Λάβετε, φάγετε, τούτον, δε, εστί το μέταλλον: “Piece Of Mind” (16.5.83)

15/05/2023

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

2598

Ο κινηματογράφος ήταν ήδη ο καθρέφτης της βέσπας που ποτέ δεν είχα για να βλέπω καθαρά όσα είχαν γίνει πριν προλάβω να γεννηθώ, όταν, λίγο μετά το Πάσχα του Τσέρνομπιλ. Ήταν τότε που, λίγο πριν ξεκινήσει μια ακόμη ώρα Χημεία, ο Τάσος από το μπροστινό θρανίο έβγαλε από την χακί τσάντα του την κασσέττα, την ακούμπησε πάνω στο θρανίο μου και την έσπρωξε με το δείκτη προς το μέρος μου.

 

Ο κινηματογράφος ήταν ήδη ο καθρέφτης της βέσπας που ποτέ δεν είχα για να βλέπω καθαρά όσα είχαν γίνει πριν προλάβω να γεννηθώ, όταν, λίγο μετά το Πάσχα του Τσέρνομπιλ. Ήταν τότε που, λίγο πριν ξεκινήσει μια ακόμη ώρα Χημεία, ο Τάσος από το μπροστινό θρανίο έβγαλε από την χακί τσάντα του την κασέτα, την ακούμπησε   πάνω στο θρανίο μου και την έσπρωξε με το δείκτη προς το μέρος μου.
«Το νου σου, ε; Σε μια βδομάδα, την άλλη Τρίτη τη θέλω πίσω. Γυρισμένη κανονικά στην αρχή της πρώτης πλευρά. Μην και τυχόν μου τη φέρεις μασημένη, τη γάμησες».
Το “Powerslave” το’χα ήδη μάθει απ’ έξω, αλλά από το “Piece Of Mind” είχα ακούσει -και με είχε τρυπήσει με λόγχη- μόνο το “The Trooper”.
Το γρονθοκόπημα από ντραμς που ακούς με το το που τελειώνει το φύσημα, δίνει τη θέση του, για πρώτη φορά, στην πεντακάθαρη, πλήρη λεπτομερειών, παραγωγή του Martin Birch. Σ’ αυτόν τον πυκνής ύφανσης ήχο που θα εντυπωθεί ανεξίτηλα στα μυαλά όλων ως το αμίμητο, άφθαρτο στο χρόνο heavy metal. To κομμάτι λέγεταιWhere Eagles Dare.
Δεν είναι μόνον τα κοφτερά ριφ, τα εφέ που οφείλονται στην μαεστρική μίξη και όχι σε τρυκ. Δεν είναι μόνο η φωνή που, που, μπροστά και πάνω από τον τοίχο των κιθάρων, πετά στα ουράνια και παίρνει τα φυλλοκάρδια σου μαζί της, ή τα σόλο που μοιάζουν να ζωντανεύουν μαυρόασπρες φωτογραφίες ντοκυμανταίρ από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Είναι ότι το πιστεύεις ότι ακούς τον ήχο από τους έλικες των μεταγωγικών που έχουν σηκωθεί για να ρίξουν με αλεξίπτωτο τους κομμάντος του ταγματάρχη Σμιθ (Ρίτσαρντ Μπάρτον) και του από υπολοχαγού Σέϊφερ (Κλιντ Ήστγουντ) πίσω από τις εχθρικές γραμμές, στις χιονισμένες Άλπεις, για να απελευθερώσουν από τα χέρια των Γερμανών τον αιχμάλωτο στρατηγό Κάρναμπυ.
Η ομώνυμη ταινία, βασισμένη στο βιβλίο του Άλισταιρ ΜακΛην και γυρισμένη το ’68, όταν οι πέντε Maiden ήταν στην προεφηβεία, αποτέλεσε και για τη δική μου γενιά, τη μεγαλωμένη με τα εβδομαδιαία μαυρόασπρα κόμικς «ΚΡΑΝΟΣ», «ΜΑΧΗ» και «ΤΑΝΚΣ» , μέρος της κινηματογραφικής μας παιδείας.


