των πραγμάτων να προχωρήσουν στην πραγματοποίηση συναυλιών.
Βρισκόμαστε στο 1980 και είχαν προηγηθεί 11 studio albums καθώς και 2 Live albums.Ήταν συγκεκριμένα 30 Αυγούστου και η μπάντα δίνει κυριολεκτικά ραντεβού με την Ιστορία, αφού βρίσκεται στο Δυτικό, τότε, Βερολίνο για αυτό που έμελλε να είναι το σημαντικότερο Live Event της σταδιοδρομίας τους .
Αναφερόμαστε στη συναυλία που έλαβε χώρα μπροστά στο λεγόμενο Reichstag της πόλης, ενώπιον ενός κοινού που αριθμούσε 175.000 θεατές , σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Γερμανικής Αστυνομίας, χωρίς όμως να λαμβάνουν υπόψιν και τους 65-70.000 περίπου Ανατολικογερμανούς που είχαν συγκεντρωθεί στην άλλη πλευρά του Τείχους, διψασμένοι να ακούσουν ελεύθερα, την απαγορευμένη Δυτική ροκ μουσική. Να σημειωθεί μάλιστα, το γεγονός ότι η συναυλία ήταν free access, δηλαδή χωρίς εισιτήριο, για αυτό άλλωστε ήταν το μεγαλύτερο ακροατήριο στο οποίο έπαιξε ποτέ η μπάντα.
Και φυσικά η εισαγωγή ήταν ότι έπρεπε να γίνει με το τραγούδι ''Berlin'', το οποίο είχε ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για τους Γερμανούς και ειδικά τους Βερολινέζους, σκεφτείτε ότι ήμασταν στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου. Οι εξαιρετικά καλογραμμένοι στίχοι ανήκουν στον Lou Reed.
Eίναι αυτονόητο και δεν θα περίμενε κανείς κάτι λιγότερο από το να ξεσηκωθεί το κοινό με παιδικό ενθουσιασμό στο ουσιαστικά πρώτο τραγούδι της συναυλίας, το ''Loving Is Easy'' , με το πασίγνωστο καθηλωτικό mellotron, σήμα κατατεθέν του συγκροτήματος.
Τί να πεί κανείς παρά μόνο τα καλύτερα για τη φοβερή piano εισαγωγή και ερμηνεία του ύμνου ''Mocking Bird'', μια από τις πρώτες επιτυχίες της μπάντας .Οι στίχοι είναι απλοικοί αλλά υπέροχοι, σε συνδυασμό με την άριστη μελωδία.
Πάμε αμέσως μετά στο επόμενο, το ''Sip Of Wine'', μελωδικότατο, εύηχο, πιο mainstream, πιο εμπορικό, από τα προσωπικά αγαπημένα μου. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 80 και με την αποχώρηση του Wooly Wostenholme, το συγκρότημα είχε αρχίσει να ακολουθεί μια πιο εμπορική κατεύθυνση.
Πιο ''βαρύ'' και μελαγχολικό αλλά υπέροχα εκτελεσμένο το πιο πολύπλοκο ακόμα και στον τίτλο τραγούδι ''Nova Lepidoptera''.
Πιστοί στην πολυπλοκότητα και στην ιδιαίτερη κουλτούρα των πρώτων ημερών του ήχου τους, ερμηνεύουν αριστοτεχνικά το ''InThe Memory Of The Martyrs''.
Στον ίδιο mainstream και εμπορικά μελωδικό τόνο, όπως και το ''Sip Of Wine'' κινείται και το ''Life Is For Living'', διαχέοντας χαρά και ενθουσιασμό στο κοινό, με τη χρήση του πραγματικά απίστευτου οργάνου mellotron.
To ''Child Of The Universe'' αποτελεί μια Ωδή στον Σύγχρονο Άνθρωπο και την αντοχή του στις δοκιμασίες και στα μεγάλα προβλήματα της Παγκόσμιας Ιστορίας. Έχει αναφορές σε γεγονότα και θέματα τα οποία τότε κλόνιζαν την ανθρωπότητα ή που είχαν πρόσφατα αφήσει το "αποτύπωμά'' τους στον πλανήτη ,όπως η κρίση στη Βόρειο Ιρλανδία, ο πόλεμος του Βιετνάμ, το Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική μεταξύ άλλων. Πολύ δυνατό σημείο του τραγουδιού είναι ασφαλώς οι στίχοι.
Το φινάλε ήταν απλά συγκλονιστικό, καθώς τόσο η μπάντα, όσο και οι θαυμαστές-ακροατήριο, τα έδωσαν όλα με το επικό και κλασικό ''Hymn''. Ήταν μια συγκινητική στιγμή που πραγματικά άνετα τη νιώθει και κάποιος που απλά παρακολουθεί το dvd.
Το άλμπουμ δεν κυκλοφόρησε, παρά μόνο τον Φεβρουάριο του 1982 στη Γερμανία όπου και κατέκτησε σχεδόν ταχύτατα την κορυφή των charts.Ο λόγος τα πολλά τεχνικά προβλήματα κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων, μεταξύ των οποίων και η ζημιά που προκλήθηκε στην κιθάρα του John Lees.
Μάλιστα σε αυτήν την κυκλοφορία προστέθηκαν δυο επιπλέον τραγούδια τα οποία είχαν μεν ηχογραφηθεί αλλά ήταν αδύνατον για τεχνικούς λόγους να συμπεριληφθούν αρχικά, τα ''Love On The Line'' και ''Rock N Roll Lady''.
Πάντως για κάποιους σκληροπυρηνικούς οπαδούς, ''κολλημένους'' με την progressive πορεία της μπάντας (κάτι που συνέβη και με άλλα συγκροτήματα του είδους) τα χρόνια του 70, η πιο ''εμπορική'' κατεύθυνση από το 1980 και έπειτα ήταν κάτι που προφανώς δεν άρεσε.
Το ''Berlin-A Concert For The People'' είναι ότι πρέπει για να συστηθεί η σπουδαία αυτή μπάντα, σε όσους δεν τη γνωρίζουν, για τους δε ''οπαδούς'' αποτελεί ένα κομμάτι που οφείλουν οπωσδήποτε να έχουν στη συλλογή τους.