Στο κομμάτι κλέβει την παράσταση η εμφάνιση του ντράμμερ Nicko McBrain. ο γεννημένος στο Hackney 31χρονος με την παράδοξα πλακουτσή μύτη, o οποίος είχε ήδη συμπληρώσει πολλές ώρες πτήσης ως πολύφερνος μουσικός νομάδας στη μπάντα του Pat Travers και στους Γάλλους Trust, όταν κλήθηκε να αντικαταστήσει τον Clive Burr, ανεβάζει κατακόρυφα το επίπεδο του τί ρόλο παίζουν τα ντραμς σε ένα δίσκο των Maiden. Μη βασιζόμενος στη δύναμη όπως ο Burr, αναδεικνύει τις τεχνικές του ικανότητες και την ποικιλία του από τα πρώτα μουσικά μέτρα. Χρησιμοποιώντας μόνο μια μπότα, αλλά πλειάδα άλλων τυμπάνων που τον περικυκλώνουν στη σκηνή ως πολεμίστρες ενός ατομικού, βροντώδους φρουρίου, δίνει στα τραγούδια μια διάσταση που δεν υπήρχε πριν.
Ένα ακόμη τερστιο ριφ ανοίγει την πόρτα του “Revelations”. Το πρώτο τραγούδι που φέρει μόνη την υπογραφή του Bruce Dickinson σε πειθαναγκάζει από τις πρώτες νότες να εκστασιαστείς. Το οδηγούν βαριά κοψίματα και στα μελωδικά ηλεκτροακουστικά διαλείμματα ο συνθέτης αποδίδει μια λυρική ερμηνεία πάνω σ’ ένα θρησκειολογικό σιμπίλημα: από τον έμμετρο ύμνο του G.K. Chesterton O God of Earth and Altar” μέχρι τους αποκρυφιστικούς συμβολισμούς (το μυστικό του κρεμασμένου, η ενέργεια του φιδιού, ο τρελλός) για το πέρασμα σε μια μυστήρια επιφοίτηση, όλα εκρήγνυνται μ’ ένα “GO!” σ’ αφηνιασμένο καλπασμό, που από μέσα του ξεπηδούν τα σόλο μ’ αυτόν τον ολοκάθαρο, στρογγυλό ήχο των Murray και Smith. Αδύνατο να μην υποβληθείς απ’ αυτό το αριστούργημα. Κι ας μην ξέρεις ούτε τί λέει ακριβώς, ούτε προς τα πού το πάει ο στίχος.

Υποσκελίζοντας σε ποιότητα την εισαγωγική τριπλέτα τραγουδιών και των τριών προηγούμενων δίσκων τους, το “Flight Of Icarus” σκάει γεμάτο ανάταση. Το αναγνωρίσμο αμέσως σ’ εμάς μυθολογικό θέμα προσθέτει λόγους ταύτισης σ’ αυτό το πολύ καλά λαξευμένο και αποφασιστικό mid tempo, με στίχους στους οποίους η χρήση του διηγηματικού ενεστώτα δίνει μια σπάνια  εικονοπλαστική δύναμη.
«(…) Now the crowd breaks and a young boy appears
Looks the old man in the eye
As he spreads his wings and shouts at the crowd
In the name of God, my father I'll fly».

Απογειωτικός ο Dickinson, ειδικά στο ρεφραίν, ενώ τα τρία σόλο, δύο διαδοχικά, κι ένα στο τέλος, με την κραυγή του τραγουδιστή να υψώνεται για ν’ αγγίξει τον ήλιο είναι σκέτη έκσταση. Ποιός νοιάζεται αν η ιστορία του Δαίδαλου και του Ίκρου δεν πάει ακριβώς έτσι; Ποιητική αδεία.


Το “Die With Your Boots On” έρχεται με πολιορκητικό κριό μια αρμονική φράση του Adrian Smith παιγμένη από δυό κιθάρες, με τη μπάντα να ρολλάρει τραχιά και σε γρήγορη ταχύτητα πάνω στη μελωδική μπασογραμμή του Harris, καθώς ο Dickinson αδειάζει τους ψευδοπροφήτες της συντέλειας, με κυνισμό: ό,τι είναι να μας συμβεί, να μας βρει όρθιους, μέχρι την τελευταία στιγμή. O ιδιωματισμός του τίτλου πρωτοχρησιμοποιήθηκε τον 18ο αιώνα αιώνα για όσους παράνομους τέλειωναν τη ζωή τους στην κρεμάλα, όμως απέκτησε πιο δυναμικό και ευρύ περιεχόμενο στα χρόνια της Άγριας Δύσης, όταν και η απονομή δικαιοσύνης με την αυτοδικία πήγαιναν χέρι – χέρι. Είτε είσαι απ’ τους κακούς είτε από τους καλούς, άξιο είναι να «πεθαίνεις όρθιος», σε αντίθεση με το γέρος, ανήμπορος ή καθηλωμένος σε ακινησία.
Η πρώτη πλευρά της κασσέττας τελειώνει με το φύσημα να είναι σχεδόν ευπρόσδεκτο, ανακουφιστικό. Γιατί σπάνια βρίσκεις στο μέταλλο μια πρώτη πλευρά με τέτοια ισορροπία ανάμεσα σε μουσική ένταση, θεματική ποικιλία και πνευματική διέγερση.
Το “The Trooper” ανήκει στην κατηγορία των αδιαπραγμάτευτα κλασσικών heavy metal τραγουδιών. Αν επιχειρήσει κανείς να διεισδύσει πέρα από την ακαριαία απομνημονεύσιμη δισολία του, θα δει ένα στιχουργικό ψυχόδραμα με ιστορικές και υπαρξιακές διαστάσεις που σε γραπώνει και σε βάζει κατευθείαν μέσα στις λασπωμένες από αγωνία, αδρεναλίνη και φαταλισμό μπότες του βρετανού έφιππου που αντιμετωπίζει τον μοιραία επερχόμενο θάνατό κατά την πολιορκία της Σεβαστουπόλεως, στον Πόλεμο της Κριμαίας (Τούρκοι, Γάλλοι και Άγγλοι ενάντια στους Ρώσσους). Βιβλία και ταινίες αναδεικνύονται για πρώτη φορά πόσο άμεσα έχουν επηρεάσει τον 27χρονο Steve Harris, συνθέτη και στιχουργό της μεγάλης πλειoψηφίας του μουσικού υλικού των Iron Μaiden.
«Η Επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας», ταινία του Tony Richardson, θρυλικού ηγήτορα του βρετανικού «Νέου Κύματος» του βρετανικού κινηματογράφου των αρχών της δεκαετίας του ’60 πρωτοπροβλήθηκε στις Λονδρέζικες αίθουσες την Άνοιξη του ΄68 και είναι βέβαιο ότι είτε τότε, είτε λίγο αργότερα, άσκησε αξεπέραστη επίδραση στον προέφηβο Harris, που σαν αντίδοτο στην ανέχεια και τη σκληράδα του Λονδρέζικου East End καταβρόχθιζε την μια ταινία πίσω από την άλλη. Το φιλμ, ένα υποβλητικό βρετανικό δράμα εποχής με τον Τρέβορ Χάουαρντ στο ρόλο του Λόρδου Κάρντιγκαν που διατάχθηκε να οδηγήσει την ταξιαρχία προς τα ρωσικά πυροβόλα από λάθος εκτίμηση του επικεφαλής του, του αλαζόνα Λόρδου Ράγκλαν (Σερ Τζων Γκίλγουντ), στηλιτεύει την ταξική δομή του βρετανικού στρατεύματος, εξαίροντας την τραγικότητα και το θάρρος του στρατιώτη που οδηγείται προς μια παράλογη θυσία.


Η πρώτη ύλη της ταινίας πάει κόμη πιο πίσω : είναι το ποίημα του Tennyson «Η επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας». Δημοσιευμένο το Δεκέμβριο του 1854, μόλις έξι εβδομάδες μετά την μάχη της Μπαλακλάβα, στην οποία οι βρετανοί υπέστησαν τρομακτικές απώλεις, εξαιτίας μιας εσφαλμένης διαταγής που έστειλε τους ελαφρά οπλισμένους έφιππους σε βέβαιο θάνατο απέναντι στα μουσκέτα του ρωσικού στρατού, αποκτά σάρκα και οστά μετουσιούμενο, 129 χρόνια αργότερα μέσα από μια άλλη γλώσσα, την μουσική, σ’ ένα αυτοδύναμο έπος, μέσα σε 4 λεπτά και 10 δευτερόλεπτα. Στον καλπασμό του μπάσου του Harris, την απέλπιδα κραυγή του Dickinson Youll take my life, but Ill take yours tooYoull fire your musket, but Ill run you through o ακροατής ακούει τ’ άλογα ν’ αφηνιάζουν πληγωμένα, αναβάτες να κρατιούνται από τα γκέμια για να σώσουν τη ζωή τους, ομοβροντίες και σώματα να πέφτουν άψυχα στο έδαφος, καθώς οι έφιπποι εφορμούν αγέρωχοι προς αυτό που έχουν διαταχθεί να κάνουν, γνωρίζοντας την τύχη τους.
Το  “Still Life” των Harris και Murray έρχεται να κρατήσει το επίπεδο ενδιαφέροντος ψηλά, έργο βαρύ μετά από οποιοδήποτε τραγούδι θα ακολουθούσε ένα “The Trooper”. Κι όμως, με το πυρετώδες, εφιαλτικό paranormal σκηνικό που στήνει, με τα σόλο να εναλλάσσονται και τη φωνή να υπνωτίζεται και σιγά σιγά να χάνει τα λογικά της, τα καταφέρνει. Ένα διήγημα του βρετανού συγγραφέα του φανταστικού Ramsey Campbell γραμμένο το 1964, με τίτλο «Οι Κάτοικοι της Λίμνης (και Λιγώτερο Ευπρόσδεκτοι Ένοικοι)» δίνει αυτή τη φορά την έμπνευση, σ’ ένα δεύτερης γραμμής πρωτοκλασάτο κομμάτι που έμελλε να παιχτεί ελαχιστα live και που θα μείνει στο μυαλό για άλλο λόγο: ξεκινά με ένα ακατάληπτο, ανάποδα γραμμένο μήνυμα που προσθέτει εξώκοσμη αυθεντικότητα στο παρανοϊκό του στίχου. “Don't meddle wid t'ings yo don't understand” (Μην μπλέκετε με πράγματα που δεν καταλαβαίνετε). Η φωνή ανήκει στον ντράμμερ Nicko Mc Brain, σε μια από τις ξεκαρδιστικές του μιμήσεις, αυτή τη φορά του δικτάτορα της Ουγκάντα Αμίν Νταντά, όπως τον είχε σατυρίσει σε ολόκληρο δίσκο (ναι, συνέβαιναν αυτά στη δεκαετία του ’70, όπως και στη χώρα μας στην επόμενη δεκαετία με δίσκους βαρετέ και επιθεώρησης), ο βρετανός ηθοποιός και μίμος John Bird.  
Ο δίσκος - ταινιόραμα συνεχίζεται με το εμβατηριακής παραστατικότητας “Quest For Fire”. Θεματική πηγή το ομώνυμο φιλμ του Ζαν Ζακ Αννώ, μια θαραλλέα μη συμβατικά ομιλούσα ταινία για τον πόλεμο μεταξύ προϊστορικών φυλών για την απόκτηση της φωτιάς. Είχε κυκλοφορήσει σε παγκόσμια διανομή και αποσπάσει σειρά από διεθνή βραβεία μεταξύ ’82 και ’83, όταν το “Piece Of Mind” ηχογραφείτο στο Nassau στις Μπαχάμες. Μπορεί οι στίχοι, όπως εκ των υστέρων σάρκασε ο Dickinson, ν’ ακούγονται βεβιασμένα διηγηματικοί ως και αστείοι και να τους τραγούδησε μόνο «για να κερδίσει το στοίχημα ότι μπορεί να γίνει», όμως στην ευρεία πλειοψηφία του μη αγγλόφωνου κοινού το στοιχείο αυτό είναι αδύνατον να γίνει αισθητό. Στον αντίποδα, ανεξίτηλη μένει η αρμονία με τις δύο κιθάρες στη μέση και τα σόλο τα γεμάτα πλάνα Panavision. Πρώτα του Murray, κολλητά του Smith, εξήντα ολόκληρα δευτερόλεπτα με τη μεστότητα σουίτας, μια από τα λιγώτερο γνωστά σημεία στην ανθολογία κιθαριστικής ευδαιμονίας που πλέον οι Maiden με το “Piece Of Mind” έχουν αρχίσει εκείνοι να μοιράζουν ως μονάκριβη φωτιά στην άγουρη, πεινασμένη για ψυχή μεταλλική φυλή.



Με ευθύβολο ρεφραίν, πετυχημένα δεύτερα φωνητικά του ίδιου του Dickinson κι ένα μικρό, αλλά χαρακτηριστικό σόλο / αρμονία το “Sun And Steel”, άλλο ένα μικροέπος θα γινόταν ιδανικό single αν βρισκόταν σ΄έναν δίσκο με μικρώτερο τραγουδιστικό βεληνεκές. Είναι κι αυτό βασισμένο στην λογοτεχνία, στο ομώνυμο αυτοβιογραφικό πόνημα του περίφημου Ιάπωνα συγγραφέα, ποιητή σκηνοθέτη Yukio Mishima (1925-1970), ένα σημειωματάριο όπου εξερευνά τις αισθήσεις που ξυπνά στο σώμα η ευλαβική ενασχόλησή του με τις πολεμικές τέχνες.
Τα μεταλλικά άπερκατ είναι απανωτά καθώς η δεύτερη πλευρά έρχεται στο κλείσιμό της με το μεγαλύτερο σε διάρκεια τραγούδι που έχουν ηχογραφήσει μέχρι τότε οι Maiden. Το “To Tame A Land”, ένα βαρύτονο οδοιπορικό στον πλανήτη Arrakis, γνωστόν και ως “Dune”, τον κόσμο του μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας του αμερικανού συγγραφέα Frank Herbert, ένα από τα πλέον ευπώλητα βιβλία τους είδους στην εποχή του (1965). Mια τριτοπρόσωπη ματιά στον Πωλ Ατρείδη, τον σωτηριακό πρωταγωνιστή με τις υπερφυσικές δυνάμεις, η οποία αναπτύσσεται μέσα από ένα progressive άνοιγμα που θυμίζει μεταλμορφωμένους Yes και Genesis, με trippy Χεντριξογενή περάσματα, ανατολίτικες κλίμακες κι έναν Dickinson που κλείνει υποβλητικά το σετ από τις εννέα τραγουδιστικές παραστάσεις του έχοντας ήδη θέσει τον ερμηνευτικό πήχυ σε δυσθεώρητα ύψη. Τί κι αν, την επόμενη χρονιά, οι Toto επιλέχθηκαν αντί για τους Maiden να ντύσουν με μουσική την πολυδάπανη παραγωγή “Dune” του Dino De Laurentis σε σκηνοθεσία του David Lynch; Πήγε άπατη.
Σε αντίθεση με το “Piece Of Mind”. Κυκλοφορεί στις 16 Μαίου 1983, με το “Flight Of Icarus” να έχει γίνει το single - προπομπός στις 23/4/83 μην καταφέρνοντας για ελάχιστο να μπει στο βρετανικό τοπ-1ο (UK#11, 30/4/83). Στο τέλος Μαϊου ο δίσκος θα κορυφώσει την πορεία του δύο θέσεις κάτω από την κορυφή, πίσω μόνον από το “Thriller” του Michael Jackson και το “True” των Spandau Ballet (UK#3, 28/5/83).  Μπορεί να μην επαναλαμβάνει την επιτυχία του “Number Of The Beast”, όμως θα μείνει στα τσαρτ μέχρι το Σεπτέμβριο του ’83, βοηθούμενο και από την επιτυχία του δεύτερου single, “The Trooper” (UK#12, 9 & 16/7/83). Η παγκόσμια περιοδεία “World Piece Tour” θα ξεκινήσει από το Hull στις 2 Μαίου και πριν ολοκληρωθεί στις 18 Δεκεμβρίου στο Dortmund, σε κείνη την σημαδιακή βραδιά στο Westfalenhalle, όπου ο Eddie, υπό τις κάμερες της γερμανικής τηλεόρασης, διαμελίζεται και ποδοπατείται επί σκηνής από μπάντα και τεχνικούς, συμπεριέλαβε 137 ακόμη εμφανίσεις. Κρίσιμες οι 81 από αυτές στην Βόρεια Αμερική, που θα φέρουν για πρώτη φορά δίσκο των Maiden μέσα στο τοπ-15 του Billboard (US#14, 20/8/83 για 45 εβδομάδες σερί μέσα στα 200 πρώτα).
Με την επανειλημμένη ακρόαση αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα θέματα του δίσκου αναφέρονται σε ιδιάζουσες εγκεφαλικές διαθέσεις, σε καταστάσεις οριακές που προκαλούν το μυαλό, δοκιμάζουν τα όριά του στο πώς θα τις διαχειριστεί.
Ο πολεμιστής σε αφιλόξενη, ριψοκίνδυνη αποστολή. Ο αλχημιστής που καλείται να περάσει σε ανώτερο επίπεδο.
Ο ρηξικέλευθος, αυτοκαταστροφικός νεαρός. Ο πείσμων αντιδραστικός. Ο διατεταγμένος μαχητής χωρίς «άλλως δύνασθαι πράττειν», αντίκρυ με τη βεβαιότητα του χαμού του. Αυτός που «ακούει φωνές» τόσο έντονα, ώστε οδηγείται στην παράνοια.
Ο αρχηγός της αγέλης που ζητά να πάει την ράτσα του μπροστά. Ο ιππότης και το ατσάλινο πιστεύω του σπαθιού του.
Ένας ηγέτης που συνειδητοποιεί από τις υπέρκοσμες δυνάμεις του ότι είναι ο εκλεκτός. Κάθε μουσικό έργο ένα κομμάτι μυαλού, μια όψη του (piece), μια εγκεφαλική συνθήκη σε πλήρη αντίστιξη με την  ομόηχη φράση που σημαίνει «ειρήνη τω πνεύματι» (peace of mind).



Στο εξώφυλλο, ο παρανοημένος Eddie δεμένος με λαιμαριά που έχει τρεις αλυσίδες και φορώντας ζουρλομανδύα, λυσσομανά. Έχει χάσει τα μαλλιά του και το κρανίο του φέρει μια ύποπτη οριζόντια τομή. Λοβοτομή. Τρέλλα. Το φαιοπράσινο φως και το καλλιγραφικό του τίτλου, η ανοιχτή πόρτα προς τα σύννεφα του οπισθοφύλλου, οι πέντε μουσικοί σ’ ένα μοναστηριακού τραπέζι με τα προσωπά τους χλωμά και υποφωτισμένα, ετοιμοι να δειπνήσουν με κυρίως πιάτο ένα μυαλό πάνω σε λαχανάκια Bρυξελλών, κουνουπίδια και καρότα, όλα υλοποιούν τον τίτλο: προσφέρουν τροφή για σκέψη.
Το “Piece of Mind” είναι ίσως η πρώτη εσκεμμένη περίπτωση heavy rock όπου η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος, η ιστορία και η μυθολογία, δηλαδή οι κρατούσες μορφές του έντεχνου λόγου, συναντά τη μουσική φόρμα που τους πρέπει για να διατυπώσουν και να ενσταλλάξουν κάτι από την ουσία τους στις επερχόμενες γενιές. Μια φόρμα απερίσπαστη συμβατικοτήτων.
Περίτεχνη, κι όμως λαϊκή. Δραματική σαν άρια, εκκωφαντική σαν μηχανή βιομηχανικής μονάδας που σφυρηλατεί αμόνια και ακαριαία σαν εγερτήριο επιλοχία. Το heavy metal.
Για το ποιο άλμπουμ των Maiden είναι «το» καλύτερο, δικαιούνται όλοι να έχουν διαφορετικές γνώμες, συνήθως βιωματικής αφορμής. Όμως για το ποιό δημιούργησε πρώτο τον ήχο των Maiden από τον οποίο δεν μπόρεσες ξανά να αποστείς, οι περισσότερες συγκλίνουν στο “Piece Of Mind”.
 
Υ.Γ.: Ασφαλώς και του έφερα την κασέτα πίσω άθικτη του Τάσου. Όχι την Τρίτη, την Παρασκευή. Μετά από 48 ώρες εντατικής ακρόασης, ήταν μοιραίο. Αιτήθηκα εκτάκτως γονεϊκού επιδόματος και μπόρεσα ν’ αποκτήσω τη δική μου.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου